Ήπειρος: Ο χώρος του Έπους του Σαράντα! – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό “δημοσιεύθηκε” στο 215-ο τεύχος (Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου του 2025) του ηχητικού περιοδικού μας Ορθόδοξη Πορεία.

Ήπειρος. Ο χώρος του έπους του σαράντα!.mp3

Σου στέλνω μοσχολίβανο με τ΄ αεράκι του βουνού
και δέξου μια παράκληση κι απ’ τα δικά μας χείλη.
(Τίμος Μωραϊτίνης).

Με μεγάλη χαρά η Ελληνική ψυχή εκφράζει τα αισθήματα που την πλημμυρίζουν κάθε 28η Οκτωβρίου, καθώς αναμετράει το ύψος του έργου των μαχητών του σαράντα και το πλήθος των σημειωθέντων θαυμάτων εκείνης της Εποποιΐας. Το μεγαλούργημα του έπους του σαράντα εκαλλιτεχνήθη σ’ ένα γεωγραφικό χώρο που από την αρχαιότητα υπήρξε γνήσιο τμήμα της Ελληνικής πατρίδος, την Ήπειρο γενικά και ειδικότερα τη Βόρεια Ήπειρο. Κάθε πόλη, κάθε χωριό, κάθε βουνό, κάθε ποτάμι και κάθε κάμπος αποτελεί συγχρόνως και ένα κεφάλαιο και καύχημα της σύγχρονης εθνικής μας ζωής.

Ποιοί διάλεξαν τη Βόρειο Ήπειρο ως θέατρο πολέμου;

Το χώρο της Βορείου Ηπείρου ως αφετηρία και βάση του κεραυνοβόλου πολέμου κατά της Ελλάδος διάλεξε προσεκτικά και σκόπιμα η ίδια η φασιστική Ιταλία. εξάλλου η Ιταλία κατείχε από τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου (τέλη 1912) τα Ελληνικώτατα Δωδεκάνησα ως αποικία, «Κτήση», όπως έλεγαν οι Ιταλοί. Τα Δωδεκάνησα βρίσκονται στο Νότιο Ανατολικό τμήμα της Ελλάδος˙ και η Ιταλία των Μουσολίνι – Τσιάνο πίστευε πως μ’ ένα αιφνίδιο ισχυρό κτύπημα στο Βόρειο – δυτικό τμήμα της Ελλάδος παρέλυε σύγκορμο τον Ελληνισμό. Όπως γράφει μάλιστα ο Γκράτσι – ο πρεσβευτής – κομιστής του ιταλικού τελεσιγράφου – ο φασίστας διοικητής της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι είχε έτοιμο ένα σχέδιο επιχειρήσεων: καθώς ο Ελληνικός στρατός θα έσπευδε προς την Ήπειρο, θα επιχειρούσε και αυτός με δύο μεραρχίες να κάνει απόβαση σε κάποια ακτή της Πελοποννήσου.

Έτσι η Ελλάδα κτυπημένη από την Ήπειρο και από τα Δωδεκάνησα, θα παρέλυε αμέσως. Όμως, επειδή δύο φορές είχε αναβληθεί η επίθεση κατά της Ελλάδος και επειδή την ημέρα της ενάρξεως του πολέμου ο Ντε Βέκκι απουσίαζε από την «Κτήση», τα Δωδεκάνησα, δεν πραγματοποιήθηκε «αυτή η Ναπολεόντεια και Γαριβαλδινή στρατηγική επιχείρηση», εξηγεί ο Γκράτσι ( Η αρχή του τέλους, σελ. 162 έκδ. «Εστίας» Αθήνα 1980).

Και επρογραμμάτισε από χρόνια η Ιταλία του Μουσολίνι την επίθεση εναντίον μας. Ωστόσο από το 1939 έγινε κατ’ εξοχήν αποκαλυπτική: Τη μεγάλη Παρασκευή του 1939 – καθ’ όσον δε διέκρινε καμιά Χριστιανική ευαισθησία τη Φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι – κατέλαβε την Αλβανία ολόκληρη. Ορκίσθηκε γενικός τοποτηρητής της Αλβανίας, ο βασιλιάς της Ιταλίας ονομάσθηκε και βασιλιάς της Αλβανίας, και ο υπουργός των εξωτερικών της Ιταλίας Τσιάνο, αφού ιδρύθηκε και Αλβανικό φασιστικό κόμμα – όμοιο του Ιταλικού φασιστικού κόμματος, τη θεωρούσε δική του χώρα και έκτιζε μεγάλα οικοδομήματα – ανάκτορα. Ακόμα αντικαθιστούσε και ονόματα τοποθεσιών, με άλλα ονόματα δικής του εμπνεύσεως, που προορίζονταν να διαιωνίσουν τη δική του δόξα και τη δόξα της οικογενείας του: Λ. χ. την πόλη – λιμάνι των αγίων σαράντα, ονόμασε Πόρτο Έντα, με το όνομα της συζύγου του, κόρης του Μουσολίνι.

Όπως γράφει ο Γκράτσι στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους», η ιδέα της εισβολής κατά της Ελλάδος, ήταν κατεξοχήν ιδέα του Τσιάνο, υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας, και ο ίδιος τον όλον πόλεμον έλεγε: «Ο ιδικός μου πόλεμος». Ο Τσιάνο είχε ασχοληθεί όλα τα χρόνια της σταδιοδρομίας του με τα Βαλκανικά προβλήματα και φανταζόταν ότι ήταν αυτός ο ίδιος ο εκλεκτός άνθρωπος, προορισμένος από τη Μοίρα των αιώνων, να επιλύσει τα βαλκανικά προβλήματα, αρχίζοντας από το Αλβανικό. Υποσχόταν στους Αλβανούς ότι θα επεκτείνονταν τα σύνορα της Αλβανίας προς το νότο και θα απαλλάσσονταν οι Αλβανοί – μουσουλμάνοι της Τσαμουριάς (περιοχής της Θεσπρωτίας), που υπολόγιζε ο ίδιος τουλάχιστον σε 70.000 – από τον Ελληνικό ζυγό.

Αλλά και ο Μουσολίνι, πιστεύοντας ότι η Ιταλία ήταν ισάξια της Γερμανίας του Χίτλερ, διάλεξε τη Βόρειο Ήπειρο – Νότιο Αλβανία για εισβολή στην Ελλάδα, διαβλέποντας επιχείρηση αντισταθμίσματος απέναντι της Γερμανικής υπεροχής με δράση στην Παραδουνάβια και βαλκανική Ευρώπη. Μάλιστα στο μεγάλο πολεμικό στρατιωτικό συμβούλιο των Ιταλών επιτελών, της 15ης Οκτωβρίου 1940, στο Palazzo Venezia, έλεγε και τα εξής: «Προσθέτω ότι δεν διαβλέπω περιπλοκές. Η Γιουγκοσλαβία έχει κάθε συμφέρον να παραμείνει ήσυχη. Αποκλείω περιπλοκές από Τουρκικής πλευράς. Η Βουλγαρία μπορεί να αποτελέσει ένα πιόνι στο παιγνίδι μας και εγώ να προβώ στα απαραίτητα διαβήματα, ώστε να μη χάσει την μοναδική αυτή ευκαιρία να πραγματοποιήσει τις βλέψεις της επί της Μακεδονίας και την έξοδό της στη θάλασσα».

Διάλεξαν τη Νότιο Αλβανία – Βόρειο Ήπειρο οι Ιταλοί για να εξαπολύσουν την επίθεση κατά της Ελλάδος, γιατί, όπως υποστήριξε ο πρώτος αρχιστράτηγος σ’ αυτόν τον πόλεμο Βισκόντι Πράσκα, «η γεωγραφική θέση της Ηπείρου δεν ευνοεί την δυνατότητα επεμβάσεως των άλλων Ελληνικών δυνάμεων, γιατί από την μία πλευρά υπάρχει η θάλασσα και από την άλλη μια αδιάβατη ορεινή λωρίδα. Ένα τέτοιο θέατρο επιχειρήσεων επιτρέπει την κάλυψη της Ηπείρου σε 10-15 ημέρες». Και υπήρξε η προοπτική διεισδύσεως προς τη Θεσσαλονίκη και προς την Αθήνα, όπου, έλεγαν ότι σύντομα θα έφθαναν για να πιούν τον καφέ τους.

Εξάλλου ήλπιζαν ότι την Ιταλική επίθεση θα υποστήριζαν αποτελεσματικά, όπως ο γενικός τοποτηρητής της Αλβανίας Τζακομόνι δήλωνε, οι Αλβανοί, που ανέμεναν με αγωνία την επιχείρηση και ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό. Ισχυριζόταν μάλιστα ο Τζακομόνι ότι ο ενθουσιασμός των Αλβανών ήταν τόσο ζωηρός, που τον τελευταίο καιρό σημειώθηκε κάποια απογοήτευση γιατί η επίθεση δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Από το Μάρτιο του 1940 οι Ιταλοί άφηναν να διαδίδονται και διάφορες φήμες ότι προετοιμαζόταν πολιτική προεργασία, απαραίτητη για την πραγματοποίηση της επίθεσης, εκ μέρους του υπουργείου εξωτερικών της Ιταλίας και του γενικού τοποτηρητού της Αλβανίας, προεργασία που σκόπευε τη δωροδοκία Ελλήνων ιθυνόντων και την εξαγορά Ελλήνων στρατηγών. Μάλιστα, όπως γράφει ο Γκράτσι, στις 30 Απριλίου 1940, πριν από τον πόλεμο, όταν βρέθηκε για λίγες μέρες στη Ρώμη, ο Τσιάνο τον ερώτησε «αν δεν θα ‘ταν δυνατό να βρεθεί κάποιος Αλβανός για να βγάλει από τη μέση τον τότε βασιλιά της Ελλάδος Γεώργιο Β’».

Πρόσφερε ακόμα η Νότιος Αλβανία – Βόρειος Ήπειρος με τους Αλβανούς εύκολα σκηνοθεσία επεισοδίων ή αφορμών τα οποία ήθελε ο Μουσολίνι ως δικαιολογία μεταφυσικού χαρακτήρος (και μόνον Κύριος οίδεν, σημειώνει ο Γκράτσι, τι σημαίνει η έκφραση αυτή), πριν αρχίσει την εισβολή. Πιθανώτατα, όπως γράφει και ο Γκράτσι, μοιράσθηκαν και αρκετές χιλιάδες λιρέττες –μέσω πρακτόρων – στους Μουσουλμάνους Αλβανούς της Τσαμουριάς και θεωρήθηκε βέβαιο ότι κερδήθηκαν οι πληθυσμοί της Ηπείρου, ούτως ώστε να ραίνουν με… λουλούδια τα Ιταλικά στρατεύματα, όταν θα περνούσαν τα σύνορα επιτιθέμενα.

Οι Ιταλικές εφημερίδες Giornale d’ Italia και Corriere de la Sera εδημοσίευαν πηχυαίους τίτλους καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1940 για «Δικαιοσύνη στην Αλβανία» και η εφημερίδα «Τόμορι» των Τιράννων στο φύλλο της 22 Αυγούστου 1940 κατηγορούσε για αυθαίρετες συλλήψεις Αλβανών τον Νομάρχη Θεσπρώτη… εμφανίζοντας το όνομα του Νομού Θεσπρωτίας σαν επίθετο του Νομάρχη. Και με την εγκατάσταση ενός προπαγανδιστικού ραδιοφωνικού σταθμού, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1940 στο Αργυρόκαστρο, επιδόθηκαν σε ατέλειωτη προπαγάνδα με ύβρεις και χλευασμούς κατά της Ελλάδος και έξαρση των πλεονεκτημάτων και της υλικής ευημερίας, που είχε επιφέρει η Ιταλική κατοχή στην Αλβανία. Παράλληλα δεν έλειψαν ουδ’ επί στιγμήν οι κατηγορίες εναντίον της Ελλάδος ότι δημιουργεί επεισόδια και ότι προκαλεί αναταραχή.

Τελευταία – τελευταία, ας σημειωθεί ότι υπήρχε και τούτο το ιστορικόν δεδομένο: Από την αρχαιότητα, όσες επιθέσεις έγιναν από τους Ρωμαίους, τους Νορμανδούς και τους Σταυροφόρους, άρχιζαν από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Επομένως ενείχε ιστορική συνέπεια και η επιλογή της Ιταλίας του Μουσολίνι, που πίστευε πάντοτε ότι είναι ο συνεχιστής των παλαιών Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Ποιά η τύχη της Ιταλικής επιθέσεως;

Εκεί στην Ήπειρο, οι Έλληνες μαχητές του 1940, με ψυχή βαθειά, κράτησαν αρχικά την άμυνα αποτελεσματικά στην περιοχή από Ιωάννινα ως την Κοζάνη μία ζώνη μάκρους 70.000 μέτρων και βάθους 15.000 μέτρων καθώς και στην περιοχή της κοιλάδας του Καλαμά.

Στη συνέχεια σημείωσαν την πρώτη νίκη της Πίνδου στις 9 Νοεμβρίου 1940 και άρχισαν επίθεση προς την κατεύθυνση της Κορυτσάς. Στις 21 Νοεμβρίου οι Έλληνες απελευθέρωσαν την Κορυτσά, στις 30 Νοεμβρίου το Πόγραδετς, στις 5 Δεκεμβρίου την Πρεμετή, στις 6 Δεκεμβρίου τους αγίους Σαράντα, στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο, στις 17 Δεκεμβρίου την Κλεισούρα και στις 23 Δεκεμβρίου τη Χειμμάρα. Στις αρχές του 1941 εγκαταστάθηκαν στην οροσειρά της Νεμβρέσκας, του Μόραβα, της Τρεμπεσίνας και της Κάμιας και κρατούσαν στα χέρια τους τα «κλειδιά του Ελβασάν και της Αυλώνος».

Αρχικά η Νίκη «έδειξε σ’ ένα πρώτο χαμόγελο την αστραπή των δοντιών της». Και οι Έλληνες πολεμιστές απέκτησαν θάρρος γενναίο και δύναμη μεγάλη. Και «με τη ρομφαία της δικαιοσύνης» κατάφεραν απώλειες αίματος, απώλειες υλικές, απώλειες εδαφικές και απώλειες γοήτρου στον υστερικό επιδρομέα. Και με απαράμιλλο ενθουσιασμό συνέχισαν το έργο της απελευθέρωσης του 1821 και του 1912, ανανεώνοντας τη σφραγίδα της ελευθερίας στα ελληνικά εδάφη της Βορείου Ηπείρου.

Γιατί ενίκησαν οι Έλληνες στην Ήπειρο το 1940;

«Ούτοι εν άρμασι και ούτοι έν ίπποις ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού ημών εμεγαλύνθημεν». Μόνον ένας Θεός Παντοδύναμος και μια Παναγία Υπέρμαχος Στρατηγός μπορούσαν να φέρουν μέσα σε διακόσιες δεκάξι (216) ημέρες τη σύγχυση και την καταστροφή στον ανόσιο επιδρομέα και το χαμόγελο με την αίγλη της Νίκης και της Δόξας στον Έλληνα μαχητή.

Τον Δίκαιον και Παντοδύναμον Θεόν άλλωστε επικαλέσθηκαν και την Θεοτόκον Παναγίαν οι τότε ηγέτες: «Ο Θεός βοηθός» γράφει επανειλημμένα στο ημερολόγιό του ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Και όπως διασώζει ο Αμβρόσιος Τζίφος, στο Υπουργικό συμβούλιο της 4.30 πρωϊνής ώρας της 28ης Οκτωβρίου μετά την υπογραφή των διαταγμάτων της Γενικής επιστρατεύσεως στρατού, στόλου και αεροπορίας και της πολιτικής επιστρατεύσεως είπε: «Εις το θαύμα πιστεύω, εις την Νίκην. Και επειδή είμαι βαθύτατα θρήσκος, νομίζω ότι η Παναγία θα προστατεύση τα όπλα μας»! Και ο τότε βασιλεύς Γεώργιος Β’ καλούσε στον αγώνα τον ελληνικό λαό «με πίστιν εις τον Θεόν». Και ο αρχιστράτηγος του πολέμου εκείνου ο Αλέξανδρος Παπάγος επεκαλείτο στο διάγγελμά του «την βοήθειαν του Θεού». Αλλά και ολόκληρος ο λαός, μαχητές και άμαχοι, στο Μέτωπο και στα μετόπισθεν, κατευθυνόμενος από την Εκκλησίαν της Ελλάδος, γονατισμένοι θαυματούργησαν.

Αποδείχθηκε ότι η προσεκτική επιλογή της Αλβανίας – Βορείου Ηπείρου από τον επιδρομέα δεν του προσπόρισε οφέλη, ενώ αντίθετα βοήθησε τον αμυνόμενο Ελληνισμό. Και αντί νάχουν βοήθεια οι Ιταλοί κατά τρόπο αποτελεσματικό από τους Αλβανούς, βρήκαν πολύτιμους βοηθούς οι Έλληνες μαχητές, τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες. Οι Έλληνες διατηρούσαν ζωηρότατη και πικρή ανάμνηση της στάσης των Ιταλών στο ζήτημα του καθορισμού των νοτίων συνόρων της Αλβανίας, που είχαν ταχθεί σαφώς υπέρ των Αλβανικών διεκδικήσεων και εναντίον των Ελληνικών δικαίων στη Βόρειο Ήπειρο. Το εθνικό αίσθημα που υπήρξε πάντοτε έντονο στον Ελληνικό λαό, απέβη φλογερό εθνικό αίσθημα, πύρινο που έκαψε τον Ιταλό επιδρομέα, καθώς αγωνιζόταν στο χώρο της Βορείου Ηπείρου.

Αλλά και ο Ιταλός διοικητής της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι με την νοοτροπία του πείσματος και των καθημερινών καταπιέσεων, που ανάγκαζαν πολλούς Δωδεκανησίους, ιδίως νέους να εγκαταλείπουν τις γενέτειρές τους και να καταφεύγουν στην Ελλάδα, κατάφερε να προδιαθέσει ανάλογα τον Ελληνικό λαό των νησιών και της υπόλοιπης Ελλάδος, ώστε με ζήλο ν’ αγωνισθούν κατά των επιδρομέων. Άλλωστε και ο Αλέξανδρος Διάκος, ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του αγώνος του σαράντα καταγόταν από τη Χάλκη της Δωδεκανήσου.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Δ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.