14 Μαϊου, μνήμη των Αγίων: Μάρτυρος Ισιδώρου του εν Χίω, του Ιερομάρτυρος Θεράποντος και του Μάρτυρος Αλεξάνδρου του εν Κεντουκέλλαις: Συναξάριον.

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου

Τω αυτώ μηνί ΙΔ΄, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ισιδώρου του εν τη Χίω.

Έσαινεν Ισίδωρον ελπίς του στέφους,
Και προς τομήν ηπείγεν εξ ης το στέφος.
Εν δ’ Ισίδωρον άορ δεκάτη τάμεν ηδέ τετάρτη.

Ούτος ο Άγιος ήτον μεν κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως εν έτει σνα΄ [251]. Εκατάγετο δε από την Αλεξάνδρειαν, στρατιώτης κατά το επιτήδευμα, και την τάξιν επέχων του καλουμένου οπτίωνος. Όταν δε άραξεν εις την νήσον Χίον με την βασιλικήν και στρατιωτικήν αρμάδαν, της οποίας ήτον αρχηγός ο Νουμέριος, τότε εδιαβάλθη ο Άγιος από κάποιον Ιούλιον κεντυρίωνα προς τον ρηθέντα Νουμέριον, ότι σέβεται μεν και πιστεύει εις τον Χριστόν, εις δε τα είδωλα δεν προσφέρει θυσίαν. Όθεν επειδή ο Άγιος ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν, τούτου χάριν ο Νουμέριος βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξε και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου του μαρτυρίου τον στέφανον. (Όρα περί του Αγίου Ισιδώρου και κατά την δευτέραν του Δεκεμβρίου εις το Συναξάριον της Αγίας Μυρόπης. Τον μεν απλούν Βίον αυτού όρα εις το Λειμωνάριον. Το δε ελληνικόν τούτου Μαρτύριον, ου η αρχή· «Κατά την τιμίαν και ένθεον διδασκαλίαν», σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων.)

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος.

Ώφθης Θεράπων οία θύτης του Λόγου,
Ώφθης Θεράπων και δι’ αίματος Πάτερ.

Ούτος ο Άγιος Θεράπων, πόθεν εκατάγετο, και από ποίους γονείς εγεννήθη, και εις ποίους χρόνους, ή εις ποίους ηγεμόνας και βασιλείς παρασταθείς, ωμολόγησε τον Χριστόν και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον, διά όλα αυτά, λέγω, δεν ηξεύρωμεν να ειπούμεν, καθότι τα υπομνήματα της ζωής του, εχάθησαν από τον πανδαμάτορα χρόνον. Ότι δε ο Άγιος ούτος εμεταχειρίσθη την ζωήν των Μοναχών, δηλούσιν αι άγιαι εικόνες αυτού, εις τας οποίας ιστορείται ωσάν Μοναχός. Ότι δε εχρημάτισεν Επίσκοπος Κύπρου, και ότι επροσφέρθη εις τον Χριστόν δι’ αίματος και ετελείωσεν αγώνα μαρτυρικόν, ταύτα παρελάβομεν από την παλαιάν φήμην, η οποία κατά διαδοχήν έφθασεν έως εις ημάς. Όθεν και πιστεύομεν ότι είναι αληθή, επειδή και τα εδιδάχθημεν διά ζώσης φωνής των προγενεστέρων και ειδότων αυτά. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν οι Αγαρηνοί εμελέτων να κουρσεύσουν την Κύπρον. Τότε γαρ ο Άγιος εφάνη εις τους έχοντας το λείψανόν του, και τους επρόσταξε να το μεταθέσουν από εκεί και να το υπάγουν εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν τώρα εκεί οπού ευρίσκεται, αναβλύζει πάντοτε πηγάς θαυμάτων, εις τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως.

* Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Αλεξάνδρου του εν Κεντουκέλλαις.

* Την της κεφαλής εκτομήν ευρών σκάφος,
Περά ταχύπλους Αλέξανδρος εκ βίου.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ [289], στρατιώτης ευρισκόμενος εις την Ρώμην υποκάτω εις το στρατιωτικόν τάγμα του κόμητος Τιβεριανού. Όταν λοιπόν ο ρηθείς κόμης με όλον το τάγμα του εθυσίαζεν εις τα είδωλα, τότε ο Αλέξανδρος ούτος, όχι μόνον δεν εκαταδέχθη να θυσιάση, αλλά και τους θυσιάζοντας εις αυτά επεριγέλα ως τρελούς και ανοήτους, και ως έχοντας χαϊμένας τας φρένας των. Επειδή αφήκαν μεν, τον Δημιουργόν του κόσμου Θεόν, ελάτρευον δε, εις τους ακαθάρτους δαίμονας. Όθεν διά το περιγέλασμα αυτό, εφέρθη ο Άγιος εις τον βασιλέα Μαξιμιανόν. Εις καιρόν δε οπού εφέρετο προς αυτόν, εφάνη προς τον Άγιον Άγγελος Κυρίου, όστις επαρακίνησεν αυτόν εις το μαρτύριον, και έδωκεν εις την καρδίαν του θάρρος και δύναμιν. Ο βασιλεύς λοιπόν, εδοκίμαζε μεν να χωρίση τον Άγιον από την πίστιν του Χριστού, εις κενόν δε εκοπίασε, καθότι ο του Χριστού αθλητής Αλέξανδρος, έστεκεν αμετάθετος εις την πίστιν. Μάλιστα δε, διατί και αυτός, παρομοίως με τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, είδε τους Ουρανούς ανεωγμένους, και τον Υιόν του Θεού καθεζόμενον εις τα δεξιά του Πατρός. Όθεν και εφαιδρύνθη το πρόσωπόν του, και έλαμψε περισσότερον από το πρώτον. (Διότι ήτον ο Άγιος φύσει πολλά ωραίος, και είχεν αγγελοειδές πρόσωπον.) Απελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς, πλέον δεν ηθέλησε να εξετάση τον Άγιον, αλλά τον παρέδωκεν εις τον άνωθεν Τιβεριανόν, τον οποίον καταστήσας έπαρχον ενεχείρισεν εις αυτόν τον κατά των Χριστιανών πόλεμον. Παραδώσας λοιπόν τον Άγιον εις τον Τιβεριανόν, επρόσταξεν αυτόν να τιμωρήση με διαφόρους τιμωρίας τον Μάρτυρα εις τον δρόμον, και εάν δεν πεισθή να θυσιάση εις τα είδωλα, εξάπαντος να τον θανατώση. Ο δε Τιβεριανός όταν εκίνησε διά τον δρόμον, έβαλε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή δεν έπεισεν αυτόν, διά τούτο έκαυσε τας πλευράς του με τας λαμπάδας. Έπειτα επρόσταξε να στρώσουν την γην με τριβόλια, και επάνω εις αυτά να ρίψουν τον Μάρτυρα και να δέρνουν αυτόν με ραβδία. Άγγελος δε Κυρίου επιφανείς, ενεδυνάμωσεν αυτόν, δι’ ο και υπέμεινεν ευκόλως την βάσανον, έγιναν όμως πληγαί εις όλον το σώμά του. Ηκολούθει δε κοντά εις τον Μάρτυρα η μήτηρ του Ποιμαινία, λυπουμένη και δεομένη του Θεού διά λόγου του, επειδή και εφοβείτο το άδηλον της εκβάσεως. Όταν δε επήγαν εις την Φιλιππούπολιν, ευγήκαν όλοι οι Χριστιανοί εις απάντησιν του Αγίου, και κατεφίλουν τας αλυσίδας οπού εφόρει. Όθεν ταύτα βλέπων ο Μάρτυς, ευχαρίστησε τον Θεόν, ότι ηξιώθη να λάβη τοιαύτην φιλοφροσύνην.

Πηγαίνωντας δε εις τόπον ονομαζόμενον Παρεμβολαί, εκεί πάλιν ο έπαρχος έβαλε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν, και έδειρεν αυτόν δυνατά. Εις δε την Βέρροιαν παραγενόμενος ο Άγιος, με το να έλειψε το νερόν, ανέβλυσε νερόν διά προσευχής του. Εκεί δε λέγουσιν, ότι εις καιρόν οπού έμελλον οι δήμιοι να χύσουν επάνω εις ταίς πλάταις του Αγίου λάδι βρασμένον, εγύρισε το αγγείον και εχύθη έξω το λάδι, το οποίον κατέκαυσε πολλούς υπηρέτας του επάρχου. Μετά ταύτα εδάρθη ο Άγιος με χονδρά ραβδία, και επιμένωντας εις την πίστιν του Χριστού, πάλιν εδάρθη. Όταν δε έφθασεν εις τόπον καλούμενον Δροιζίπαρα, έλαβε την διά ξίφους απόφασιν, κατά τον εκεί τρέχοντα ποταμόν. Ο δε δήμιος, οπού έμελλε να τον αποκεφαλίση, ανέβαλε την προσταγήν του επάρχου, και δεν ετόλμα να θανατώση τον Άγιον, επειδή έβλεπε τριγύρω Αγγέλους οπού τον εφύλαττον. Όθεν ο ίδιος Άγιος επροσευχήθη, και επαρακάλεσε τους Αγγέλους να μακρύνουν ολίγον από κοντά του, και έτζι αφ’ ου εκείνοι εμακρύνθησαν, εδυνήθη ο δήμιος και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ανέβη ο μακάριος νικηφόρος εις τα Ουράνια. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένω Κεντούκελλαι.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.