«Τω αγγέλω της εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον˙ οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν˙ μηδέν φοβού α μέλλεις παθείν˙ γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω τον στέφανον της ζωής». (Αποκ. β’ 8-10).
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ανήκει στο ελληνικό έθνος, πρωτίστως όμως ανήκει στην ορθόδοξη εκκλησία. Η ζωή και το έργο του, μα πολύ περισσότερο το μαρτύριό του, συγκινούν και προκαλούν ιερό δέος σε κάθε ελληνική και ορθόδοξη ψυχή. Ταυτόχρονα, ο νέος ιερομάρτυρας αποτελεί μια από τις λίγες εξαιρέσεις στην παράδοση της εκκλησίας, διότι, ενώ ταυτίστηκε με τη ζωή και την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, αποτελεί πρότυπο για κάθε ορθόδοξο ποιμενάρχη και πιστό χριστιανό που γνωρίζει τον βίο και τιμά τη μνήμη του.
Για τον λόγο αυτό, αμέσως μετά το μαρτυρικό του τέλος, διατυπώθηκε η ιδέα της αναγραφής του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα των αγίων της Εκκλησίας. Την πρωτοβουλία είχε το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, όταν τον Μάρτιο του 1923 εισηγήθηκε στις κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες την αγιοκατάταξη του μητροπολίτη Σμύρνης, ως μάρτυρα της ορθοδόξου πίστεως και αληθείας.1 Αποτέλεσμα αυτής της πρότασης ήταν η σύνθεση του πρώτου απολυτικίου του αγίου, ποίημα του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Λεωνίδα Φιλιππίδη,2 καθώς και η σύνταξη λίγο αργότερα της πρώτης ασματικής ακολουθίας «του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου του νέου, Μητροπολίτη Σμύρνης, και των συν αυτώ», ποιηθείσα υπό του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Αβούρη, ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου.3
Την ίδια χρονιά, τον Ιούνιο του 1923, η Αμερικανική επισκοπιανή Εκκλησία σε συνέλευση εκατόν δέκα ιεραρχών ανακήρυξε άγιο της εκκλησίας τον μαρτυρικό ιεράρχη της Ιωνίας.4 Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν θεωρήθηκε ικανή για την καθιέρωση του Χρυσοστόμου ως αγίου, δεδομένου ότι επρόκειτο για απόφαση ετερόδοξης εκκλησίας.
Έκτοτε παρήλθαν πολλά χρόνια, χωρίς να λαμβάνεται κάποια αξιόλογη πρωτοβουλία για την ανακήρυξη του Χρυσοστόμου ως αγίου της Εκκλησίας. Αντίθετα, πολλαπλασιάζονταν σε κάθε γωνιά της Ελλάδος τα μνημεία, οι οδοί, οι σύλλογοι, οι εκδηλώσεις και οι μελέτες προς τιμήν του ηρωικού μητροπολίτη, χωρίς όμως να προβάλλεται και να τονίζεται η αγιότητά του.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970 μια νέα γενιά ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος άρχισε να δραστηριοποιείται για την αγιοκατάταξη του Χρυσοστόμου και την καθιέρωσή του ως ιερομάρτυρα της εκκλησίας. Το 1981 ο Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Αυγουστίνος Καντιώτης (1907 – 2010) θεμελίωσε στην Πτολεμαΐδα ιερό ναό προς τιμήν των αγίων Νεομαρτύρων της Μικρασιατικής Καταστροφής και το 1985 τέλεσε τα εγκαίνιά του.5 Επρόκειτο για την πρώτη σημαντική ενέργεια, η οποία επιβεβαίωνε και επικύρωνε σε τοπικό επίπεδο την αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων κληρικών και λαϊκών.
Λίγα χρόνια αργότερα ο μακαριστός Αυγουστίνος Καντιώτης, από το ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα», το οποίο εξέδιδε ο ίδιος, αφιέρωσε πρωτοσέλιδο άρθρο στον ιερομάρτυρα Χρυσόστομο. Σε αυτό ο Γέρων επίσκοπος Φλωρίνης έγραφε: «Ο Χρυσόστομος Σμύρνης πρέπει επισήμως να αναγνωρισθή άγιος. Εις τούτο, ως συνοδικός κατά την νέαν περίοδον, 1988 – 1989, θα συντονίσω τας ενεργείας μου μετά του αγαπητού εν Χριστώ αδελφού σεβ. Μητροπολίτου Ν. Σμύρνης κ. Αγαθαγγέλου, ίνα εκδοθή πατριαρχική πράξις αγιοποιήσεως. Ελπίζω δε να μη συναντήσωμεν εμπόδια…»6
Την ίδια περίοδο και άλλοι επιφανείς ιεράρχες της εκκλησίας της Ελλάδος διατύπωσαν την άποψη περί της αγιοκατάταξης του Χρυσοστόμου, όπως οι Μητροπολίτες Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος Βούλτσος (1927 – 1986) και Αγαθάγγελος Ταμπουρατζάκης (1929- 2001), ο μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας (1919 – 2006), ο μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμων Μπαρδάκος (1920 – 1995) και ο μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1939 – 2008), οι οποίοι μάλιστα έσπευσαν το 1992 να προεορτάσουν στις επαρχίες τους τη μνήμη του Χρυσοστόμου Σμύρνης, ως Αγίου ιερομάρτυρα της Εκκλησίας.7
Είχε προηγηθεί στις 31 Μαρτίου 1992 το υπόμνημα της ενώσεως Σμυρναίων προς την ιερά σύνοδο της εκκλησίας της Ελλάδος για την αγιοκατάταξη του Χρυσοστόμου8 και στις 14 Σεπτεμβρίου 1992 η ομιλία του γενικού γραμματέα της ενώσεως Σμυρναίων Νικολάου Βικέτου στο μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ (1913 – 1998), με θέμα: «Η αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και η μαρτυρία της Εκκλησίας».9 Σημαντική, τέλος, θα πρέπει να θεωρηθεί και η εισήγηση του μητροπολίτη Πατρών Νικόδημου Βαλληνδρά (1915 – 2008) στην ιερά σύνοδο, με θέμα: «Περί ανακηρύξεως του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου (Καλαφάτη) ως Ιερομάρτυρος (+1922)».10
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, η ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνελθούσα σε τακτική συνεδρία στις 4 Νοεμβρίου 1992 υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ, αποφάσισε Συνοδικώς όπως οι μαρτυρικώς τελειωθέντες επίσκοποι Χρυσόστομος Σμύρνης, Γρηγόριος Κυδωνιών, ΑΜβρίσιος Μοσχονησίων, Προκόπιος Ικονίου, Ευθύμιος Ζήλων και οι συν αυτοίς εν Μικρασία αναιρεθέντες κληρικοί και λαϊκοί, συναριθμηθούν στη χορεία των απ’ αιώνος αγίων και μαρτύρων της Εκκλησίας. Στις 5 Ιουλίου 1993 απεστάλη από την ιερά σύνοδο η εγκύκλιος με τη συνοδική πράξη αγιοκατάταξης των νέων ιερομαρτύρων και πάντων των νεομαρτύρων «αποκαρτερησάντων εν τω Παμμικρασιατικώ διωγμώ».11
Ωστόσο, η επίσημη αναγνώριση του Χρυσοστόμου ως αγίου και η έκδοση σχετικής συνοδικής πράξης για την αναγραφή του ονόματός του στις αγιολογικές δέλτους της εκκλησίας προκάλεσε την αντίδραση μερίδας εκκλησιαστικών και πολιτικών παραγόντων, οι οποίοι έκριναν πως ο τίτλος του εθνομάρτυρα, τον οποίο αναμφισβήτητα έφερε ο ηρωικός μητροπολίτης Σμύρνης, ήταν τόσο περίλαμπρος και φωτεινός, που δεν ήταν απαραίτητο να περιβληθεί και το όνομα της αγιότητας. Οι διαφωνούντες με τη συναρίθμηση του Χρυσοστόμου στο αγιολόγιο της εκκλησίας πρόσθεταν πως οι ενστάσεις που είχαν κατά καιρούς διατυπωθεί περί της αγιότητας του ιεράρχη επρόκειτο να μειώσουν και την αίγλη του ως εθνομάρτυρα. Για τον λόγο αυτό, υποστήριζαν την αναβολή της επίσημης αγιοκατάταξής του από την εκκλησία, έως ότου ωριμάσουν οι συνθήκες και υπάρξουν εμφανή σημεία της αγιότητάς του.
Την ίδια περίοδο διατυπώθηκαν και οι κυριότερες ενστάσεις – κατηγορίες εναντίον του Χρυσοστόμου, η ζωή και η δράση του οποίου δεν θύμιζαν, κατά την κρίση των κατηγόρων του, τη ζωή των αγίων ιεραρχών και μαρτύρων της πίστεως. Η σφοδρότητα των επιθέσεων εναντίον του ιερομάρτυρα έφτασε στο σημείο να επιστρατευτούν χαλκευμένες ειδήσεις και κατηγορίες για να αποδειχθεί ότι ο ιεράρχης δεν είχε καμία σχέση με τους πραγματικούς αγίους οι οποίοι είναι πρότυπα προς μίμηση και ως προς την πίστη τους και ως προς τη ζωή τους.12 Η βεβαιότητα για το «παράνομον της αγιοποιήσεως» του Χρυσοστόμου, αποδεικνύεται και από την παραδοχή ότι ουδέποτε οι υποστηρικτές της αγιότητας του Μητροπολίτη Σμύρνης αντέκρουσαν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, καθώς υπερίσχυσε η άποψη ότι το μαρτύριο του αίματος απαλλάσσει τον μάρτυρα από κάθε αμαρτία και παράπτωμα, που αναμφίβολα βαραίνει κάθε άνθρωπο στην επίγεια ζωή του.
Στην παρούσα, ωστόσο, μελέτη δίνεται απάντηση στις περισσότερες κατηγορίες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί εναντίον του Χρυσοστόμου, αφ’ ενός μεν για την αποκατάσταση του αγίου στις συνειδήσεις των πιστών, αφ’ ετέρου δε για την περαιτέρω προβολή και ανάδειξή του ως ενός νέου αγίου μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας.
Η πρώτη και μεγαλύτερη ίσως κατηγορία που αποδόθηκε στον μητροπολίτη Σμύρνης ήταν η μασονική του ιδιότητα.13 Ο ιεράρχης κατηγορήθηκε επανειλημμένα ως ελευθεροτέκτονας, με αποτέλεσμα και οι πιο αδαείς στη ζωή και το έργο του να αποδέχονται ότι ο Χρυσόστομος ήταν τελικά μασόνος.
Ανεξάρτητα από το τι πραγματικά πρεσβεύει η Μασονία, τόσο το οικουμενικό πατριαρχείο όσο και η Εκκλησία της Ελλάδος έχουν αποφανθεί για το ασυμβίβαστο του Χρυσοστόμου, και δη ενός κληρικού με τη Μασονία.14 Το 1899 το επίσημο περιοδικό του οικουμενικού πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» δημοσίευσε μελέτη στην οποία στηλίτευε το «έργον της μυστικής ταύτης εταιρείας».15 Τρία χρόνια αργότερα, η «Εκκλησιαστική Αλήθεια» επανήλθε στις πρακτικές της Μασονίας, τονίζοντας την πλήρη αντίθεσή της με τον Χριστιανισμό.16 Να σημειωθεί πως την περίοδο αυτή (1897 – 1902) ο Χρυσόστομος ήταν Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου και μέλος της επιτροπής για την έκδοση και κυκλοφορία του εν λόγω εβδομαδιαίου δελτίου της Μεγάλης Εκκλησίας. Συμμετείχε δε και στη σύνταξη αυτού, δημοσιεύοντας σε κάθε σχεδόν φύλλο μια εγκύκλιό του, έναν από τους λόγους που είχε εκφωνήσει ή γράψει ερμηνεύοντας τα ευαγγελικά αναγνώσματα, μια μελέτη ή κάποια βιβλιοκρισία του.
Κατά συνέπεια, γνώριζε όχι μόνο τι είναι η Μασονία, αλλά και πως πολιτεύεται, έξω και πέρα από τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας.
Το ιστορικό της εμπλοκής του Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Μασονία ξεκινά πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του, τη δεκαετία του 1960. Ειδικότερα, από τον Νοέμβριο του 1968 έως τον Ιανουάριο του 1969 πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια λειτουργίας της μασονικής Στοάς «Μέλης», η οποία είχε ιδρυθεί το 1867 στη Σμύρνης και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συνέχισε τη δράση της στην Αθήνα.
Υποσημειώσεις.
1. Νικ. Λ. Φορόπουλος, «Χρυσόστομος ο Καλαφάτης», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 12ος, έκδοσις Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1968, στ. 417
2. Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγαν μάρτυρα η Εκκλησία, μέγαν ήρωα το έθνος σύμπαν, τον της Σμύρνης υμνούμεν Χρυσόστομον. Και γαρ γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ πατρίδος και πίστεως θάνατον. Ιεράρχου τε υπόδειγμα εαυτόν ανέδειξε, τον στέφανον λαβών τον αμαράντινον.
3. Νικολάου Π. Αβούρη πρωτοπρεσβυτέρου, Ιεροκήρυκος Ζακύνθου, ακολουθία του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου Του νέου, μητροπολίτου Σμύρνης και των συν αυτώ υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως και των δικαίων του Ελληνισμού μαρτυρησάντων. Μετά βιογραφίας, Τύποις Διον. Πετσάλη, Αθήναι 1936.
4. Σολομωνίδη, 1993, σ’. 541
5. Μαξίμου Ιβηρίτου, ό. π., σσ’. 200-202
6. Αυγουστίνος Καντιώτης επίσκοπος Φλωρίνης, «Ο Σμύρνης Χρυσόστομος», χριστιανική Σπίθα, αριθμ. Φύλ. 461/ Ιούλιος – Αύγουστος 1988, σσ’. 1-2
7. Βικέτου, ό. π., σσ’. 33 – 34, 43-48
8. Ό. π., σσ’. 41 – 42
9. Ό. π., σσ’. 13 – 37
10. Νικοδήμου (Βαλληνδρά), ό. π., σσ’. 9 – 16
11. Ό. π., σσ’. 18 – 19, 40 – 43
12. Ιερομονάχου Ευθυμίου Τρικαμηνά, ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης αναίρεσις της παρανόμου αγιοποιήσεώς του και δογματική προσέγγισις αυτής, εκδόσεις Ορθοδοξία, Λάρισα 2002, σ. 8. (Το εν λόγω έργο περιλαμβάνει όλες σχεδόν τις κατηγορίες που έχουν μέχρι σήμερα αποδοθεί εναντίον του Χρυσοστόμου Σμύρνης και αποτελεί έκτοτε τεκμήριο «ορθόδοξης» μαρτυρίας για τη δήθεν βεβιασμένη και μη ορθή συναρίθμηση του μητροπολίτη Σμύρνης στο αγιολόγιο της εκκλησίας).
13. Ό. π., σσ’. 206 – 230
14. Για περισσότερα βλ. Αποστόλου Μακράκηκ, η μασονία γνωριζομένη και δια του μασονικού διπλώματος, εν Αθήναις 1975
15. «Το μασσονικόν ζήτημα», βλ. ΕΑ ΙΘ (1899) 38-40
16. «Μασσονισμός», βλ. ΕΑ ΚΒ (1902) 135 – 136 & «Ο Μασσονισμός εν Ελλάδι αποκαλυπτόμενος», βλ. ΕΑ ΚΒ (1902) 156 – 157.
***
Στην πανηγυρική πρώτη συνεδρία των εν λόγω εορταστικών εκδηλώσεων, ο εισηγητής Φίλιππος Κ. Φάλμπος αναφέρθηκε στη λειτουργία της Σεπτής Στοάς «Μέλης» την περίοδο 1867 – 1922 στη Σμύρνη και έπειτα, αφού έκανε μια ιστορική αναδρομή στην κοινωφελή δράση της και την εν γένει προσφορά της στον Τεκτονισμό, μίλησε για το Στοά «Ιωνία», η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 από στελέχη που είχαν αποχωρήσει από τη Στοά «Μέλης». Ο ομιλητής, καταθέτοντας τη μαρτυρία δύο επιφανών Ελλήνων Μασόνων, ανέφερε πως ο μητροπολίτης Σμύρνης υπήρξε ενεργό μέλος της «Ιωνίας» χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να πει εάν είχε μυηθεί στη Στοά αυτή ή οπουδήποτε αλλού, ενώ σε σχετική ερώτησή του σε παλαιά μέλη των μασονικών Στοών «Ιωνία» και «Μέλης», εάν ο Χρυσόστομος παρευρίσκετο σε συνεδρίες της Στοάς «Ιωνία», είπε πως οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση να το επιβεβαιώσουν.1
Λίγες μέρες αργότερα, σε νέα συνεδρία της Στοάς «Μέλης», ο εισηγητής Νίκος Ε. Μηλιώρης, αναφερόμενος στην τεκτονική κίνηση της Σμύρνης, παρουσίασε τον αοίδιμο «αδελφό» μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο ως ένα «υπέροχο σύμβολο και παράδειγμα εκπληρώσεως του χρέους…, ο οποίος, χωρίς διόλου να ορρωδήση (διστάσει) εβάδισεν εκούσια τον δρόμο του Γολγοθά του, χάριν του ποιμνίου του»,2 χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά για τον χρόνο ή τον τόπο μύησης του ιεράρχη στη Μασονία.
Η απάντηση στις δύο ανωτέρω τοποθετήσεις για τη μασονική ιδιότητα του Χρυσοστόμου δόθηκε στην καταληκτική ομιλία των εκδηλώσεων της εκατονταετηρίδας της Στοάς «Μέλης». Σε αυτή ο διακεκριμένος Έλληνας τέκτονας Παναγιώτης Γ. Κρητικός (1907 – 1976), Πρόσθετος Μέγας διδάσκαλος της μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, μίλησε για το μαρτυρικό τέλος του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης, ενώ για το ζήτημα της μασονικής του ιδιότητας παραδέχθηκε πως η έρευνα στα αρχεία της μεγάλης Ανατολής και της εθνικής Βιβλιοθήκης δεν είχε αποδείξει ότι ο Χρυσόστομος ήταν μασόνος.
«Και δια το θέμα τούτο, ατυχώς, τα αποτελέσματα της ερεύνης, με σκοπόν να συγκεντρώσωμεν πλείονας πληροφορίας, υπήρξαν αρνητικά. » Έρευναι ειδικαί γενόμεναι εν προκειμένω, δια λογαριασμόν μας, υπό του αδελφού Rene de Vrieze, τόσον εις τα Αρχεία της Μεγάλης Ανατολής, όσον και εις εκείνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ακόμη και πληροφορίαι από αξιωματικούς του Ναυτικού, οίτινες, κατά την καταστροφήν της Σμύρνης, επέβαινον των εκεί γαλλικών πολεμικών, απέμειναν, μέχρις ώρας, άνευ αποτελέσματος, ως ο ίδιος μας πληροφορεί δι’ επιστολής του, της 2.11.68.
» Προσωπική μας παλαιότερα αλληλογραφία μετά της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, επί του θέματος, δεν απέληξεν επίσης εις αποτέλεσμα. Ο Μέγας Καγκελάριος, φίλτ. Αδ. Legrand, εις φιλόφρονα αδελφικόν του πίνακα, δι’ ο και τον ευχαριστώ, με επληροφόρησεν και πάλιν, ότι ουδέν έχει να με πληροφορήση σχετικώς, πλην μιας διαμαρτυρίας, γενομένης τότε υπό επιτροπής, υπό τον αείμνηστον (Ηλίαν) Σιμιτόπουλον, αντίτυπον της οποίας και μοι απέστειλε και εις ην αναφέρεται απλώς και ο Εθνομάρτυς ούτος, ως εν των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής»3.
Επιπλέον, απαντώντας ο Παναγιώτης Κρητικός στον Φίλιππο Φάλμπο σχετικά με τις αναφορές του τελευταίου λίγες μέρες νωρίτερα περί της μασονικής ιδιότητας του Χρυσοστόμου, είπε: «Τα ανωτέρω αναφέρω ίνα βεβαιώσω τον Σεβάσμιον της Σεπτής Στοάς «Μέλης», φίλτατον αδελφόν Φάλμπον, ότι επί μακρόν προσεπαθήσαμεν να διερευνήσωμεν τα δύο ως άνω θέματα, δι’ α τελευταίως ωμίλησεν, άνευ θετικωτέρου ατυχώς αποτελέσματος».4
Ασφαλώς, οι μασόνοι θα επιθυμούσαν να έχουν αναδείξει έναν «άγιο» τέκτονα, γι’ αυτό και προέβησαν «επί μακρόν» σε εκτεταμένη έρευνα, ώστε να αποδείξουν ότι ο Χρυσόστομος Σμύρνης ήταν ένας προβεβλημένος Σεβάσμιος αδελφός τους. Όπως όμως ομολόγησε ο ίδιος ο Παναγιώτης Κρητικός, η έρευνα στα αρχεία των μασονικών Στοών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, «ατυχώς» δεν είχε για αυτούς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Να σημειωθεί πως η διερεύνηση αυτή δεν αφορούσε τα αρχεία της Στοάς «Μέλης», όπως διατείνεται,5 καθώς ουδέποτε ο Χρυσόστομος προβλήθηκε ως μέλος αυτής της Στοάς, αλλά της Ιωνίας. Συνεπώς, η έρευνα αφορούσε το σύνολο των μασονικών Στοών που λειτουργούσαν τότε εντός και εκτός Ελλάδος.
Ωστόσο, παρά την έρευνα και την ομολογία των ίδιων των μασόνων ότι ο Χρυσόστομος δεν ήταν μασόνος, άρχισε έκτοτε να διαδίδεται το ακριβώς αντίθετο.
Το 2008 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος ενός περισπούδαστου κατά τα άλλα έργου με τίτλο «Επιφανείς & Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες 1800 – 1970», το οποίο αναφέρεται στη ζωή και το έργο πολλών διακεκριμένων Ελλήνων Μασόνων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο μητροπολίτης Σμύρνης. «Ο Χρυσόστομος υπήρξε ενεργό μέλος της Στοάς Ιωνία Σμύρνης κυρίως την τριετία 1919 – 1922, ενώ δεν είναι γνωστή η Στοά, στην οποία μυήθηκε»6
Ο Χρυσόστομος μνημονεύεται και πάλι ως ενεργό μέλος της Ιωνίας το χρονικό διάστημα που ιδρύθηκε και λειτούργησε η Στοά στη Σμύρνη, όπως άλλωστε είχε ειπωθεί για πρώτη φορά στους εορτασμούς των εκατό χρόνων της Στοάς «Μέλης», το 1968, χωρίς ωστόσο, να αναφέρεται εάν ανήκε στην εν λόγω Στοά ή εάν είχε μυηθεί σε αυτή, όπως γίνεται σε όλες τις αντίστοιχες αναφορές, ενώ παραμένει κατά τον συγγραφέα άγνωστη η μητρική του Στοά.
Πώς είναι όμως δυνατόν να είναι γνωστά σήμερα τόσο η Στοά όσο και ο χρόνος μύησης των περισσότερων πολιτικών, στρατιωτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων οι οποίοι ήταν σύγχρονοι ή και παλαιότεροι του Χρυσοστόμου Σμύρνης, ενώ για τον ιερομάρτυρα να γίνονται μόνο αναφορές περί της δήθεν σχέσης του με τη Στοά της Ιωνίας και, ταυτόχρονα, να μην γίνεται καμία αναφορά για τη μασονική Στοά στην οποία μυήθηκε;
Το επιχείρημα ότι κατά την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Γερμανική Κατοχή αργότερα καταστράφηκαν πολλά από τα αρχεία των τεκτονικών Στοών δεν πείθει, διότι πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν τα αρχεία περί της μασονικής ιδιότητας του Χρυσοστόμου και να σώθηκαν τα αρχεία άλλων γνωστών και επώνυμων Ελευθεροτεκτόνων που είχαν μυηθεί σε μασονικές Στοές της Σμύρνης; Και, τέλος, πώς είναι δυνατόν να μην λαμβάνεται υπ’ όψιν η βιβλιογραφικώς κατοχυρωμένη και μάλιστα από το 1969 οριστική διαβεβαίωση των ίδιων των μασόνων ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης δεν ήταν μασόνος;
Από τα ανωτέρω συνάγεται πως ο Χρυσόστομος ουδέποτε μυήθηκε στη Μασονία και ουδέποτε υπήρξε μέλος οιασδήποτε τεκτονικής Στοάς. Γι’ αυτό κάθε περαιτέρω αναφορά στη μασονική ιδιότητα του ιεράρχη μόνο ερωτήματα προκαλεί για τις πραγματικές προθέσεις αυτών που διακινούν τα ανωτέρω, δεδομένου ότι η υποτιθέμενη τεκτονική δράση του Χρυσοστόμου από τη μια πλευρά προβάλλεται ως προτέρημα (Μασονία) και από την άλλη δημιουργεί επιφυλάξεις για την αγιότητά του (Εκκλησία). Δεν θα πρέπει άλλωστε να αγνοείται η πάγια σπουδή και τακτική των μασόνων να οικειοποιούνται μεγάλες μορφές της εκκλησίας και του Έθνους μετά θάνατον,7 όπως συνέβη στην περίπτωση του εξιστορούμενου νέου ιερομάρτυρα.
Η δεύτερη εξίσου σημαντική ένσταση ως προς την αγιότητα του Χρυσοστόμου είναι ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης υπήρξε αναμφίβολα εθνομάρτυρας και ήρωας του ελληνικού έθνους, όχι όμως και ιερομάρτυρας της Εκκλησίας.8 Στην κατεύθυνση αυτή του αποδίδεται ο τιμητικός τίτλος του εθνάρχη του Μικρασιατικού Ελληνισμού και επιπλέον εγκωμιάζεται η πολύπλευρη εθνική του προσφορά στην Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα,9 στοιχεία όμως ικανά και αναγκαία για να εξασφαλίσουν στον ιεράρχη το περίλαμπρο φωτοσφέφανο του εθνομάρτυρα.
Η άποψη αυτή, η οποία καλλιεργήθηκε για δεκαετίες, αποτελεί ένδειξη άγνοιας τόσο του βίου και της εν γένει πολιτείας του ιεράρχη όσο και του ιστορικού πλαισίου στο οποίο έζησε και έδρασε ο άγιος.
Αξιολογώντας τη διακονία του Χρυσοστόμου με ιεροκανονικά κριτήρια, προκύπτει πως ο άγιος, ως μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, είχε μια σαφώς εκκλησιαστική δράση. Η εκλογή του στη μητρόπολη Δράμας, το 1902, συμπίπτει με τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από την καταδίκη της αίρεσης του εθνοφυλετισμού στους κόλπους της εκκλησίας.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Βούλγαροι είχαν υποπέσει στην αίρεση του εθνοφυλετισμού. Λίγο αργότερα, το 1870, η Βουλγαρική εκκλησία αποκόπηκε μονομερώς από το οικουμενικό πατριαρχείο και ίδρυσε την εξαρχία, η οποία εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο πολιτικούς και αλυτρωτικούς σκοπούς εις βάρος άλλων λαών και εθνών της Βαλκανικής.
Για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής αυτής κακοδοξίας του φυλετισμού στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας συγκλήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη τοπική σύνοδος, υπό την προεδρία του οικουμενικού πατριάρχη Ανθίμου ΣΤ’, στην οποία συμμετείχαν οι πατριάρχες πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ’, και Ιωακείμ Β’, Οι πατριάρχες Αλεξανδρείας Σωφρόνιος Δ’ και Αντιοχείας Ιερόθεος, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ’, καθώς και άλλοι είκοσι πέντε ιεράρχες του οικουμενικού θρόνου. Ο όρος της αγίας τοπικής συνόδου του 1872 καταδίκασε τη νεωτερική λύμη του φυλετισμού ως εκκλησιολογική αίρεση, η οποία αντιτίθεται στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και το από αιώνων πολίτευμα της εκκλησίας, και αποκήρυξε τους Βουλγάρους αρχιερείς ως σχισματικούς, τη δε Βουλγαρική εξαρχία ως φυλετική παρασυναγωγή.10
Για τον λόγο αυτό, η εγκληματική δράση των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τις άλλες περιοχές των Βαλκανικών λογίζετο ως διωγμός εναντίον των ορθοδόξων, ενώ η ένταξη στην εξαρχία δεν σηματοδοτούσε μόνο την ταύτιση με τη βουλγαρική εθνική συνείδηση και ταυτότητα, γεγονός που οδηγούσε μετά σε αλυτρωτικές αξιώσεις στα εδάφη της Μακεδονίας. Σήμαινε, ταυτόχρονα, και αποκοπή από το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οι πληθυσμοί που προσχωρούσαν την εποχή εκείνη στην Εξαρχία, είτε από επιλογή είτε από εξαναγκασμό, θεωρούνταν αιρετικοί και σχησματικοί.
Η εκκλησιαστική διακονία του Χρυσοστόμου στην Ανατολική Μακεδονία υπήρξε παροιμιώδης. Ο ιεράρχης πέτυχε να προσεταιριστεί πολλές σλαβόφωνες περιοχές που είχαν προσχωρήσει δεκαετίες πριν στη Βουλγαρική Εξαρχία και να τις επαναφέρει στο οικουμενικό πατριαρχείο. Ο Χρυσόστομος είχε συνείδηση ότι ενεργούσε στη Μακεδονία ως επίσκοπος της Εκκλησίας που αντιμετώπιζε την αίρεση και το σχίσμα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα κείμενά του ο μητροπολίτης έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους ορθοδόξους και τους σχισματικούς, την αλήθεια και το ψεύδος αποδεικνύοντας ότι η δράση του είχε ξεκάθαρα εκκλησιαστικό περιεχόμενο.
Υποσημειώσεις.
1. Εκατονταετηρίς της Σεπτής Στοάς «Μέλης» (Ανατολή Σμύρνης 1867 – 1922) (Ανατολή Αθηνών 1922 – 1967), Αθήναι 1969, σ’. 25
2. Ό. π., σ. 62
3. Ό. π., σσ’. 73 – 74
4. Ό. π., σ. 74, σημ. 22
5. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σ. 312
6. Μιχάλης Φυσεντζίδης, επιφανείς & διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες 1800 – 1970, τόμος Α’, Εκδόσεις «Βογιατζή», Αθήνα 2008, σ. 197
7. Νικοδήμου (Βαλληνδρά), ό. π., σ’. 10
8. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 81- 84
9. Θεόδωρου Ζήση πρωτοπρεσβυτέρου, ιεράρχες Εθνάρχες, εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ’. 77-78
10. «Ο όρος της αγίας τοπικής συνόδου της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης εν μηνί σεπτεμβρίω 1872 εναντίον της βουλγαρικής κακοδοξίας», βλ. παράρτημα ΕΑ ΚΗ (1908) 1-4. Για περισσότερα βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, «πατριαρχείο Βουλγαρίας», εκκλησιαστική ίστορία Γ’ από την άλωση μέχρι σήμερον (1453 – 2014), Αθήναι 2014, σσ’. 503 0 518.
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
ΗΥ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
