Μια ομάδα μεταναστών στην Πατρίδα! Ηρθαν από τη Φοινίκη της Αριζόνας. Ο κ. Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Αμερική. Πολύ νέοι οι γονείς, ο Γιάννης και η Νικη Π., ακολουθώντας την ανάγκη-συνήθεια του τόπου, αφήνοντας με πόνο τα αδέλφια, τη μάνα, τον πατέρα, ξενιτεύτηκαν για να εργαστούν, να δημιουργηθούν και να ξαναγυρίσουν.
Κοντεύουν τώρα κάπου επτά δεκαετίες… Μα η σκληρή ζωη με τούς μόχθους, τούς πολέμους και τούς αποκλεισμούς, μια μόνο φορά τούς άφησε να φτάσουν ως την Αθήνα.
Ευτυχώς που στην ξένη χώρα είχαν κι άλλους συγγενείς. Λειτουργούσε λίγες ώρες ένα Σχολείο για τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας κι είχαν προπάντων καλόχτιστη, όμορφη την Ορθόδοξη Εκκλησία τους. Εκεί αντάμωναν την Κυριακή, στις μεγάλες εθνικές γιορτές, στις βαπτίσεις και τούς γάμους. Εκεί έπαιρναν δύναμη, απόθεταν τούς πόνους, δυνάμωνε η πίστη, γέμιζε η ψυχή παρηγοριά. Εκαναν κάποια πανηγύρια, χόρευαν τούς ελληνικούς χορούς, συνέχιζαν με ακρίβεια τα έθιμά τους. Ζωντάνευε η νοσταλγία να αξιωθούν να γυρίσουν κάποτε στη δική τους γη, έστω προσκυνητές.
Κι αν έφευγε κάποιος από αυτή τη ζωη, ο ναός γέμιζε κόσμο. Η είδηση έφτανε γρήγορα στη Νεα Υόρκη, στο Γούστερ, στη Βοστώνη, όπου συγγενείς και συμπατριώτες, κι έρχονταν με αληθινό πόνο, με ολόψυχη συμμετοχή για να συνοδεύσουν στο δικό τους νεκροταφείο, που είχαν αγοράσει οι Ελληνες της Δρόπολης της Β. Ηπείρου, ώστε να είναι κι εκεί μαζί, μια και οι κακοί καιροί τούς χώρισαν από την Πατρίδα. Ετσι πριν μερικά χρόνια κηδεύτηκαν και οι γονείς του Αλέξανδρου από το όμορφο χωριό του Αργυροκάστρου.
Αγωνίστηκαν, δημιουργήθηκαν, έκαναν καλή οικογένεια κι έφυγαν να αναπαυθούν στην αιώνια Πατρίδα, χωρίς να επιστρέψουν ποτέ στο πατρικό τους σπίτι.
……………………..
Τελος Ιουλίου 2006 στην Ελλάδα.
— Από το τάδε ξενοδοχείο, σας ζητάει ο κ. Αλέξανδρος Π.
Παρόμοια τηλεφωνήματα πολλά. Ενας κατάλογος με θείους, ξαδέλφια, στην πρωτεύουσα, στην Ηπειρο, στούς τόπους των γονιών.
— Είμαι ο Αλέξανδρος, ο γιός του θείου σας, του Γιάννη Π. Είμαστε με ένα «γκρούπ» Ελλήνων από τη Βορειο Ηπειρο. Ευρίσκομαι με τη γυναίκα μου, τη μια κόρη και το παιδάκι της.
Αλλοτε θα ρθουν με τις οικογένειές τους και τ’ άλλα τέσσερα παιδιά μας. Θελουν όλοι να γνωρίσουν τούς συγγενείς μας, να πάμε στον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας και η μάνα μας.
Ο,τι ακολούθησε στην Αθήνα, στα Γιάννενα, στ’ Αργυρόκαστρο, στούς Αγίους Σαράντα, στη Δούβιανη, ήταν συγκλονιστικό. Χαρές και δάκρυα.
Το μικρό εγγονάκι κοίταζε απορημένο. Δεν ήξερε τη γλώσσα. Λιγα καταλάβαινε και η Αμερικανίδα γυναίκα του. Συμμετείχε εγκάρδια η κόρη. Επιανε τα δρώμενα. Συγκίνηση, ενθουσιασμός, κλάμα…
Ηταν φανερό πως δεν είχαν έλθει για τουρισμό. Οι γονείς τους, όπως οι παλαιότεροι απόδημοι Ελληνες, όπου πήγαιναν δημιουργούσαν νέες πατρίδες, εστίες ζωντανού Ελληνισμού. Κρατούσαν άσβηστη τη φλόγα της πίστης, δεν απολησμονούσαν, όσο ψηλά κι αν έφταναν, την πατρική γη, τούς γέροντες γονείς, τούς συγγενείς. Κι άφηναν κληρονομιά στα παιδιά τους, την αγάπη στην Ελλάδα και την Ορθοδοξία.
Το έδειξε και ο κ. Αλέξανδρος.
Πριν φθάσει ακόμα στο χωριό του πατέρα του, είχε ειδοποιηθεί να είναι στην εκκλησία ευλαβής ιερέας από τους Αγίους Σαράντα. Ερχονταν εκεί συγγενείς και φίλοι να τούς υποδεχτούν.
Προσκύνησαν με σεβασμό τις άγιες εικόνες.
Ηξεραν πως η εκκλησία είχε γίνει στάβλος στο κομμουνιστικό καθεστώς και ρωτούσαν… Επειτα έψαλαν ύμνους στην Παναγία. Που τούς είχαν μάθει τόσο καλά;
Ολη η μικρή πομπή, με τον ιερέα πρώτο, που κρατούσε χαρτιά και το θυμιατήρι, προχώρησε πίσω από την εκκλησία του Αγίου Βλασίου, στο κοιμητήριο.
— Στου πάππου και της γιαγιάς το μνήμα να πάμε πρώτα, είπε ο κ. Αλέξανδρος• «Ματθαίος και Αικατερίνη». Επειτα είχε κατάσταση.
— Να πάμε στης θείας Ολγας τον τάφο, του θείου Θανάση, της θείας Αμαλίας…, του…, του…
Τετοιες επιμνημόσυνες δεήσεις σε τέτοιους τόπους, με τέτοια ιστορία, από τρίτη γενιά μεταναστών, έχουν άλλη διάσταση, κρύβουν τη μυστική δύναμη της ελληνικής ψυχής, που ζη και ζη!
Η τελευταία δέηση έγινε στο μνημείο του « Αγνωστου Ελληνα στρατιώτη» που βρέθηκε εκεί κοντά νεκρός, μέσα στα χιόνια, όταν το 1940 ήρθαν στον τόπο οι Ελληνες ελευθερωτές.
Φαίνεται πως αυτή την ιστορία την είχε ακούσει κι ο μικρός εγγονός, γι’ αυτό και στάθηκε μπροστά απ’ όλους στο μνημείο, κι εκεί που δεν είχε πει ούτε λέξη ως τότε στα ελληνικά, έψαλλε με την καθαρή φωνούλα του δυνατά μαζί με τούς άλλους τον εθνικό μας ύμνο. Σαν να έλεγε στούς ήρωες το μικρό Ελληνοαμερικανάκι: Δεν πήγε χαμένη η θυσία σας. Το ξέρουμε κι εμείς από τόσο μακριά. Και σκόρπισε ελπίδα η αγνή παιδική φωνή στο βορειοηπειρωτικό αγέρα• «Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά!…».
Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Ιανουαρίου 2007.