Το φθινόπωρο το φως της μέρας λιγοστεύει• οι διαστάσεις του ορίζοντα λες και συρρικνώνονται.
Το φως της αρετής, στο φθινόπωρο της ζωής του ανθρώπου, λούζει με υπερκόσμια δόξα τις ψυχές εκείνες, που απέκτησαν «νουν Χριστού»• που ομολογούν «ζη δε εν εμοί Χριστός»• και βιώνουν το «η ζωη ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ».
Τετοια ήταν και η βιοτή του παπα-Διονύση στο μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας Παναγίας. Στα δίσεκτα χρόνια της Τουρκοκρατίας — 18ος αιώνας — με την καθάρια αρετή του, ο γέροντας Διονύσιος ουρανοδρομούσε• κι άνοιγαν οι ουρανοί στούς ραγιάδες, που τον πλησίαζαν• και χυνόταν φως ελπίδας και απαντοχής στο σκοτάδι της σκλαβιάς τους.
Το περιστατικό που ακολουθεί, ξετυλίγεται ανάμεσα στον παπα-Διονύση και τον υποτακτικό του Ανθιμο, τον μετέπειτα άγιο και δάσκαλο του Γενους.
Την άνοιξη του 1762 οι Ρωμιοί του Κετσκεμέτ της Ουγγαρίας, παρακάλεσαν με γράμματά τους τον Παπα-Διονύση να τούς στείλει ένα μορφωμένο παπά, «ωσάν ελόγου του». Σαν του λόγου του, του τόνιζαν και του ξανατόνιζαν, γιατί το πέρασμά του από κει, ζούσε πάντα νωπό στη θύμησή τους, σα μια γλυκειά ανάμνηση, μυρωμένη από μια χριστιανικότατη ανθρωπιά. Ο Παπα-Διονύσης σκίρτησε από χαρά. Οχι τόσο γιατί μετά τόσα χρόνια τον θυμόταν το πνευματικό του ποίμνιο της Ουγγαρίας, μα γιατί του δινόταν η ευκαιρία να σβήσει αυτή την αδρή ανάμνησή τους με τον πιο όμορφο τρόπο. Ενα παράξενο κι ασυνήθιστο συναίστημα κυριαρχούσε στην ψυχή του. Σεμνός και ταπεινόφρονας καθώς ήταν, έχοντας κάνει βίωμά του βαθύ την αφάνεια, λες και στενοχωριόταν που τον φούμιζαν με τέτοιο τρόπο οι ταξιδιάρηδες. Είχε την ψυχοσυστασιά του αληθινού λευΐτη με το χριστιανικό πρωτόπλασμα ανόθευτο, που σημάδι του καίριο είναι η ταπεινότητα και το χρέος. Σκίρτησε από χαρά, γιατί η σκέψη του πήγε στον Ανθιμο. Ενα δειλινό, που κάθονταν οι δυο τους κάτω από τον πεύκο της εξώπορτας της Ολυμπιώτισσας, του είπε το σκοπό του•
—Τις πλάτες μου, παιδί μου, τις γέρικες κι ανήμπορες βαραίνει ένα βάρος. Ισως γρήγορα να πληρωθούν οι βουλές του Υψίστου, να με καλέσει κοντά του. Τα χιόνια έχουν σωριαστεί στην κορφή μου. Σκέφτομαι την ώρα που θα γονατίσω στο υποπόδιό του μπροστά και τρέμω το κριτήριό του. Ο Χριστός μας θέλει να τον πλησιάσουμε τη φοβερή εκείνη ώρα γυμνοί από κάθε γήϊνη ματαιοδοξία, με πεταμένα από πάνω μας τα στολίδια του κόσμου. Κι έχω κι εγώ, κοντά στα άλλα κρίματά μου, ένα τέτοιο φεγγερό, ψεύτικο στολίδι, που το νιώθω βάρος κι εμπόδιο στην αποδημία μου από αυτή τη γη• Το λαμπρό μου όνομα στο Κετσκεμέτ. Πάνε τόσα χρόνια πούφυγα από κει κι όλοι μιλούνε για μένα. Και νιώθω γι’ αυτό τόση θλίψη! Θάθελα κάποιος πηγαίνοντας εκεί, να κάνει με τη δική του αξιοσύνη να με ξεχάσουν για πάντα. Κι ένας τέτοιος ξαλαφρωτής μου, είσαι μονάχα συ. Ευχαριστώ το Θεο, που φωτίζοντάς με να σε τρανέψω, ετοίμαζα, χωρίς να το ξέρω, κείνον που θα με έκανε να φύγω από αυτόν τον κόσμο αβάρετος κι ανάερος σαν πούπουλο περιστεριού!
—Θα γίνει το θέλημά σου, Γεροντα — απάντησε ο Ανθιμος. Κι ύστερ από στοχαστική συλλογή που την κύκλωνε η σιωπή τους.
—Και μένα, Γεροντα, ποιός θα με λυτρώσει από το λαμπρό όνομα, σαν φτάσει κι η δική μου ώρα;
—Μη σε σκοτίζει αυτό, παιδί μου. Ο κόσμος πάει μπροστά• νάσαι σίγουρος γι’ αυτό. Και είτε το θέλεις, είτε δεν το θέλεις, θα ξεχαστείς μπροστά σε αυτούς που θα μπουν στο πόδι σου, νεώτεροι κι αξιώτεροί σου. Αυτό θα πει ανέβασμα του ανθρώπου!
Η σιωπή τούς περίζωσε αθώρητη.
Κατω ο ελασσονίτικος κάμπος λουζόταν στην απομεσήμερη δροσιά. Μια φλογέρα σμειχτή με ανάρια μουκανίσματα αναέριζε τη λυγμολαλιά της από κάποιο βουκολειό*.
Τα λόγια του γέροντα είναι ακτίνα φωτός, ικανή να διαπερνά τούς αιώνες• να φτάνει μέχρι τις μέρες μας και να μας επαναπροσανατολίζει στη γνήσια αρετή• το αληθινό ανέβασμα του ανθρώπου.
Κ. Μ.
* Β. Σκουβαρά, Ανθιμος Ολυμπιώτης, εκδόσεις « Αστέρος».
Από το περιοδικό: “Η δράση μας”, τεύχος Νοεμβρίου 2005.