Νικόλαος Γαλάτης, το «τέρας» της Φιλικής Εταιρίας – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Τα προτερήματα και οι αρετές των ανθρώπων είναι δυνατά υφασμένα με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους. Πολλές φορές τα δεύτερα παίρνουν τη θέση των πρώτων, αν δεν υπάρχει δυνατό χαλινάρι. Και η ιστορία σέρνει στο χορό της και διδάσκει, όχι μόνο υπερτονίζοντας τις αρετές των ηρώων της αλλά και ξεγυμνώνοντας τις αδυναμίες τους.

Ο Γαλάτης είχε άπειρα προτερήματα που ταχτικά μεταβάλλονταν σε ελαττώματα. «Η μεγάλη παληκαριά του -γράφει ο Σπ. Μελάς -έπεφτε στο θράσος- ή ορμή του σ’ άσκοπες βιαιότητες κι υστερικούς κοτσαβακισμούς. Η φλογερή φιλοδοξία του σε ματαιοδοξία, μανία για επίδειξη. Ο παράφορος ενθουσιασμός του γύριζε σε μελόδραμα. Ο πόθος για ελευθερία σ’ αναρχική ανυποταξία. Το αίσθημα της υπεροχής του σε ανοικονόμητο εγωισμό. Η φιλοπρωτία του σε λύσσα καταστροφική. Η εξυπνάδα του, σε δολιότητα και κατεργαριά…»

Ο Σκουφάς, που είχε κατηχήσει το Γαλάτη στα μυστικά της Εταιρίας, όταν βρισκόταν στο κρεβάτι του θανάτου του, ξομωλογήθηκε κλαίοντας στους συ-ντριμμένους συντρόφους του, για τα φερσίματα του Γαλάτη.
-Δε φταίω εγώ αν υπάρχουν στον κόσμο τέτοιοι άνθρωποι. Φταίω μονάχα γιατί έπρεπε να ξέρω πως υπάρχουν.
Ξεγελάστηκε γιατί ο Γαλάτης ήταν νέος, ωραίος, με λαμπρό παρουσιαστικό, με τρόπους και ξένες γλώσσες. Ο Σκουφάς είχε πιστέψει ότι ο Γαλάτης ήταν συγγενής του Καποδίστρια και διέθετε αγγλικό διαβατήριο. Όλα αυτά τον παραπλάνησαν.
Ο Ν. Υψηλάντης παραδέχεται πως ο Γαλάτης ήταν «νέος παμπόνηρος, άνθρωπος εκπληκτικά έξυπνος, αλλά τρομερά απερίσκεπτος». Κατόρθωνε όποτε ήθελε να κλαίει, να συγκινεί και να ενθουσιάζει. Είχε τόση ματαιοδοξία που ακόμα και σε μια πόρνη στη Μόσχα καυχήθηκε πως ήταν «πρέσβυς του Έθνους…».

Απ’ την Πετρούπολη, όπου είχε συναντήσει τον Καποδίστρια, γύρισε στη Μολδαβία με ρουσικό διαβατήριο με το ψευδώνυμο Αλεξιανός και με αστυνομική συνοδεία. Και στο Ιάσιο, ενώ ο ίδιος περίτρομος και ταραγμένος περίμενε να τον οδηγήσουν στον Τούρκο πασά για να τον θανατώσει, γεμάτος έκπληξη βλέπει τον πρόξενο Πίνη να τον πλησιάζει με φιλοφρονήσεις και να του βάζει στην παλάμη του πέντε χιλιάδες γρόσια «ως χάριν υψηλήν του Τσάρου», και μια επιστολή του Καποδίστρια. «Και από στόματος εις στόμα -γράφει ο Ν. Υψηλάντης -το μικρόν ποσόν των πέντε χιλιάδων γροσιών έλαβεν εν επί πλέον μηδενικόν. Αντί γροσίων εψιθυρίζοντο εντός ολίγου μυστικά εις το αυτί εκάστου δουκάτα, και προς πίστωσιν, επεδείκνυεν ο Γαλάτης την υπογραφήν του Καποδιστρίου».
Οι πάγοι που συνάντησε ο Σκουφάς στη Μόσχα λυώνουν γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι του ανοίγουν τα σπίτια τους, την καρδιάν τους, την τσέπη τους. Κατηχεί το Μαυροκορδάτο, το Νέγρη, το Λεβέντη, τους Ριζάρηδες, τον Πεντεδέκα και ένα σωρό άλλους που αναδείχτηκαν αργότερα βασικά στελέχη της Εται¬ρίας.

Οι επιτυχίες του όμως αυτές τον μεθάνε. Μετατρέπουν την τόλμη του σε θράσος. Γίνεται προκλητικός και αχαλίνωτος. Γυρίζει από πόλη σε πόλη, περνάει την πιο σπάταλη ζωή με λεφτά της Εταιρίας. Τον πιάνουν οι Τούρκοι και με χίλια βάσανα τον γλυτώνει ο Λεβέντης, παρουσιάζοντας τον στον τούρκο πασά ως «παλιόπαιδο, φλύαρο, ανόητο και ματαιόδοξο».

Αντί να φρονιμέψει όμως, αποθρασύνεται περισσότερο. Ονειρεύεται να γίνει αρχηγός της Εταιρίας, ίσως και της Ελλάδας. Οι άλλοι εταίροι βλέπουν τον κίνδυνο και αποφασίζουν να τον καλέσουν να γυρίσει στην Πόλη. Εκεί κάτω απ’ την επίβλεψη τους, θα κατόρθωναν να τον συγκρατούν. Αλλά και εκεί εξακολου-θούσε να είναι ο ίδιος. «Θρασύς εις την γλώσσαν, ανήσυχος εις τον νουν, άπλη¬στος από χρήματα, εις τόσας εξετραχηλίσθη ατοπίας, ώστε παρά την στενήν σχέσιν του με μίαν ύποπτον πρεσβείαν (την αγγλικήν), ετόλμησε να επαπειλή και προδοσίαν άμεσον εις τους Τούρκους», γράφει ο Φιλήμων.

Μια μέρα που το πάθος του τον είχε τυφλώσει, ξεκινά να πάει στο σπίτι του Χαλέτ εφέντη, του Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών να τα προδώσει. Η Εται¬ρία είχε βάλει άνθρωπο να τον παρακολουθεί. Ήταν ένας πατριώτης απ’ την
Ιθάκη, παλιός καπετάνιος καραβιού και τώρα μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Την ώρα που θάμπαινε ο Γαλάτης στην πόρτα του Τούρκου υπουργού, νάσου μπροστά του ο παλιός καπετάνιος.
-Πού πας, Νικόλα, ρωτά το Γαλάτη κατάπληκτος.
-Πάω να τα πω όλα στους Τούρκους! Δεν αντέχω πια!
-Τρελάθηκες, μωρέ; του λέει ο καπετάνιος και τον βουτάει απ’ το σβέρκο. Τι πας να κάνεις! Γιατί;
-Γιατί ενώ είμαι αρχηγός δε με υπολογίζουν καθόλου. Τους ζητάω αφιερωτικά γράμματα και δεν μου τα δίνουν.
-Και γι’ αυτό θα γίνης προδότης, μωρέ σκύλε; Και τον τραβά με δύναμη ώσπου απομακρύνθηκαν. Τον άφησε αφού σιγουρεύτηκε πως εκείνη τη μέρα, τουλάχιστον δε θα έκανε κακό. Και τρέχει ίσια στους Φιλικούς.
-Για όνομα του Θεού! τους λέει. Ο Γαλάτης θα μας κάψει όλους. Και τους διηγείται το επεισόδιο.
Έρχεται και ο Γαλάτης στο σπίτι που ήταν οι άλλοι Φιλικοί που πριν λίγο πήγαινε να προδώσει. Και χωρίς ντροπή ομολόγησε τι πήγε να κάμει. «Έκαμα τούτο – πρόσθεσε χαμογελώντας – διότι σας εζήτησα τα γράμματα των προσηλύτων και δεν με εμπιστεύθητε καθό σύντροφον».
Οι άλλοι αρχηγοί δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους μ’ αυτά που άκουαν. Κατάλαβαν όμως πως δεν υπήρχε τρόπος να γλυτώσουν απ’ αυτόν και αποφασίζουν την αμετάθετη εξόντωση του. «…Η Εταιρία σαλεύεται ήδη… θέλει να απαλαχθή απ’ αυτόν αλλά τίποτε δεν εφαίνετο ικανόν να πείση τον μακρυσμόν του από την Κωνσταντινούπολιν μεχρισού γράμματα τινά των Πελοποννησίων, παρουσιασθέ¬ντα μεθοδικώς και προς τούτον, καθώς και μύριαι άλλαι υποσχέσεις των αρχηγών της Εταιρίας εμψυχώνουσι τους πλεονεκτικούς σκοπούς του», γράφει ο Φιλήμων.

Του δείχνουν οι άλλοι αρχηγοί γράμματα από το Μωριά και τον παρακαλούν να πάει εκεί, σε μια μεγάλη αποστολή στη Μάνη που θα ισοδυναμούσε με αρχηγία. Εκεί θα τον απομόνωναν προσωρινά και είχε ο Θεός.
Με τα πολλά τον πείθουν τέλος πάντων να φύγει μ’ ένα Σπετσιώτικο καράβι μαζί με τον Τσακάλωφ και το Δημητρόπουλο το Σεπτέμβριο του 1818. Στη Μάνη θα τον κρατούσαν ο Μαυρομιχάλης ή ο Μούρτζινος σε φύλαξη με έξοδα της Εταιρίας ώσπου να ξεσπάσει η επανάσταση. «Εις εναντίον όμως επίφοβον περί-στασιν να θανατωθή αψεύκτως», ήταν η απόφαση.
Το Δεκέμβρη του 1818 έφυγε το Σπετσιώτικο καράβι απ’ την Πόλη που θα πήγαινε στο Μωριά το Γαλάτη, τον Τσακάλωφ και το Δημητρόπουλο. Πρώτος σταθμός τους ήταν η Ύδρα και δεύτερος οι Σπέτσες. Ξεκουράστηκαν στις Σπέτσες κάμποσες μέρες και όταν ήρθε η μέρα να συνεχίσουν το ταξείδι τους ο Γαλάτης δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει.
-Η Μάνη μας καρτερά, του λέει ο Τσακάλωφ. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.
-Δεν πάω πουθενά, Θανάση! τ’ αποκρίνεται ο Γαλάτης. Δεν είμαι τσουβάλι να με σέρνεις κατά τα κέφια σου.
-Μα δε συμφωνήσαμε απ’ την αρχή που θα πάμε; του λέει ο Τσακάλωφ. -Θα σ’ ακολουθήσω, απαντά ο Γαλάτης. Μα πρώτα θέλω να περάσω απ’ την «οιπολιτσά. Έχω δουλειά εκεί. Με περιμένουν άνθρωποι μου. Θέλω να συναντήσω εκεί κι ένα φίλο μου γιατρό απ’ τα Εφτάνησα. Μάταια προσπάθησε να τον πείσει ο Τσακάλωφ να πάνε στη Μάνη που δεν υπήρχαν τούρκικες αρχές. Με κανέναν τρόπο δε δεχόταν. Ο Τσακάλωφ με το Δημητρόπουλο μπήκαν σε μεγάλες υποψίες. Τι τάχα γύρευε στην Τριπολιτσά, στην έδρα του βαλή του Μωριά; Να σκόπευε άραγε να προδώσει; Ίσως και να φανταζότανε πως εκεί, στο κέντρο του Μωριά, ζωντανό μεγάλο κέντρο και φωλιά φιλικών, πως θα μπορούσε καλύτερα να υπηρετήσει τα παράλογα σχέδια του. Ποιος όμως μπορούσε να κοιμάται ήσυχος με το Γαλάτη στην Τρίπολη, κοντά στον Τούρκο πασά;
-Νικόλα, του λέει το άλλο πρωί ο Τσακάλωφ, πού όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι με το Δημητρόπουλο είχαν πάρει τη φρικτή απόφαση να τον αφανίσουν, άειντε να γίνει το χατήρι σου. Ετοιμάσου να φύγουμε για την Τριπολιτσά.
Μπήκαν και οι τρεις σ’ ένα καΐκι και πέρασαν αντίκρυ στην Ερμιόνη.
-Εδώ παρακάτω, λέει ο Τσακάλωφ, βρίσκονται κάτι σπουδαία αρχαία. Μια και βρεθήκαμε ως εδώ, δεν πάμε να τα ιδούμε;
Ανυποψίαστος ο Γαλάτης δεν έφερε αντίρρηση.
Ξεκίνησαν. Ανηφόρισαν σε ένα μικρό λόφο και κατηφόρησαν σε μια έρημη κοιλάδα. Ο Τσακάλωφ ερεύνησε με τη ματιά του όλο το γύρω τόπο. Διεπίστωσε απόλυτη ερημιά. Φτάνουν στο στένεμα που το λένε Φλάμουρα. Μπροστά πήγαινε ο Τσακάλωφ με το Γαλάτη και πίσω ερχόταν ο Δημητρόπουλος. Σε μια στιγμή κοντοστέκεται ο Τσακάλωφ και κάνει νεύμα στο Δημητρόπουλο πως ήρθε η ώρα. Ο Δημητρόπουλος τραβάει απ’ τη μέση του την πιστόλα και την αδειάζει πισώπλατα στο Γαλάτη. Το μολύβι αστόχησε και πέρασε ξυστά στον ώμο του Γαλάτη. Κάτωχρος ο Γαλάτης τραβά το σπαθί του και είναι έτοιμος να ριχτεί στο Δημητρόπουλο. Εκείνος όμως έχει ξαναγεμίσει την πιστόλα του. Δίνει ένα σάλτο ο Γαλάτης και κρύβεται πίσω από κάτι πέτρες.
-Χτύπα ξανά, Δημητρόπουλε, φωνάζει ο Τσακάλωφ.
-Έλεος! Λυπηθείτε με! Θανάση, αδερφέ μου, γιατί;
Ο Δημητρόπουλος στο μεταξύ τον ζύγωσε. Τον σημάδεψε στο κούτελο και τράβηξε τη σκανδάλη. Τώρα η πιστόλα δεν αστόχησε. Βρήκε το Γαλάτη στο λαιμό.
-Αχ! Μ’ εφάγατε! Ψιθύρισε κι έπεσε κάτω.
Ο Δημητρόπουλος τον πλησίασε ξανά και άδειασε πάλι την πιστόλα του στο κορμί του Γαλάτη που σφάδαζε. Και ύστερα στάθηκε από πάνω του με τα μάτια πνιγμένα στα δάκρυα και κοιτάζοντας τον:
«Ω δυστυχή άνθρωπε! λέει. Τα δάκρυα μου είναι ο μάρτυς της καρδιάς μου, ότι σ’ ελυπουμην, αλλά πως άλλως ήτο δυνατόν να γλιτώσουμεν από την ανοικονόμητον κακίαν σου;»
Το κουφάρι του έμεινε αρκετές ώρες εκεί ώσπου το βρήκαν οι Τούρκοι. Έγιναν ανακρίσεις και μαθεύτηκε πως μαζί με το σκοτωμένο κυκλοφορούσαν κείνη τη μέρα στην Ερμιόνη άλλοι δύο Γραικοί που τους είδαν να τραβούν κατά τη Μάνη. Ο βαλής του Μωριά έβαλε πρόστιμο σ’ όλη την περιφέρεια για το φονικό, μα δε βγήκε τίποτα. Ο Τσακάλωφ με το Δημητρόπουλο έφτασαν στη Μάνη απείραχτοι.

Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του παράξενου αυτού φιλικού, του Γαλάτη. Ήταν προδότης; Δύσκολα μπορεί κανείς να το πει με βεβαιότητα, γιατί δεν υπάρχει πράξη προδοσίας. Ούτε την πρόθεση έχει κανείς αποδειγμένη. Ο Νέγρης τον αποκαλούσε στις επιστολές του «τέρας». Το σίγουρο είναι πως ήταν ένας μεγάλος κίνδυνος για τη Φιλική Εταιρία. Γι’ αυτό, αν δεν ήταν υψηλός ο σκοπός και μεγάλη η αγωνία να τον πετύχουν οι φιλικοί, δε θα μπορούσαν ολόκληροι ωκεανοί να ξεπλύνουν το αίμα του από τα χέρια των αδελφών του που τον σκότωσαν σα σκυλί. Θα ήταν και ασυγχώρητη η δειλία της Αρχής ν’ αφήσει να κιντυνέψει η ελευθερία του σκλαβωμένου έθνους από έναν τυχοδιώκτη. «Απεφάσισαν, υπέρ της σωτηρίας των πολλών, να θυσιάσουν έναν», όπως γράφει ο Ξάνθος.

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.