Τα κέντρα εξουσίας – Τάσου Λιγνάδη.

ΣTΗN ΕΛΛΑΔΑ από ΤΟ 1983 και εξής, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε και καλύτερα από οπουδήποτε άλλου, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες, έχουν από καιρό καταλάβει τι επακριβώς σημαίνει παραγωγική επένδυση και αξιοποίηση του πνευματικού έργου. Όταν λέω παραγωγική εννοώ την κοινωνική απήχηση που αποκτά ένα γεγονός πνευματικής δημιουργίας και επομένως, την προβολή και την καθιέρωση της αξίας του μέσ από την δραστικότητα της πληροφορίας.
Η ευνόητη αυτή προώθηση έχει ως φυσική συνέπεια, άμεσα η έμμεσα οικονομικά οφέλη, με την κεφαλαιοποίηση ενός ονόματος που ενεργοποιήθηκε. Βέβαια, όσο κι αν η απήχηση δεν εξαρτάται πάντοτε από την ίδια την αξία του έργου, η αναγνώριση περιμένει ως μία δοκιμασία μέσα στον χρόνο και έχει οπωσδήποτε την ηλικία της.
Παρ όλα αυτά, το φαινόμενο της προώθησης εξαρτάται κατά πολύ από τις δυνατότητες προσβάσεων που έχει ο δημιουργός στα κέντρα εκείνα που ασκούν μια εξουσία επιβολής και κατεύθυνσης. Μιλάω για την εξουσία εκείνη που μπορεί να προβάλλει το όνομα ή να το αποκλείει ή και να το “θάβει” ως ανεπιθύμητο. Τα κέντρα αυτά ελέγχουν τα παράθυρα και τους εξώστες του κόσμου μας (ας τα μεταφράσουμε ως μέσα μαζικής ενημέρωσης, για να τεχνολογηθεί η εικόνα) και με τα χωνιά τους -μεταφορική η έννοια- είναι σε θέση να προβάλουν στους όχλους το όνομα και να το καθιερώσουν με την ίδια σοφή επιστήμη των διαφημίσεων, που καθιερώνει στον καταναλωτή, με την μαγεία της είδησης, την κονσέρβα, το απορρυπαντικό, την οδοντόκρεμα και την σταρ.

Κάθε άλλο λοιπόν παρά που διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής μας ζουν μέσα στην απομόνωση του έργου τους ή έστω στην αυτοεξορία της μονομανίας τους. Τα καβαφικά τείχη έχουν γίνει κόσκινο από τα ανοίγματα. Ξέρουν πολύ καλά -και μάλιστα αρκετοί νεώτατοι- ότι η πρόσβαση προς τα κέντρα εξουσίας είναι μία απαραίτητη προυπόθεση, για να αποκτήσει μετρητή αξία ένας πίνακας, ένα ποίημα, ένας θίασος ή να εξασφαλισθεί μια έδρα- και πάει λέγοντας το πράγμα. Η κατά κλίσιν δημιουργία τείνει να αντικατασταθεί από την κατά κλήσιν παροχή υπηρεσιών. Ο υπαλληλισμός αποκτά επιχειρήματα πνευματικής λειτουργίας.

Είναι αλήθεια ότι αυτά τα κέντρα εξουσίας είναι στέκια θαυματουργά. Παρέχουν στέγη, εξασφαλίζουν πλάτες και προσφέρουν όπλα. Ποιά είναι αυτά; Είναι η δήθεν αργόσχολη παρέα, οι φαύλες διασυνδέσεις, το κάθε ισχυρό συγκρότημα, τα ποικιλώνυμα συνδικάτα, οι μυστικές εταιρείες που προωθούν σχέδια και σχεδιαστές, τα ξένα αγαθοεργά πρακτορεία και φυσικά τα κόμματα, που είναι μια επικερδής πολιτική τοποθέτηση πνευματικού κεφαλαίου. Ισχυρίζομαι ότι το πιο σίγουρο, το πιο αμετακίνητο κατεστημένο, το απεικονίζει η παραπάνω περιγραφή.

Η παλιά ιδανική εικόνα του πνευματικού ανθρώπου, η οποία προσωπογραφούσε ένα άτομο κατά κανόνα ανυποχώρητο και εντελώς ανίκανο να μεθοδευτεί τις δοσοληψίες και τους συμβιβασμούς κάθε ένταξης που απαιτεί την υποτέλεια της σκέψης, έχει πλήρως ανατραπεί από την πραγματικότητα των συμπτωμάτων που μας περιστοιχίζουν. Η αρετή και η τόλμη του Κάλβου δεν είναι πια όροι ελευθερίας και η αναφορά τους, όταν γίνεται, είναι μια κίβδηλη αναφορά• σύνθημα και πρόσχημα. Η πτωχαλαζονεία του Παπαδιαμάντη είναι ένα οχληρό παράδειγμα. Η συνάφεια που απευχόταν ο Καβάφης και η αντιπάθεια του στην συναρίθμηση της μαντρωμένης ομοείδειας μεταφράζεται ως αισθητισμός. Και η αηδία του Καρυωτάκη, που τον οδήγησε πρόωρα στην οριστική μετακόμιση, θα είχε σήμερα πιο απτούς λόγους για να φτύσει μια και καλή την καθημερινή ευτέλεια.
Ο θάνατος του ευσυνείδητου υπαλλήλου, που πριν κάμποσες μέρες αυτοκτόνησε, επειδή ένιωσε προσβεβλημένος από την άδικη απόλυση του, δεν νομίζω ότι προκάλεσε καμιά ιδιαίτερη συναισθηματική αντίδραση κάποιας διάρκειας. Το γεγονός ξεχάστηκε μέσα στην παχυδερμία των ήμερων. Κι αυτό, γιατί τα κέντρα εξουσίας είχαν λόγους να αδιαφορήσουν. Κι όμως είναι κάτι συνταρακτικό ένας θάνατος που καταγγέλλει. Ίσως είναι μια πνευματική αντίσταση . Κι όταν αυτή η αντίσταση δεν μας βολεύει, είναι βολικότερο να την αντιμετωπίζουμε ως παραλογισμό.

Αυτούς τους παραλογισμούς, η εφαρμοσμένη λογική των εντάξεων δεν τους παραδέχεται. Είναι μια λογική, η οποία βλέπει, σε κάθε εναλλαγή των εξουσιών, την ένταξη σαν επίδειξη ταυτότητας, που διαρκώς ανανεώνεται, προσαρμόζοντας κάθε φορά την ηθική της. Η υπεύθυνη δήλωση που εναλλάσσει διαρκώς την ομολογία της είναι ο κοινωνικός τύπος που επικρατεί. Κάθε άτομο έξω από τον τύπο αυτόν, έξω από την μάντρα, είναι πρόβατο απολωλός, αντικοινωνικό άτομο, ένας αναρχικός. Όποιος δεν λέει το μάθημα του όπως το Πάτερ ημών, όποιος δεν λέει αυτά τα ίδια και τα ίδια λόγια του συμφωνημένου κώδικα, όποιος εμπιστεύεται την συνείδηση του και την ελεύθερη σκέψη του περισσότερο από την επέμβαση του κάθε προστάτη, είναι άτομο χωρίς αρχές, επικίνδυνο για το σύνολο, ένας εχθρός του λαού.
΄Ενας εχθρός του λαού κατά τις ίδιες διαδικασίες που περιέγραψε ο Ιψεν στο θεατρικό του έργο. Σ αυτό το έργο ο Τύπος αντιπροσωπεύει τους αδιάβλητους ένορκους, στο μεταφορικό δικαστήριο της κοινής γνώμης. Και μοιάζει με προφητεία που επαληθεύτηκε. Γιατί στις μέρες μας ξέρουμε πια ότι ο Τύπος, σ ένα του μικρό ίσως αλλά δραστικό ποσοστό, αντιμετωπίζει την Κοινή Γνώμη σαν όλες τις κοινές, όπως θα ‘λεγε ο Λασκαράτος. Αυτό το σύμπτωμα της έντυπης μαστροπείας, που έχει αρχίσει να χρωματίζει ανάλογα την τέταρτη εξουσία, μεθοδεύει κυριολεκτικά μια παιδεία, της οποίας στόχος είναι, η παραγωγή ομοιομόρφων πλασμάτων που να προσφέρονται στην κοινή χρήση. Και φυσικά, όλες αυτές οι παραμορφώσεις γίνονται πάντα εν ονόματι της προόδου. Εν ονόματι μιας λέξης που οι τόσο συχνοί βιασμοί της την έχουν κάνει αγνώριστη.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, 18 Μαΐου 1983

Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.