Διδαχή κατανυκτική, γιά τό• πῶς θά κοπῆ ἡ ἔπαρση καί ὑπερηφάνεια• καί πῶς θά γίνουν τά μάτια μας πηγές δακρύων.
1. Ἄν ζητεῖς μιά τέτοια κατάνυξη, θα σοῦ εἶναι πολύ εὐχάριστο καί ὠφέλιμο νά μελετήσεις μέ προσοχή τήν διδαχή αὐτή περί ἐξόδου τῆς ψυχῆς.
Τώρα, ἄνθρωπε, σέ γεμίζει χαρά ἡ ἡδονή, ἡ ἄνεση, ἡ δόξα. Καί περνᾶς τήν ζωή σου μέ ματαια στολίδια. Ἔχείς τήν ἐλπίδα, ὅτι ἔτσι θά περάσει, ὥρα μέ τήν ὥρα, ἡμέρα μέ τήν ἡμερα, μήνας μέ τόν μήνα, χρόνος μέ τόν χρόνο, ὅλη σου ἡ ζωή.
Ὤ ἄνθρωπε! Ἡ ζωή σου βαδίζει πρός ἕνα τέλος. ῾Η ζωή ὅλο καί λιγοστεύει. ῾Ο χρόνος λίγο-λίγο κυλάει. ῾Ο φοβερός θρόνος τοῦ Κυρίου ἑτοιμάζεται. ‛Ο δίκαιος Κριτής πλησιάζει.
Ὤ ἄνθρωπε! ‛Ο Κριτής ἐπί θύραις! Περιμένει ἀπολογία. ‛Ο πύρινος ποταμός κυλάει μέ ὁρμή καί θόρυβο, πετώντας σπίθες! Τά φοβερά βασανιστήρια μαίνονται, περιμένοντας νά καταπιοῦν ἁμαρτωλούς.
Ὤ ἄνθρωπε! Κοπίασε. Προσπάθησε. ’Αγωνίσου. Κανείς δέν θά ἔλθει νά σοῦ προμηνύσει τόν θάνατο. Στούς ἁγίους θά δοθῆ ὁ μισθός. Γιά τούς δικαίους εἶναι ἕτοιμος ὁ στέφανος. Γιά ἐκείνους πού ἐκοπίασαν καί ὑπέμειναν θλίψεις, θά ἀνοίξει ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν‧ και ἐκεῖ, τούς περιμένει ἡ αἰώνια ἀνάπαυση καί τούς ἑτοιμάζεται μιά ἀπερίγραπτη χαρά. «’Οφθαλμός οὐκ οἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. 2,9).
Ὤ ἄνθρωπε! Ἔχεις ἀκούσει, τί εἶναι ἡ κόλαση; Καί δέν τρέμεις; Καί δέν φρίττεις;
Ὤ ἄνθρωπε! Ἔχεις ἀκούσει, τί εἶναι ἡ αἰώνια χαρά; Γιατί δέν ἀγωνίζεσαι; Γιατί σπαταλᾶς μάταια τον χρόνο τῆς ζωῆς σου; Αλλο χρόνο στήν διάθεσή σου δέν θά βρῆς, ὅσο καί ἄν τόν ζητήσεις μέ δάκρυα!
Ὤ ἄνθρωπε! Ακόμη καί ἄν ζήσεις ἑκατό ἤ καί χίλια χρόνια στόν κόσμο αὐτό, τρώγοντας ὅ,τι θέλεις, καί διασκεδάζοντας ὅσο θέλεις, καλοθρεμμένος σάν μοσχάρι, καί καμαρώνοντας σάν ἀλεποῦ, ὅταν θά ἔλθει τό φοβερό τέλος τοῦ θανάτου, τότε μέσα σέ μιά ἡμέρα θά φανῆ, τί εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ ζωή μας‧ καί κάθε ἀπόλαυση, καί κάθε ὀμορφιά θά σβήσει, χωρίς νά ἀφήσει πίσω της ἴχνή, ὡς ἄνθος χόρτου, πού ἐξέπεσε ταχύ.
Ὤ ἄνθρωπε! Σάν μιά ἡμέρα ἡ γέννησή σου καί ἡ ἐνηλικίωση καί τά γηρατειά σου! Καί μετά, ταχύς καί αἰφνίδιος ὁ θάνατος, τό τέλος τῆς ζωῆς σου!
2. Ὤ ἄνθρωπε!
• Θυμήσου. Ποῦ εἶναι οἱ παπποῦδες σου καί οἱ προπάτορες σου; Ποῦ εἶναι ὁ πατέρας σου; Ποῦ εἶναι ἡ μητέρα σου; Ποῦ τά ἀδέλφια σου; Ποῦ οἱ συγγενεῖς σου; Ποῦ οἱ ἀγαπητοί σου φίλοι; Δέν ἔφυγαν ὅλοι ἀπό τήν ζωή; Δέν ἤθελαν καί αὐτοί νά ζήσουν κι’ ἄλλο στόν κόσμο αὐτό ἐπάνω στήν γῆ; Νά διασκεδάσουν, νά στολισθοῦν, νά εὐφρανθοῦν γιά τήν εὐτυχία τους; Καί νά, παρά τήν θέλησή τους ἔφυγαν!
• Θυμήσου, ὅτι γῆ εἶ, ἀπό τήν γῆ τρέφεσαι καί στήν γῆ θά ἐπιστρέψεις πάλι. ‛Η σάρκα θά καταστραφῆ καί θά φθαρῆ. Θά τήν φᾶνε τά σκουλήκια. Καί τά ὀστᾶ θά διασκορπισθοῦν σάν στάχτη.
• Θυμήσου τίς αἰώνιες ἡμέρες καί τά χρόνια τῶν γενεῶν πού πέρασαν.
• Πόσοι βασιλεῖς καί ἡγεμόνες δέν ἐπέρασαν τήν ζωή τους μέ κάθε εἴδους διασκέδαση‧ καί μέ τί καμάρι! Καί τί τούς ὠφέλησε; Καί ἀφοῦ ἔφυγαν ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή αὐτή, ποῦ τώρα ἡ διασκέδασή τους καί τό καμάρι τους; Τώρα οἱ ἴδιοι εἶναι γῆ καί σποδός.
• Πόσοι ὑπῆρξαν στόν κόσμο γεροί, πλούσιοι, λεβέντες, γεμᾶτοι νειᾶτα καί ὀμορφιά. Καί τί τούς ὠφέλησε, σέ τί τούς ἐφάνη χρήσιμη ἡ τρομερή τους ρωμαλεότητα, τά εὐχαριστα νειᾶτα τους, πού ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό ὀμορφιά; Σάν νά μήν ὑπήρξαν ποτέ! Σάν ἕνα τίποτε!
• Χιλιάδες χιλιάδων καί μυριάδες μυριάδων, σάν τήν ἄμμο παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης ἦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς κάθε γενεᾶς. Καί ὅλοι ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή αυτή.
• Μερικοί, τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους δέν ἦσαν σέ θέση, οὔτε κἄν νά δώσουν τήν παραμικρή ἀπάντηση. Τούς ἅρπαξε ὁ θάνατος ξαφνικά καί ἀναπάντεχα! Ἕναν καθιστό. Ἄλλον ὄρθιο. Τούς ἐπῆρε. Ἕναν, ἐνῶ ἔτρωγε! Ἄλλον, ἐνῶ ἔπινε!
• Ἄλλοι πέθαναν ἀπότομα στόν δρόμο.
• Ἄλλοι μόλις ξάπλωσαν. Νόμισαν, πώς κοιμήθηκαν γιά λίγο‧ νά ξεκουρασθοῦν‧ καί ἐκοιμήθηκαν τόν ὕπνο τόν αἰωνιο.
• Ἄλλοι ἐπέρασαν τίς τελευταῖες τους στιγμές φρικτές δοκιμασίες, φοβερές ἀπειλές, πού μόνο ἡ διήγηση τους δέν εἶναι βέβαια ἀρκετή, νά προκαλέσει καί σέ μᾶς τόν ἴδιο φόβο.
• Πολλῶν εἰδῶν εἶναι οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι!
3. Καί τί φοβερός ὁ θάνατος!
Ὤχ, ὤχ! Τί θλίψη, τί λύπη! Πόσον δακρύει τότε ἡ ψυχή, τήν ὥρα τοῦ θανάτου! Πρός τούς ἀγγέλους τά ὄμματα ρέπουσα, πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, καί οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα! Νά ἡ ματαιότητα τοῦ ἀνθρώπου!
Ὤχ, ὤχ! Τί θλίψη, τί λύπη! Φρίκη καί φόβος γιά ὅλους, τότε πού ἡ ψυχή βιαίως χωρίζεται ἀπό τό σῶμα! Πόσο δακρύει τότε! Κλαίει φεύγοντας. Καί τό σῶμα παραδίδεται στήν γῆ. Καί τότε κάθε ἐλπίδα πού τήν εἴχαμε στηρίξει στά μάταια καί πρόσκαιρα, κάθε πλάνη, κάθε δόξα καί τιμή, κάθε ἐπίγεια ἀπόλαυση, χάνει κάθε ἀξία, γίνεται αἰσθητό ὅτι ἦταν ἕνα τίποτε.
Ὤχ, ὤχ! Τί θλίψη, τί λύπη! Μεγάλος θρῆνος καί κλαυθμός, μεγάλος καί ἀναστεναγμός καί πόνος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
Ὤχ, ὤχ! Τί θλίψη, τί λύπη! Βραχύς ἐστιν ὁ δρόμος, ὅν τρέχομεν μέ τό σώμα μας! Καπνός. ’Ατμίς. Τέφρα. Κόνις. Σκιά. Μιά δυσωδία. Αὐτό εἶναι ἡ ζωή αὐτή. Διαλύεται, σάν τόν καπνό στόν ἀέρα. Πέφτει καί σβήνει, σάν τό ἄνθος χόρτου. Φεύγει καί χάνεται σάν τό ἄλογο πού τρέχει. Κυλάει γρήγορα σάν τό νερό στό ποτάμι. Διαλύεται εὔκολα σάν τήν ὀμίχλη πού πέφτει στήν γῆ, σάν τήν πρωϊνή δροσιά. Πετάει σάν τό πουλάκι. Ἔτσι σβήνει ἡ ζωή στόν κόσμο αὐτό. Περνάει σάν ἄνεμος. Περνάει δίπλα μας καί μᾶς προσπερνάει ὁ χρόνος. Καί τελειώνουν οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνωμε.
Καλύτερα νά εἴχαμε ὑποφέρει πιό πολύ, καί νά εἶχε γεμίσει ἡ ζωή μας πίκρες καί λύπες στόν κόσμο αὐτό, παρά νά ζούσαμε χίλια χρόνια ἐδῶ καλά, καί μετά νά βασανιζόμαστε ἔστω καί μιά μόνο ἡμέρα ἐκεῖ. Γιατί ἡ ζωή στόν κόσμο αὐτό δέν εἶναι παντοτεινή. Γιά λίγο φαίνεται‧ καί πολύ γρήγορα παύει καί νά φαίνεται ἀκόμη. ’Αληθινά ματαιότητα καί φθορά εἶναι ὅλες οἱ διασκεδάσεις μας, ὅλες οἱ ὀμορφιές, ὅλες οἱ δόξες τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί περνάει σάν τήν σκιά, πού εἶναι ἄστατη καί ὅλο ἀλλάζει‧ καί μένει σάν ὄνειρο! Τώρα, κάποιος εἶναι «κάτι»! Καί σέ λίγο, δέν ὑπάρχει κἄν! Τώρα, μαζί μας. Καί τό πρωΐ, στόν τάφο!
Ὤ, ὤ! Τί θλίψη, τί λύπη! Αληθῶς πᾶς γηγενής μάτην ταράσσεται. Ὅλοι θά φύγωμε. Ὅλοι θά πεθάνωμε. Βασιλεῖς καί ἄρχοντες. Δικαστές καί ἰσχυροί. Πλούσιοι καί πτωχοί. Καί πᾶσα φύσις ἀνθρώπων. Σήμερα χορεύει μαζί μας, εὐφραίνεται καί καμαρώνει. Καί το πρωΐ τον μυρολογοῦμε, κλαῖμε, στενάζομε.
Ὤ ἄνθρωπε! Πήγαινε σ’ ἕναν τάφο. Ρίξε μιά ματιά στόν ἐκεῖ νεκρό. Οὔτε ἔνδοξος, οὔτε ἐπίσημος, οὔτε ὡραῖος πιά! Πῶς μυρίζει! Τί βρώμα βγάζει! ‛Η σάρκα σαπίζει καί φθείρεται. Τήν τρῶνε τά σκουλήκια. Μένουν τά κόκκαλα γυμνά. Καί ἡ ὅλη σύνθεση καί ἁρμονία τοῦ σώματος διαλύεται.
Ὤ, ὤ! Τί θλίψη, τί λύπη! Φρικτό θέαμα ἡ ἁμαρτωλή ψυχή! Τί θλίψη, τί λύπη! Εἶχε ἕνα πλοῦτο‧ ψυχοσωματικά αἰσθήματα‧ εἶχε φτιαχτῆ μέ τόση σοφία‧ καί τώρα δέν ἔχει πιά τίποτε. Οὔτε εὐπρέπεια. Οὔτε εἰδος. Οὔτε κάλλος. Ποῦ τό κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου, ἡ σωματική ὀμορφιά σου καί τά πανεύμορφα νειᾶτα σου; Ποῦ τό χαμογελαστό πρόσωπο; Ποῦ τά φωτεινά καί ἀστραφτερά μάτια; Ποῦ ἡ ἀριστοτελική ρητορική καλλιέπεια τοῦ λόγου; Ποῦ ἡ ἀναπνοή σου; Ποῦ ἡ γλυκειά, λεπτή καί ἁβρή φωνή σου; Ποῦ ἡ καλλιέπεια τοῦ πολυμάθειας καί σοφίας; Ποῦ τό μεγαλόπρεπο βάδισμα; Ποῦ τά ὄνειρα καί οἱ πόθοι; Ποῦ ἡ μάταιη ἐκείνη μέριμνα; Ὅλα πᾶνε πιά! Τά ἔφαγαν τά σκουλήκια. Νά μερικά βγαίνουν στό στόμα καί στά ρουθούνια, καί ἄλλα στά μάτια καί στά αυτιά. Καί ἄλλα ἀπό «πίσω». Καί ὅλα τώρα εἶναι ἀηδία, μιά ἀσχήμια!
Ὤ, ὤ! Τί θλίψη, τί λύπη! Ρίξε μιά ματιά στό πτῶμα μέσα στόν τάφο‧ καί σκέψου: ῎Αρα τίς ἐστιν; Βασιλεύες; ἤ στρατιώτης, ἤ πτωχός; Τί ἦταν; Δοῦλος ἤ ἀφέντης; Τί ἦταν; Ἔνδοξος καί ἐπίσημος ἤ κάποιος ἄσημος ἄνθρωπος; Τί ἦταν; Σοφός; ἤ ἕνας ἀνόητος; Ποῦ εἶναι τά ὄνειρα; Ποῦ εἶναι ἡ φαντασία; Ποῦ εἶναι οι βραχυχρόνιες ἐκεῖνες γοητεῖες; Ποῦ ὁ πλοῦτος ὁ ἐπίγειος; Ποῦ ἡ ἀπασχόληση γιά τήν διατήρησή του; Ποῦ ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος; Ποῦ, τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καί ὁ θόρυβος; Ποῦ οἱ μέριμνες γιά τόν μάταιο αὐτόν κόσμο; Νά, τίποτε δέν ὑπάρχει πιά ἀπό αὐτά! Ὅλα αὐτά ἔπαψαν πιά γιά τόν ἄνθρωπο, νά ὑπάρχουν! «Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Ὤ, ὤ! Τί θλίψη, τί λύπη! Πλήν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος! Σέ βλέπω μέσα στόν τάφο καί μέ πιάνει φρίκη ἀπό τήν ὄψη σου. Σέ βλέπω καί τρέμω. Καί δάκρυα τρέχουν ἀπό τά μάτια μου!
Ὤ, ὤ! Σκληρός ὁ θάνατος καί ἄσπλαγχνος! Καί ποιός μπορεῖ νά τόν ἀποφύγει; Θερίζει τό γένος τῶν ἀνθρώπων, σάν σιτάρι πρίν ἀκόμη ὡριμάσει.
4. Δι’ ὅ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες τό βραχύ τῆς ζωῆς, καί τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἄς ἀσχοληθοῦμε σωστά μέ τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας: Ας ἀφήσωμε τήν τύρβη τοῦ κόσμου καί τίς ἀνώφελες βιοτικές μέριμνες. Νά, μερικά πράγματα δέν πρόκειται νά μᾶς συνοδεύσουν μετά θάνατον! Οὔτε ὁ πλοῦτος. Οὔτε ἡ δόξα. Οὔτε ἡ διασκέδαση. Τίποτε ἀπό αυτά δέν θά μᾶς συνοδεύσει στόν ᾅδη. Μόνο τά κάλα μας ἔργα θά μᾶς συνοδεύσουν ἐκεῖ. Καί θά μᾶς ὑπερασπίσουν. Καί θά μείνουν μαζί μας. Γυμνοί ἐγεννηθήκαμε καί ἤλθαμε στόν κόσμο αὐτόν, γυμνοί θά φύγωμε πάλι ἀπό αὐτόν.
Ὅλα αὐτά, μᾶς λένε, ὅτι:
Ἔχομε χρέος, ὄχι ἁπλῶς νά καθόμαστε ἥσυχα στό κελλί μας, νά φυλᾶμε τήν γλῶσσα μας, νά φροντίζωμε γιά τήν ψυχή μας, νά κλαῖμε στήν προσευχή μας γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά ἀκόμη καί νά κρυφτούμε κάτω ἀπό τήν γῆ καί ἐκεῖ νά θρηνήσωμε γιά τίς ἁμαρτίες μας. Καί, ὅσο ζήσωμε, νά κάνωμε ὅ,τι μποροῦμε, νά ἐξιλεώσωμε τόν Θεό μέ τήν αὐταπάρνησή μας.
Καί ἔχοντάς το ὑπ’ ὄψη μας, ὅτι μπορεῖ νά φύγωμε πολύ γρήγορα, ἄς καταπονοῦμε ὅσο ζοῦμε τό φθαρτό τοῦτο σῶμα μας, ἀφοῦ ἔτσι καί ἀλλιῶς καί μετά τόν θάνατο φθαρτό μένει, γιά νά ἀξιωθοῦμε, νά μᾶς ἀναστήσει ὁ Κύριος ὁ Θεός ἐκ νεκρῶν τήν ἐσχάτη ἡμέρα, καί νά μᾶς δώσει τήν ἀθάνατη ζωή καί τήν ἀτελεύτητη βασιλεία Του εἰς τούς αἰῶνας. Αμήν.
Από το βιβλίο: Τα Κρίνα τοῦ Ἀγροῦ, του Αγίου Παισίου Βελιτσκοφσκι.
Ἔκδοση Ιερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Α’ έκδοση, Πρέβεζα 1996.
Μετάφραση:
† Ὁ Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος.
• Τίτλος τοῦ πρωτοτύπου:
• Κρίνι σέλ’νιε ἤλη τσβετί πρεκράσνιε. ’Αρχιμανδρίτα Παΐσια Βελιτσκόβσκογο
• Μετάφραση ἀπό το ρωσσικό πρωτότυπο
• Ἡ μετάφραση ἔγινε ἐπί τῇ βάσει τοῦ κειμένου πού δίδει το περιοδικό: Πραβοσλάβναγια Ζίζν’ (Orthodox Life) 30, (1979)• τεύχη 350-354, σελ.3-34, 18-24, 21-28, 19-34, 23-34 ἀντιστοίχως•
