Διπλωματικές αποστολές στην Ελλάδα το 1941 – Άντονι Μπήβορ.

Τον Ιανουάριο του 1941, αφού οι Έλληνες ενίσχυσαν τον στρατό τους στην Αλβανία, τους απέμειναν τέσσερεις, μειωμένης σύνθεσης, μεραρχίες στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Ο αρχηγός του Επιτελείου, στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, είχε την ελπίδα ότι μια συμμαχία με τη Γιουγκοσλαβία θα καθιστούσε τα στρατεύματά του ικανά να συντρίψουν τους Ιταλούς με μια κίνηση λαβίδας, έτσι ώστε να μπορούν να αναπτυχθούν οι μεραρχίες του, σε περίπτωση που θα αυξανόταν η γερμανική απειλή από τη Ρουμανία. Ο Παπάγος, υπό τη στενή εποπτεία του Ιωάννη Μεταξά, είχε χειριστεί με τρόπο αποφασιστικό την προέλαση στα αλβανικά εδάφη, το πείσμα του όμως να νικήσει τους Ιταλούς έγινε εμμονή, κάτι που θα απέβαινε καταστροφικό.
Σε αυτή χη φάση, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση του αντιβασιλιά πρίγκιπα Παύλου ήταν αβέβαιος σύμμαχος. Οι στρατιές του Άξονα και των Συμμάχων του, βρίσκονταν παρατεταγμένες στα σύνορα των έξι από τις επτά χώρες που συνόρευαν με τη Γιουγκοσλαβία, δηλαδή: στην Ιταλία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία και αργότερα στην Αλβανία. Ο πρίγκιπας Παύλος, τον οποίο ο Τσώρτσιλ θα αποκαλούσε αργότερα «Πρίγκιπα Παράλυτο», ενέδιδε στις πιέσεις του Χίτλερ να υπογράψει το Τριμερές Σύμφωνο. Παρά τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών για το αντίθετο, η Συνθήκη στην ουσία έκανε σχεδόν βεβαία μια εισβολή στην Ελλάδα, μέσω του δικτύου των γιουγκοσλαβικών σιδηροδρόμων. Οι μόνοι στους οποίους μπορούσε να στραφεί η ελληνική κυβέρνηση για βοήθεια, ήταν οι Βρετανοί, ενώ παράλληλα ο Μεταξάς συνέχιζε την πολιτική της μη πρόκλησης προς τη Γερμανία. Δεν γνώριζε τις προθέσεις του Χίτλερ, κάτι που ο Τσώρτσιλ γνώριζε πολύ καλά.
Στις 10 Ιανουαρίου του 1941 ο Βρετανός πρωθυπουργός επιβεβαίωσε τις πληροφορίες που είχε για το γεγονός ότι η συγκέντρωση γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για την Ελλάδα. Αυτό είχε γίνει δυνατόν έπειτα από αποκωδικοποίηση γερμανικών σημάτων από το Μπλέτσλεϊ Παρκ, μια πηγή πληροφοριών την οποία αργότερα θα ονόμαζαν «Ultra». Ήταν η ίδια ημέρα που ο Χίτλερ αποφάσισε να στείλει στρατό στη Λιβύη για να υποστηρίξει τους Ιταλούς και που η αεροπορική δύναμη Χ, η οποία μόλις είχε φθάσει στη Σικελία, θα βομβάρδιζε το αεροπλανοφόρο HMS «Illustrious». Χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε να γίνουν αμέσως σχέδια για μια πιθανή αποστολή εκστρατευτικού σώματος στα ηπειρωτικά της Ελλάδας.
Ο γενικός διοικητής των στρατευμάτων της Μέσης Ανατολής, στρατηγός σερ Αρτσιμπαλντ Γουέιβελ, ανησυχούσε λιγότερο. Σε έναν καταιγισμό σημάτων, μεταξύ Καϊρου και Λονδίνου, υποστήριξε ότι οι Γερμανοί, κατά κύριο λόγο, επιδίδονταν σε έναν «πόλεμο νεύρων». Όταν μάλιστα επέστρεψε και ο στρατηγός Χέιγουντ από την Αθήνα την ίδια ημέρα, και του είπε ότι η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ότι οι Γερμανοί προσπαθούσαν να «προειδοποιήσουν τους Ρώσους και εμάς να μην εμπλακούμε στα Βαλκάνια», θεώρησε ότι δικαιωνόταν. Οι αρχηγοί των Επιτελείων όμως του κατέστησαν σαφές ότι υπήρχε εντολή από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ να συμμορφωθεί: «Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος αποφάσισε ότι είναι ζωτικής σημασίας η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βοήθεια προς τους Έλληνες».
Ο Γουέιβελ, τρεις ημέρες μετά, πήγε στην Αθήνα αεροπορικώς με πολιτική περιβολή και είχε συναντήσεις με τον βασιλιά Γεώργιο Β’, τον στρατηγό Παπάγο και τον Μεταξά. Ο τελευταίος ήθελε να εμποδίσει την αποστολή μιας συμβολικής βρετανικής δύναμης, η οποία αφ’ ενός θα έδινε στους Γερμανούς την πρόφαση να εισβάλουν και αφ’ ετέρου θα μπορούσε να τους σταματήσει. Ο στρατηγός Παπάγος, έχοντας λάβει σχετικές οδηγίες από τον Μεταξά, δήλωσε ότι θα ήταν σκόπιμη η άμεση ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα από εννέα μεραρχίες με ανάλογη αεροπορική κάλυψη. Ο Γουέιβελ απάντησε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Δεν θα μπορούσε να διαθέσει περισσότερες από δύο ή τρεις μεραρχίες. Ο Μεταξάς απάντησε ότι μια τέτοια δύναμη θα ήταν ολωσδιόλου ανεπαρκής, ενώ η αποστολή ενός κλιμακίου εμπροσθοφυλακής πυροβολικού, όπως πρότεινε ο
Γουέιβελ, το μόνο που θα προσέφερε θα ήταν να δώσει στους Γερμανούς πρόφαση να επιτεθούν. Αργότερα ο Παπάγος υποστήριξε ότι είχε πει πως καλύτερα οι βρετανικές μεραρχίες να αναπτύσσονταν στη Βόρεια Αφρική.
Ο Γουέιβελ, προτού φύγει αεροπορικώς για το Κάιρο, επανέλαβε την πρόταση του για το κλιμάκιο εμπροσθοφυλακής. Αν και είχε ακολουθήσει κατά γράμμα τις εντολές τις οποίες είχε λάβει από το Λονδίνο, ο ίδιος δέχθηκε με ικανοποίηση την άρνηση των Ελλήνων για τέτοιας μορφής βοήθεια, δεδομένου ότι οι δυνάμεις του στρατηγού Ο’ Κόνορ προωθούνταν στη Λιβύη. Στο Λονδίνο οι αρχηγοί των Επιτελείων, το υπουργείο Πολέμου αλλά και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ «αναστέναξαν με ανακούφιση». Τον Τσώρτσιλ, όμως, τον απασχολούσαν και θέματα ευρύτερης πολιτικής σημασίας. Η γερμανική προπαγάνδα κατηγορούσε συνεχώς τη Βρετανία ότι εγκατέλειπε τους Συμμάχους της και έβαζε άλλους να πολεμούν στη θέση της. Αυτός ο ισχυρισμός χρησιμοποιήθηκε πολύ, ιδιαίτερα όταν «ο Γουίνστον θεώρησε ότι θα έπρεπε να επηρεάσει τους Αμερικανούς».
Οι υποκλοπές των μηνυμάτων μέσω του «Ultra» συνέχιζαν να καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της γερμανικής απειλής από τη Ρουμανία. Ο Τσώρτσιλ, του οποίου η άποψη για το αν θα έπρεπε να στείλουν ένα εκστρατευτικό σώμα ή όχι άλλαζε συχνά, αρνήθηκε να αποδεχθεί την αιτιολογία του Γουέιβελ ότι μια βοήθεια στην Ελλάδα θα ήταν ένα «επικίνδυνο ημίμετρο». Η σκέψη του ήταν προσηλωμένη στο γεγονός ότι η διοίκηση της Μέσης Ανατολής είχε μια δύναμη 300.000 σιτιζομένων. Δεν πίστευε ότι από μια τέτοια δύναμη μπορούσαν να διατεθούν μόνο τόσο λίγοι άνδρες για την πρώτη γραμμή. Ένα από τα μέλη του υπουργείου Πολέμου θα δήλωνε αργότερα ότι ο Τσώρτσιλ «αν και κατά κάποιον τρόπο ήταν ενήμερος για τις σύγχρονες εξελίξεις, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναφέρει αριθμούς για σπαθιά και ξιφολόγχες».

Στις 29 Ιανουαρίου του 1941, μετά τον θάνατο του Μεταξά, η γερμανική προπαγάνδα υποστήριξε ότι πέθανε από δηλητηρίαση, έπειτα από κάποιο δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν του ο υπασπιστής του Γουέιβελ, ο Πίτερ Κόατς, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» πριν από δύο εβδομάδες. Ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κορυζής, δεν ήταν επαγγελματίας πολιτικός αλλά τραπεζίτης, και δεν διέθετε την ακλόνητη βεβαιότητα του προκατόχου του. Η κυβέρνηση του σύντομα αποσαφήνισε ότι επιθυμούσε την όποια βρετανική βοήθεια.
Ο Τσώρτσιλ, εμπνευσμένος από το γεγονός ότι ο νησιωτικός λαός του είχε κατά καιρούς δημιουργήσει, σε διάφορες εποχές, συμμαχίες εναντίον αυταρχικών δυνάμεων, δέχθηκε αυτό ως έναυσμα για να συνάψει ένα βαλκανικό σύμφωνο μεταξύ της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν και ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου, σερ Τζον Ντιλ, αναχώρησαν στις 12 Φεβρουαρίου για το Κάιρο, την ίδια ημέρα που ο Ρόμελ κατέφθανε στην Τρίπολη. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης τους, ο στρατηγός Γουέι¬βελ αποδέχθηκε το σοβαρό καθήκον απέναντι στην Ελλάδα και υπολόγισε τις κατακερματισμένες δυνάμεις του.
Ενδεχομένως ο Γουέιβελ να είχε περισσότερη ανάγκη από αξιόπιστη πληροφόρηση παρά από στρατεύματα. Δυστυχώς ο Χέιγουντ έκανε αισιόδοξες αναφορές για τη μαχητική ικανότητα του Ελληνικού Στρατού, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Λες και επαναλαμβανόταν η πλάνη του για τον γαλλικό στρατό. Η εκτίμηση όμως του Μπλουντ υπήρξε πιο αντικειμενική. Γνώριζε ότι παρά την αξιοθαύμαστη αντίσταση που είχε επιδείξει εναντίον των Ιταλών, γεγονός το οποίο είχε κοστίσει ακριβά σε έμψυχο υλικό και εξοπλισμό, ο Ελληνικός Στρατός δεν είχε καμία ελπίδα εναντίον των γερμανικών τεθωρακισμένων, με τη συντριπτική αεροπορική υποστήριξη. Μετά τον θάνατο του Μεταξά άρχισαν να εντείνονται οι υφέρπουσες πολιτικές εντάσεις μεταξύ των ισχυρών ακόμη, μεταξικών αξιωματικών και των βενιζελικών, οι οποίοι είχαν παραγκωνισθεί από το καθεστώς.
Τελικά επικράτησε η άποψη του Χέι¬γουντ, κατά κύριο λόγο, επειδή ο Τσώρτσιλ επιθυμούσε διακαώς ευχάριστες ειδήσεις. Έτσι κι αλλιώς υπήρχαν ακόμη θετικές εξελίξεις από το μέτωπο στις οποίες μπορούσε να στηρίζεται. Στις 13 Φεβρουαρίου ανανεώθηκαν οι ελληνικές επιθετικές ενέργειες. Η Μεραρχία Κρητών επιτέθηκε βορειοδυτικά του όρους Τρεμπεσίνα και για άλλη μια φορά απώθησε τους Ιταλούς. Δύο ημέρες αργότερα κατέλαβε τη διάβαση Μετζγκόρανη και το όρος Σεντέλι. Σύντομα όμως οι επιχειρήσεις διακόπηκαν εξαιτίας πυκνών χιονοπτώσεων. Πολλοί παρατηρητές πίστευαν ότι αν δεν υπήρχε αυτό το εμπόδιο, οι Έλληνες θα είχαν καταλάβει το λιμάνι της Αυλώνας, πράγμα που ενδεχομένως να προκαλούσε και την κατάρρευση του ιταλικού μετώπου. Άλλοι πάλι δεν ήταν τόσο βέβαιοι γι’ αυτό. Οι Έλληνες δεν διέθεταν ούτε εφόδια ούτε μεταφορικά μέσα, τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν μια τέτοια προώθηση.
Ο πόλεμος όμως από αέρος δεν μειώθηκε παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Στις 28 Φεβρουαρίου έγινε η πιο επιτυχημένη επιδρομή της RAF κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Δύο σμήνη, το ένα από τα οποία αποτελείτο από «Χαρικέιν» και το άλλο από «Γκλαντιέιτορ», κατέρριψαν μέσα σε μιάμιση ώρα 27 ιταλικά αεροσκάφη πάνω από το αλβανικό μέτωπο. Η νίκη αυτή μετρίασε κάπως τα σχόλια των Ελλήνων για την άρνηση της RAF να παράσχει αεροπορική υποστήριξη στις επίγειες δυνάμεις. Σε αυτή όμως τη φάση του πολέμου, τέτοια κριτική στη RAF ασκούσε και ο βρετανικός στρατός. Τη θεωρούσε ως ένα αμιγώς στρατηγικό όπλο.
Τις ημέρες εκείνες η αντικατασκοπεία ενημέρωσε την ελληνική πλευρά ότι οι Ιταλοί, που είχαν συνέλθει, ανασυντάσσονταν ώστε να εξαπολύσουν μια μεγάλη αντεπίθεση. Αυτό έγινε τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου, όταν 12 ιταλικές μεραρχίες αναπτύχθηκαν μεταξύ των ποταμών Άψου και Αώου, απέναντι στις τέσσερεις μεραρχίες που υπερασπίζονταν το ελληνικό μέτωπο.
Ο Μουσολίνι, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η σχεδιαζόμενη γερμανική εισβολή θα ντρόπιαζε τον στρατό του, διέταξε επίθεση «ανεξαρτήτως απωλειών». Την εβδομάδα που ακολούθησε οι Κρητικοί, ειδικά, διακρίθηκαν, προξενώντας βαριές απώλειες στον εχθρό. Η σκοπευτική τους δεινότητα, για την οποία ήταν εξαιρετικά περήφανοι, θεωρείτο κορυφαία στον Ελληνικό Στρατό. Μέσα σε 10 ημέρες η μεγάλη ιταλική αντεπίθεση έσβησε, αλλά ως τότε η κατάσταση στα Βαλκάνια και σε όλη τη Μέση Ανατολή είχε αλλάξει. Οι δυνάμεις του Μουσολίνι κατέληξαν να γίνουν κάτι εντελώς αμελητέο.
Στις 16 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Αφρική, κοντά στη Συρτή, οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ Γερμανών και Βρετανών. Ο Τσώρτσιλ, τέσσερεις ημέρες μετά, αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που εγκυμονούσε η διασπορά των δυνάμεων, έστειλε το εξής μήνυμα στους Ήντεν, Ντιλ και Γουέιβελ στο Κάϊρο: «Μη θεωρείτε ότι είστε υποχρεωμένοι να διεξαγάγετε επιχειρήσεις στα ελληνικά εδάφη, αν αντιλαμβάνεστε ότι μπορεί να καταλήξουν σαν το φιάσκο στη Νορβηγία». Ωστόσο ο Ήντεν, όπως διαπίστωσαν σύντομα οι στρατηγοί, δεν θα παρεξέκλινε της πορείας του.
Ο Τσώρτσιλ, με το έντονο και συχνά συναισθηματικά φορτισμένο αίσθημα πίστης που έτρεφε προς τους Έλληνες και τον βασιλιά τους, επιθυμούσε να τους βοηθήσει πάση θυσία. Από την άλλη όμως ήθελε οπωσδήποτε να έχει σαφείς πληροφορίες από τους επιτόπου ανώτερους αξιωματικούς του, αν και είχε παραχωρήσει στον Ηντεν, προτού αναχωρήσει από το Λονδίνο, πλήρη πρωτοβουλία στη διαχείριση πολιτικών και στρατιωτικών θεμάτων. Αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να πείσει τους Ντιλ και Γουέιβελ ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από την υποστήριξη της γραμμής για την οποία αποφάσιζε ο υπουργός Εξωτερικών. Ο Ήντεν είχε ερωτευτεί την ιδέα να αιφνιδιάσει τον κόσμο με μια συμμαχία, σαν coup de theatre (μεγαλειώδη κίνηση εντυπωσιασμού), κάτι που λάτρευαν οι διπλωμάτες. Αλλά όπως και του Τσώρτσιλ, ο οποίος μετρούσε «σπαθιά και ξιφολόγχες», οι τέτοιου είδους αυταπάτες του ανήκαν σε άλλες εποχές.
Με δεδομένο τον μη σύγχρονο οπλισμό του γιουγκοσλαβικού και του τουρκικού στρατού και της αεροπορίας, μια βαλκανική συμμαχία δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από μια χειρονομία. Ο Γουέι¬βελ ήταν αντίθετος με τα σχέδια του Ήντεν για τη συμμετοχή των Τούρκων. Ήταν και η μόνη φορά που μίλησε ξεκάθαρα για το θέμα. Δικαιολογημένα υποστήριξε ότι μια τουρκική ήττα και ενδεχόμενη κατάληψη των Δαρδανελλίων από τους Γερμανούς, θα ήταν καταστροφική. Ευτυχώς οι Τούρκοι, σωστά διαβλέποντας, δεν δέχτηκαν να παρασυρθούν σε αυτό το παραπλανητικό σχέδιο. Εκτός από τα συγκεντρωμένα, στη Ρουμανία, γερμανικά στρατεύματα, φοβούνταν μήπως ο παραδοσιακός τους εχθρός, η Ρωσία, η οποία ακόμη ήταν σύμμαχος του Χίτλερ, επαναλάμβανε και εναντίον τους το πισώπλατο μαχαίρωμα της Πολωνίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου ο Ήντεν κατέφθασε αεροπορικώς στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τους Ντιλ, Γουέιβελ και τον αντιπτέραρχο Λόνγκμορ, τον ανώτερο αξιωματικό της RAF στη Μέση Ανατολή. Πριν από την πρώτη συνάντηση στο ανάκτορο του Τατοϊου, η ελληνική κυβέρνηση, με την ενθάρρυνση του βασιλιά, δήλωσε την αποφασιστικότητα της να αντισταθεί στους Γερμανούς, είτε βοηθούσαν οι Βρετανοί είτε όχι. Οι Βρετανοί, όχι μόνο εντυπωσιάστηκαν αλλά και συγκινήθηκαν από τη γενναιότητα των Ελλήνων. Συμφώνησαν όταν ο στρατηγός Παπάγος δήλωσε ότι μια προκεχωρημένη άμυνα στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία ήταν πρακτικά μη εφαρμόσιμη. Είπε, επίσης, ότι ο κύριος όγκος τον ελληνικών δυνάμεων έπρεπε να συμπτυχθεί πιο πίσω, στην προτεινόμενη τοποθεσία του Αλιάκμονα, που περνούσε από τη βόρεια πλευρά του Ολύμπου και μετά συνέχιζε προς τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, κατά μήκος της περιοχής του Βερμίου. Η ασφάλεια της αριστερής πτέρυγας του στρατεύματος της προωθημένης μέχρι τη Διάδρομή του Μοναστηρίου, εξαρτιόταν απόλυτα από το πόσο θα κρατούσε τους Γερμανούς ο γιουγκοσλαβικός στρατός.
Ο Ήντεν, ενθουσιασμένος όσο ποτέ στην προοπτική μιας βαλκανικής συμμαχίας, υποσχέθηκε στους Έλληνες «υπέρογκη βοήθεια», διογκώνοντας τον αριθμό των διαθέσιμων δυνάμεων που του είχε δοθεί στην ενημέρωση του από το Επιτελείο. Ο συνταγματάρχης Φρέντι ντε Γκουίνγκαντ, ο οποίος υπηρετούσε στο Μεικτό Επιτελείο Σχεδιασμού Μέσης Ανατολής, παρακολουθούσε αποκαρδιωμένος τη χωρίς σθένος υποστήριξη του σχεδίου από τον Γουέιβελ. Αυτός, όπως και άλλοι αξιωματικοί, δύσκολα τον συγχώρησαν που δεν μίλησε ειλικρινά. Ο Ντε Γκουίνγκαντ, μετά τη συνάντηση, παρατήρησε πώς ο Ήντεν «καμάρωνε για τον εαυτό του», μπροστά από τη φωτιά, καθώς οι υφιστάμενοι του τον συνέχαιραν για τον διπλωματικό θρίαμβο.
Η στρατιωτική θεώρηση των γεγονότων δεν συνέπιπτε με αυτή του υπουργείου Εξωτερικών. Ο σερ Μάικλ Πάλερετ, λίγο πριν από την έναρξη της κύριας συνεδρίασης, παρέθεσε ένα γεύμα σε στενό κύκλο στον Γουέιβελ, ώστε να τον ενημερώσει καλύτερα για τα προς εξέταση θέματα. Όπως επίσης και για το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του Μεταξά ο βασιλιάς είχε την πραγματική δύναμη να αποφασίσει. Προς μεγάλη έκπληξη του Χάρολντ Κάτσια, ο οποίος ήταν ένας από τους τέσσερεις παρόντες, ο «συνήθως λιγομίλητος Γουέιβελ, έγινε λαλίστατος».
Άρχισε λέγοντας: «Λοιπόν, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν διαφέρει από την Αίγυπτο», και μετά συνέχισε συγκρίνοντας τις αμυντικές δυνατότητες των ελληνικών βουνών, με το υψίπεδο της Κατάρα στην Αφρική. «Οπότε δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε πόσες μεραρχίες απαιτούνται, μια και μόνο ένας συγκεκριμένος αριθμός μπορεί να αναπτυχθεί». Αυτό, όπως και πολλά άλλα εσπευσμένα αισιόδοξα συμπεράσματα, τα οποία επηρέασαν τους πρωταγωνιστές, βασίζονταν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι Γιουγκοσλάβοι ή θα παρέμεναν ουδέτεροι ή θα πολεμούσαν με πείσμα και αποφασιστικότητα, όπως στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εύκολα κανείς συμπεραίνει το γεγονός ότι προσπαθούσαν απελπισμένα, με ταχυδακτυλουργίες, να βγάλουν κάτι θετικό.
Όταν το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση να αποσταλεί ένα εκστρατευτικό σώμα, οι Ήντεν, Ντιλ και Γουέιβελ έφυγαν από την Αθήνα. Τις επόμενες δέκα ημέρες δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ο Ήντεν και ο Ντιλ πήγαν στην Άγκυρα, επιδιώκοντας μια συμμαχία. Το μοναδικό πρόβλημα που απασχολούσε τον Γουέιβελ ήταν πώς θα εξοικονομούσε άνδρες και εφόδια από τις ήδη μισοεξαντλημένες εφεδρείες του. Συνήθης του αναφορά τις ημέρες εκείνες ήταν ένα απόφθεγμα του Γουλφ: «Ο πόλεμος είναι μια επιλογή μεταξύ δυσκολιών». Εν τω μεταξύ, ο Ντε Γκουίνγκαντ είχε αρχίσει μια περιοδεία στη μελλοντική αμυντική τοποθεσία του Αλιάκμονα μεταμφιεσμένος σε δημοσιογράφο, φορώντας ένα δανεικό κοστούμι με κραυγαλέα έντονο καρό σχέδιο.
Το Σάββατο, 1 Μαρτίου, η Βουλγαρία εντάσσεται επίσημα στο Τριμερές Σύμφωνο και το πρωί της Κυριακής η 12η Γερμανική Στρατιά άρχισε να διασχίζει τον Δούναβη από τη Ρουμανία, πάνω σε τρεις πλωτές γέφυρες οι οποίες είχαν συναρμολογηθεί εσπευσμένα από μηχανικούς του στρατού. Οι Ήντεν και Ντιλ κατέφθασαν στην Αθήνα λίγες ώρες μετά. Συναντήθηκαν με τον στρατηγό Χέιγουντ, ο οποίος είχε χειρότερα νέα. Ο στρατηγός Παπάγος δεν είχε διατάξει την υποχώρηση στην τοποθεσία του Αλιάκμονα. Υποστήριξε ότι χωρίς μεταφορικά μέσα δεν υπήρχε χρόνος για την πραγματοποίηση της και ότι εν πάση περιπτώσει, ανέμενε ανταπόκριση από τους Γιουγκοσλάβους σχετικά με την ασφάλεια της αριστερής πλευράς της γραμμής.
Είναι δύσκολο να πούμε κατά πόσο ήταν υπεύθυνος ο Χέιγουντ για την έλλειψη επικοινωνίας, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν άμοιρος ευθυνών. Δεν ήταν το άτομο που θα συμβούλευε αντικειμενικά για την κατάσταση του εξουθενωμένου Ελληνικού Στρατού -πράγμα το οποίο χρειαζόταν οπωσδήποτε ο Γουέιβελ- αλλά και για, πάνω από όλα, τις έμμονες ιδέες του Παπάγου• δηλαδή αφ’ ενός την άρνηση του να υποχωρήσει από τα βουλγαρικά σύνορα και αφ’ ετέρου να σκεφτεί την πιθανότητα της μεταφοράς μεραρχιών από την Αλβανία, ανεξαρτήτως του πόσο μεγάλη θα ήταν η απειλή από τα βορειοανατολικά.
Τις επόμενες δύο ημέρες ο εκνευρισμός των Βρετανών και η πληγωμένη ελληνική υπερηφάνεια μεγάλωναν σε μια σειρά από άκαρπες συναντήσεις που συνεχώς περιστρέφονταν γύρω από το θέμα του ποιος είπε τι στις 22 και στις 23 Φεβρουαρίου. Ο στρατηγός Χέιγουντ, με μια απίστευτη επιπολαιότητα, δεν κράτησε πρακτικά της συνάντησης ώστε να υπογραφούν, μετά το τέλος της, από τα δύο μέρη. Αν και οι ελληνικές μεραρχίες στην Ανατολική Μακεδονία ήταν εντελώς εκτεθειμένες, ο Παπάγος αρνιόταν να τις μετακινήσει. Ο στρατός του δεν διέθετε μεταφορικά μέσα και, τόνιζε, ότι αυτό το γνώριζε πολύ καλά η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή. Ούτως ή άλλως περίμενε να τον ενημερώσουν οι Βρετανοί σχετικά με τις προθέσεις της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, όπως υποστήριζε ότι είχε συμφωνηθεί. Είναι βέβαιο ότι η επιμονή του είχε σχέση με τον φόβο του να εγκαταλείψει τη Θράκη στη βουλγαρική απληστία. Χωρίς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεν θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να πείσουν τους Γιουγκοσλάβους να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό, για το αγαπημένο του σχέδιο για μια κίνηση λαβίδα, εναντίον των Ιταλών στην Αλβανία.
Οποιουσδήποτε λόγους είχε ο Παπάγος και οποιαδήποτε και αν ήταν η αιτία της αρχικής παρεξήγησης, το σχέδιο του Μεικτού Επιτελείου είχε πέσει στο κενό. Επιτεύχθηκε ένας μικρός συμβιβασμός αναφορικά με την τοποθεσία του Αλιάκμονα, κατά κύριο λόγο επειδή ήδη αναχωρούσαν από την Αίγυπτο τα πρώτα οπλιταγωγά. Ο Ήντεν παρομοίασε τις συζητήσεις με «ανατολίτικο παζάρι». Να πώς περιέγραψε τη σκηνή στο ημερολόγιο του ο συνταγματάρχης Τζάσπερ Μπλουντ:
«Οι αντιπρόσωποι μας κάθισαν στο σαλόνι της πρεσβείας. Οι γραμματείς πηγαινοέρχονταν με τηλεγραφήματα. Ο σερ Μάικλ Πάλερετ έπαιζε τον ρόλο του οικοδεσπότη, ο ενοχλημένος βασιλιάς, ο στρατηγός Παπάγος με σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο του, η νεκρική χλομάδα στο πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού και η αγωνία καθώς ο βασιλιάς και οι σύμβουλοι του συσκέπτονταν κεκλεισμένων των θυρών στο γραφείο του πρέσβη. Τα λεπτά περνούσαν και εγώ παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα σαν κάποιος, άσχετος με το θέμα, παρατηρητής. Ήμουν θεατής, με κάθισμα στην πρώτη σειρά, σε ένα θέατρο που λες και παιζόταν μια ελληνική τραγωδία, με πρωτοφανέρωτο πάθος και επιπλέον με το, ενδιαφέρον, γεγονός ότι γνώριζα την υπόθεση, τον συγγραφέα και τους ηθοποιούς».
Ο Μπλουντ είχε προβλέψει από την αρχή το αποτέλεσμα, αλλά από σεβασμό στον πρέσβη του και στην ιεραρχία, δεν είχε αποκαλύψει τις υποψίες του στο Επιτελείο του Γουέιβελ. Ο Πάλερετ ανακάλυψε πόσο συναισθηματικά φορτισμένος ήταν μόνο όταν αποχαιρέτισαν τον Ήντεν και τον Ντιλ στο Φάληρο. Η όλο ηρεμία πρόβλεψη του Μπλουντ για μια πανωλεθρία τον συγκλόνισε βαθιά.
Διοικητής των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας ορίστηκε ο αντιστράτηγος σερ Χένρι Μέτλαντ Γουίλσον, ο οποίος είχε ήδη φθάσει στην Αθήνα. Υποτίθεται μάλιστα ότι είχε φθάσει ινκόγκνιτο, πράγμα εντελώς απίθανο, για τον εύσωμο και καλοκάγαθο αυτόν στρατηγό. Ήταν φαλακρός, στρογγυλοπρόσωπος, με μουστάκι, είχε κυριολεκτικά τον αέρα ενός ηλικιωμένου πολυαγαπημένου θείου της εδουαρδιανής περιόδου.
Ο Γουίλσον και οι ανώτεροι αξιωματικοί του ένιωθαν ότι ο σερ Μάικλ Πάλερετ ήταν υπερβολικά επηρεασμένος από την αγγλοφιλία του Έλληνα βασιλιά και ότι
ακόμη αγνοούσε τη ζοφερή στρατιωτική πραγματικότητα. Έπειτα από έναν πολεμοχαρή λόγο του Πάλερετ, «γεμάτο από την αισιοδοξία του υπουργείου Εξωτερικών», ακούστηκε ο Γουίλσον να λέει: «Δεν ξέρω τίποτα για όλα αυτά, αλλά ήδη ζήτησα να μου στείλουν χάρτες της Πελοποννήσου».
Όπως πολύ σωστά υπέθεσε, τα λιμά¬νια και οι ακτές στον Νότο, σύντομα θα γίνονταν σημεία εκκένωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι αξιωματικοί του στρατεύματος, το οποίο αποτελείτο κυρίως από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους με οπλιταγωγά από την Αλεξάνδρεια προς την Ελλάδα, χωρίς δισταγμό και με αρκετή διάθεση, έβγαλαν να μελετήσουν χάρτες οι οποίοι θα τους βοηθούσαν στον σχεδιασμό των διαδρόμων για την εισβολή μέσω Γιουγκοσλαβίας προς Βιέννη.
Όταν έφθασαν βέβαια βγήκαν από την πλάνη τους, αλλά ούτε και ο Γουίλσον με την απαισιοδοξία του, την οποία όμως εκδήλωνε με εύθυμο τρόπο, γνώριζε ότι το Μεικτό Επιτελείο Σχεδιασμού της Μέσης Ανατολής είχε αρχίσει να καταστρώνει τις λεπτομέρειες της εκκένωσης των βρετανικών στρατευμάτων, μια πρόνοια στην οποία και ο ίδιος είχε ενδώσει με απροθυμία και αποστροφή.
Στο Κάιρο, η τελική απόφαση για την επέμβαση ελήφθη στις 7 Μαρτίου, όταν έφθασε εκεί ο στρατάρχης Γιαν Σματς. Σε μια βραδινή συγκέντρωση που οργάνωσε ο Ήντεν, η αμετακίνητη γραμμή του Σματς ήταν ότι μια υπαναχώρηση την τελευταία στιγμή ήταν αδιανόητη. Η άποψη του αν και, από στρατιωτικής απόψεως, κάθε άλλο παρά καθησυχαστική ήταν, σε στρατιωτικό επίπεδο, αποδεί¬χθηκε πολιτικά πειστική. Ο Ήντεν δέχθηκε την υποστήριξη των θέσεων του με ανακούφιση- άλλωστε η γνώμη του Σματς είχε ιδιαίτερο βάρος στον Τσώρτσιλ.
Το επόμενο βράδυ, όταν έφθασε τελικά η απάντηση από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση -ένα κείμενο διαποτισμένο με υπεκφυγές σε κάθε του φράση- εμφανίστηκε ο Ήντεν με τη συνοδεία του στη διαμονή του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου η οποία είχε θέα στον ιππόδρομο της Γκεζίρα. Έδωσε εντολή να ξυπνήσουν τον Γουέιβελ και τον Ντιλ. Αυτοί κατέβηκαν κάτω φορώντας τις ρομπ ντε σαμπρ τους και κάθισαν δίπλα δίπλα στον καναπέ, παρακολουθώντας τον Ήντεν να βηματίζει πάνω-κάτω καθώς σχεδίαζε το τηλεγράφημα το οποίο θα έστελνε στον Τσώρτσιλ.
Μετά κατέφθασε και ο αντιπτέραρχος Λόνγκμορ, και αυτός ύστερα από πρόσκληση του Ήντεν, και βρήκε εκεί «τους δύο αποκαμωμένους στρατιωτικούς που έμοιαζαν σαν τα αρκουδάκια με τα οποία παίζουν τα παιδιά, να προσπαθούν να δώσουν τη δέουσα προσοχή στην ευγλωττία του υπουργού Εξωτερικών. Κατόπιν τους πήρε ήσυχα ο ύπνος. Όταν δε ο Ήντεν τους ζήτησε να κάνουν κάποιο σχόλιο, ο μόνος ήχος που διέκοπτε την απόλυτη ησυχία ήταν η ανάσα τους».

Από το περιοδικό: ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, ΤΕΥΧΟΣ 546, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.