Το άγχος: η σύγχρονη μορμώ – Σαράντου Ι. Καργάκου.

* Μορμώ: Φοβερό θηλυκό τέρας, με το οποίο προκαλούσαν φόβο στα παιδιά. Μορμολίκεων: το σκιάχτρο, το φόβητρο.

«Εδώ ας σταθώ κι ας δω τη φύση λίγο»
(Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ)

«Άγχομαι, άρα υπάρχω» λέει ο άνθρωπος του καιρού μας. Κάθε εποχή θέτει στο γνωστό καρτεσιανό απόφθεγμα* το δικό της ρήμα, για να το προσαρμόσει στις δικές της καταστάσεις. Η δική μας εποχή, παίζοντας το παιχνίδι των ρημάτων, αντί να σκέπτεται, άγχεται.

* Ο Καρτέσιος είχε πει: «Cogito, ergo sum» (= Σκέπτομαι, άρα υπάρχω).

Ο άσσος που ο εικοστός αιώνας έκρυβε στο μανίκι του λέγεται άγχος. Ο αδόκιμος όρος «αγχώνομαι» είναι η «αγαπημένη» λέξη του καθημερινού λεξιλογίου. Ο άνθρωπος είναι «αγχωμένος» για όλα και απ’ όλα. Έτσι το άγχος αποτελεί την τελευταία λέξη της μόδας σε ό,τι αφορά τις βλαπτικές καταστάσεις, μαζί ίσως με το AIDS. Την τελευταία δεκαετία παρουσίασαν και τα δυο κατακόρυφη άνοδο και είναι σχεδόν βέβαιο -εκτός ια¬τρικού απρόοπτου- ότι θ’ αποτελέσουν τις μάστιγες του 21ου αιώνα.
Δυστυχώς, το άγχος μοιάζει και σε πολλά άλλα με το AIDS. Είναι μια παθολογική μορφή ψυχικής και σωματικής ασθένειας, μια επίκτητη ανοσιολογική ψυχοσωματική ανεπάρκεια. Τα συμπτώματα του είναι συνεχής «αγωνία και ανασφάλεια. Η ποθούμενη και συνεχώς ανα¬ζητούμενη ασφάλεια δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Αυτό υποχρεώνει τον οργανισμό σ’ ένα διαρκή συνα¬γερμό των συστημάτων άμυνας, που κάποτε κουράζει κι εξαντλεί.
Το άγχος είναι ένας ιδιότυπος φόβος• ο φόβος του φόβου. Ο άνθρωπος φοβάται τους πάντες και τα πάντα. Μπορεί ο Σαίξπηρ στον Άμλετ να λέει πως «η καλύτερη ασφάλεια γεννιέται από το φόβο», εν τούτοις η σημερινή πραγματικότητα δε φαίνεται να επιβεβαιώνει την άποψη του. Ένα στα τρία άτομα των βιομηχανικών κοι¬νωνιών πάσχει από άγχος. Επομένως, δεν έχουμε να κά¬νουμε με μια ψυχοσωματική αλλά με μια κοινωνική ασθένεια, από την οποία προσβάλλεται ο Homo I Jrbanus, ο άνθρωπος των πόλεων.
Το άγχος είναι αρρώστια των μεγαλουπόλεων. Δεν κάνει διακρίσεις. Προσβάλλει άτομα όλων των φύλων και ηλικιών. Είναι αμφίβολο αν υπάρχει ειδικός ιός, κι αυτό κάνει δυσκολότερη τη θεραπεία του. Μεταδίδεται πολύ εύκολα και γρήγορα. Απ’ όλα τα παραπάνω κατα¬λαβαίνουμε ότι το άγχος είναι μια επικίνδυνη κατάστα¬ση, θα μπορούσαμε με δυο λόγια να πούμε ότι άγχος εί¬ναι αυτό που νιώθουμε, όταν θέλουμε να κάνουμε πολλά πράγματα σε λίγο χρόνο. Το καταναλωτικό μένος μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε τίποτα, αν δεν τα έχουμε όλα. Κι αυτό είναι που δημιουργεί στον άν¬θρωπο το αίσθημα του πνιγμού ή την αίσθηση της κινού¬μενης άμμου, ή του εδάφους, που χάνεται κάτω από τα πόδια μας.
Η λέξη άγχος ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα «άγχω», που σημαίνει σφίγγω το λαιμό, στενοχωρούμαι. Ως άγχος, λοιπόν, μπορεί να νοηθεί ο πνιγμός με βρόγχο. Είναι αξιοσημείωτο ακόμη ότι η λέξη στενοχώρια προέρ¬χεται από το «στενοχώρια», που αρχικά εδήλωνε στενό¬τητα χώρου και ακολούθως μετέπεσε στην έννοια της ψυ¬χικής δυσφορίας. Επομένως, λέγοντας άγχος εννοούμε ένα αίσθημα κενού, φόβου και ανασφάλειας. Ένα αίσθημα αδυναμίας. Γιατί το άγχος διπλασιάζει τον όγκο των προβλημάτων που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσει ο άν¬θρωπος και μειώνει το μέγεθος των ικανοτήτων και δυ¬νατοτήτων του.
Το άγχος είναι τρόπος ζωής και τρόμος από τη ζωή.
Τα περισσότερα νεανικά τραγούδια είναι κραυγές πνιγ¬μού. Η αγχόνη «χτυπάει» στο λαιμό- το άγχος στην ψυχή. Η ζωή γίνεται εφιαλτική κάτω από τη σκιά μιας τρομο¬κρατημένης φαντασίας, που αντικρίζει απειλές, κινδύ¬νους και αναγκάζει το άτομο να μεταχειρισθεί τα πιο ανορθόδοξα μέσα για να σταθεί και ν’ αγωνισθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εποχή μας γονιός σημαίνει αγωνία και παιδί σημαίνει παιδεμός. Ο γονιός άγχεται για το μέλλον του παιδιού του και το παιδί άγχεται από την αγωνία του γονιού του.
Το άγχος ονομάζεται «νόσος του αιώνα». Στην πραγ¬ματικότητα είναι σύμπτωμα της μεγάλης νόσου, που λέ¬γεται βιομηχανικός τρόπος ζωής. Αυτός ο ρυθμός απορρυθμίζει λειτουργικά τον άνθρωπο. Τον κάνει ν’ αγωνί¬ζεται για τη σκλαβιά του. Για να τα «βγάλει πέρα» απαι¬τούνται λεπτά του ρολογιού και λεπτά του πορτοφολιού. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στην αέναη αμπώτιδα και πλημμυρίδα του πλήθους, θα παρατηρήσει πως η ζωή με¬ταβλήθηκε σε κυνήγι. Ο καταναλωτής κυνηγά το προϊόν και τον καταναλωτή ο λεπτοδείκτης, ο επιστάτης του χρόνου, που έχει μεταβληθεί σ’ ένα μοντέρνο τύραννο, τον πιο αδυσώπητο τύραννο της ιστορίας. Δε χρησιμο¬ποιούμε πια το ρολόι• μας χρησιμοποιεί.
«Ώρα μηδέν» θα μπορούσαμε να πούμε για την εποχή μας, μια και ο επιστάτης, που ελέγχει το χρόνο μας, έχει φέρει τη ζωή μας σ’ ένα μηδενικό σημείο. Ο συναγωνισμός με τη μηχανή δε φθείρει τη μηχανή αλλά τον άνθρωπο. Ζητάμε από τον άνθρωπο να μηχανοποιηθεί και να μεταβληθεί σε όργανο του οργάνου του, της μηχα¬νής. Η πορεία του καθορίζεται από ένα κατασκευασμένο από μηχανές και προορισμένο για μηχανές πρόγραμμα. Οι νέες συνθήκες μετέτρεψαν τον άνθρωπο σε δεκαθλητή ή «σπρίντερ» στους δρόμους της πόλης. Από την «κοινωνία του τρέχειν», φθάσαμε στην «κοινωνία του σπρώχνειν.» Το ρολόι έγινε μοίρα του πολιτισμού μας, το ξυπνητήρι σύμβολο της ανελευθερίας μας και το αυτοκί¬νητο το σπουδαιότερο «εργαλείο» για την τήρηση του προγράμματος αυτοεξόντωσης.
Ο ρυθμός της ζωής διοχετεύει στον άνθρωπο τερά¬στιες ποσότητες υποχρεώσεων, αναγκών και παράλληλα τον εμποτίζει με αισθήματα αμφιβολίας, αστάθειας, και αβεβαιότητας. Οι πολλοί και συχνά αντιφατικοί κοινω¬νικοί ρόλοι, τους οποίους επωμίζεται, τον φορτίζουν με αγωνία, ανησυχία, καχυποψία, σύγχυση, ενοχή, θλίψη και τύψη. Ο άνθρωπος σκέπτεται, πως ακόμη κι αν φθάσει ψηλά, το άγχος θα τον ακολουθεί από κοντά. Πουθενά δε νιώθει ασφάλεια και σιγουριά. Η αγχόμενη ψυχή πανικοβάλλεται, καθηλώνεται από τρομακτικές ει¬κόνες, που διογκώνουν μέχρι παραληρήματος αληθινούς ή πλαστούς κινδύνους.
Από εδώ ξεκινά και η καχυποψία που διέπει τις αν¬θρώπινες σχέσεις. Οι άνθρωποι χωρίζονται μεταξύ τους απ’ όλο και πιο λεπτούς τοίχους, αλλά και απ’ όλο και πιο πολύ μίσος. Ένα αίσθημα απαισιοδοξίας γεμίζει με σύννεφα τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο αχθοφορικός τρόπος ζωής κάνει τον άνθρωπο να βλέπει το συνάνθρωπο σαν πτώμα να πατήσει και ν’ ανέβει κάπου… χαμηλότερα. Γιατί το άγχος αποτελεί την ψυχική πυρηνική καταστρο¬φή, εξατμίζοντας από το μοντέρνο άνθρωπο αυτό που εμείς οι Έλληνες ονομάζουμε ανθρωπιά. Η λέξη άνθρωπος έχει παραχωρήσει τη θέση του στη λέξη απάνθρω¬πος. Ένας σκληρός και αδυσώπητος ανταγωνισμός χα-ρακτηρίζει όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δράσης. Ο ένας «τρώει» τον άλλο κι όλους μαζί το άγχος!
Οι γιατροί θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν το άγχος ως διατάραξη της δυναμικής ισορροπίας μεταξύ του συ¬μπαθητικού και παρασυμπαθητικού συστήματος στο αυ¬τόνομο νευρικό σύστημα. Εμείς πιο απλά θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια παθολογική μορφή αγω¬νίας, που διαφέρει από το φόβο. Γιατί το αίσθημα του φόβου διακρίνει όλα τα ζώα• όχι όμως και το άγχος. Αυτό είναι προνόμιο του ανθρώπου, ιδίως του πολιτι¬σμένου ανθρώπου, που αγκίστρωσε τη ζωή του στη μη¬χανική εξέλιξη. Η μηχανή όμως μπορεί να κινείται αστα¬μάτητα και με διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς. Ο άν¬θρωπος όχι, όσο κι αν σπεύδει, όσο κι αν τρέχει. Κι είναι πολύ φυσικό μια σπεύδουσα κοινωνία να σκοντάφτει. Μια κοινωνία ασθμαίνουσα να γεννά το άσθμα, τις ταχυ¬παλμίες, τις καρδιοπάθειες, τις εφιδρώσεις, το φάγωμα των νυχιών, την πτώση των τριχών. Το άγχος, λοιπόν, δεν είναι μια ασθένεια, είναι η ασθένεια των ασθενειών.
Για ν’ αντιμετωπίσει κανείς έναν εχθρό πρέπει να τον γνωρίζει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσδιορίσει επα¬κριβώς την προέλευση του άγχους, γιατί προέρχεται από μέσα του. Οι αιτίες συνθέτουν ένα νέο —ίσως πιο μπερ¬δεμένο— Γόρδιο δεσμό, που δεσμεύει και παραλύει κάθε αγωνιστική διάθεση του ανθρώπου. Ούτε υπάρχουν πί¬νακες και στατιστικές, που να δείχνουν την εσωτερική φθίση, την πτώση και την κατάπτωση του ανθρώπου. Απλώς ενθυμούμενοι τον Οιδίποδα Τύραννο, θα μπο-ρούσαμε να υποστηρίξουμε ότι άγχος είναι «ψυχής πλάνημα κανακίνησις φρενών».
Επανερχόμενοι όμως στην ιατρική ορολογία θα λέ¬γαμε πως είναι μια επίκτητη ψυχολογική ανεπάρκεια, που δεν οφείλεται σε κάποια μετάλλαξη που ελέγχεται από κάποια γονίδια. Είναι μια πινέζα στην καρδιά, που μας λαβώνει εσωτερικά και τραυματίζει βαθιά τις εξωτε¬ρικές μας σχέσεις. Άτομα νευρικά και νευρωτικά δεν μπορούν να έχουν το «sensus stabilitatis» (= αίσθημα σταθερότητας). Οι σχέσεις είναι ρευστές, όπως τα αι¬σθήματα. Ούτε μπορούν να δώσουν στη ζωή τους κανένα σώμα• απλώς τη μπογιατίζουν. Ούτε και κάποιο περιε¬χόμενο ουσίας, κάποιο ανώτερο νόημα. Στους καιρούς μας οι αξίες δεν έχουν αξία. Γι’ αυτό παρατηρείται συ¬χνά μια άρνηση της ζωής, μια μορφή «καρνωτακισμού».
Αν κάποτε επισκεφθούν τον πλανήτη μας έλλογα όντα από άλλον πλανήτη, θα απορήσουν ασφαλώς με το ρυθμό που προσπαθούμε να δώσουμε στη ζωή μας, ένα ρυθμό που είναι πιο γρήγορος από τη φυσιολογική κυ¬κλοφορία του αίματος και τους χτύπους της καρδιάς μας. Τί νόημα έχει να προοδεύει η καρδιολογία, όταν δεν κάνουμε καμιά προσπάθεια να δώσουμε στην καρδιά ένα φυσικό ρυθμό; Η κύρια αιτία των καρδιοπαθειών είναι το άγχος και κύρια αιτία του άγχους είναι η καθημερι-νότητα, ο ρυθμός με τον οποίο κυλά η ζωή. Η ζωή κάνει τον άνθρωπο «ταχυδρόμο» και του επιβάλλει να διαβά¬ζει «Ταχυδρόμο», για να μη χάσει τις εξελίξεις ή για να είναι «in».
Ο σημερινός άνθρωπος χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά ρο¬λόγια που δε σταματούν ποτέ, που δε χρειάζονται κούρ¬δισμα. Είναι σαν τον άνθρωπο: αεικίνητα. Το τρέξιμο του χρόνου πάνω στο «καντράν» υπενθυμίζει στον «φέ¬ροντα» που «άγεται και φέρεται» από την πίεση του χρόνου, πως δεν υπάρχουν περιθώρια για σταμάτημα, για μιαν ανάσα. Κι ούτε μπορεί να γίνει σήμερα αλλιώς. Γιατί ο καταναλωτικός άνθρωπος αδυνατεί να γίνει πέ¬στροφα και να πάει αντίθετα στο ρεύμα. Έτσι, παρ’ όλο που οι δήμιοι έχουν εκλείψει από τις μοντέρνες κοινω¬νίες, οι μοντέρνοι άνθρωποι οδηγούνται μόνοι τους στη μοντέρνα αγχόνη, το άγχος.
Οι γιατροί κρούουν συνεχώς τον κώδωνα του κινδύ¬νου για τις παρενέργειες του άγχους. Δεν μπορούν όμως να δουν τις κοινωνικές προεκτάσεις. Το άγχος δίνει μια χροιά αντιαγχιστείας* στις ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό κατεβάζει την κοινωνικότητα στο επίπεδο της απανθρωπιάς. Οι επερχόμενες γενιές θα νιώσουν σαν παιδιά ενός κατώτερου θεού, του ρολογιού.

*Αγχιστεία : Στενή συγγένεια.

Το άγχος μπορεί να μας κάνει να κερδίζουμε περισ¬σότερα αλλά λιγόστεψε το χρόνο μας. Κι αυτό γεννά μια άλλη μορφή άγχους: να μαζέψουμε χρόνο. Από μια ακύ¬ρωση συνάντησης κερδίζουμε 30 λεπτά. Από το σκούπι¬σμα με ηλεκτρική σκούπα «αποταμιεύουμε» 10 λεπτά. Από τη νέα «χύτρα ταχύτητος» εξοικονομούμε άλλα 20 λεπτά. Στο τέλος της ημέρας διαπιστώνουμε πως έχουμε «αποταμιεύσει» περίπου δυο ώρες, αλλά δεν ξέρουμε πώς να τις επενδύσουμε. Στην προσπάθεια μας να παρα¬βγούμε με το λεπτοδείκτη ξεκόβουμε από το συνάνθρωπο και από τον εαυτό μας.
Η ζωή τρέχει• τρέχει και η γνώση. Τα σχολεία έχουν γίνει μια απλή δίοδος για την είσοδο στα ανώτατα πνευ¬ματικά ιδρύματα. Όλα αλλάζουν ραγδαία. Όσα γνωρί¬ζουμε σήμερα (1989) για τη μικροηλεκτρονική, μέχρι το 2000 θα έχουν ξεπεραστεί κατά χίλιες φορές. Αυτό μας δημιουργεί ένα αίσθημα ιλίγγου. «Σταματήστε τη γη να κατέβω», κραυγάζει απεγνωσμένα ο νεαρός τοιχογράφος των Εξαρχείων. Η ανθρωπότητα υποθηκεύει το μέλλον της στα Τραστ των Γνώσεων, άλλ’ η γνώση δε μας φέρνει στο φως. Μας οδηγεί στο χάος. Δεν ξέρουμε από πού ερ¬χόμαστε, ούτε προς τα πού πορευόμαστε. Η ζωή μοιάζει με εκκρεμές που κινείται ανάμεσα σε δυο μηδενικά: προερχόμαστε από το μηδέν και πορευόμαστε προς το μηδέν. Το μεταξύ δύο μηδενικών διάστημα καλείται ζωή. Οι φθηνές φιλοσοφίες του χθες επανέρχονται απειλη¬τικές.
Όταν η ζωή χάνει το νόημα της, χάνει και το λόγο ύπαρξης. Έτσι βρίσκουν την ευκαιρία ν’ ανθίσουν πολ¬λές θεωρίες ή φαρμακευτικές πρακτικές. Μερικοί προτείνουν σαν αντίδοτο στο άγχος τη βουδιστική απραξία, τη στροφή προς τον ανατολικό μυστικισμό. Άλλοι επιζη¬τούν την ευτυχία στο ψυχοτρόπο φάρμακο. Στην Αμε¬ρική η ευτυχία, που ονομάζεται happy, προσφέρεται μέσα από κάποιο «μαγικό χάπι», το χάπι ευτυχίας. Οι ψυχολόγοι έχουν υποκαταστήσει τους εξομολογητές και αγχολυτικά φάρμακα έρχονται πρώτα σε κατανάλωση. Ακολουθούν τα ναρκωτικά. Κάποτε ένας έμπορος ναρ¬κωτικών, φοβούμενος την επαναστατική έξαρση των νεαρών, είχε πει: «Η πολιτική πρέπει να συνεργαστεί με τη χημεία». Κάποτε πρέπει κι εμείς ν’ αναρωτηθούμε: «Οι πολίτες με ποιόν πρέπει να συνεργαστούν;».
Ο πάντα επίκαιρος Ιπποκράτης λέει: «Θεραπεύουμε τον άνθρωπο• όχι την αρρώστια». Το να επιδιώκουμε θε¬ραπεία του άγχους με φάρμακα είναι ματαιοπονία. Το να καταφεύγουμε σε παραθρησκευτικές οργανώσεις εί¬ναι γελοίο. Το να βρίσκουμε τη «λύση» στα ναρκωτικά εγκληματικό. Πρέπει ν’ απαλλαγούμε από περιττές εξαρ¬τήσεις. Ας δουλέψουμε λιγότερο, ας αποκτήσουμε λιγό¬τερα, για να ζήσουμε καλύτερα.
Θα μπορούσαμε τελειώνοντας να πούμε ότι ο «ποσοδείκτης» της σπουδαιότητας ή της σοβαρότητας ενός φαινομένου είναι το πόσο απασχολεί την κοινή γνώμη το φαινόμενο αυτό. Σήμερα το άγχος έχει καταρρίψει όλα τα ρεκόρ στον τομέα των προβλημάτων μας. Ο χαιρετι¬σμός εξατμίζεται. Η «καλημέρα» έχει καταντήσει ευφη¬μισμός, αφού «η κακή μέρα αρχίζει από το πρωί». Οι μο¬ναδικοί αισιόδοξοι χρωματισμοί και τα μόνα αισιόδοξα μηνύματα είναι τα διαφημιστικά σλόγκαν, που υπόσχο¬νται «συσκευασμένη» ευτυχία. Κι αυτό κάνει μεγαλύτερη τη δυστυχία γι’ αυτόν που ξέρει τι μπορούσε να είναι ο άνθρωπος και βλέπει τι είναι!
Κάποτε επιβαλλόταν στους εγκληματίες η θανατική ποινή με αγχόνη. Μήπως λοιπόν εγκληματούμε κι εμείς σε βάρος του συνανθρώπου μας και του εαυτού μας, και γι’ αυτό είμαστε καταδικασμένοι σ’ ένα καθημερινό άγ¬χος; Το άγχος υπήρξε το «τρομερό παιδί» του πολιτι¬σμού που μας σπρώχνει στο χάος.
(6 Μαρτίου 1989)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Κατηγορίες: Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.