Παροιμίαι – Κεφάλαιο Ζ’ (7)
Στίχ. 1-5. Φύλαξε τις εντολές του Θεού για να νικήσεις τα σαρκικά πάθη.
1 Παιδί μου, φύλαγε με ακρίβεια τα λόγια μου και κρύψε στα βάθη της ψυχής σου τις εντολές μου. Παιδί μου, να σέβεσαι τον Θεό κι έτσι θα αποκτήσεις δύναμη. Εκτός από τον Θεό κανέναν άλλο να μη φοβάσαι.
2 Φύλαξε τις εντολές μου και θα ζήσεις ευτυχισμένα. Πρόσεχε και φύλαγε τις εντολές μου όπως φυλάς την κόρη των ματιών σου.
3 Βάλε τα λόγια μου σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλά σου, για να τα βλέπεις συχνά και να μην τα ξεχνάς˙ γράψε τα βαθιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της καρδιάς σου.
4 Ονόμασε τη σοφία «αδελφή» σου και τη σύνεση «στενή συγγενή» σου και κάνε την κτήμα σου.
5 Για να σε προφυλάξει από τη γυναίκα του άλλου, από κάθε ξένη και πονηρή γυναίκα, όταν αυτή προσπαθεί να σε πλανέψει με λόγια κολακευτικά.
Στίχ. 6-23. Οι πανουργίες της ανήθικης γυναίκας.
6 Διότι η ανήθικη γυναίκα σκύβει διαρκώς από το παράθυρο του σπιτιού της και κοιτάζει έξω προς τις πλατείες
7 και καθώς παρατηρεί τους απερίσκεπτους νέους, όταν δει κανέναν τελείως άμυαλο και ανόητο
8 να περνά από τη γωνία του δρόμου δίπλα από το σπίτι της και να σιγοτραγουδά
9 στο βραδινό σκοτάδι, τότε που αρχίζει η νυχτερινή ησυχία και πέφτει το σκοτάδι ή η ομίχλη,
10 τότε αυτή η ακόλαστη γυναίκα που καιροφυλακτεί στο παράθυρό της, τρέχει να τον συναντήσει ντυμένη προκλητικά με πορνικά ρούχα και στολίδια κι έτσι ξεσηκώνει και εξάπτει τις καρδιές των νέων.
11 Κινείται ασταμάτητα σαν να έχει φτερά, για να αρπάξει τα θύματά της. Τα πόδια της δεν ησυχάζουν ποτέ στο σπίτι της, τρέχει αχόρταγα να βρει και να αρπάξει κι άλλους.
12 Άλλες φορές ρεμβάζει για λίγο και καταστρώνει τα πονηρά της σχέδια κι άλλες φορές παραμονεύει σε κάθε γωνιά για να βρει και να συλλάβει το θήραμά της.
13 Έπειτα, αφού η ακόλαστη γυναίκα αρπάξει τον άμυαλο νέο, τον αγκαλιάζει και τον φιλά μέσα στον δρόμο και με πολλή αναίδεια και ξεδιάντροπο πρόσωπο του λέει:
14 «Σήμερα είναι η μέρα που πρόσφερα θυσία ευχαριστίας κι εκπλήρωσα το τάμα μου στον Θεό, επειδή άκουσε τις προσευχές μου˙ κι έχω στο σπίτι μου άφθονο κρέας από τις θυσίες που πρόσφερα˙
15 γι’ αυτό βγήκα να σε συναντήσω. Πόθησα το ωραίο σου πρόσωπο και να, σε βρήκα.
16 Έχω στρώσει το κρεβάτι μου με ωραία κλινοσκεπάσματα και το έχω στολίσει με πολύχρωμα αιγυπτιακά σεντόνια κι από τις δύο πλευρές.
17 Έχω ραντίσει το κρεβάτι μου με αρώματα από κρόκο και το σπίτι μου όλο με άρωμα κανέλλας, για να ευωδιάζει˙
18 έλα να απολαύσουμε την αγάπη μας μέχρι τα ξημερώματα, να κυλιστούμε και να χαρούμε τον έρωτά μας.
19 Δεν πρόκειται κανείς να μας δει. Ο άνδρας μου λείπει από το σπίτι˙ έχει φύγει ταξίδι μακρινό.
20 Πήρε μαζί το πουγκί με τα χρήματα και δεν πρόκειται να γυρίσει στο σπίτι προτού περάσουν πολλές ημέρες».
21 Έτσι αυτή η ακόλαστη, με τα τόσα γλυκόλογα και τις κολακείες της, ξεμυάλισε και πλάνεψε στα δίχτυα της τον άμυαλο νέο και τον έριξε σαν πλοίο πάνω στα βράχια.
22 Κι αυτός ο ανόητος την ακολούθησε απερίσκεπτα, σαν το ηλίθιο θαλασσοπούλι που παρασύρεται από τον άνεμο˙ σαν το ανύποπτο βόδι που σέρνεται για τη σφαγή και σαν το σκυλί που σέρνεται από την αλυσίδα του,
23 ή όπως πιάνεται το ελάφι που πληγώθηκε με τόξο στο συκώτι˙ τρέχει ο ανόητος κοντά της, σαν το πουλί στην παγίδα, χωρίς να καταλαβαίνει ότι έτσι θα χάσει και τη ζωή του, αλλά και την αθάνατη ψυχή του.
Στίχ. 24-27. Φυλάξου από τις ανήθικες γυναίκες.
24 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με και πρόσεξε τα λόγια που θα σου πω:
25 Μην αφήσεις την καρδιά σου να παρασυρθεί στους αμαρτωλούς δρόμους μιας τέτοιας ακόλαστης γυναίκας,
26 διότι αυτή πλήγωσε πολλούς ανθρώπους και τους έριξε κάτω εξευτελισμένους˙ και είναι αμέτρητοι εκείνοι τους οποίους εξόντωσε ψυχικά κι έστειλε στον τάφο.
27 Το σπίτι της είναι ο δρόμος που οδηγεί στον γκρεμό, στον Άδη, στα σκοτεινά καταχθόνια του θανάτου.
1 ΥΙΕ, φύλασσε εμούς λόγους, τας δέ εμάς εντολάς κρύψον παρά σεαυτώ. υιέ, τίμα τον Κύριον, και ισχύσεις, πλήν δέ αυτού μή φοβού άλλον.
2 φύλαξον εμάς εντολάς, και βιώσεις, τούς δέ εμούς λόγους ώσπερ κόρας ομμάτων,
3 περίθου δέ αυτούς σοίς δακτύλοις, επίγραψον δέ επι το πλάτος της καρδίας σου.
4 είπον την σοφίαν σήν αδελφήν είναι, την δέ φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτώ,
5 ίνα σε τηρήση απο γυναικός αλλοτρίας και πονηράς, εάν σε λόγοις τοις προς χάριν εμβάλληται.
6 απο γάρ θυρίδος εκ του οίκου αυτής εις τας πλατείας παρακύπτουσα,
7 όν άν ίδη των αφρόνων τέκνων νεανίαν ενδεή φρενών,
8 παραπορευόμενον παρά γωνίαν εν διόδοις οίκων αυτής και λαλούντα
9 εν σκότει εσπερινώ, ηνίκα άν ησυχία νυκτερινή η και γνοφώδης,
10 η δέ γυνή συναντά αυτώ, είδος έχουσα πορνικόν, η ποιεί νέων εξίπτασθαι καρδίας.
11 ανεπτερωμένη δέ εστι και άσωτος, εν οίκω δέ ουχ ησυχάζουσιν οι πόδες αυτής,
12 χρόνον γάρ τινα έξω ρέμβεται, χρόνον δέ εν πλατείαις παρά πάσαν γωνίαν ενεδρεύει.
13 είτα επιλαβομένη εφίλησεν αυτόν, αναιδεί δέ προσώπω προσείπεν αυτώ,
14 θυσία ειρηνική μοί εστι, σήμερον αποδίδωμι τας ευχάς μου,
15 ένεκα τούτου εξήλθον εις συνάντησίν σοι, ποθούσα το σόν πρόσωπον εύρηκά σε.
16 κειρίαις τέτακα την κλίνην μου, αμφιτάποις δέ έστρωκα τοις απ’ Αιγύπτου,
17 διέρρακα την κοίτην μου κροκίνω, τον δέ οίκόν μου κινναμώμω,
18 ελθέ και απολαύσωμεν φιλίας έως όρθρου, δεύρο και εγκυλισθώμεν έρωτι,
19 ου γάρ πάρεστιν ο ανήρ μου εν οίκω, πεπόρευται δέ οδόν μακράν
20 ένδεσμον αργυρίου λαβών εν χειρί αυτού, δι’ ημερών πολλών επανήξει εις τον οίκον αυτού.
21 απεπλάνησε δέ αυτόν πολλή ομιλία βρόχοις τε τοις απο χειλέων εξώκειλεν αυτόν.
22 ο δέ επηκολούθησεν αυτή κεπφωθείς, ώσπερ δέ βούς επι σφαγήν άγεται και ώσπερ κύων επι δεσμούς
23 η ως έλαφος τοξεύματι πεπληγώς εις το ήπαρ, σπεύδει δέ ώσπερ όρνεον εις παγίδα, ουκ ειδώς ότι περι ψυχής τρέχει.
24 νύν ούν, υιέ, άκουέ μου και πρόσεχε ρήμασι στόματός μου,
25 μή εκκλινάτω εις τας οδούς αυτής η καρδία σου,
26 πολλούς γάρ τρώσασα καταβέβληκε, και αναρίθμητοί εισιν ούς πεφόνευκεν,
27 οδοί άδου ο οίκος αυτής κατάγουσαι εις τα ταμιεία του θανάτου.
Από το: “η Παλαιά Διαθήκη, κατά τους εβδομήκοντα, με σύντομη ερμηνεία.” Ερμηνευτική απόδοσις υπό π. Τρεμπέλα, Ηρ. Παπαδημητρίου, Γ. Ψαλτάκη, Ν. Βασιλειάδη. Απόδοση της ερμηνείας στην Νεοελληνική Μάριος Δομουχτσής.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
