΄Ενα ωφέλιμο παραμύθι
ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΕΞΟΡΓΙΣΤΙΚΟ για το νευρικό σύστημα, με έκανε να θυμηθώ -να καταφύγω καλύτερα- σε έναν πλατωνικό μύθο. Είναι παυσίπονο, ηρεμιστικό και διδακτικό αυτό το φιλοσοφικό παραμύθι. Γνωστό βέβαια, αλλά σας το θυμίζω.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν, λέει, οι αθάνατοι θεοί, δεν υπήρχαν όμως τα θνητά πλάσματα. Όταν ήρθε και γι’ αυτά από την ειμαρμένη ο χρόνος της δημιουργίας τους άρχισαν οι θεοί να κάνουν τα καλούπια τους μέσα στην γη, πλάθοντες ένα μίγμα από χώμα και φωτιά και από όσα στοιχεία με το χώμα και την φωτιά μπορούν να αναμιχθούν. Κι όταν ήρθε η ώρα να τα βγάλουν στο φως, διέταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τους προσδώσουν τα απαραίτητα και να μοιράσουν στο καθένα τις κατάλληλες ιδιότητες. Ο Επιμηθέας όμως παρακάλεσε τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάνει αυτός την κατανομή και αφού εγώ μοιράσω του είπε, έρχεσαι και μ επιθεωρείς. Και έτσι, αφού τον έπεισε, άρχισε να μοιράζει.
Καθώς μοίραζε λοιπόν τις ιδιότητες σε κάθε πλάσμα, σε άλλα ζώα έδινε δύναμη και όχι ταχύτητα, τα ασθενέστερα όμως τα προίκιζε με ταχύτητα. Σε άλλα πάλι έδινε τα φυσικά τους όπλα, αλλά όσα άφηνε άοπλα, σ αυτά έβρισκε κάποια άλλη δυνατότητα για την σωτηρία τους. Εκείνα δηλαδή που τα σκέπαζε με μικρό σώμα, τα εφοδίαζε με φτερά, για να φεύγουν ή με καταφύγια μέσα στην γη. Κι αντίθετα, όσα είχε κάνει μεγάλα σε μέγεθος, με αυτό το ίδιο τους το μέγεθος τα έκανε να σώζονται. ΄Ετσι έκανε την μοιρασιά και σ όλα τα άλλα, προσπαθώντας να μη διαταράξει την φυσική ισορροπία. Και όλα αυτά τα επινόησε από στοργή, προσέχοντας δηλαδή μήπως κάποιο είδος εξαφανισθεί.
Κι αφού εφοδίαζε τα ζώα έτσι ώστε να ξεφεύγουν από την αλληλοεξόντωση, σοφιζόταν άλλα μέσα, ώστε να αντέχουν τα ζωντανά στις καιρικές μεταβολές που στέλνει ο Δίας, με το να τα περιβάλλει με πυκνό τρίχωμα και σκληρά δέρματα, ικανά να προφυλάσσουν από την κακοκαιρία και από την κάψα, καθώς και για να τα έχει αυτά τα εφόδια το κάθε ζώο, όταν έπεφτε να κοιμηθεί, ολόδικό του και αυτογέννητο στρώμα. Κι ακόμα, τους έδινε αντί υποδήματα οπλές και σκληρό χωρίς αίμα πετσί. Και στο κάθε είδος προμήθευε την ιδιαίτερη τροφή του: σε άλλα χορτάρι της γης, σε άλλα καρπούς των δέντρων και σε άλλα ρίζες. Σε πολλά όμως άφησε ως τροφή το φάγωμα άλλων ζώων. Αλλά σ αυτή την περίπτωση, αυτά που έτρωγαν τα άλλα, τα έκανε να γεννούν λίγο και αραιά, ενώ σ εκείνα που τρώγονταν από άλλα, έδωσε την δυνατότητα της σωτηρίας με το να γεννούν πολύ.
Επειδή όμως δεν ήταν και πάρα πολύ σοφός ο Επιμηθέας, ξεχάστηκε πάνω στην μοιρασιά και κατανάλωσε όλες τις ιδιότητες σ όλα τα ζώα που δεν έχουν λογικό. Του έμεινε, που λέτε, σαν υπόλοιπο το ανθρώπινο γένος ανεφοδίαστο και γι αυτό, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία τι να κάνει.
Κι ενώ δεν μπορούσε να βρει λύση, νάσου κι έρχεται ο Προμηθέας για να εξετάσει την μοιρασιά• και τι βλέπει; τ άλλα ζώα να έχουν όλα τα απαραίτητα, τον Άνθρωπο όμως γυμνό, ανυπόδητο, άστεγο και άοπλο. Και βάλε ότι είχε σημάνει κι όλας η ώρα που έπρεπε κι ο Άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως. Μέσα στην αγωνία του να βρει κάποια σωτηρία για τον Άνθρωπο, ο Προμηθέας αποφασίζει και κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά την έντεχνη σοφία, μαζί με την φωτιά -γιατί ήταν αδύνατο να γίνει η σοφία κτήμα κάποιου και να αποβεί χρήσιμη χωρίς την δύναμη της φωτιάς- κι έτσι, τα δωρίζει στον Άνθρωπο.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο απέκτησε ο Άνθρωπος την σοφία που του χρειαζόταν για την επιβίωση, αλλά δεν κάτεχε ακόμη την πολιτική τέχνη. Γιατί αυτή υπήρχε μονάχα δίπλα στην εξουσία του Δία. Πάντως, επειδή ο Άνθρωπος έγινε ένα κομμάτι της θεϊκής μοίρας, γι αυτή του την συγγένεια υπήρξε, το μόνο ζώο, που αναγνώρισε θεούς και βάλθηκε να Ιδρύσει βωμούς και αγάλματα προς τιμήν τους. Έπειτα με την τέχνη του, γρήγορα άρθρωσε γλώσσα και ονόμασε τα πράγματα και βρήκε για να ζει πιο καλά, κατοικίες και ενδυμασίες και υποδήματα.
Έτσι λοιπόν στο ξεκίνημα τους οι άνθρωποι εφοδιασμένοι ζούσαν διασκορπισμένοι- πόλεις δεν υπήρχαν. Συνεπώς, εξοντώνονταν από τα θηρία, επειδή σε όλα ήταν πιο αδύνατοι από αυτά και επειδή η κατασκευαστική τέχνη που γνώριζαν ήταν επαρκής βοήθεια σ αυτούς, μόνο για την τροφή για να αμύνονται, στα θηρία ήταν ανεπαρκής. Γιατί δεν κάτεχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, που κλάδος της είναι η επιστήμη του πολέμου. Επιζητούσαν βέβαια να συγκεντρώνονται και να σώζονται, χτίζοντας πόλεις. Αλλά επειδή όταν συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο -γιατί δεν κάτεχαν την πολιτική τέχνη-πάλι διασκορπίζονταν, εξολοθρεύονταν.
Τότε ο Ζευς, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μη ξεκληριστεί, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την ΑΙΔΩ και την ΔΙΚΗ, για να διακανονισθεί η αρμονία των σχέσεων στις πολιτείες και να αποτελέσουν στοιχεία δημιουργικής φιλίας. Ερώτησε όμως ο Ερμής τον Δία, με ποιό τρόπο να κατανείμει (την ΝΤΡΟΠΗ και την ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ). Του είπε: Να μοιράσω αυτά τα δύο στοιχεία έτσι όπως έχουν κατανεμηθεί οι τέχνες; Και έχουν μοιρασθεί με αυτό τον τρόπο: π.χ. ένας που ξέρει από ιατρική είναι αρκετός για πολλούς πολίτες- το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. ΄Ετσι λοιπόν να τοποθετήσω την ΔΙΚΗ και την ΑΙΔΩ ή να την μοιράσω σε όλους τους ανθρώπους;. Σε όλους να την μοιράσεις είπε ο Δίας και όλοι ας μετέχουν σ αυτά τα δύο: γιατί δεν θα ήταν δυνατό να υπάρχουν πολιτείες, εάν λίγοι μετείχαν σ αυτά τα δύο, όπως στις άλλες τέχνες• και βάλε νόμο, από μένα διαταγμένο, όποιος δεν μπορεί να μετέχει στην ΑΙΔΩ και στην ΔΙΚΗ, να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πολιτείας (και νόμον θες παρ έμου τον μη δυνάμενον αίδους και δίκης μετέχειν κτείνειν ως νόσον της πόλεως.)
Το πόσο ταιριάζει αυτό το παραμύθι του πλατωνικού ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ για ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα νόσου της πόλεως θα προσπαθήσω να το εξηγήσω.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, 2 Ιουνίου 1982
Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
Η ΑΙΛΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ είναι στοιχειώδεις προυποθέσεις της πολιτικής τέχνης, δηλαδή της Ικανότητας με την οποία εν μέρει εφοδιάστηκε ο ΄Ανθρωπος, για να φτιάξει πολιτείες και να μπορέσει, όσο γίνεται αρμονικά, να συμβιώσει ο ένας με τον άλλον, έφ όσον θα είχε μέσα του ο καθένας την ντροπή για τον πλησίον. Κι αυτή η ΑΙΔΩΣ (ένας αυτοσεβασμός του ανθρώπινου προσώπου πρώτ άπ όλα) είναι ο λόγος, η αιτία, η μάνα της Δικαιοσύνης (παρθένος Αίδους Δίκη λέγεται λέει ο Πλάτων στους ΝΟΜΟΥΣ). Χωρίς αυτή την ντροπή μπροστά στον συνάνθρωπο, ντροπή που προέρχεται από τον μέσα σεβασμό, καμιά προμηθεϊκή ευεργεσία, καμιά έντεχνη σοφία και κανένα πυρ κατασκευής, δεν μπορεί να αποτελέσει όρο και προυπόθεση δικαιοσύνης. Ο θεϊκός νόμος για την νόσον της πόλεως, που προβλέπει την έσχατη των ποινών, αναφέρεται στο άτομο το αποστερημένο και αποστερητικό των δύο αυτών εννοιών: τον αναιδή ή τον αναίσχυντο και τον άδικο ή τον ιταμό. Αυτή η νόσος της πολιτείας όταν γενικευθεί, τότε γίνεται επιδημία και ο κίνδυνος του εξολοθρέμου είναι αυτονόητος.
Κάτι βέβαια με έκανε να θυμηθώ τον αρχαίο μύθο. Και αυτό το κάτι ήταν απελπιστικό και για την συχνότητα και για την γενίκευση και για την καθημερινότητα του. Στις τυφλές μέρες μας η νόσος της πόλεως έχει γίνει αρχή της πόλεως. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Δεν αξίζουν ούτε τον λόγο ούτε τον κόπο. Απλώς διάβασα τις προάλλες δηλώσεις κάποιου συμπολίτη μας, που η Πολιτεία πρόσφατα τον έχει τιμήσει με κάποιο υπεύθυνο αξίωμα. Μιλούσε με θράσος για ένα ζήτημα, που εντελώς συμπτωματικά τύχαινε να το ξέρω, γιατί ήμουνα ένας από τους υπεύθυνους και -κολακεύομαι να το πιστεύω- δίκαιος διεκπεραιωτής του.
Ο κύριος αυτός έλεγε εν γνώσει του ψέματα αδιάντροπα και συκοφαντικά, χωρίς να διαφαίνεται έστω κάποιο ίχνος τύψης, που ντρόπιαζε πρώτα άπ όλα τον εαυτό του απέναντι στον εαυτό του, και χωρίς καμιά ένδειξη αναστολής, που αδικούσε τους πολίτες και την νοημοσύνη τους, εξαπατώντας τους τόσο αναιδέστατα.
Ο κύριος αυτός είναι ένα σύμπτωμα που αναφέρεται απλώς σαν παράδειγμα. Υπάρχει τέτοια πληθώρα παραδειγμάτων, που η συρροή τους στην σύγχρονη εποχή μοιραία να οδηγεί στην διαπίστωση ότι η νόσος της πόλεως έχει γίνει προυπόθεση επιλογής για την πολυδιαφημιζόμενη εδώ και καιρό φόρμουλα της αξιοκρατίας. Όμως το σημείωμα δεν έχει στόχο να μεταβεί σε άλλο γένος και να θίξει θέμα της πολιτικής τέχνης, αλλά να δώσει μια ψυχογράφηση του τύπου των ήμερων, ένα σκίτσο πρόχειρο αλλά αναγνωρίσιμο.
Στον Θουκυδίδη υπάρχει μια ανάλογη διαπίστωση: Η αιδώς σωφροσύνης πλείστον μετέχει, αισχύνης δε ευψυχία. Αλήθεια! Είναι λοιπόν άξιος μονάχα περιφρόνησης, ο άφρων, που προσβάλλει το δικό του πρόσωπο, καταργώντας την προστατευτική του κύρους του λειτουργία του αυτοσεβασμού και γίνεται αναίσχυντος, αποδεικνύοντας την φύση της ψυχής του, δηλαδή την ολιγοψυχία και την ανανδρία. Η ΑΙΔΩΣ και η ΔΙΚΗ ως ελλείψεις, χαρακτηρίζουν το άθλιο ήθος μιας ζωής και συνθέτουν μια πρακτική νοοτροπία συμβιώσεως, που δεν απέχει από την δολιότητα, την συκοφαντία και την εξαπάτηση.
Για δύο πράγματα μπορεί να θαυμάζει κανείς την νόσο της πόλεως. Πόσο πανταχού Παρόν είναι πάντοτε το σύμπτωμα της -σε κάθε κατάσταση και σε κάθε αντικατάσταση- και πόσο θαυμάσια τα πηγαίνει με τον εαυτό της. ΄Ενα είδος Νάρκισσος του δόλου, που στέκεται απέναντι στον άλλο του καθρέφτη, κι αντί να φτύνονται μεταξύ τους ως εναντίοι -όπως ίσως κάθε κακοποιός, όταν μένει μόνος με τον εαυτό του και με την τσίπα του-καμαρώνει το πρόσωπο το είδωλο του και το είδωλο το πρόσωπο, όπως η μαϊμού που ναρκισσεύεται.
Αυτό το είδωλο της μαϊμούς είναι ο συνήγορος, ο συνένοχος, ο συνεργάτης σε κάθε αδικία, σε κάθε αναίδεια. Να ποιά είναι η τρέχουσα συνείδηση. Στο όνομα αυτής της συνείδησης λοιπόν θα ορκιζόμαστε πια στα δικαστήρια, καταργώντας κάθε ιερό και όσιο και κάθε φόβο Θεού; Χωρίς τέτοιο φόβο όμως, η ΑΙΔΩΣ και η ΔΙΚΗ είναι λειτουργίες αναπόδοτες. Θες νόμον παρ εμού, είπε ο Δίας στον Ερμή. Κι αυτός ο νόμος είναι έξω από την πολιτική τέχνη. Είναι ο κόσμος, η αρμονία της Πολιτείας, που αρνείται την ακοσμία ως νόσον της πόλεως.
Σε κάθε μορφή εξουσίας, σκοπός ή πρόσχημα του κράτους είναι η δικαιοσύνη, αυτή η νομική συνέπεια της ντροπής. Σύνθρονη του Δία την θέλει ο Σοφοκλής (στον (Ηδίποδα επί Κολωνώ). Θα πουν όμως οι ρεαλιστές ότι αυτά είναι ιδανικά, απόλυτα και άπιαστα. Είναι πικρή αλήθεια ότι μοιάζει δύσκολο να πει κανείς όχι. Είναι τόσο πολλά τα τεκμήρια του ηθικού ξεπεσμού! Όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει σώνει και καλά να λέει κανείς ναι, βλέποντας την αναίδεια, την αναισχυντία, την αδικοπραξία και τον άδικο λόγο, να είναι θρονιασμένες σαν πιστά σκυλιά σε κάθε έδρα και σε κάθε μορφή εξουσίας. Και όχι βέβαια αποκλειστικά σύγχρονο το σύμπτωμα, εφ όσον ο Αριστοφάνης έγραψε τις ΝΕΦΕΛΕΣ του με ένα τέτοιο ερέθισμα. Μόνο που η αναίδεια και η αδικία δεν κρύβονται πια πίσω από την σοφιστεία. Είναι καταστάσεις εκβιαστικές, καταπιεστικές. Αυτός είναι ο μέσα, ο κρυφός φασισμός. Κι ας φωνάζει με την χάλκινη φωνή του ο Στέντωρ στα περιτρίμματα και στους ομορφονιούς του δημοσίου βίου το αιδώς. Η στεντόρεια βοή είναι αστεία μπροστά στα άλλα τα φτιαγμένα οπτικοακουστικά ξεφωνητά.
Κτείνειν ως νόσον της πόλεως. Αμ δε! Αυτή η νόσος που περιγράφω, δεν εμπίπτει στις διατάξεις. Είναι άπιαστη. Και φυσικά. Το κύρος των διατάξεων εξαρτάται από την παιδεία του αγαθού πολίτη. Τέτοιο υπόδειγμα δεν διδάσκει πια η Εκπαίδευση μας. Υπόδειγμα είναι το υποκείμενο που μπαίνει σαν ανατρεπτικό, σαν στερητικό σημείο στις αξίες της ΑΙΔΟΥΣ και της ΔΙΚΗΣ.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, 3 Ιουνίου 1982
Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού, Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.