ΕΞ ΑΓΡΟΥ ΜΕΤΑ ΜΙΑΝ ΤΗΣ ΜΝΕΙΑΣ ΗΜΕΡΑΝ ΕΠΑΝΗΚΟΝΤΟΣ
Μικρού Κυπριανός διέφυγεν ημάς˙ ώ της ζημίας! Και υμείς ηνέσχεσθε, οι πάντων μάλλον τον άνδρα θαυμάζοντες, και ταις δι’ έτους τιμώντες εκείνον τιμαίς τε και πανηγύρεσι˙ Κυπριανός, ου, και τοις τάλλα επιλήσμοσι, μεμνήσθαι των αναγκαίων˙ είπερ των αρίστων μάλιστα μνημονευτέον, και ων το μεμνήσθαι όσιόν τε ομού και ωφέλιμον. Άλλ’ αποδώμεν συν τόκω το χρέος, αν άρα τοσούτον ευπορούντες φανώμεν, αλλά μη πάντα ώμεν ενδεείς τε και πένητες. Αν δε και λίαν πένητες, οιδ’ ότι συγγνώσεται ημίν και της υπερημερίας, και της πενίας, επεί και πάντα μεγαλόψυχος ο ανήρ και φιλόσοφος˙ μόνον αν, ότι μη διέφυγεν ημάς, ευχαριστήσωμεν. Ευχαριστήσωμεν δε˙ και γαρ άξιον. Αρκτέον δε ούτως, ως εις καλόν υμίν επανήκομεν, και καλοίς μέτροις Θεού, του πάντα εν σταθμώ και μέτρω διορίζοντός τε και διευθύνοντος, εκ της ησυχίας επί τον λόγον, εκ της φιλομάρτυρος επί μάρτυρος, εκ της σωματικής ανέσεως επί την πνευματικήν εστίασιν.
Εποθούμεν υμάς, ώ τέκνα, και αντεποθούμεθα τοις ίσοις μέτροις˙ πείθομαι γαρ. Οράτε πατρός ευγνωμοσύνην˙ και το εμαυτού λέγω, και το υμέτερον μαρτυρώ, και τοσούτον διαζευχθέντες αλλήλων, όσον τον πόθον γνωρίσαι και δοκιμάσαι τη αποστάσει, καθάπερ οι ζωγράφοι τους πίνακας, πάλιν συνήλθομεν. Ως μέγα μνήμης εμπόρευμα, και βραχεία συνήθεια φίλων, τοις τε αγαπητικοίς τον τρόπον, και Θεού μιμουμένοις φιλανθρωπίαν! Πώς δε ουκ εμέλλομεν, οι Χριστού μαθηταί, του κενωθέντος δι’ ημάς μέχρι δούλου μορφής, και ξένους όντας των ουρανίων προς εαυτόν συναγαγόντος, ανθέξεσθαί τε και περιέξεσθαι αλλήλων, και τηρήσειν την ενότητα του πνεύματος εν τω συνδεσμώ της ειρήνης, ή νόμου και προφητών εστί μαρτύριον, είτ’ ούν κεφάλαιον;…
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΧΗΝ, ΤΗΝ
ΕΠΑΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ
Παρ’ ολίγον θα μου διέφευγεν ο Κυπριανός.1 Τι τιμωρία δι’ εμένα! Και σεις το ηνέχθητε, που περισσότερον από όλους θαυμάζετε τον άνδρα και τον τιμάτε με τας ετησίους τιμάς και πανηγύρεις. Ο Κυπριανός, τον οποίον πρέπει και όσοι είναι κατά τα άλλα επιλήσμονες, να τον θυμούνται απαραιτήτως. Εάν βέβαια πρέπει κατ’ εξοχήν να μνημονεύωμεν τους αρίστους και εκείνους που το μνημόσυνόν των αποβαίνει ωφέλιμον ευλάβεια. Θα αποδώσωμεν όμως το χρέος μας με τόκον, εάν φανώμεν εύποροι εις αυτόν τον βαθμόν και όχι ολότελα άποροι και πτωχοί. Αν πάλιν φανώμεν πτωχοί, και πολύ μάλιστα, γνωρίζω ότι θα μας συγχωρήση και δια την υπέρτασιν του χρόνου και δια την πτωχείαν μας˙ επειδή ο άγιος είναι εις όλα μεγαλόψυχος και φιλοσοφημένος. Ας ευχαριστήσωμεν μόνον που δεν μας διέφυγε. Το αξίζει. Και ας αρχίσωμεν έτσι. Επιστρέφομεν δια το καλόν μας και με καλούς υπολογισμούς του Θεού, που τα κανονίζει και τα ρυθμίζει όλα με σταθμά και μέτρα. Επιστρέφομεν από την ησυχίαν εις τον λόγον, από την φιλομάρτυρα2 εις τον μάρτυρα, από την σωματικήν άνεσιν εις την πνευματικήν εστίασιν.
Σας εποθούσα, τέκνα μου, και με εποθούσατε με το ίδιον μέτρον. Το πιστεύω. Βλέπετε ευγνωμοσύνην πατρικήν. Σας εκμυστηρεύομαι ό,τι μου συμβαίνει, μαρτυρώ και δια ό,τι συμβαίνει εις εσάς. Αφού εμείναμεν χωρισμένοι επί τόσον διάστημα, όσον να συνειδητοποιήσωμεν τον αμοιβαίον πόθον μας και να τον δοκιμάσωμεν με την απόστασιν όπως οι ζωγράφοι παρατηρούν από μακριά τους πίνακάς τους, συναντώμεθα πάλιν. Πόσον μεγάλο προσάναμμα δια την μνήμην αποτελεί ακόμη και μία μικρή συναναστροφή φίλων δι’ όσους συμπεριφέρονται όπως οι ερωτευμένοι και μιμούνται την φιλανθρωπίαν του Θεού. Και πώς δεν θα εγίνετο εμείς οι μαθηταί του Χριστού, που εταπεινώθη μέχρι του σημείου να λάβη μορφήν δούλου και που μας εμάζεψε κοντά του ενώ ήμεθα ξένοι από τα ουράνια, πώς δε θα εγίνετο να ανεχθούμε ο ένας τον άλλον και να τον αγκαλιάσωμεν και να φυλάξωμεν την ενότητα του πνεύματος μέσα εις τον σύνδεσμον της ειρήνης, που είναι το μυστήριον του νόμου και των προφητών ή ακόμη και η κορύφωσις;…
Του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου – λόγος ΚΔ’, εις τον Άγιον Ιερομάρτυρα Κυπριανόν.zip