Το Διορατικό Χάρισμα του Αγίου Ευμενίου Σαριδάκη (Δ’) – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορείτου.

«Δεν έφταιγες εσύ»

«Η ΚΥΡΙΑ Θ.Μ. είχε πάει κάποια ημέρα, στον πατέρα Ευμένιο και, φεύγοντας, πήρε ένα ταξί, για να πάει στο σπίτι της, στο Παγκράτι. Στον δρόμο διεπίστωσε ότι ο ταξιτζής, με κάποιο τρόπο, την έκλεβε στο ταξίμετρο. Αυτή του το είπε κι εκείνος διαμαρτυρήθηκε έντονα. Έγινε καυγάς και η κυρία Θ.Μ. σταμάτησε το ταξί αρκετά μακριά από το σπίτι της, για να συνεχίσει με τα πόδια, διότι τα χρήματα, που είχε μαζί της, δεν θα έφθαναν με τον ρυθμό που έγραφε το ταξίμετρο.

Όταν έφθασε στο σπίτι, τηλεφώνησε στον πατέρα Ευμένιο και του είπε: “Πάτερ, δεν θα μπορέσω να κοινωνήσω αύριο, διότι μάλωσα με τον ταξιτζή, που με γύριζε στο σπίτι μου. Και της λέει ο πατήρ Ευμένιος, με την μεγαλύτερη φυσικότητα: “Μα δεν έφταιγες εσύ!» [Μπούκη Θεοφανή]

Κατάλαβε τι ήθελα

«ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ, είχα μαλώσει με τον σύζυγό μου και πήγα να εξομολογηθώ στον πατέρα Ευμένιο. Εκείνη την ώρα είχε Εσπερινό και περίμενα να τελειώσει. Όμως, κατά την διάρκεια του Εσπερινού, ερχόταν ο πατήρ Ευμένιος και με ρωτούσε: “Δήμητρα, θες κάτι;, κι εγώ του έλεγα “όχι. Ήλθε ξανά και με ρώτησε κι εγώ ξανά απάντησα “όχι. Ήλθε και τρίτη φορά και μου λέει: “Δήμητρα, έλα να εξομολογηθείς και φυσικά πήγα.» [Μεγασθένους Δήμητρα]

Το μαύρο αυτοκίνητο

«ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, πήγα να πάρω τον Γέροντα, να τον πάω να προσκυνήσει στον ναό του Προφήτη Ήλιού. Όταν έφθασα στο κελί του, ο Γέροντας άρχισε να ετοιμάζεται, άλλα καθυστερούσε. Του λέω τότε: “Γέροντα, καθυστερείτε και θα έλθει κόσμος και δεν θα μπορείτε να φύγετε. Οπότε, τον ακούω να λέει: “Ελάτε, σας περιμένω, ελάτε. Κοιτάζω έξω, δεν βλέπω κανέναν να έρχεται. Του λέω: “Γέροντα, περιμένετε κόσμο. Δεν μου απάντησε. Σε λίγο, μου λέει: “Ποιο είναι αυτό το μαύρο αυτοκίνητο, που έρχεται. Κοιτάζω πάλι έξω, δεν βλέπω να έρχεται κάποιο αυτοκίνητο. Του λέω: “Δεν βλέπω να έρχεται κανένα αυτοκίνητο.

Αφού πέρασαν δέκα λεπτά, τον ρωτάω: “Γέροντα, πότε θα έλθουν αυτοί που περιμένετε. Και μου λέει: “Όταν μπούμε στο αυτοκίνητο, τότε θα έλθουν.

Πράγματι, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε, τότε κατέφθασε ένα μαύρο αυτοκίνητο, από το οποίο κατέβηκαν δύο νεαροί και είπαν στον πατέρα Ευμένιο: “Ό πατέρας μας είναι στο νοσοκομείο Άγιος Σάββας, ετοιμοθάνατος. Σας περιμένει και ήλθαμε να σας πάρουμε. Τότε ο πατήρ Ευμένιος τους είπε: “Να περιμένετε. Πάω να προσκυνήσω στον Προφήτη Ηλία και έρχομαι, για να φύγουμε.» [Ανώνυμος]

Διάβασε τον λογισμό μου

«ΠΗΓΑ, ΚΑΠΟΤΕ, στον πατέρα Ευμένιο, στο Λοιμωδών. Μόλις τον αντίκρυσα, αισθάνθηκα μιά ζέστη και μιά αγάπη γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που είπα: “Αχ, να είχα ένα κομματάκι από τα ρούχα, που έχει επάνω του.

Δεν πρόλαβα να κάνω αυτόν τον λογισμό και μου λέει: “Εγώ, παιδί μου, θα σου δώσω ένα πετραχήλι. Πάμε στην εκκλησία, να σου το δώσω. Και πήγαμε στην εκκλησία και μου το έδωσε αμέσως.» [π. Μιχαήλ από Ζαρώ]

«Φύγε αμέσως»

«ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ πήγα στον πατέρα Ευμένιο περί την 10η ώρα και είπα με τον λογισμό μου: “Μα η κυρία Κωνσταντίνα είναι ακόμη εδώ, τόσο αργά; και εκείνη την στιγμή ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς άλλη κουβέντα, λέει στην κύρια Κωνσταντίνα: “Κλείσε την κουζίνα και φύγε τώρα.

Του λέει, λοιπόν, η Κωνσταντίνα: “Μα, πάτερ, δεν σας έβαλα ακόμη φαγητό. Και της λέει αυτός: “Φύγε αμέσως. Εγώ, βέβαια, ντράπηκα, που έκανα αυτόν τον λογισμό και ο Παππούλης τον κατάλαβε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω μετά τίποτε γι’ αυτό.» [Αικατερίνη]

Κατάλαβε τι σκεπτόμουν

«ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΑ στον Παππούλη και ήμουν πολύ στενοχωρημένη από κάποιο θέμα, ο Παππούλης, χωρίς να με ρωτήσει ή εγώ να του πω κάτι γι’ αυτό, από μόνος του, σαν να διάβαζε τίς σκέψεις μου, έφερνε την κουβέντα γύρω από αυτό το θέμα. Χωρίς να μου απαντά ευθέως, το θέμα μου ετακτοποιείτο και έφευγα χαρούμενη.

Μιά μέρα πήγαμε στον Όσιο Εφραίμ να προσκυνήσουμε.

Συνήθως, όταν οδηγούσα, ο Παππούλης δεν μίλαγε, αλλά προσευχόταν. Εκείνο το βράδυ, την ώρα που επιστρέφαμε, ένοιωσα μιά φοβία, μιά ανασφάλεια για την οδήγησή μου, ίσως μου ήρθαν στην σκέψη κάποια ατυχήματα, που είχα πάθει παλαιά. Ξαφνικά, ο Παππούλης μου λέει: “Τι ωραία που πηγαίνουμε. Καλά δεν πάμε, Πηγή;.» [Δάβρη Πηγή]

Τι έγραφε η φυλλάδα;

«ΚΑΠΟΤΕ ΠΗΓΑ τον πατέρα Ευμένιο σε κάποιο σπίτι να κάνει ευχέλαιο. Εκεί ήλθαν και άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας, αρκετοί, για να παρακολουθήσουν το Ιερό Ευχέλαιο.

Ό πατήρ Ευμένιος λέει, κάποια στιγμή, σε μιά γυναίκα: “Εσύ με τη φυλλάδα σου να φύγεις. Αυτή δεν έφυγε. Σε λίγη ώρα της ξαναλέει: “Εσύ με την φυλλάδα να φύγεις. Αυτή, με την παρότρυνση των άλλων, έφυγε. Σημειωτέων, ότι ο Παππούλης δεν την έβλεπε αυτή, γιατί ήταν πίσω από την πλάτη του και αρκετά μακριά. Τώρα, τι έγραφε η φυλλάδα, μόνο ο Παππούλης το γνώριζε.» [Μικελής Θεόδωρος]

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.