Η τραγωδία του ξεριζωμού του από τα μέρη της Ανατολής εξακολουθεί ακόμη να πιέζει βαριά την καρδιά κάθε σύγχρονου Έλληνα, αδιάφορο αν κατοικούσε από πριν στη μητροπολιτική Ελλάδα ή αν ήρθε εξόριστος από τους πλούσιους κάμπους και τα δασωμένα βουνά της Μικρασίας. Δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει. Αν είναι εξόριστος, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι στην Ανατολή μέσα στα όνειρά του: τη νοσταλγεί μελαγχολικά όπως ο Αδάμ και η Εύα θα νοσταλγούσαν τον Κήπο της Εδέμ μετά την Έξωση. Οι θεόρατες φλόγες από την πυρκαϊά της Σμύρνης φωτίσανε ολόκληρο τον ουρανό του ανατολικού Αιγαίου. Λένε, μάλιστα, ότι ακόμη κι ως τις απέναντι ακτές οι τοίχοι των κελιών του Αγίου Όρους πήρανε κάποιο φέγγος από τη φευγαλέα λάμψη των πυρπολημένων πόλεων. Τα νερά της Σμύρνης είχαν γεμίσει από κουφάρια. Αλλά κάτι περισσότερο από την αδικία, την απανθρωπία και την παραφροσύνη της ιστορικής αυτής στιγμής, έχει μείνει στη σκέψη του σύγχρονου Έλληνα: μια αίσθηση χαμένου πλούτου, χαμένης ψυχικής γαλήνης…»1
Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Βρετανός συγγραφέας Λώρενς Ντράρελ (1912 – 1990) την καταστροφή της Σμύρνης και τον ξεριζωμό χιλιάδων Ελλήνων Μικρασιατών από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής. Η καταστροφή της Σμύρνης αποτέλεσε την τελευταία πράξη του Μικρασιατικού δράματος που τερμάτισε με τον πιο τραγικό τρόπο την τρισχιλιετή αδιάκοπη παρουσία του Ελληνισμού στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Για άλλη μια φορά στη μακραίωνη ιστορική της διαδρομή, η φημισμένη πρωτεύουσα της Ιωνίας έμελλε να καταστραφεί ολοκληρωτικά, οι δε κάτοικοί της να γνωρίσουν τη σφαγή και τον ξεριζωμό από τη μαγεμένη τους πόλη.
Το 630 π. Χ. η Σμύρνη έγινε στόχος των Λυδών, οι οποίοι, αφού την κατέστρεψαν, ανάγκασαν τους κατοίκους που διέφυγαν τη σφαγή να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές των μικρασιατικών παραλίων. Η πόλη επανιδρύθηκε το 334 π. Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών και την απελευθέρωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Στα νεότερα χρόνια η Σμύρνη κατελήφθη το 1317 από τους Τούρκους, το 1944 από τους Βενετούς ενώ το 1402 καταστράφηκε από τον Ταμερλάνο, ο οποίος εξόντωσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Το 1424 η Σμύρνη πέρασε και πάλι στα χέρια των Τούρκων.
Στην ύστερη οθωμανική περίοδο η Σμύρνη γνώρισε και πάλι τον όλεθρο και την καταστροφή. Στα Ορλωφικά, το 1770, με αφορμή την πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία του Τσεσμέ, χιλιάδες χριστιανοί καταδιώχθηκαν και σφαγιάστηκαν στους δρόμους της Σμύρνης. Το 1797, με αφορμή τον φόνο ενός γενίτσαρου, ο μουσουλμανικός όχλος κατέσφαξε εκατοντάδες γυναικόπαιδα, πυρπόλησε δε και μια σχολή, όπου κάηκαν δεκάδες μικρά παιδιά, γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως «το Ρεμπελιό της Σμύρνης».2 Το 1821 ξεκίνησαν νέες διώξεις εναντίον των Σμυρναίων, ως αντίποινα για τη συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση. Οι Έλληνες ομογενείς, για να αποφύγουν τότε τη σφαγή, κατέφευγαν στα ευρωπαϊκά πλοία και τις οικίες των Λεβαντίνων της πόλης.3
Το 1922 η Σμύρνη επρόκειτο να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ως τότε καταστροφή στην ιστορία της. Εκατόμβες Ελλήνων νεκρών και σκηνές Αποκαλύψεως συνόδευσαν την πυρπόληση της πόλης και την εναγώνια προσπάθεια των προσφύγων να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοιάριο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Αν και η καταστροφή της Σμύρνης ξεκίνησε τρεις μέρες μετά το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου, η αναφορά στο πως και το γιατί της μεγάλης αυτής τραγωδίας φωτίζει πολλές πτυχές από τη ζωή και τη δράση του αοίδιμου ιεράρχη.
Αρχικά, θα πρέπει να λεχθεί πως ο Χρυσόστομος είχε μιλήσει από τις αρχές του 1922 για την επερχόμενη τότε καταστροφή, όταν σύσσωμη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας παρείχε διαβεβαιώσεις για την επιτυχή έκβαση του Μικρασιατικού Ζητήματος. Γι’ αυτό άλλωστε από τον Φεβρουάριο του 1922 ο ιεράρχης είχε εντείνει τις προσπάθειές του για τη σύσταση της Μικρασιατικής Άμυνας, με στόχο την προστασία των ελληνικών πληθυσμών, δεδομένου ότι καμία άλλη ενέργεια δεν προμήνυε την έξοδο από τη μικρασιατική περιπέτεια.
Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης, να συνδράμει στην έγκαιρη οργάνωση ενός μετώπου προστασίας των Ελλήνων της Ιωνίας, είχε οδηγήσει εκ μέρους του Χρυσοστόμου στην ιδέα μετεγκατάστασης της Σμύρνης στην Αττική και της ίδρυσης μιας νέας πόλης αντάξιας με τη φήμη και την ιστορία της πρωτεύουσας του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ωστόσο, και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε, για να ακολουθήσει η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, γεγονός που βύθισε τον Ελληνισμό της Ανατολής στο μικρασιατικό χάος.
Τον Αύγουστο του 1922 η Σμύρνης έγινε ο προορισμός χιλιάδων προσφύγων του εσωτερικού, οι οποίοι αναζητούσαν καταφύγιο στην ασφαλή μέχρι τότε πόλη και ύστερα διέξοδο στη νησιωτική Ελλάδα. Ακόμα και τότε, τις μέρες πριν από την κατάληψη της ιωνικής πρωτεύουσας από τα κεμαλικά στρατεύματα, υπήρχε ικανός χρόνος για τη μεταφορά των προσφύγων από τα αγκυροβολημένα πλοία που βρίσκονταν είτε στο λιμάνι της Σμύρνης είτε στα λιμάνια των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου. Στις εκκλήσεις όμως του Χρυσοστόμου για την αποστολή πλοίων και τη μεταφορά του πληθυσμού οι ξένοι διπλωμάτες ζητούσαν πίστωση χρόνου και οι ελληνικές αρχές καλούσαν τον κόσμο να παραμείνει στα σπίτια του, καθώς η έλευση των Μικρασιατών θα δημιουργούσε ένα μείζον προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα.4
Στις 27 Αυγούστου 1922 έγινε η είσοδος των τουρκικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Η πόλη παραδόθηκε στους Τσέτες και τα πάσης φύσεως εγκληματικά μουσουλμανικά στοιχεία, σκορπώντας τον τρόμο στα πλήθη των προσφύγων που είχαν κατακλύσει την προκυμαία. Παρ’ όλα αυτά, καμία ενέργεια δεν πραγματοποιείτο εναντίον της πόλης και του πληθυσμού της όσο υπήρχε ο πνευματικός ηγέτης της Σμύρνης, ο εθνάρχης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, Μητροπολίτης Χρυσόστομος.
Η πρώτη πράξη των κεμαλικών δυνάμεων ήταν να καλέσουν τον ιεράρχη και να του ζητήσουν να συντάξει εγκύκλιο που θα δήλωνε ότι η ζωή, η τιμή και η περιουσία των κατοίκων θα γίνονταν σεβαστές από τη νέα διοίκηση της πόλης. Με την ίδια προκήρυξη καλείτο ο πληθυσμός να παραδώσει τα όπλα, ενώ απαγορεύτηκε η κυκλοφορία μετά τις επτά το απόγευμα.5 Πράγματι, η αρχική αυτή στάση των αρχών καθησύχασε τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι με αγωνία ανέμεναν τη στάση των Τούρκων στρατιωτών.
Ωστόσο, στις 28 Αυγούστου 1922 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος κατακρεουργήθηκε από τον τουρκικό όχλο, γεγονός που έδωσε το σύνθημα για την έναρξη των σφαγών και των διώξεων στην πόλη, επαληθεύοντας στην περίπτωση αυτή με ακρίβεια τον αγιογραφικό λόγο: «Ρομφαία εξεγέρθητι επί τους ποιμένας μου και επί άνδρα πολίτην μου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ˙ πατάξατε τους ποιμένας και εκσπάσατε τα πρόβατα» (Ζαχ. Ιγ’ 7). Στη συνέχεια ξεκίνησαν και γρήγορα επεκτάθηκαν οι καταστροφές και οι λεηλασίες στην αρμενική και την ελληνική συνοικία, ενώ στις 31 Αυγούστου 1922 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Σμύρνης, από την οποία έμειναν άθικτες η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία.6
Ακολούθησαν ανηλεείς σφαγές και φρικαλεότητες, βιασμοί και ατιμωτικές κακοποιήσεις γυναικών, απερίγραπτες θηριωδίες που ντροπιάζουν το ανθρώπινο γένος. Υπολογίζεται πως στην καταστροφή της Σμύρνης σφαγιάστηκαν περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άνθρωποι,7 με τον αριθμό να αυξάνεται δραματικά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που εγκλωβίστηκαν στα μικρασιατικά παράλια και χάθηκαν έπειτα ως αιχμάλωτοι πολέμου στα βάθη της Ανατολίας. Το μικρασιατικό δράμα ολοκληρώθηκε λίγους μήνες αργότερα με τη μετακίνηση ενός και πλέον εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας προς την Ελλάδα.
Στα θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής συγκαταλέγονται οι Μητροπολίτες Μοσχονησίων Αμβρόσιος Πλειανθίδης, ο οποίος επεταλώθη, Κυδωνιών Γρηγόριος Ωρολογάς, ο οποίος ετάφη ζωντανός, Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης, ο οποίος έπεσε κακουχούμενος8 και ο Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης, ο οποίος ετελειώθη εγκάθειρκτος στις φυλακές της Αμάσειας.9
Επίσης από τους 459 κληρικούς της επαρχίας Αϊδινίου οι 347 βρήκαν φρικτό θάνατο, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Αρχιερατικό επίτροπο και προϊστάμενο του ιερού ναού αγίου Ιωάννου Βουτζά αρχιμανδρίτη Ιάκωβο Αρχατζικάκη, τον οποίο έδεσαν σε στασίδι μέσα στην εκκλησία του αγίου Ιωάννη και αφού κάρφωσαν με λεπτά καρφιά στο μέτωπό του ημισέληνο από λευκοσίδητο τον άφησαν να πεθάνει από τους φρικτούς πόνους, τον προϊστάμενο της κάτω συνοικίας Βουτζά Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο Νικολόπουλο, τον οποίον πετάλωσαν στα πόδια και το στήθος και έπειτα κατέσφαξαν, τον εφημέριο της ίδιας συνοικίας αρχιμανδρίτη Νήφωνα, τον Διάκονο του μητροπολιτικού ιερού ναού αγίας Άννας Κορδελιού Γρηγόριο, τον ιερέα της αγίας Μαρίνας Κοκαργιαλί, τον οποίο περιέλουσαν με ζεματιστό λάδι, τον εφημέριο του ιερού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπουρνόβα Νείλο, τον οποίο κατακρεούργησαν, τον διάκονο του ιερού ναού Ευαγγελίστριας Σμύρνης Μελέτιο Γεωργούλη, τον οποίο σταύρωσαν πάνω σε πεύκο, καθώς και εκατοντάδες άλλους κληρικούς της Μικράς Ασίας
και του Πόντου,10 όπως τον πρόσφατα (2019) ανακηρυχθέντα ιερομάρτυρα Πλάτωνα Αϊβαζίδη, πρωτοσύγκελλο της ιεράς μητροπόλεως Αμασείας, τον οποίον απαγχόνισαν.11
Για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Σμύρνη τις μέρες της Μικρασιατικής τραγωδίας, υπό τα βλέμματα των Συμμάχων, χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Αμερικανού Γενικού Προξένου Τζώρτζ Χόρτον:
«Πραγματικά στην Σμύρνη, τίποτε δε έλειπε σχετικά με την θηριωδία, την ακολασία, τη σκληρότητα και όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους, το οποίο εξ αιτίας της ολοκληρωτικής αναπτύξεώς του κατεβάζει το ανθρώπινο γένος σε επίπεδο χαμηλότερο κι από το σκληρότερα και φρικτότερο επίπεδο του κτήνους. Γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του διαβολικού αυτού δράματος οι Τούρκοι λήστευαν και βίαζαν. Ακόμα και ο βιασμός μπορεί να κατανοηθεί σαν ένα ορμέμφυτο της φύσεως, ακαταγώνιστο ίσως, όταν τα πάθη εξαπλώνονται άγρια μέσα σε έναν λαό χαμηλής νοοτροπίας και κατώτερου πολιτισμού, αλλά ο επανειλημμένος βιασμός γυναικών και κοριτσιών δεν ημπορεί ν’ αποδοθεί ούτε σε θρησκευτική μανία, ούτε σε κτηνώδη πάθη. Ένα απ’ τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος».12
Υποσημειώσεις.
1. Lawrence Durrell, «Πρόλογος», Αιολική Γη, Ηλία Βενέζη, βιβλιοπωλείον της ¨Εστίας¨, Αθήνα 1989, σ. 14
2. Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη, ύμνος και θρήνος της Σμύρνης, Αθήνα 1956, σσ’. 182- 199
3. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 28
4. Γιάννη Π. Καψή, χαμένες πατρίδες, εκδοτικόςοργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1989, σ. 173
5. Βικτώρια Σολομωνίδου, ό. π., σ. 302
6. Ό. π., σ. 303
7. Χόρτον, ό. π., σ. 117. – Πρβλ. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 9299/3.9.1922 & Πατρίς, αριθμ. 241/3.9.1922 σ. 4. (Το οικουμενικό πατριαρχείο υπολογίζει πως τις μέρες της Μικρασιατικής καταστροφής χάθηκαν στη Σμύρνη πενήντα χιλιάδες Έλληνες ομογενείς και δεκαπέντε περίπου χιλιάδες Αρμένιοι, βλ. Βικτώρια Σολομωνίδου, ό. π., σ. 303 & ΕΑ ΜΒ (1922) 366
8. Νικοδήμου (Βαλληνδρά), ό. π., σ. 42
9. ΕΑ ΜΑ (1921) 200.
10. ΕΑ ΜΒ (1922) 427. Σολομωνίδη, 1956, σ. 254, Βικτώρια Σολομωνίδου, ό. π., σ. 306 κ. εξ. & Αρχιμ. Νικολάου Ι. Πρωτοπαπά, οι άγιοι της Μικρασιατικής καταστροφής, Αθήνα 1992, σσ’. 13-22
11. ΕΑ ΜΑ (1921) 332 & Μπέλλου Θρεψιάδη, ό. π., σ. 114
12. Horton, ό. π., σ. 104
***
Τον Απρίλιο του 1922 ο Χρυσόστομος είχε χαρακτηρίσει τη διαφαινόμενη τότε καταστροφή ως το ιστορικό στίγμα της Χριστιανικής Ευρώπης, παρόμοιο με αυτό που είχε συμβεί την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου 14531. Ωστόσο, το μέγεθος και η έκταση της Μικρασιατικής Καταστροφής επέφεραν στη συνείδηση του Γένους τη μεγαλύτερη πληγή, πιο τραγική και από αυτήν ακόμα την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Και αυτό διότι, ενώ η Άλωση της Πόλης στιγμάτισε καίρια τη διαδρομή του ελληνικού έθνους και επηρέασε καταλυτικά την ιστορία του δυτικού και του ανατολικού κόσμου, εντούτοις δεν συνοδεύτηκε από τον εκπατρισμό των Ρωμηών από τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ελληνισμός της Ανατολής, παρά τους διωγμούς και τις σφαγές, τους εξισλαμισμούς και το παιδομάζωμα, κατάφερε να επιζήσει και πολλές φορές να ακμάσει στις υποδουλωμένες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1922, ωστόσο, δεν συντελέστηκε μόνο η καταστροφή της Σμύρνης και τόσων άλλων σπουδαίων ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, αλλά και ο ξεριζωμός εκατομμυρίων Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.2
Ειδικότερα, όμως, για το ζήτημα της καταστροφής της Σμύρνης ουδέποτε μέχρι τώρα η τουρκική πλευρά έχει εξηγήσει για ποιο λόγο προέβη στην ολοκληρωτική καταστροφή και ισοπέδωση της ιστορικής αυτής πόλης, δεδομένου ότι η ιωνική πρωτεύουσα, μετά την κατάληψή της από τον τουρκικό στρατό, είχε περιέλθει πλήρως στη δικαιοδοσία του οθωμανικού κράτους και κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε από κάποια ενδεχόμενη αντίσταση των Ελλήνων οι οποίοι με κάθε μέσο εγκατέλειπαν τα μικρασιατικά παράλια.
Η κατηγορία που εκτοξεύεται κατά καιρούς από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας, ότι η καταστροφή της Σμύρνης συντελέστηκε δήθεν από τμήματα του ελληνικού στρατού που υποχωρούσαν από τα βάθη της Ανατολίας, ή κατά άλλους από τους Αρμενίους, μόνο θυμηδία και αποστροφή προκαλεί.
Αρχικά, πώς είναι δυνατόν να διέπραξαν οι Έλληνες στρατιώτες ή οι Αρμένιοι την πυρπόληση της Σμύρνης, όταν η πόλη είχε κατακλυστεί από χιλιάδες Έλληνες και Αρμενίους της μικρασιατικής ενδοχώρας; Έπειτα, πώς είναι δυνατόν οι Έλληνες ή οι Αρμένιοι να πυρπόλυσαν την ελληνική, την ευρωπαϊκή και την αρμενική συνοικία της Σμύρνης και να άφησαν άθικτη την τουρκική και την εβραϊκή συνοικία;
Η απάντηση στο ποιοι και γιατί διέταξαν την καταστροφή της Σμύρνης θα πρέπει να αναζητηθεί στην τουρκική πλευρά και συγκεκριμένα σ’ ένα από τα στελέχη του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος ονόματι Falih Rifki Atay, ο οποίος σε βιβλίο του αρκετά χρόνια μετά τη Μικρασιατική τραγωδία έγραψε:
» Ήταν η μέρα της Μεγάλης Φωτιάς. Καθώς οι φλόγες έκαιγαν τις γειτονιές, ο κόσμος έτρεχε προς την παραλία… Κάποιοι έπεφταν στη θάλασσα προσπαθώντας να κρατηθούν από τις βάρκες… Παρακολουθούσαν αυτή τη μοναδική τραγωδία με βαριά καρδιά…
» Η Σμύρνης καιγόταν και μαζί της η ρωμιοσύνη της, οι άνθρωποι των πρώτων πολιτισμών, εκείνοι που έζησαν το Μεσαίωνα με τους μουσουλμάνους, εκείνοι που ζούσαν στην πατρίδα τους και στα σπίτια τους με άνεση, εκείνοι που κρατούσαν το εμπόριο και τη γεωργία της Σμύρνης και όλης της Δυτικής Ανατολίας, και ολόκληρη την οικονομία της, εκείνοι που ζούσαν σε παλάτια, κονάκια και τσιφλίκια τώρα, τον εικοστό δεύτερο χρόνο του εικοστού αιώνα, πεθαίνουν για ένα κομμάτι βάρκας να τους μεταφέρει μακριά για πάντα…
» Η Γκιαούρ Ιζμίρ (άπιστη Σμύρνη) κάηκε ολοκληρωτικά με τις φλόγες το βράδυ και τον καπνό σαν ξημέρωσε. Ήταν υπεύθυνοι για τη φωτιά οι Αρμένιοι στ’ αλήθεια; Όπως ειπώθηκε τις μέρες εκείνες…
» Καθώς αποφάσισα να γράψω την αλήθεια όπως τη γνωρίζω, θέλω να αντιγράψω μια σελίδα από τις σημειώσεις που κρατούσα τότε: Οι κλέφτες που λεηλατούσαν τα σπίτια βοήθησαν στην εξάπλωση της φωτιάς…
» Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτίρια στη θέση τους, δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες… Όταν εξορίζονταν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αρμένιοι, καίγαμε όλες τις κατοικημένες περιοχές γιατί είχαμε αυτόν ακριβώς το φόβο. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τη διάθεση για καταστροφή. Υπάρχει και κάποιο αίσθημα κατωτερότητας μέσα του. Θεωρούσαμε ότι το καθετί που έμοιαζε με Ευρώπη ήταν μοιραίο να παραμείνει χριστιανικό και ξένο, γι’ αυτό και εμείς έπρεπε να το αποβάλουμε».3
Η Καταστροφή της Σμύρνης τερμάτισε με τον πιο δραματικό τρόπο τη Μικρασιατική εκστρατεία και ταυτόχρονα αποτέλεσε την ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας για το σύνολο των διεκδικήσεων της Ελλάδας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Έκτοτε διατυπώθηκαν πολλές ερμηνείες για τα αίτια της μεγαλύτερης εθνικής τραγωδίας στην ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού, θεωρίες, ωστόσο, που ανακυκλώνουν σχεδόν στερεότυπα τις ευθύνες τόσο του Ελευθερίου Βενιζέλο για την προκήρυξη εκλογών το φθινόπωρο του 1920, εν μέσω πολέμου, όσο και των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων και προσωπικά του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος.
Η απόσταση όμως από τα γεγονότα και η αντικειμενική έρευνα και μελέτη του χρονικού της μεγάλης τραγωδίας οδηγούν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι ο κυριότερος συντελεστής της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν ο Εθνικός Διχασμός. Για άλλη μια φορά στη μακραίωνη ιστορία του εθνικού βίου ο προαιώνιος εχθρός των Ελλήνων, η διχόνοια, έμελλε να καταστρέψει την ενότητα και τα συμφέροντα του Έθνους.
Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων η Ελλάδα γνώρισε τη μεγαλύτερη έως τότε κοινωνική και πολιτική ομοψυχία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, γεγονός που της επέτρεψε να διεκδικήσει και να ενσωματώσει στον εθνικό κορμό τις περισσότερες επαρχίες του υπόδουλου Ελληνισμού στη Χερσόνησο του Αίμου και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα οι πρωταγωνιστές της θαυμαστής αυτής επιτυχίας για την εθνική ολοκλήρωση, βασιλεύς Κωνσταντίνος και Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν δίστασαν, με αφορμή τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να ρίξουν τη χώρα και τους απανταχού Έλληνες στο βάραθρο της καταστροφικής διχόνοιας.
Συνεπώς, όταν η Ελλάδα κατέλαβε τη Σμύρνη και ξεκίνησε την προέλασή της σε πόλεις της μικρασιατικής ενδοχώρας, όχι μόνο δεν είχε επουλώσει τις πληγές του Εθνικού διχασμού, αλλά εξακολουθούσε να σπαράσσεται από τα πολιτικά μίση και πάθη σε κάθε πτυχή του δημόσιου πολιτικού και κοινωνικού της βίου. Οι Έλληνες εκτόξευαν με κάθε ευκολία την κατηγορία του προδότη. Προδότης δε ήταν κάθε πολίτης που δεν προσχωρούσε στην άποψη της αντίθετης πολιτικής παράταξης.
Όπως ήταν επόμενο, ο κατακερματισμός της ελληνικής κοινωνίας δεν άφησε ανεπηρέαστο το στράτευμα. Δοκιμασμένοι και τιμημένοι στα πεδία των μαχών αξιωματικοί αποβάλλονταν από τις τάξεις του ελληνικού στρατού ως αντιφρονούντες. Η Κωνσταντινούπολη, κέντρο του εξωελλαδικού Ελληνισμού, ευρισκόμενο και αυτό στη δίνη του εθνικού διχασμού, αποτέλεσε την περίοδο εκείνη καταφύγιο εκατοντάδων απότακτων αξιωματικών, οι υπηρεσίες των οποίων ήταν πολύτιμες στις δυνάμεις που αγωνίζονταν στα βάθη της Ανατολίας.
Έτσι, όταν στις 13 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η αναμενόμενη επίθεση των Τούρκων, τα μέχρι τότε σχεδόν αήττητα ελληνικά όπλα, τα οποία από το 1912 επέφεραν στο Έθνος τρόπαια νίκης και θριάμβου, υποχώρησαν χωρίς να προβάλουν στο σύνολό τους κάποια ουσιαστική αντίσταση έναντι του εχθρού. Ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία δεν ηττήθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά υποχώρησε λόγω της καταστροφικής και εθνοκτόνου διχόνοιας που αφαιρούσε από το στράτευμα κάθε ικμάδα γενναιότητας και ανδρείας για την εκπλήρωση του χρέους.
Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος, μιλώντας στα αποκαλυπτήρια μνημείου στο Τουμλού Μπουνάρ, θέση που αποτέλεσε την αρχή της γενικής κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου, είχε πει:
» Είμεθα υποχρεωμένοι να είμεθα τίμιοι ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας. Συνεπής προς την αρχήν ταύτην και ποθών να καθοδηγήσω τον Τουρκικόν Λαόν εις την ορθήν ταύτην αντίληψιν, διακηρύσσω με το κύρος της Αρχιστρατηγίας μου ότι δεν μας επιτρέπεται την τελετήν ταύτην να θεωρήσωμεν μίαν στρατιωτικήν Νίκην του Τουρκικού Στρατού κατά του Ελληνικού.
» Ο Ελληνικός Στρατός, ο οποίος επί μίαν δεκαετίαν έδωκεν εις την σύγχρονον ιστορίαν της Πατρίδος του τας ωραιοτέρας σελίδας ηρωϊσμού και αυτοθυσίας, αηδιάσας και αποκαμών εκ της Πολιτικής και Διοικητικής Διοικήσεως, ηρνήθη να πολεμήση, κατέθεσεν τα όπλα του και έθεσεν εαυτόν εις την διάθεσίν μας.
» Το τοιούτον δεν αποτελεί στρατιωτικήν νίκην.
» Καίτοι, όμως, ούτως έχει η ιστορική αλήθεια, εν τούτοις δικαιούμεθα να είμεθα υπερήφανοι και να πανηγυρίζωμεν, διότι εις την διεξαχθείσαν μονομαχίαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας κατά τον επίλογον του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο Τουρκικός λαός και η πολιτική ηγεσία του, ηνωμένοι ως εις άνθρωπος και μία θέλησις, επεβλήθη κατά του διηρημένου αντιπάλου του, και δια τούτο η Νίκη είναι πολύ ευρυτέρας εννοίας εν συγκρίσει προς την περιωρισμένην έννοιαν μιας απλής στρατιωτικής Νίκης.
» Η οξεία πολιτική διαμάχη των Ελλήνων και η πολιτική Διοίκησις εν Ανατολή υπήρξαν οι κυριώτεροι συντελεσταί των εξελιχθέντων γεγονότων»4
Και άλλη φορά όμως, περιγράφοντας ο Μουσταφά Κεμάλ τους λόγους της επικράτησης των τουρκικών δυνάμεων στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας, είχε πει αυτό που σπάνια αναφέρεται στην πολιτική και στρατιωτική ελληνική ιστοριογραφία:
«Αλλά δια να είμεθα δίκαιοι, φίλοι μου, ενώπιον της ιστορίας οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι δεν ενικήσαμεν στρατιωτικώς, αλλά πολιτικώς. Ο ελληνικός στρατός δεν ενικήθη. Ο ελληνικός στρατός έφυγε χωρίς να πολεμήση! Και τούτο εξ αιτίας εσωτερικού διχασμού της Ελλάδος! Όπου μεμονωμένα μικρά τμήματα του ελληνικού στρατού ηθέλησαν να αντισταθούν, επολέμησαν ως οι αρχαίοι πρόγονοί των».5
Στα ανωτέρω καθοριστική ήταν και η στάση των «Συμμάχων». Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία δεν επιθυμούσαν την τελική επικράτηση της Ελλάδας στα βάθη της Ανατολίας, καθώς σε αυτήν την περίπτωση διακυβεύονταν τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους στις άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής. Εξαίρεση θα μπορούσε να αποτελέσει η Αγγλία, η οποία όμως ενώ πολιτικά στήριζε την Ελλάδα στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας, δεν ήταν διατεθειμένη στην πράξη να τη βοηθήσει οικονομικά και στρατιωτικά.
Κατά συνέπεια, οι Ξένες Δυνάμεις ήταν αντίθετες στη δημιουργία μιας Μεγάλης Ελλάδας, γι’ αυτό και έθεταν συνεχώς εμπόδια στην εκστρατεία των Ελλήνων στα μικρασιατικά εδάφη, ενώ στήριζαν με κάθε τρόπο τον Μουσταφά Κεμάλ, παρέχοντάς του αμέριστη πολιτική στήριξη και άφθονο πολεμικό υλικό στον αγώνα του εναντίον των Ελλήνων.
Μετά δε την υποχώρηση του ελληνικού στρατού και τη μετακίνηση των χιλιάδων κατατρεγμένων προσφύγων στα μικρασιατικά παράλια, οι Μεγάλες Δυνάμεις, όχι μόνο αρνήθηκαν να συνδράμουν στην προστασία και μεταφορά τους, αλλά εμπόδιζαν όσους επιχειρούσαν να επιβιβαστούν στα πολεμικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της Σμύρνης. Στις φωνές δε και τις σπαρακτικές κραυγές των εξαθλιωμένων Ελλήνων κατά μήκος της προκυμαίας, τα θωρηκτά διατάχθηκαν να αγκυροβολήσουν στα ανοιχτά του λιμανιού, για να μην ακούγονται στα πληρώματα των πλοίων οι οιμωγές και οι θρήνοι από τις σφαγές και τα μαρτύρια των χριστιανών στην άλλοτε δοξασμένη πρωτεύουσα της Ιωνίας.6
Όπως ελέχθη, η πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης ολοκλήρωσε με τον πιο δραματικό τρόπο τη Μικρασιατική καταστροφή και τον αφανισμό χιλιάδων Ελλήνων ομογενών στη ιωνική πρωτεύουσα. Στο πλήθος όμως των θυμάτων της μεγάλης αυτής τραγωδίας θα προβάλλει εσαεί η αυτοθυσία του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Ο νέος ιερομάρτυρας της Εκκλησίας, με το μαρτυρικό του τέλος, διέσωσε στους έσχατους χρόνους τη βιοτή μεγάλων ιεραρχών και μαρτύρων της πίστεως, ενώ με τον φλογερό πατριωτισμό του αναβίωσε την ηρωική μορφή σπουδαίων ανδρών του ελληνικού έθνους.
Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 233 – 236
2. Σολομωνίδη, 1972, σ. 10
3. Falih Rifki Atay (1894 – 1971), Cankaya (α’ έκδοση), Dunya Yayinlari, 1958, παρατίθεται στη μελέτη του Αγτζίδη, ό. π., σσ’. 101 – 102.
4. Αθανασίου Παν. Αθανασιάδη, εθνικές και πατριωτικές ιστορίες, Αθήναι 1961, σσ’. 278 – 279
5. Ό. π., σ. 279
6. Στην εγκληματική αυτή στάση των Συμμάχων φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε η δράση ορισμένων Αμερικανών, όπως του Τζώρτζ Χόρτον και των Έιζα Τζένιγκς, οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία συνέβαλαν στη διάσωση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Σμύρνη και τις άλλες πόλεις στα μικρασιατικά παράλια.
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
