Η πλώρη της γαλέρας έσκιζε τη θάλασσα δυτικά της Κύπρου. Φυσούσε ούριος άνεμος και το πανί φούσκονε, δίνοντας στους δύστυχους κωπηλάτες την ευκαιρία να πάρουν ανάσα. το σκάφος σκαμπανέβαζε κι οι δυό τρεις επιβάτες που είχαν μπαρκάρει από την Αλεξάνδρεια, ήταν ζαλισμένοι από ώρα.
Ξαπλωμένος σε μιά γωνιά της πρύμης, πάνω σε μαλακό στρώμα, ο κύρ’ Πρίσκος, κίτρινος σάν λεμόνι, πάσχιζε να τα βγάλει πέρα με τη ναυτία. ο δούλος του, ο Δέκιμος, πότε του εκανε άέρα μ’ ένα πρόχειρο ρεπίδι, πότε του δρόσιζε το μέτωπο μ’ ένα βρεμένο πανί.
Τί είναι τούτο το κακό, γκρίνιαζε ο κυρ Πρίσκος: θα πεθάνω προτού φτάσουμε στην Πόλη.
Δέν είναι τίποτα, κύριέ μου, τον παρηγορού¬σε ο δούλος, λίγη ζαλάδα μόνο.
Ετσι λές έσύ, που είσαι νέος κι είσαι μιά χαρά!…
Ο Δέκιμος δέν αποκρίθηκε. Τί νάλεγε; Ήταν βέβαια νέος και δυνατός, αλλά εξω άπ’ αυτά δέν είχε τίποτα, ένώ ο κύριος του, τα είχε ολα: την έλευθερία του, μιά ομορφη οικογένεια, ενα μεγάλο σπίτι και μπόλικα χρήματα. Ζούσε ζωή χαρισάμενη. Κι ήξερε καλά ο Δέκιμος πως στο πλατύ ζωνάρι του κυρίου του, ήταν κρυμμένος ολόκληρος θησαυρός: ρουμπίνια, ζαφείρια, άμέθυστοι, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα πετράδια, που θα τα πουλούσε στην Πόλη, με μεγάλο κέρδος. και γκρίνιαζε για λίγη ζαλάδα… Εύτυχώς που τον πήρε ο ύπνος κάποια στιγμή.
Ουφ! άνάσανε ο Δέκιμος και σηκώθηκε να περπατήσει λιγάκι. Δέν είχε παράπονο με τον κύριό του. Δέν ήταν κακός άνθρωπος, ούτε σκληρός. Βέβαια δέ συνή¬θιζε να χαϊδεύει τους δούλους του, αλλά και δέν τους κακομεταχειριζόταν σάν κάτι άλλους. Ακούμπησε στην κουπαστή κι άγνάντεψε το πέλα¬γος. ο ήλιος είχε βουτήσει στη θάλασσα από ώρα και τώρα το σκοτάδι κατέβαινε, μυστηριώδες και άπειλητικό. ο Δέκιμος προχώρησε πρός τήν
πλώρη. Δυό τρεις ναύτες, καθισμένοι σταυροπόδι στο νοτισμένο κατάστρωμα, τρώγανε το βραδυνό τους κουβεντιάζοντας. Δέν τον είδαν, τόσο τους απορροφούσε η συζήτησή τους.
Μά αφού σου λέω πως τον είδα, ελεγε ο ένας. Ειχε στραμμένη την πλάτη, αλλά εγώ πρό¬σεξα πως έλυσε το ζωνάρι του, κάτι εβγαλε από μέσα κι άρχισε να μέτρα. Δέ με πήρε είδηση.
Λεφτά, το δίχως άλλο, συμπέρανε ο άλλος.
Φαίνεται πλούσιος, αυτό να λέγεται, προστεσε ο τρίτος. Πρόσεξες τα ρούχα του, τα πράματά του; Όλα ακριβά. Κι εχει και δούλο μαζί του. Οι φτωχοί δέν έχουν δούλους.
Καί λοιπόν; Τί μας νοιάζουν εμάς όλα αύτά;
Έλα, τώρα, τί μας παριστάνεις; τον άποπήραν οι άλλοι. αφού τοχουμε ξανακάμει κι όλα πήγαν μιά χαρά.
Αλλες οι περιστάσεις τότε. Είχαμε να κά¬μουμε με μιά άνυπεράσπιστη γυναίκα, που μας εδωκε τα χρυσαφικά της, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Πέθαινε από το φόβο της η κακομοίρα…
Τούτος όμως εχει το δούλο του, που είναι γερός σάν ταύρος, άσε που κι ο ίδιος δέν εϊναι κανένα χούφταλο. Θάναι ζόρικη δουλειά.
Κι άν μας μυριστεί ο καπετάνιος;
Θά περιμένουμε να κοιμηθούνε όλοι και τότε θα έπιτεθούμε. τα μαχαίρια δουλεύουν σιωπηλά, ό,τι πρέπει.
Πρώτα το δούλο, σύμφωνοι;
Ο Δέκιμος άκουγε κι άνατρίχιαζε.
Χριστέ μου, τί κακούργοι είναι τούτοι! σκέφτηκε κι άρχισε να οπισθοχωρεί, τρέμοντας μήπως τον πάρουν είδηση.
Ο Πρίσκος κοιμόταν ακόμη. Πιό πέρα, οι άλ¬λοι έπιβάτες, ταλαιπωρημένοι από τη ναυτία, ήταν μάλλον ανίκανοι να καταλάβουν τί γινόταν γύρω τους. Ο Δέκιμος άναψε ένα λυχνάρι που κουβαλού¬σαν μαζί τους κι η φλογίτσα του γλύκανε το σκοτάδι. Ύστερα βάλθηκε να ξυπνήσει τον κύριό του.
Τί φωνάζεις ετσι, βρέ παιδί μου, και γιατί με ταρακουνάς; τον μάλωσε ο Πρίσκος.
Πρέπει να ξυπνήσεις, κύριέ μου, κινδυνεύου¬με, του ψιθύρισε.
Τί λές; Βουλιάζει η γαλέρα;
Οχι, όχι, θα σου έξηγήσω. Καί του διηγήθηκε όσα ειχε άκούσει.
Ο Πρίσκος απόμεινε κάμποση ώρα σιωπηλός. Ωστόσο το μυαλό του δούλευε. Σκέψεις που δέν είχε κάμει ποτέ, τώρα τον πολιορκούσαν, έκαναν έφοδο και τον κυρίευαν.
«Κινδυνεύω, λοιπόν!», συλλογιζόταν. «”Αν ήμουν ενας φτωχός έπιβάτης, σάν έκείνους εκεί δά, κανείς δέ θα μου έδινε σημασία και θα ειχα το κεφάλι μου ήσυχο. Τώρα, ο θησαυρός που κουβαλάω, βάζει τη ζωή μου σε κίνδυνο. Μπορώ να τους τον δώσω και να γλυτώσω: πολύ απλό. Μπορώ πάλι να πάω στον καπετάνιο και να του πώ την ιστορία. θα με προστατέψει. “Αν όμως είναι κι αυτός στο κόλπο; Κι αν τους δώσω τα πετράδια μου, δέν είναι σίγουρο πως θα με αφή¬σουν ζωντανό. Θα φοβούνται μή τους μαρτυρήσω άργά ή γρήγορα. Δύσκολη η κατάσταση. Έκτος κι άν…»
Τί θα κάνουμε, κύριέ μου; ρώτησε με άγωνία ο Δέκιμος, κόβοντας τους συλλογισμούς του.
Ο Πρίσκος άνακάθησε στο στρώμα. Έλυσε το ζωνάρι του κι εβγαλε το σακκούλι με τα πε¬τράδια.
Πήγαινε, φώναξε έκείνους τους κακούργους, πρόσταξε το Δέκιμο. Φέρε τους μπροστά μου.
“Ετρεξε μπρός πίσω ο δούλος. στο μεταξύ ο Πρίσκος είχε γεμίσει την παλάμη του με πετρά¬δια. Στραφτοκοπούσαν στο τσιγκούνικο φως του λύχνου. Οι τρεις ναύτες, που στέκονταν πίσω από το Δέκιμο, γούρλωσαν τα μάτια. Ο Πρίσκος σηκώθηκε με την ήσυχία του και τους κοίταξε έναν εναν.
για μιά χούφτα άψυχα πράγματα εγώ κινδυνεύω να χάσω τη ζωή μου κι έσείς να γίνετε φο¬νιάδες. το λοιπόν… Χωρίς να άποσώσει το λόγο του, πέταξε τα πετράδια στη θάλασσα.
Η γαλέρα ταξίδευε μέσα στη νύχτα, σκίζοντας τα νερά της Μεσογείου. Ένα αστέρι ξεκόλλησε, θαρρείς, από το στερέωμα, εγραψε ενα φωτεινό τόξο και σβήστηκε. Κανένας δέν το είδε από το πλοίο, ούτε ο τιμονιέρης της βάρδιας. Όλοι κοιμόνταν του καλού καιρού και πιο βαθιά άπ’ όλους ο Πρίσκος.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 108 – 115.