Το πιστό ελάφι, και: Επιβολή στα άγρια και τα ήμερα ζώα – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Το πιστό ελάφι
Η Αγία Μαύρα έζησε τον 17ο 18ι αιώνα. Καταγόταν από ένα χωριό της κοιλάδας Μπιστρίτα και, στα 20 της χρόνια, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και πήγε στην Σκήτη Σιλβέστρου.

Η ζωή της ήταν ασκητική: λίγες ώρες ύπνου σε μία καρέκλα, ελάχιστο φαγητό μια φορά την ημέρα, μετά από την δύσι του ηλίου, εκατοντάδες μετάνοιες, σιωπή, προσευχή, δάκρυα. Μόνο μία συντροφιά είχε, τα πουλιά του δάσους, που την αγαπούσαν και την επισκέπτονταν συχνά. Υπήρχε όμως και ένα ελάφι, που την ακολουθούσε παντού, όπου κι αν πήγαινε.

Όταν, μετά από λίγο καιρό, η Αγία Μαύρα αναζήτησε την τέλεια απομόνωσι και αποτραβήχθηκε σ’ ένα ξέφωτο, κάτω από την κορυφή ενός όρους, όπου έφτιαξε ένα στοιχειώδες κατάλυμα για να προφυλάσσεται από τα χιόνια και τις βροχές, το ελάφι την ακολούθησε κι εκεί ήταν η μόνη της συντροφιά, μέχρι τον θάνατό της.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων,
ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς Σε, ο Θεός.
ΨΑΛΜΟΣ 41:2

Επιβολή στα άγρια και τα ήμερα ζώα
Ο Γέρων Μελχισεδέκ, ερημίτης στα βουνά της Κεντρικής Ρωσσίας του 18ου αιώνα, νέος ακόμα έγινε δεκτός ως δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο Μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία. Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός στο σύνολό του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.

Στο Μοναστήρι του Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον Γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α.) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του, που – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στην γούρνα και πνίγηκαν.

Ο Γέρων Μελχισεδέκ εξασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μια ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος της πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα, να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο Γέροντας την αρκούδα), ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμά του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωϊκά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να του δώση φαγητό.

Η αρκούδα αυτή είχε την συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα, την ώρα του γεύματός του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιό της: κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς την ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάση, κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι το δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ’ εκείνη την έρημο ο Γερο –Μελχισεδέκ (τότε Πατήρ Μάξιμος) υπέμεινε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που του αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή. Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Του έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξι, χωρίς καθυστέρησι, αυτή πήγαινε στο ερημητήριό του και γεννούσε εκεί τ΄ αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας, για να πάη σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου του ζήτησαν να φύγη από εκείνο τον τόπο. Την παραμονή της αναχωρήσεώς του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρισμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μια μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο της Εκκλησίας. Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή, κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλο της Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτά πάνω στον τρούλο και σκοτώθηκαν.

Ο Πατήρ Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς του Γέροντα, έχει καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μια ημέρα, ένας ευεργέτης του Γέροντα Μελχισεδέκ, θέλησε να τον επισκεφθή. Ο Γέρων, που είχε το χάρισμα της προφητείας, είπε στον Μητροφάνη:
-Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρομάκι και πάθει κακό.
Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρομάκι και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.
Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί του Γέροντα, του είπε:
-Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε, με τις προσευχές του Γέροντα Μελχισεδέκ, σώσε με!» και ο Θεός πράγματι με έσωσε από το θηρίο.
Μετά το θάνατο του Γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ’ εκείνα τα μέρη.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.