Από το Γεροντικό.
Έλεγαν οι πατέρες ότι κάποτε που οι αδελφοί έτρωγαν σε ¨αγάπη¨, δηλαδή σε εορταστικό γεύμα, ένας αδελφός γέλασε στο τραπέζι. Βλέποντάς τον ο αββάς Ιωάννης, έκλαψε και είπε: «Τί άραγε έχει μέσα στην καρδιά του αυτός ο αδελφός και γέλασε, ενώ όφειλε να κλάψει που τρώει σε τέτοιο τραπέζι;».
Κάποιος από τους γέροντες αρρώστησε και, επειδή δεν μπορούσε να φάει κανονική τροφή για πολλές μέρες, τον παρακαλούσε ο μαθητής του να του επιτρέψει να του κάνει λίγο κουρκούτι. Ο γέροντας του επέτρεψε, και ο αδελφός έκανε και του έφερε να φάει. Υπήρχαν εκεί κρεμασμένα δύο δοχεία, το ένα με μέλι και το άλλο με λάδι από λινόσπορο, το οποίο είναι από τη φύση του δύσοσμο και διόλου δεν τρώγεται και χρησίμευε για το λυχνάρι. Θέλοντας λοιπόν ο αδελφός να βάλει μέλι στο φαγητό του γέροντα, έκανε λάθος και αντί για μέλι έβαλε λινέλαιο και το πρόσφερε έπειτα στον γέροντα. Αυτός, μόλις το δοκίμασε, κατάλαβε το λάθος του αδελφού, δεν είπε όμως τίποτε, αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός τον ανάγκασε να φάει και άλλο, και αυτός πίεσε τον εαυτό του και έφαγε λίγο. Καθώς όμως ο αδελφός επέμενε και τον παρακαλούσε να φάει και άλλο, ο γέροντας είπε: «Στ’ αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ να φάω περισσότερο».
Εκείνος, για να παρακινήσει τάχα τον γέροντα και να του ανοίξει την όρεξη που είχε κοπεί από την αρρώστια, του είπε: «Είναι καλό, αββά˙ να, τρώω και εγώ μαζί σου». Μόλις όμως το δοκίμασε, κατάλαβε τι έκανε, και έπεσε με το πρόσωπο κάτω λέγοντας: «Αλίμονό μου, αββά, σε σκότωσα˙ και εσύ με άφησες να αμαρτήσω, καθώς δεν μίλησες». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Σήκω, παιδί μου, και μη στενοχωριέσαι. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει».
Ένας γέροντας είπε: «Όταν καθίσεις για να φας, να νικάς τον δαίμονα της γαστριμαργίας με την αναβολή και να τον συγκρατείς, λέγοντάς του˙ ¨Περίμενε, δεν θα πεινάσεις¨. Να τρως σεμνά, και όσο εκείνος σε βιάζει, τόσο εσύ να τρως ήρεμα. Γιατί ο δαίμονας αυτός τόσο βιάζει τον άνθρωπο, ώστε να θέλει να τα φάει όλα μεμιάς».
Του αγίου Εφραίμ
Είναι καλύτερο να τρώει κανείς και να ευχαριστεί τον Κύριο, παρά να μην τρώει και να κατακρίνει εκείνους που τρώνε και ευχαριστούν τον Κύριο. Αδελφέ, κάθισες στο τραπέζι, φάε ψωμί και μην κακολογείς τον συνάνθρωπο, για να μη βρεθείς ότι τρως τις σάρκες του αδελφού σου με την καταλαλιά˙ γιατί λέει η Γραφή: «Αυτοί που κατασπαράζουν τον λαό μου όπως τρώνε το ψωμί, δεν επικαλέστηκαν τον Κύριο».1
Έχοντας υγιή πίστη, να τρως ό,τι σου παραθέτουν στο όνομα του Κυρίου. Αν σας παραθέσουν κάποιο φαγητό που εσύ δεν το έχεις όρεξη, μην το αποστραφείς, τη στιγμή που οι περισσότεροι θέλουν να φάνε και να ευχαριστούν τον Κύριο.
Κάθισες στο τραπέζι, τον εαυτό σου πρόσεχε και μη χαζεύεις σαν ανάγωγος. Δείχνει έλλειψη αγωγής το να τρώει ο μοναχός τα ολόκληρα, όταν στο τραπέζι υπάρχουν κομμάτια. Μην περιφρονείς τα κομμάτια, γιατί ο Κύριος είπε στους μαθητές του να μαζέψουν τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μην πάει τίποτε χαμένο.2
Αδελφέ, αν πιείς κανένα ποτήρι κρασί, μετά την προσευχή του φαγητού πήγαινε γρήγορα στο κελλί σου, κλείσε την πόρτα και ευχαρίστησε τον Κύριο που μας δίνει τα αγαθά. Γιατί η πολυλογία μετά το τραπέζι προξενεί δυσάρεστες καταστάσεις και πτώσεις. Ο μέθυσος άνθρωπος το βράδυ κάνει και λέει πράγματα άπρεπα, και το πρωί μεταμελείται˙ αν όμως πάλι βρει κρασί, κάνει πάλι τα ίδια. Αν το έπαθες μια φορά, φυλάξου από εδώ και πέρα˙ γιατί λέει η Γραφή: «Αυτός που έχει αναγεννηθεί από τον Θεό, φυλάγει τον εαυτό του, και ο πονηρός δεν τον αγγίζει».3
Να τιμάς όλους για χάρη του Κυρίου, χωρίς να απαιτείς να σε τιμούν, και θα βρεις χάρη από τον Κύριο. Λέει η Γραφή: «Αυτός που δεν δείχνει σεβασμό στους δίκαιους, δεν είναι καλός άνθρωπος˙ ένας τέτοιος μπορεί να πουλήσει άνθρωπος για ένα κομμάτι ψωμί».4 Και όποιος δεν δείχνει σεβασμό στον αδελφό του, θα τιμωρηθεί σκληρά.
Αν τρως μαζί με αδελφούς, να βουτάς με τάξη στην πιατέλα, δηλαδή με τη σειρά σου. Γιατί και το τρυγόνι και το χελιδόνι, τα πουλάκια της εξοχής, τηρούν τον καιρό τον ορισμένο για την επιστροφή τους.5 Να βουτάς χωρίς να φέρεσαι ανόητα στους πιο μικρούς από εσένα, χωρίς δηλαδή να τους καταφρονείς επειδή είναι μικρότεροι και, όταν αυτοί απλώσουν μία φορά το χέρι τους, εσύ να προλαβαίνεις και να το απλώνεις δύο. Αγαπητέ, όλη τη μέρα την πέρασες νηστικός και για ένα λεπτό ταράζεσαι; (Εδώ ο άγιος μάλλον προτρέπει να περιμένει κανείς όλους, και τους πιο μικρούς, και να μην αρχίζει να τρώει πρώτος, αλλά μαζί με τους αδελφούς να απλώνει το χέρι στην πιατέλα).6
Αυτός που σωπαίνει στο τραπέζι είναι όμοιος με εκείνον που τρώει με μέλι το ψωμί του, ενώ αυτός που φλυαρεί, ταράζει και τον ήσυχο. Να τρως ήρεμα, αδελφέ, και να πίνεις αθόρυβα. Έφαγες ψωμί και χόρτασες; Δόξασε τον Θεό που σε χόρτασε. Αν πάλι αρκέστηκες σε λίγο και δεν έφαγες όσο χρειαζόσουν, δόξασε μέσα στου τον Κύριο που σε ενδυνάμωσε. Μη λες όμως μπροστά σε όλους: «Εκτός από λίγο ψωμί, δεν έφαγα άλλο»˙ γιατί αν το πεις αυτό ή φροντίσεις να μαθευτεί αυτό που έκανες, πήρες την αμοιβή σου. Αν μάλιστα αυτό το είπες κατακρίνοντας εκείνους που τρώνε και ευχαριστούν τον Θεό, έχασες όλο τον κόπο σου και παρέδωσες τον εαυτό σου στα χέρια των εχθρών σου.
Υποσημειώσεις.
1. Ψαλμ. 13, 4.
2. Ιω. 6,12.
3. Α’. Ιω. 5, 18.
4. Παροιμ. 28, 21.
5. Ιερ. 8, 7.
6. Η φράση αυτή είναι παρένθετο σχόλιο του μοναχού Παύλου, του συντάκτη του Ευεργετινού, γιατί το κείμενο του αγίου Εφραίμ είναι αρκετά δυσνόητο.
Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
