Κοντά σε αυτόν που φεύγει «Θάνατος ουκέτι κυριεύει» – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Ο καρκίνος είναι μια πολύ δύσκολη ασθένεια, που κυριολεκτικά ξεσχίζει το σώμα και κουρελιάζει την ψυχή του ασθενούς, των οικείων και φίλων του, και πραγματικά ταλαιπωρεί γιατρούς και νοσηλευτές, την κοινωνία ολόκληρη. Όσοι εργάζονται στα ογκολογικά κέντρα βλέπουν, καθημερινά και από κοντά, να μάχονται η ζωή με τον θάνατο στήθος προς στήθος, κάθε στιγμή, σε κάθε θάλαμο, με πλείστες μορφές. Αντικρίζουν την ανθρώπινη φύση σε έσχατο πόνο, μέγιστη αγωνία και απόλυτη αδυναμία, τον άνθρωπο στις πιο ακραίες καταστάσεις, στις πιο οριακές του στιγμές.

Η φρικτότητα του θανάτου.

Ο θάνατος είναι φοβερός ως κατάσταση. Κατανοητός στο αποτέλεσμά του αλλά ασύλληπτος στην ουσία, στην αιτία, στους τρόπους και στο μέγεθος των συνεπειών του. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όταν κάποιος πεθαίνει, λέμε ότι «τον χάσαμε». Στην καθημερινή διάλεκτο, όταν κάποιος δικός μας φύγει για πάντα από αυτόν τον κόσμο, μιλάμε για «απώλεια». Ο θάνατος βιώνεται ως αμετάκλητο «τέλος», «χωρισμός» οριστικός. Το χρώμα του είναι μαύρο. Η έκφρασή του έχει πόνο, δάκρυα, θλίψη, απορία. Η πορεία του είναι ή προς το τίποτα, ή στην καλύτερη περίπτωση, προς το άγνωστο. Μόνον οι θρησκείες μιλούν για συνέχεια. Μόνον ο Χριστιανισμός μιλάει για Ανάσταση. Μόνον η Εκκλησία μιλάει για μεταθανάτια δόξα, για μακαριότητα και ανάπαυση. Το γιορτάζει, το διαλαλεί. Το ερώτημα είναι αν και πώς ο καθένας μας το ζει.

Μέσα σ΄ όλην αυτήν την κατάσταση υπάρχει κάτι το πολύ τραγικό. Αν ο θάνατος δεν οδηγεί στην όντως ζωή, τότε όσο περισσότερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερο είναι το τραύμα του χωρισμού. Δεν είναι το ίδιο να χωρίζουν δύο διαρκώς διαφωνούντες ή και αντίπαλοι ή αμοιβαίως μισούμενοι από τη μία μεριά και δύο πολύ αγαπημένοι από την άλλη. Η βεβαία παρουσία του θανάτου στη ζωή μας, μας κάνει να φοβόμαστε την αγάπη μας, να δυσκολευόμαστε να δοθούμε.
Πεθαίνει ένας νέος και μας πνίγει αφ’ ενός μεν το ασύνηθες του γεγονότος, αφ’ ετέρου δε η απώλεια των ωραίων οραμάτων μας για αυτόν, για το μέλλον του. Πεθαίνει ένας γέροντας και μας συντρίβει το σβήσιμο μιας ζωής γεμάτης αναμνήσεις, εμπειρίες, στιγμές κοινής πορείας, το παρελθόν του. Ο μακροχρόνιος θάνατος ταλαιπωρεί, ο ξαφνικός αιφνιδιάζει. Ο μεμονωμένος επικεντρώνει τον πόνο, ο ομαδικός συγκλονίζει την κοινωνία. Όποια και να είναι η μορφή του θανάτου, η γεύση του είναι ό,τι πιο πικρό υπάρχει.

Η αίσθηση του οριστικού χωρισμού από τον αγαπημένο μας, η πορεία του προς το άγνωστο, η απειλή του τέλους, πραγματικά συντρίβουν αμφότερους. Η αντικατάσταση της εικόνας, της φωνής, της φυσικής επαφής, της ζωντανής επικοινωνίας, του διαλόγου με την ανάμνηση μόνο και τη φαντασία, αντί να παρηγορούν, βαθαίνουν το τραύμα του χωρισμού και δίνουν στην πληγή, υπαρξιακό διαμέτρημα.

Ο ερχομός του είναι καθολικός και δεν έχει ούτε μία εξαίρεση. Είναι και αδυσώπητος. Δεν τον αναχαιτίζει ούτε η γνώση, ούτε η τεχνολογία, ούτε η κοσμική δύναμη, ούτε η οικονομική παντοδυναμία, ούτε και το θαύμα. Όλα αυτά ίσως λίγο τον μεταμορφώνουν και κάποιες φορές μπορούν λίγο να τον αναβάλλουν, αδυνατούν όμως να αντισταθούν στην παντοδυναμία του.

Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.