Άθως 1981 – Ή πρώτη επαφή
«ΣΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟ, τότε, καραβάκι, από Ουρανούπολι προς Δάφνη, καθόταν απέναντί μου και κρατούσε μία τυρόπιτα στο χέρι, ενώ με το άλλο έτρωγε μιά άλλη, ένας χαμογελαστός καλόγερος με τρίχινο σκούφο και κάτι μπότες. Δίπλα του είχε ένα σακκίδιο από καραβόπανο. Εγώ, δεκαπέντε ετών, τον περιεργάστηκα αρκετά, τον πλησίασα, να πάρω ευχή, και να τον ρωτήσω που κατοικεί. Τον φαντάστηκα ασκητή στην Έρημο του Αγίου Όρους, καθώς και φωτεινό πρόσωπο είχε, αλλά και ατημέλητος ήταν. Ένα κιτρινισμένο αντερί κι από πάνω ένα ασιδέρωτο κοντόρασο, κάπως χοντρό.
“Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα. “Ο Κύριος. Καλά να είσαι, μου απάντησε. “Θέλεις τυροπιτούλα να φας;. “Όχι, Παππούλη, ευχαριστώ, του είπα. “Γιατί; Όπούναι ζεστές, τσι πήρα στην Ουρανούπολι, μου είπε. “Από που είστε, Γέροντα;, τον ρώτησα. “Είμαι στον Νικαίας, μου απάντησε. Μετά, με αφόπλισε. Βυθίστηκε στην σιωπή, μάλλον προσευχή, κι εγώ αποχώρησα πολύ χαρούμενος και ειρηνικός. Ήταν η πρώτη επαφή μου με τον πατέρα Ευμένιο.»
Ονειρώδες πνευματικό μεγαλείο
«ΤΟ 1989, καθόμαστε με ένα φίλο μου και έναν Σιναΐτη Ιερομόναχο στο Μετόχι του Σινά και μιλάγαμε για τους Γεροντάδες, που είχαμε γνωρίσει, για την αγιότητά τους και τα χαρίσματά τους. Ό Σιναΐτης με μακάρισε, που έτυχα της ευλογίας να συνδεθώ με πολλούς αγίους Πατέρες. Αλλά μου είπε: “Θα σου πω να πας και σε κάποιον, που δεν πήγες, και είναι στην Αθήνα.
“Αλήθεια; Δεν άκουσα τίποτε, του είπα. Ούτε ο φίλος μου τον ήξερε. “Είναι στο Λοιμωδών, μου είπε. “Είναι απλός, δεν θα τον καταλάβεις. Είναι όμως κρυφός Άγιος.
Δεν πέρασε μιά εβδομάδα και πήγα στο Λοιμωδών. Ήταν κατακαλόκαιρο, ζέστη, περίπου 3μ.μ., και είχα αφήσει πολλές δουλειές, αλλά χαλάλι, λέω.
Μου υποδείξανε στην πύλη…Χώμα, τότε, κάτω, σκόνη, τα τζιτζίκια στα πεύκα τραγουδούσαν ακαταπαύστως. Από τις πολλές πράσινες ξυλόπορτες που συνάντησα, κτύπησα αυτήν ακριβώς του Γέροντα. “Εμπρός, ακούστηκε αμέσως από μέσα μια βραχνή, σταθερή, αυθόρμητη απάντηση.
Ανοίγω κι εγώ αυθόρμητα την πόρτα και βλέπω ξαπλωμένο, μ’ ένα ζωστικό σ’ ένα κρεββάτι νοσοκομειακό, έναν ιερωμένο, γεροντάκι με μαλλιά ανακατεμένα, γκριζόασπρα και γένια επίσης πλούσια, να προσπαθεί να συνέλθει από τον ύπνο. Μάλιστα, παρατήρησα τα νύχια των ποδιών του άκοπα και τον χώρο πολύ απλό. Τότε, είχε μόνο τσιμέντο κάτω και μάλλον το πρώτο αίσθημα ήταν: “Ε, είμαι ηλίθιος. Ακούω τον καθένα κι άφησα τόσο σημαντικές δουλειές μεσημεριάτικα. Δεν τ’αφήνουν το γεροντάκι στα χάλια του. (Μετά από μέρες θυμήθηκα ότι ήταν αυτός, που είχα δει στο καραβάκι το 1981). “Γέροντα, την ευχή σας. Με λένε Κωνσταντίνο. Να εύχεσθε, του είπα. “Μμμ, περίμενε. Πάρε μιά πορτοκαλάδα και φεύγεις, μου είπε. Είχε στο δίπλα δωμάτιο πάνω από τριάντα τελάρα, ξύλινα, πορτοκαλάδες και λεμονάδες ζεστές, σε γυάλινα μπουκάλια.
“Πάρε, μου είπε. “τελείωσαν οι κρύες. “Γέροντα, δεν πειράζει, του λέω. “Θα πιείς μία, επέμενε. Με το ζόρι να την πίνω. “Πάρε και δύο μαζί σου. Εύρε μία σακούλα. Πάρε και δύο λεμονίτες, συνέχισε.
Τότε, σηκώθηκε, ανακάθισε και άνοιξε τα μάτια. Με κοίταξε κατάματα για λίγο. Με κράτησε αρκετά με διάφορες ερωτήσεις, εγώ όμως ήθελα να φύγω. Του φίλησα το χέρι και έφυγα.
Μέχρι να βγω στην πύλη σκεπτόμουν. “Μα καλά, τι Άγιος είναι αυτός; Δεν σου κάνει εντύπωση. Αλλά το μάτι του είχε κάτι φωτεινό, έβγαζε ακτίνες. Ένα χρώμα μελί. Σίγουρα δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά το μάτι με κυνηγάει και, ενώ πλησιάζω να βγω στην πύλη, για να πάρω το λεωφορείο για Πειραιά, αρχίζει ένα μυστήριο θείας ενεργείας πάνω μου, κλιμακωτά, κι έρχομαι σε απερίγραπτη πνευματική κατάσταση ηρεμίας, ειρήνης, χαράς, αγάπης. Μιά αγάπη και για τον δρόμο και για τα σίδερα και, καθώς ανεβαίνει το λεωφορείο στις φτωχογειτονιές της Αγίας Βαρβάρας, για να κατηφορίσει, δύοντος του ήλιου προς Πειραιά, εγώ αισθάνομαι καταστάσεις ονειρώδους πνευματικού μεγαλείου και λέω μέσα μου: “Τόσο όμορφη, τόσο ωραία είναι η ζωή. Κάτι σαν Παράδεισος.
Το βράδυ κοιμήθηκα σαν αρνί. Ξύπνησα σαν άγγελος. Ή ευχή του κράτησε σχεδόν τρείς ήμερες. Έκτοτε δεν ξεκόλλησα…
Πάντα η επαφή με τον Γέροντα ήταν μετάγγιση Θείας Χάριτος. Είτε μετά την εξομολόγηση, είτε μετά την Ακολουθία, είτε μετά την ευχή και τα αξέχαστα κεράσματα, εντός και εκτός του κελίου του. Τι είχαμε και τι χάσαμε.» [Πλακιάς Κωνσταντίνος]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009
