Ο θάνατος του Θεού είναι ένα από τα κεντρικά θέματα όχι μόνο της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, αλλά και της ίδιας της θεολογίας. Τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές με αυτό, ανέβηκαν έργα στο θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, το θέμα ξέφυγε από τα μελετητήρια των ειδικών και απασχολεί το ευρύτερο κοινό. Το σύντομο αυτό δοκίμιο έχει σκοπό να δώσει, στην αρχή μια γενική ενημέρωση και μια ερμηνεία για το φαινόμενο, και να προσπαθήσει στη συνέχεια, αφού το τοποθετήσει με βάση τα ορθόδοξα κριτήρια, να σκιαγραφήσει τη συμβολή, που θα μπορούσε να προσφέρει η Ορθοδοξία συμμετέχοντας στη σχετική συζήτηση.
Στο χώρο της φιλοσοφίας το θέμα αρχίζει με το Nietzsche, για τον οποίο, όπως είναι γνωστό, ο θάνατος του Θεού αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα είναι ταυτόσημος με την ανατροπή όλων των αξιών, ολόκληρης της υπεραισθητής περιοχής σύμπαντος του κόσμου των ιδεών και των ιδανικών. Μοναδική και ύψιστη αξία μένει για το Nietzsche ο άνθρωπος, ο ″υπεράνθρωπος″: «Που είναι ο Θεός;» Γράφει ήδη στα 1882. «Θα σας το πω εγώ. Τον σκοτώσαμε. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του… ο Θεός είναι νεκρός… ο Θεός θα μείνει νεκρός. Τι άλλο είναι οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;»
Ο Nietzsche στην εποχή του αναγκάζεται να βάλει τα λόγια αυτά στο στόμα ενός τρελού ανθρώπου. Αλλά ο Sartre επαναλαμβάνει με πλήρη άνεση το ίδιο κήρυγμα κατά την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σε μια δημόσια συγκέντρωση στη Γενεύη: «Κύριοι, ο Θεός πέθανε. Σας αναγγέλλω, κύριοι, το θάνατο του Θεού.»
Το τι σημαίνει για την άθεη υπαρξιακή φιλοσοφία ο θάνατος του Θεού, μας το αποκαλύπτει με ενάργεια η αντίστοιχη λογοτεχνία. Αφού δεν υπάρχει Θεός, άρα δεν υπάρχει παρά η βιολογική ζωή. Με διονυσιακή αγαλλίαση ο Camus υμνεί στα πρώτα του έργα το μεγαλείο και τη χαρά αυτής της ζωής την ομορφιά που κλείνει μέσα της μια ζεστή μέρα στην ακροθαλασσιά, μια χειμωνιάτικη νύχτα, που η οικογένεια είναι μαζεμένη γύρω στη φωτιά. Αλλά η βιολογική ζωή είναι η ″εν φθορά ζωή″ και ο ίδιος ο Camus όσο προχωρεί, ανακαλύπτει μέσα στη ζωή το σαράκι αυτό της φθοράς, που κλέβει τη χαρά, που απομυζά την ουσία και αφήνει ανούσια και ανόητη τη ζωή, που δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο την αίσθηση του χάους και του κενού, πράγμα που τόσο έντονα περιγράφεται στον «Ξένο», και που ο Sartre με τόση επιτυχία ονομάζει στο ομόνυμο έργο του «Ναυτία».
Ο υπαρξιστής άνθρωπος νοιώθει το θάνατο όχι σαν κάτι μακρινό, κάτι που τον περιμένει στο τέλος της ζωής του, αλλά σαν κάτι που βρίσκεται μέσα του. Η δαμόκλεια σπάθη του θανάτου κρέμεται αδιάκοπα πάνω του και μέσα του, ακρωτηριάζει τα όνειρά του, κόβει στη μέση τις πιο ευγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ασφυκτικά τα όρια της ύπαρξής του, είναι, όπως λέει ο Camus, ένας Σίσυφος, που αγωνίζεται να ανεβάσει ως την κορυφή του βουνού την πολύτιμη πέτρα της ζωής του και, μόλις κοντεύει να φτάσει στο τέρμα, η πέτρα του φεύγει και κατρακυλάει πάλι στο βυθό. Αισθάνεται εγκαταλειμμένος και έρημος. Καταδικασμένος να βλέπει, καταλαβαίνει και συνειδητοποιεί ότι ζει το παράλογο. Ο Heidegger ομολογεί ότι βρίσκεται, χωρίς να το επιδιώξει, ριγμένος και εγκαταλειμμένος σε ένα καντόνι του σύμπαντος, υποχρεωμένος να ζει.
Με τη γεύση αυτή του κενού στην ψυχή, ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο καθιερωμένο από αιώνες κήρυγμα του μεταγενεστέρου δυτικού Χριστιανισμού, που προσφέρει ως λύση στην ταλαιπωρία της επίγειας ζωής την υπόσχεση για τη μακαριότητα της μετά θάνατομ ζωής, που θεωρεί αυτή εδώ τη ζωή σχεδόν αποκλειστικά σαν το χώρο, στον οποίο με τα έργα (Ρωμαιοκαθολικοί) η την πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ή δε γίνεται κανείς άξιος να κληρονομήσει την αιωνιότητα.
Μπροστά όμως στην άποψη αυτή, που διακρίνει υπερβολικά το χρόνο από την αιωνιότητα, τη γήινη από την ουράνια ζωή, και σχετικοποιεί απελπιστικά τη σημασία της πρώτης, ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται με αποτροπιασμό. «Αν υπάρχει μια αμαρτία κατά της ζωής», γράφει ο Camus, «δεν είναι τόσο το να απελπιστούμε, από αυτή, όσο το να ελπίσουμε σε μιαν άλλη ζωή, το να αφήσουμε να ξεκλέψει την αγάπη μας για τη συγκεκριμένη ζωή το ανελέητο μεγαλείο μιας δήθεν αιώνιας ζωής». Και στο όνομα της καθημερινής, χειροπιαστής ζωής, ο Camus αρνείται να πιστέψει σε μιαν άλλη, ωραία έστω και αιώνια, αλλά πάντως άλλη ζωή…
Ο Θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του ανθρώπου – Παναγιώτη Νέλλα.