Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Μήν Δεκέμβριος, έχων ημέρας λα΄. Η ημέρα έχει ώρας θ΄, και η νυξ ώρας ιε΄.
Εις την Α΄, μνήμη του Αγίου Προφήτου Ναούμ.
Ναούμ τον Ελκεσαίον εκπεπνευκότα,
Έλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνη λόγου.
Πρώτη εκ βιότοιο Δεκεμβρίου ώχετο Ναούμ.
Ούτος ήτον από Ελκεσέμ πέραν εις Βατταρείμ, καταγόμενος από την φυλήν του Συμεών, και ακμάσας προ Χριστού έτη υξ΄ [460]. Ύστερον δε από τον Προφήτην Ιωνάν επροφήτευσε και έδωκε σημείον διά την πόλιν Νινευΐ, ήγουν ότι αυτή θέλει αφανισθή από γλυκά νερά, και από φωτίαν υπόγειον. Η οποία προφητεία του αύτη επληρώθη και διά των έργων. Διότι η λίμνη, οπού ευρίσκετο τριγύρω εις την Νινευΐ, πλημμυρήσασα από σεισμόν, κατεπόντισεν αυτήν. Αλλά και η φωτία ερχομένη από την έρημον, κατέκαυσε το υψηλότερον μέρος της πόλεως. Ταύτα προφητεύσας εναντίον της Νινευΐ, και συγγράψας την προφητικήν του βίβλον, την εις τρία κεφάλαια διηρημένην, απέθανεν εν ειρήνη και ετάφη εις την εδικήν του γήν. Ερμηνεύεται δε Ναούμ ανάπαυσις, ή παράκλησις εγώ πάσιν, ή φρόνημα, ή υπόληψις.
Περί του Προφήτου Nαούμ ταύτα γράφει Αλέξανδρος ο Μαυροκορδάτος εις τα Ιουδαϊκά. Ότι δηλαδή αυτός ήτον κατά τους χρόνους Σεδεκίου βασιλέως της Ιερουσαλήμ καταγόμενος εκ της Βιγαβάρ της εν Γαλιλαία, ακμάσας μετά την καταστροφήν της Σαμαρείας. Kαι ότι επειδή οι Νινευίται αφ’ ου μετενόησαν επί του Ιωνά, πάλιν έπεσον εις τας προτέρας αμαρτίας, διά τούτο τας τιμωρίας, οπού ο Θεός δεν έδωκε τότε εις αυτούς διά την μετάνοιαν, αυτάς τας ιδίας επαραχώρησε να λάβουν ύστερον διά την κακίαν. Όθεν λόγος έχει, ότι ύστερον από τεσσαράκοντα χρόνους της μετανοίας των Nινευϊτών, εσκλαβώθησαν αυτοί από τους Βαβυλωνίους. Φαίνεται δε, ότι αφ’ ου εσκλαβώθησαν οι Nινευίται υπό των Βαβυλωνίων, τότε κατεκάη η πόλις των Nινευΐ, και εκαταποντίσθη υπό του ύδατος.
Σημείωσαι δε, ότι με την προφητείαν οπού κάμνει ο Προφήτης ούτος διά την καταστροφήν των Nινευϊτών και Ασσυρίων, παρηγορεί τους Ισραηλίτας, δείχνωντας τον Θεόν, ότι δι’ αυτούς τιμωρεί, τους αυτούς πρότερον τιμωρήσαντας.
*
* Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Αντωνίου του Νέου.
* Ορών προς Αντώνιον ούτος τον Μέγαν,
Και τοις τρόποις όμοιος ασκών ωράθη.
Περί του Οσίου τούτου Αντωνίου του Nέου ταύτα γράφεται παρά τω Ευεργετινώ, σελ. 199. Δηλαδή ότι αυτός έχων πρότερον εξουσίαν αρχοντικήν, ύστερον έγινε Μοναχός. Kαι ζήσας εν ησυχία χρόνους πολλούς, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Αναγινώσκωντας δε μίαν φοράν τον περί υπακοής λόγον Ιωάννου του Kλίμακος, ευρήκεν εις το τέλος τα λόγια ταύτα. «Όστις καθ’ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν, και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός üν, ακόπως προς Χριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Kοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Kίον, την εν τη επαρχία των Βιθυνών ευρισκομένην.
Δεχθείς δε από τον Ηγούμενον του Kοινοβίου, πρώτον μεν εδιωρίσθη να υπηρετή εις την Εκκλησίαν. Βαρυτάτη γαρ αύτη η υπηρεσία εστί. Kαι επιμείνας εις αυτήν καιρόν τινα, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. Ο δε Ηγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον πρωτοεργάτην των αμπελώνων, διά να κλαδεύη αυτάς. Επειδή όμως ήτον άπειρος από την τοιαύτην υπηρεσίαν, διά τούτο πολλαίς φοραίς έκοπτε τους δακτύλους των χειρών του. Προσμείνας δε εις το διακόνημα αυτό έως εις τον καιρόν της σκαφής, και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον εδόθη εις το να δουλεύη εν τω τραπεζαρείω. Kατεξεσχίσθησαν δε τα φορέματά του, και κατετρίβησαν τα υποδήματά του. Όθεν υπό του κρύου επήγνυτο ο αοίδιμος, και τα ποδάριά του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. Ο γαρ Ηγούμενος δεν έδιδεν αυτώ, ούτε ιμάτια, ούτε υποδήματα, δοκιμάζωντας την υπομονήν του.
Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος διά την μεγάλην αυτού εν τω Kοινοβίω υπομονήν, και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του. «Ίδε Kύριε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Όθεν εν μιά νυκτί, βλέπει εις τον ύπνον του ένα άνδρα ένδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Kαι εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής, ήτον όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του. Εις δε το δεξιόν, ήτον η αξίνη με την οποίαν εξερρίζονε τα άγρια χορτάρια των χωραφίων του Kοινοβίου. Όθεν βαρύνασα η αξίνη το μέρος εκείνο της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Τότε ο θαυμαστός εκείνος ανήρ είπεν εις τον Αντώνιον. Ιδού εδέχθη ο Kύριος τους κόπους σου, και συνεχώρησε τας αμαρτίας σου. Βλέπων δε και ο Ηγούμενος την εις τόσους χρόνους υπομονήν του, και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Kοινοβίου, επροσκάλεσεν αυτόν κατ’ ιδίαν και λέγει του. Ο Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, διά τας ψυχάς οπού ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και κατά Θεόν πολιτείαν σου. Επειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί, δεν ωφελήθησαν απ’ άλλο τι τόσον πολλά, όσον από την εδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν. Όθεν έδωκεν αυτώ φορέματα και υποδήματα, και ό,τι άλλο ήτον χρειαζόμενον. Kαι εις το εξής ό,τι πράγμα έβλεπεν ο Ηγούμενος ότι χρειάζεται, επήγαινε κρυφίως και το απόθετεν εις τον τόπον της κλίνης του. Ο δε Αντώνιος γυρίζωντας εις την κλίνην του το εύρισκε και το εμεταχειρίζετο εις την χρείαν του σώματος.
*
* Ο Άγιος Ονήσιμος ο Αρχιεπίσκοπος Εφέσου εν ειρήνη τελειούται.
* Ονησίμου το σώμα καν γην εισέδυ,
Χρήζουσι βλύζει την ονήσιμον χάριν.
*
Ο Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, εν ειρήνη τελειούται.
Θνήσκεις ο πάσαν αρετήν φερωνύμως,
Πάτερ φιλήσας τόν γε μην οίκτον πλέον.
Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των βασιλέων, εν έτει ψπ΄ [780], καταγόμενος από την χώραν των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης. Λαβών δε γυναίκα νόμιμον διά γάμου, εσχόλαζεν εις την γεωργίαν της γης. Και από εκεί ποριζόμενος τα προς το ζήν αναγκαία, πλουσιοπαρόχως διεμοίραζε την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Όθεν από φθόνον του Διαβόλου, εις τόσην πτωχείαν κατήντησεν ο αοίδιμος, ώς ποτε ο Ιώβ, ώστε οπού υστερείτο και αυτήν την αναγκαίαν τροφήν. Αλλ’ όμως ο Θεός δεν επαράβλεψεν αυτόν μέχρι τέλους να ταλαιπωρήται από την ένδειαν. Οικονόμησε γαρ διά της προνοίας του, ότι ο Κωνσταντίνος ο υιός της βασιλίσσης Ειρήνης, να πάρη εις γυναίκά του την εγγονήν του Αγίου τούτου Φιλαρέτου, Μαρίαν ονόματι. Επειδή και αυτή ήτον γεμάτη από κάθε ωραιότητα ψυχής ομού τε και σώματος. Ακολούθως δε οικονόμησε και ότι ο Άγιος Φιλάρετος ούτος να τιμηθή με το αξίωμα του υπάτου. Όθεν εκ τούτου έγινε πολλού πλούτου κύριος, τον οποίον διεμοίραζεν αφθονοπαρόχως εις τους πτωχούς.
Επειδή δε ο τρισόλβιος επρογνώρισε τον καιρόν του θανάτου και της προς τον Χριστόν αυτού αναλύσεως, διά τούτο εκάλεσεν όλους τους συγγενείς του, και επροείπε, τί έμελλε να ακολουθήση εις τον κάθε ένα. Επρόσθεσε δε και ταύτα ακόμη τα αξιομνημόνευτα. Μή αλησμονείτε, τέκνα και συγγενείς μου, την φιλοξενίαν. Μή επιθυμείτε τα ξένα πράγματα. Μή λείπετε από τας ακολουθίας και λειτουργίας της Εκκλησίας. Και διά να ειπώ συντόμως, καθώς βλέπετε εμένα και πολιτεύομαι, έτζι πολιτεύεσθε και εσείς. Ταύτα ειπών και ευχηθείς αυτούς, ανεπαύθη εν ειρήνη. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Παράδεισον.)
Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Φιλάρετον Ακολουθίαν τελείαν εφιλοπόνησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος, ο εν τη Ιερά Σκήτει του Προδρόμου τους ασκητικούς ανύων διαύλους.
*
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ανανίου του Πέρσου.
Ανανίας σάρξ προς δε σαρκός αικίας,
Αίσθησιν ως σάρξ ουδέ μικράν λαμβάνει.
Ούτος ήτον από την Αρβήλ πόλιν της Περσίας. Πιασθείς δε διά την εις Χριστόν πίστιν, πολλά και ανυπόφορα εδοκίμασε βάσανα ο μακάριος. Όταν δε έμελλε να παραδώση την ψυχήν του εις τον Θεόν, είπε ταύτα τα λόγια. Βλέπω μίαν σκάλαν, η οποία φθάνει έως εις τον Ουρανόν. Βλέπω δε και νέους τινάς άνδρας φωτοειδείς, οι οποίοι προσκαλούσιν εμένα και λέγουσιν. Ελθέ μαζί με ημάς ελθέ, και θέλομεν σέ φέρομεν μέσα εις πόλιν, γεμάτην από φως και από άρρητον αγαλλίασιν. Και ταύτα ειπών, παρέδωκε το πνεύμα.
*
* Μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών και Αρχιεπισκόπων Εφέσου, Ανανίου και Σολόχωνος.
* Ποίμνης μιάς θνήσκουσι ποιμένες δύω,
Και προς μίαν χωρούσι χώραν οι δύω.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Παράβαλε και:
01 Δεκεμβρίου, μνήμη του Προφήτου Ναούμ – το βιβλίο των προφητειών του, στην πρωτότυπη και στην Νεοελληνική του μορφή.