Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό “δημοσιεύθηκε” στο 146-ο τεύχος (Μαρτίου – Απριλίου του 2014) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
Κάποτε δυο χωριά μάλωναν για το νερό. Ήταν λιγοστό και το κάθε χωριό το ήθε λε δικό του, για να ποτίζει τα χωράφια του και τα ζωντανά του, χώρια βέβαια που το χρειάζονταν και οι άνθρωποι για τις δικές τους ανάγκες.
Συχνά οι άντρες του ενός χωριού πήγαιναν στην πηγή, καί, σκάβοντας χαντάκι, γύριζαν το ρεύμα του νερού πρός τα δικά τους χωράφια, αδιαφορώντας για τους άλλους. Τότε οι άντρες του άλλου χωριού, αγανακτισμένοι για την αδικία, έπαιρναν ρόπαλα, τσεκούρια και μαχαίρια κι έτρεχαν να διαμαρτυρηθούν. οι συμπλοκές ήταν πολύ άγριες και τέλειωναν με τραυματισμούς και σκοτωμούς. το κακό συνεχιζόταν κάμποσα χρόνια και λύση δέ μπορούσε να βρεθεί, γιατί το ένα χωριό ήταν πολύ πιό δυνατό από το άλλο και έννοούσε να επιβάλει αυτό που λέμε δίκαιο του ισχυροτέρου. με άλλα λόγια, “είμαστε πιό δυνατοί, κάνουμε ό,τι θέλουμε”.
Ομως κάποια μέρα φάνηκε πως υπάρχει μιά δύναμη ισχυρότερη κι από την πιό ισχυρή, και πως η αδικία δέν μπορεί να συνεχίζεται, ακόμη και σε τούτον τον κόσμο. θα σας διηγηθώ, λοιπόν, πώς έγιναν τα πράγματα.
Στό πιό αδύνατο χωριό, ζούσε μιά καλή κοπέλλα, η Ευδοκία. Φρόντιζε τη γριά μητέρα της και κέρδιζε λίγα χρήματα κλώθοντας λινάρι. Ήταν αφοσιωμένη στο Θεό και οι συγχωριανοί της την εκτιμούσαν πολύ για την αρετή και τη σύνεσή της. Μιά μέρα, λοιπόν, φανερώθηκε άγγελος Κυρίου στην Ευδοκία και της είπε: “οί άντρες του δυνατού χωριού έρχονται εναντίον σας. Έχουν σκοπό να σας εξοντώσουν για να έχουν το νερό, μιά για πάντα δικό τους”. Μόλις πρόφερε αυτά τα λόγια, φτεροκόπησε κι εξαφανίστηκε.
Η Ευδοκία έμεινε αποσβολωμένη. Σιγά σιγά όμως συνήλθε και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε στους προεστούς του χωριού. “Τό και τό”, τους λέει. “Πηγαίνετε να τους απαντήσετε και προσπαθειστε να τους λογικέψετε”. οι προεστοί ταράχτηκαν. Τρόμος και φόβος τους κυρίεψε.
Πού να πάμε, γέροι άνθρωποι; κλαψούριζαν. Αυτοί θα μας πετσοκόψουν, δέ θα σταθούν να μας ακούσουν. Κι άν στείλουμε τους νέους, ε,… τότε το μακελειό είναι πιό σίγουρο.
Πέσανε στα πόδια της Ευδοκίας:
Μόνο εσύ μπορείς να κάμεις κάτι, της έλεγαν. και την ικέτευαν να πάει αυτή και να μιλήσει στους άντρες του δυνατού χωριού.
“Άρχοντες, τί είναι αυτά που λέτε; Αποκρίθηκε η κοπέλλα. Πώς, εγώ, μιά αδύναμη γυναίκα, θα αντιμετωπίσω εκείνα τα θεριά;
“Αν δεν πάς εσύ, είμαστε χαμένοι, επέμεναν οι προεστοί. και στο δυνατό χωριό έχουν ακουστά πως είσαι φρόνιμη και γνωστικιά, γι’ αυτό θα σ’ ακούσουν.
Μ’ όλο το σεβασμό, άρχοντές μου, αυτά είναι αντρίκειες δουλειές. Δέν μπορώ να κάμω αυτό που ζητάτε.
Δέ λυπάσαι το χωριό, δε λυπάσαι το σπίτι σου; συνέχιζαν τα παρακάλια εκείνοι, αλλά η Ευδοκία δέν άλλαξε γνώμη.
Καθώς γύριζε σπίτι της, τα λόγια των γερόντων πολιορκούσαν το νου της: “δέ λυπάσαι το χωριό; Δέ λυπάσαι το σπίτι σου;”
Πώς δεν λυπαμαι! είπε φωναχτά, λες και μπορούσαν να την ακούσουν.
Και στενοχωριόταν, βέβαια, που δέν συμφώνησε με την πρόταση των προεστών, αλλά της φαινόταν παράλογη. ” Μιά γυναίκα έχει τους δικούς της τρόπους να προσφέρει βοήθεια”, σκέφτηκε καί… χαμογέλασε. Ειχε βρει τον τρόπο, Μπαίνοντας στο σπίτι, πήγε ίσια στο δωμάτιο της. Στάθηκε στη μέση κι άρχισε να προσεύχεται., “Κύριε, Σύ που κρίνεις τη γή και κανένα άδικο δέ σου αρέσει, μόλις φτάσει η προσευχή μου στο θρόνο σου, ας καθηλώσει η δύναμή σου τους εχθρούς μας, όπου κι άν τους βρει”. Προσευχόταν με τις ώρες όρθια, ώσπου πήρε να βραδυάζει. στο χωριό, άρχοντες και λαός, περίμεναν με αγωνία την εμφάνιση των εχθρών, μά οι εχθροί δε φάνηκαν. οι χωριανοί απορημένοι λέγανε διάφορα.
Γελάστηκε η Ευδοκία.
Περιμένουν να νυχτώσει καλά και τότε να μας επιτεθούν.
Μετάνοιωσαν, φαίνεται…
Γιατί δεν παμε, να δούμε τί τρέχει; πρότεινε κάποιος.
Πολλοί δέχτηκαν τη γνώμη του. Πήραν τα ρόπαλα και τα μαχαίρια τους, καλού κακού, ποτέ δεν ξέρεις τί γίνεται, και τράβηξαν για το αντίπαλο χωριό. Είχανε διανύσει περίπου τρία μίλια, όταν αντίκρυσαν το παράξενο θέαμα: οι εχθροί τους κάθονταν στη μέση του χωματόδρομου, ακίνητοι, σαν απολιθωμένοι. Ήταν φανερό ότι όσο κι άν ήθελαν, δέν μπορούσαν να κουνηθούν.
Οι χωριανοί τους πλησίασαν με επιφύλαξη, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο.
Τί πάθατε; ρώτησε ο επικεφαλής. Εσείς, οι δυνατοί, ο τρόμος και ο φόβος των μικρών, πώς κάθεστε έτσι δά, σαν να σας χτύπησε αρρώστια;
Μή μας περιγελάς, άνθρωπε, αποκρίθηκε ένας από τους άλλους. Μας φτάνει το πάθημά μας.
Εδώ που τα λέμε, πετάχτηκε δεύτερος, καλύτερα που ήρθαν ετσι τα πράγματα, γιατί αλλιώς τούτη την ώρα θα είχαμε ένα ακόμη μακελλειό.
Γιά εξηγήσου καλύτερα…
Αποφασίσαμε να σας επιτεθούμε και να λύσουμε μιά και καλή το ζήτημα του νερού, κατά το συμφέρον μας. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Είμαστε σίγουροι πως θα σας πιάναμε στον ύπνο, που λένε. Μόλις φτάσαμε έδώ, απαντήσαμε ένα καλογεράκι. “Έ, παλληκάρια, μας λέει, για πού με το καλό;” “Γιά το παραδίπλα χωριό”, του λέμε. το καλογεράκι γέλασε και μας είπε, πως μιά ψυχή προσεύχεται να βρεθεί εμπόδιο στο δρόμο μας. και μόλις το είπε, εξαφανίστηκε, λές και τον κατάπιε η γή. Κι από κείνη την ώρα, καθηλωθήκαμε εδώ. Αδύνατον να σαλέψουμε.
εγώ θαρρώ πως αυτό που μας συμβαίνει, είναι σαν μήνυμα από το Θεό, πήρε πάλι το λόγο ο πρώτος. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, πιστεύω πως η στάση μας στο θέμα του νερού δέν ήταν ποτέ σωστή. Γι’ αυτό προτείνω να κάνουμε ειρήνη τα δυό χωριά και στο εξής να μοιραζόμαστε δίκαια το νερό. Τί λέτε κι εσείς;
Οι άνθρωποι του αδύνατου χωριού δέχτηκαν την πρόταση. και την ίδια στιγμή οι καθηλωμένοι άρχισαν να σηκώνονται, ευχαριστώντας το Θεό και την ψυχή εκείνη που μεσίτεψε και τους εμπόδισε να χύσουν κι άλλο αίμα.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: “Τα μυστικά της ερύμου”.
Εκδόσεις “Τήνος”. Αθήνα 1995. Σελ. 101 – 108.