Παρμενίων, (διήγημα).

Παρμενίων: εννέα βαθύχρωμα κυανά ψηφία σε κρουστό λευκό φόντο, στοιχειοθετημένα με απόλυτη τάξη στα φρεσκοβαμμένα έξαλα της πλώρης. Τα είχε καμαρωμένα ώρα πολλή ο καπετάνιος στο νεώριο κι έφερνε, σαν αστραπή παρήγορη, πάλι και πάλι την όψη τους στο νου, κι ας μην ήταν στο οπτικό του πεδίο, ψηλά από τη γέφυρα του πλοίου. Πολυταξιδεμένος και κοσμοπολίτης, δεν κατάφερε ποτέ ν’ απαγκιστρωθεί απ’ τα τρία γλυκά χαμόγελα που τον καρτερούσαν τις μεγάλες μέρες, τότε που ο ζεστός αφρικάνικος ήλιος παραχωρούσε τη θέση του στη ζεστασιά ενός σπιτικού, κι οι θόρυβοι των πολύβουων λιμανιών γίνονταν τιτιβίσματα στο δικό του λιμανάκι. Κι όπως αντικατοπτριζόταν αμυδρά η μορφή των εννέα ελληνικών γραμμάτων στα ακύμαντα ιριδίζοντα νερά του Λαγκος, θαρρούσε πως θαμπωνόταν ήδη από τα άπειρα λαμπυρίσματα του ήλιου πάνω τους.

Με την παλάμη του κόντρα να κρατά αντήλιο, επιθεωρούσε με ένταση την εκφόρτωση του πλοίου. Το σκαρί που κυβερνούσε, ένα νεότευκτο ποντοπόρο φορτηγό με περισσότερα αμπάρια και δεξαμενές, έπιασε λιμάνι αποβραδίς, κι από τις πρώτες πρωινές ώρες, ένα ετερόκλητο πλήθος εργαζόταν πυρετωδώς. Γεμιζε τον καυτό υγρό αέρα ο βαρύς μηχανικός θόρυβος των γερανών του λιμανιού, ο γδούπος των φορτίων που στοιβάζονταν στις πλατφόρμες, τα κελεύσματα των εργατών. Κι ανάμεσά τους, ξεχώριζαν πότε-πότε οι οξύτερες φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούσαν το μικρό τους εμπόρευμα, αραβόσιτο και ρύζι χύμα, ποταμόψαρα και κοκκοφοίνικες, φρεσκοψημένα ψωμάκια με κεχριμπαρένιο χρώμα σε στρογγυλά πανέρια, λευκά αραιοϋφασμένα τουρμπάνια, περίαπτα με χάντρες φανταχτερές, ξυλόγλυπτες μάσκες, ελεφαντοστέινα κομψοτεχνήματα κι αυτοσχέδια τσιγάρα. Ηταν ν’ απορεί κανείς με την ευρηματικότητα και την απαράμιλλη ικανότητα ενός λαού να επιβιώνει, δίχως να χάνει το κέφι και το δυναμισμό του. Κι απλωνόταν ως χαμηλά στον ορίζοντα υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις εκατομμυρίων δολλαρίων, τριγυρισμένες στις παρυφές της πόλης από τσίγκινες παράγκες και λασποκαλύβες ψαράδικων οικισμών. Μια αντινομία που ποτέ δεν τον άφηνε ήσυχο. Ο κόσμος της Νιγηρίας του ήταν πιότερο κι από γνώριμος, του ήταν συμπαθής.

Πιτσιρίκο τον έκανε με το ασκημένο του βλέμμα, είχε δεν είχε πατήσει τα δέκα. Εδώ τον έχανες, εκεί τον έβρισκες και μέχρι να τον καλοδείς, ξεπρόβαλλε πιο πέρα. Χωμένος μέσα στο πλήθος, πλησίαζε με απίστευτο θάρρος κάθε καλοστεκούμενο ξένο και κάθε ντόπιο, που αγόραζε τσιγάρα. Σχεδόν έπαιρνε το χνώτο τους. Δεν έδειχνε να κρατά εμπόρευμα ούτε και είχε πραμάτεια απλωμένη καταγής. Κι όμως μετά από κάθε προσέγγιση, κάτι έβαζε στο λιλιπούτειο πουγκί του, ενώ δυο δαχτυλίδια καπνού σχηματίζονταν σαν υποψία. Κι άπλωνε ξανά και ξανά την παιδική του φούχτα συνωμοτικά, σα να θελε να κρύψει καλά τη μικρή του δραστηριότητα. Κατάλαβε ο έμπειρος καπετάνιος και βούρκωσε.

Εστειλε να τον φωνάξουν στο καράβι. Σαν άνεμος ανέβηκε ο μικρός και στάθηκε προσοχή μπροστά στον Ευρωπαίο. Τον κοίταξε με μάτια καθαρά, ολάνοιχτα, γεμάτα προσδοκία. Κι ούτε που έριξε το βλέμμα γύρω του, στον άγνωρο για κείνον κόσμο του καραβιού. Το ξυρισμένο παιδικό κεφάλι, τα γυμνά πόδια με το κοντό παντελονάκι και το κουμπωμένο ως πάνω καρό πουκάμισο, έκαναν τον καπετάνιο ν’ αναθυμηθεί έναν άλλο πιτσιρίκο, λίγες δεκαετίες πριν σ’ ένα μακεδονικό χωριό, που γύμναζε τα ελεύθερα πόδια του σε καλντερίμια και βράχια και δεν ήξερε έγνοιες και βάσανα. Ετρεχε τότε ολημερίς πίσω απ’ τις λίγες κατσικούλες του, κι ούτε που νοιαζόταν αν ξέσχιζαν τα βάτα τα πόδια του. Ολος ο κόσμος ήταν δικός του! Ο λόγγος, τα ράχτα, του σπιτιού του η αυλή, ο ουρανός με τα άστρα. Μονο που δεν ήταν μελαμψός…
Με ύφος ενδιαφερόμενου αγοραστή, ρώτησε τον πιτσιρίκο τι εμπορεύεται. Κι ο μικρός, με τα σπασμένα αγγλικά του, έδωσε στον Ευρωπαίο σινιόρο να εννοήσει πως θα μπορούσε να του ανάψει, αν ήθελε, το τσιγάρο του, κι έδειξε πειστήριο το κουτί με τα σπίρτα.
— Ποσο θέλεις, να μας το πουλήσεις ολόκληρο; τον αιφνιδίασε ο καπετάνιος.
Ελαμψε το παιδικό μουτράκι, γέμισαν απορία τ’ αθώα του μάτια και δίχως να το υπολογίσει, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Ούτε στο πιο ευτυχισμένο του όνειρο δεν είχε ποτέ φανταστεί πως θα γινόταν μια μέρα να κερδίσει τόσο εύκολα το μεροκάματο… Μα δεν αρνήθηκε του καπετάνιου• αυτοί οι Ευρωπαίοι είναι συχνά παράξενα όντα.

Του δωκε ο καπετάνιος τα χρήματα που ζήτησε και του γνεψε να περιμένει. Κι ο σιτιστής, μυημένος στο πνεύμα του πρώτου, γέμισε μια σακούλα με ο,τι τούς βρίσκονταν, κονσέρβες, ψωμιά, σαλάμι. Φρόντισε να μην προδίδεται το περιεχόμενο, για να είναι ασφαλές στα χέρια του μικρού και την παρέδωσε στον καπετάνιο. Κι εκείνος, που ήξερε από βιοπάλη, έκρυψε διακριτικά μέσα στο «κέρας της αμαλθείας» ένα μικρό, ελάχιστο και πολύτιμο αντικείμενο, τα σπίρτα του μικρού Νιγηριανού.
Δεν ήξερε ο μικρός αν είχε δικαίωμα να πιστέψει στην ξαφνική ευτυχία. Υπήρχε άραγε ευτυχία πέρα από τούς κοκκοφοίνικες της γης τους και τις αντιλόπες που καμάρωνε πότε-πότε; Περα από τα ζωηρά νέγρικα τραγούδια και τις παιδικές σκανταλιές; Και πόσο θα μπορούσε να βαστάξει μια τέτοια ευτυχία; Μα σαν ένιωσε πως θα χόρταιναν για μέρες άλλα πέντε στόματα στην καλυβούλα τους, δεν δίστασε άλλο. Απλωσε το χεράκι, που ως τότε άναβε σπίρτο-σπίρτο τα τσιγάρα των μεγάλων, αγκάλιασε το μικρό θησαυρό, υποκλίθηκε αδέξια στον Ελληνα καπετάνιο και βιάστηκε να επιστρέψει στην πραγματικότητα της ζωής του.

Βιάστηκαν πιο πολύ απ’ αυτόν τρεις κοφτερές ματιές, τρία χαμίνια του δρόμου, μια συμμορία εφήβων, που ήξεραν να παρακολουθούν στενά τη λεία τους και να ρίχνονται σαν αίλουροι στο κυνήγι της. Ηταν μεγαλύτεροι κι είχαν δικαίωμα πρώτοι εκείνοι να ευτυχήσουν. Κι όσο να τούς δει ο πιτσιρίκος, χάθηκαν μέσα στο συρφετό του λιμανιού, κι ούτε που αντιλήφθηκε κανείς την αστραπιαία επέμβασή τους. Κανείς, πάρεξ ο καπετάνιος με το άγρυπνο πατρικό του βλέμμα, που είδε το στριμωξίδι από τη γέφυρα του πλοίου, κάτι σα φίδι που σέρνεται γρήγορα και χάνεται δόλια κι εξαφανίζεται στη γη. Κι ύστερα είδε δυο μάτια παιδικά να κοιτούν γεμάτα απόγνωση τον αγκυροβολημένο Παρμενίωνα. Και ξανανέβασε τον άτυχο μικρό, μα τον έστειλε τώρα με συνοδεία, όσο που βγήκε απ’ το λιμάνι. Ποιός ξέρει, κάποιος άλλος θα προστάτευε τα δικά του χαμόγελα στην πατρίδα…

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Μαϊου 2009.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.