ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Στα 1827 ο ρόλος του Ξάνθου είχε τελειώσει. Ό,τι είχε να δώσει στον ιερό αγώνα το έδωσε. Δεν ήταν βέβαια ο γενναίος χορηγός γιατί ένας φτωχός εμποροϋπάλληλος ήταν στην αρχή και λαδέμπορος ύστερα. Ούτε τη δόξα του Σκουφά απόχτησε ως δυνατός εμψυχωτής στο ιδανικό της λευτεριάς. Του ανήκει όμως η άφθαρτη δόξα για την ιστορική του ανεκτίμητη πρωτοβουλία, να χαρίσει στον μεγάλο αγώνα τον άξιο ηγέτη του, όταν η Εταιρεία κιντύνευε από τη γάγραινα της πολυαρχίας και το πολυκέφαλο – στην ουσία ακέφαλο – σώμα της σίγουρα θα διαμελιζόταν από τις ασυμβίβαστες φιλονικίες των μελών της, τις ασυντόνιστες ενέργειες, γιατί όχι και από τις καταχρήσεις μερικών ασυνείδητων.

Και δεν ήταν μόνο η ιερή εκείνη αποστολή του στην Πετρούπολη. Η δραστηριότητα του δεν είχε όρια. Ήταν υπεύθυνος για τα καταστατικά της Εταιρείας, τις Εφορίες, τα σχέδια των συνθηκών και την απέραντη αλληλογραφία που κρατούσε με τους διάφορους οπλαρχηγούς, την προετοιμασία της Επανάστασης. Και όλα αυτά κάτω απ’ τη μύτη του τυράνου. Είχε απαρνηθεί και τον εαυτό του και τη φαμίλια του, για χάρη του αγώνα. Ακόμα και τη γυναίκα του δέχτηκε κάποτε να την σκοτώσουν, για το καλό της πατρίδας. Ποιος δε θυμάται τη συγκινητική εκείνη στιγμή, εκείνη τη θεοσκότεινη νύχτα, που πολλοί αρχηγοί συνωμοτούσαν στο φτωχόσπιτό του, στο Αρναοτκιόϊ, που η εξαίρετη εκείνη γυναίκα, η Σεβαστή, σε μια στιγμή αγωνίας και απόγνωσης είπε στον Παπαφλέσσα:
-Εσείς μ’ ανάψατε φωτιά στο σπίτι μου!
Ο Παπαφλέσσας και οι άλλοι αρχηγοί υποπτεύτηκαν πως ήξερε η Σεβαστή το μυστικό της Εταιρείας και ότι στο φόβο της πάνω, ίσως γίνει και επικίνδυνη. Και λένε στον Ξάνθο πως πρέπει να λείψει από τη μέση. Ο δυστυχής λάτρευε κυριολεκτικά τη γυναίκα του και πάλαιψε να τους πείσει πως εκείνη δεν ξέρει τίποτα. Σε μια στιγμή όμως έβαλε την αγάπη της πατρίδας πάνω απ’ την αγάπη του για τη γυναίκα του και λέει στους άλλους αρχηγούς:
-Επιτέλους σκοτώστε την, αλλά βεβαιωθείτε πρώτα!

Και όταν πια τέλειωσε νικηφόρα ο αγώνας, ο Ξάνθος ρίχτηκε πάλι στη βιοπάλη για να βγάλει το ψωμί της φαμίλιας του. Η Ελλάδα, δυστυχώς, λησμόνησε την προσφορά του και τον θυμήθηκε ύστερα από δέκα χρόνια. Τον κάλεσε απ’ το Βουκουρέστι, που βρισκόταν, για να τον ανταμείψει. Και τον αντάμειψε. «Κατέταξε τον Εμμανουήλ Ξάνθον εις την εξαίρετον και ανωτέραν πάσης τάξεως κανονισθείσαν εξαίρετον τάξιν». Του έδωσε το σχετικό πιστοποιητικό. Και για συμπλήρωμα της κοροϊδίας, η κυβέρνηση του κρέμασε στο στήθος και το χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Μ’ αυτό θα μπορούσε να ζητιανεύει καλύτερα. «Ο Ξάνθος – θα γράψει ο Φιλήμονας στην εφημερίδα “Αιώνας” – κατεδικάσθη εις την ελεεινοτέραν καταδίκην του επαίτου, βιών εν μέσω των αγαθών της ελευθέρας πατρίδος του τον αβίωτον βίον. Ποίον δεν θέλει καταλάβει η δεινότερα λύπη, όταν ακούση ότι ο Ξάνθος ζη εις την Ελλάδα δι’ ελέους;»

Ευτυχώς που η αγαπημένη γυναίκα του, πρόβλεψε και πούλησε όλα της τα στολίδια και εξασφάλισε ένα σπιτάκι, σωστή καλύβα, εκεί που συναντιέται η οδός Νικόδημου με την οδό Βουλής, στην Αθήνα. Εκεί, ζώντας με τη μιζέρια του, αναπολούσε τα περασμένα. Και η τραγωδία των γηρατειών κλείνει με τον άθλιο θάνατο του:
Στις 28 Νοεμβρίου 1852 συνεδρίαζε η Βουλή των Ελλήνων. Ο Ξάνθος, γεροντάκι πια, πάνω από τα εβδομήντα, είχε τρυπώσει σ’ ένα θεωρείο και παρακολουθούσε τη συνεδρίαση. Σε μια στιγμή, ο πρόεδρος της Βουλής πρόσταξε να κενωθούν τα θεωρεία. Όλοι ξεχύθηκαν στη σκάλα – που δεν είχε κάγκελα – για να φύγουν. Στη βιασύνη τους έσπρωξαν τον Ξάνθο και έπεσε απ’ την κορφή, κάτω στις πλάκες. Τον πήγαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Δεν έζησε, όμως, παρά μόνο δέκα ώρες, «δεόμενος του Υψίστου – λέει ο χρονογράφος – να δικάση ευμενώς τα παραπτώματα αυτού».

Την άλλη μέρα τον κήδεψαν με τιμές στρατηγού. Τούστησαν και μια προτομή αργότερα στην πλατεία Κολωνακίου. Είναι και αυτό κάτι.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.