Η ωραιότερη υπογραφή – Κύπρος, 15 Ιανουαρίου 1950.

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι ομιλία του Κυπριου διδασκάλου Μιχαήλ Φυτίδη, κατά τον εορτασμό της Επετείου του ιστορικού Δημοψηφίσματος, που έγινε στην Κυπρο την 15η Ιανουαρίου 1950 για την Ενωση της Κυπρου με την Ελλάδα. Το Δημοψήφισμα προκήρυξε η τότε Εθναρχούσα Εκκλησία της Κυπρου, επί αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β´.
Ο αείμνηστος Μιχ. Φυτίδης (εκοιμήθη το 1986), ο αγωνιστής δάσκαλος, ο εξαίρετος και αληθινός πατριώτης, ο άνθρωπος με ιερό πάθος προσφοράς, με πλούσια και πολύπλευρη δράση ως διευθυντής Δημοτικών Σχολείων σε διάφορες κοινότητες της Κυπρου επί περίπου 35 χρόνια, ήταν ένας σεμνός και ταπεινός διδάχος, που διακρινόταν για την απεριόριστη αγάπη του στα παιδιά, πρωτοπόρος σε έργα αγάπης και συνειδητός Χριστιανός.
Η ομιλία, που δημοσιεύουμε, περιλαμβάνεται στο βιβλίο « Ο δάσκαλος Μιχαήλ Φυτίδης», εκδ. Θρησκ. Ορθοδ. Ιδρύματος (Θ.Ο.Ι.), « Αγ. Μαμας», Μορφου, Λευκωσία-Κυπρος 2007, και εκφωνήθηκε στο θρησκευτικό Ορθόδοξο Ιδρυμα « Αγ. Μαμας» Μορφου την 15η Ιανουαρίου 1970. Εκφράζει τα μόνιμα αισθήματα και τους πόθους της Κυπρου. Γι αὐτό είναι επίκαιρη, έστω και αν πέρασαν από το 1950, 60 περίπου χρόνια. Το Ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 υπερψηφίστηκε από το 97% των Ελλήνων της Κυπρου. Το υπόλοιπο 3% ήσαν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, στούς οποίους ο δυνάστης απαγόρευσε να εκφράσουν τη γνώμη τους (βλ. περισσότερα• Νικ. Π. Βασιλειάδη, Εθνομάρτυρες του Κυπριακού έπους 1955-1959, εκδ. « Ο Σωτήρ», Αθήναι 1998).
Η Δράσις μας

Η ιστορία που θα σας διαβάσω είναι 100% αληθινή. Το ξέρω καλά αυτό, γιατί ο ήρωας ή μάλλον ο μάρτυρας καλύτερα, αυτής της ιστορίας, ήμουν εγώ ο ίδιος.
Ηταν η εποχή τότες, που όλοι μας εδώ στην Κυπρο, όλοι γενικά, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πλούσιοι και φτωχοί, επίσκοποι κι αρχιεπίσκοποι και παπάδες και δάσκαλοι, και έμποροι και γεωργοί και εργάτες και τεχνίτες, όλοι γενικά είχανε μία ιδέα. Είχανε μία πίστη, είχανε μία εθνική γραμμή.
Στο εθνικό κυπριακό έδαφος ένα μονάχα λουλούδι ήταν βλαστημένο. Και μεγάλωνε, και φούντωνε κι άνθιζε και μοσχοβόλιζε ο τόπος μας. Κι έφτανε η μυρωδιά του ως τα πέρατα του κόσμου. Και γνωρίζανε το νησί μας όλος ο κόσμος, και μας αγαπούσανε για τη μυρωδιά αυτού του λουλουδιού. Ολοι μας το αγαπούσαμε, το λατρεύαμε αυτό το λουλούδι και το φροντίζαμε και το καμαρώναμε. Το όνομά του ήταν «ΕΝΩΣΗ».
Ηταν η εποχή τότες, που εδίδετο η μεγάλη μάχη για την Ενωση της Κυπρου μας με την Μανα μας Ελλάδα. Και μία φάση της μεγάλης αυτής μάχης ήταν και το δημοψήφισμα, που προκήρυξε η Εθναρχούσα Εκκλησία μας. Απ’ την άλλη μεριά όμως, ο ξένος τύραννος, πανίσχυρος, ως κυβέρνηση του τόπου και ως παγκόσμια αυτοκρατορία, και αδίστακτος και σκληρός, έκαμνε το παν, μετεχειρίζετο κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να μην πετύχει το δημοψήφισμα. Κι ένα από τα μέσα αυτά που μεταχειρίστηκε ήταν οι εκβιασμοί και οι πιέσεις, κυρίως προς τις τάξεις των κυβερνητικών υπαλλήλων και των διδασκάλων.

Αλλά ας αφήσουμε την Ιστορία μας να μας τα διηγηθεί, και ελπίζω πως θα μπορέσει να μας μεταφέρει στην εποχή εκείνη, και θα μας βοηθήσει να νιώσουμε το νόημα, το πνεύμα που επικρατούσε τότε και να το συγκρίνουμε με το πνεύμα που — γιατί άραγε; — επικρατεί σήμερα.

Εγκύκλιος προς όλους τους διδασκάλους•

« Επιθυμώ να επιστήσω την προσοχή σας εις το ότι η συμμετοχή των διδασκάλων εις το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου, θα θεωρηθεί ως παράβασις των οδηγιών της Κυβερνήσεως».
Υπογραφή• Διευθυντής της Παιδείας (Σ.Σ. ο τότε Αγγλος διευθυντής Παιδείας στην Κυπρο).

Το αίμα επάγωσε στις καρδιές όλων των δασκάλων, ακόμη και εκείνων, που μέχρι χθες διεκήρυτταν παντού και με υψωμένον τον τόνο της φωνής των, ότι τίποτε δεν θα τους εμποδίσει να υπογράψουν. Ακόμη και εκείνων που κρυμμένοι πίσω από το ανώνυμον μιας Γενικής Συνελεύσεως, εκάλουν δημοσία δια του τύπου όλους τους δασκάλους να τιμήσουν τας παραδόσεις των, να πειθαρχήσουν εις την φωνήν της Εθναρχίας και της Πατρίδος! Και όταν την 7ην Ιανουαρίου επερνούσα από την πρωτεύουσαν δια να μεταβώ εις την μακρυνήν και απόκεντρον έδραν μου, δεν ευρέθη ούτε ένας συνάδελφος, ο οποίος να μου απαντήσει καθαρά και με θάρρος ότι θα περιφρονήσει την προειδοποίησιν του Αγγλου Διευθυντού.

Εξημέρωνεν η 15η Ιανουαρίου 1950, η ημέρα του δημοψηφίσματος και ακόμη μπροστά μου υψώνετο απαιτητικόν αλλά αναπάντητον το ερώτημα• «Τι να κάμω; τι να κάμω;». Να παρακούσω στη φωνή της συνειδήσεώς μου; Ν’ αρνηθώ ολόκληρον το παρελθόν μου; Τοσα χρόνια δάσκαλος και από της έδρας του σχολείου και από του βήματος των Σωματείων και εις τα σπίτια και εις τους δρόμους και εις τα καφενεία και παντού εδίδασκα και έλεγα ότι η ζωη χωρίς ιδανικά δεν έχει καμμίαν αξίαν δια τον άνθρωπον• ότι η ελευθερία είναι το ευγενέστερον, το υψηλότερον ιδανικόν• ότι η δουλεία εκμαυλίζει και εκφυλίζει τους ανθρώπους• ότι πρέπει νά μαστε περήφανοι δια την Ελληνικήν καταγωγήν μας• ότι αξίζει να θυσιάζομεν τα πάντα χάριν της Ελευθερίας• ότι… ότι… Και τώρα; Εις μίαν στιγμήν να αρνηθώ όλον αυτόν τον εαυτόν μου; Μα τότε διατί, όταν ανέφερα τα παραδείγματα της αυτοθυσίας του Λεωνίδα, του Διάκου, του Κυπριανού, εδάκρυζαν τα μάτια μου και ένιωθα τα στήθη μου να φουσκώνουν από εθνικήν υπερηφάνειαν; Μηπως δεν ήμουν παρά ένας άθλιος υποκριτής;

Οχι! όχι! Δεν μπορώ. Πρέπει να πειθαρχήσω εις την φωνήν της Πατρίδος. Η Εθναρχία καλεί όλους τους Ελληνες Κυπρίους. Μηπως εγώ δεν είμαι Ελλην και Κυπριος; Οχι! όχι! Θα υπογράψω, θα υπογράψω.

Ναι… αλλά… τότε απαντούσε μέσα μου η δεύτερη σκέψη συνοφρυωμένη. Τι θα γίνει αν υπογράψω; Είναι φανερόν. Η προειδοποίηση ήτο καθαρά• Παύσις. Σε λίγες ημέρες μια επίσημος επιστολή θα μου αναγγέλλει ότι η διαγωγή μου δεν συμβιβάζεται με τα καθήκοντά μου και ότι οι υπηρεσίες μου τερματίζονται! Εστρεψα και είδα τα δυο μου κοριτσάκια. Εκοιμόντο ακόμη τελείως αμέριμνα. Εις τα αθώα προσωπάκια των ένα χαμόγελο ευτυχίας διεγράφετο. Επέρασε από τα μάτια μου το μέλλον των. Τοσο σκληρόν, τόσο αβέβαιον. Τι θα γίνουν, εάν εγώ μείνω άνεργος; Δεν τους έλειψε τίποτα μέχρι σήμερα. Πως θα μπορέσω να τα βλέπω να στερούνται, να δυστυχούν; Ω Θεε μου, τι μαρτύριον είναι αυτό!! Δια μίαν υπογραφήν, η οποία δεν έχει καμμίαν δύναμιν και από την οποίαν δεν θα προέλθη κανένα αποτέλεσμα, να ριφθώ και να ρίψω εις τους δρόμους τα αδύνατα αυτά πλάσματα;

Και η δεύτερη σκέψη εξακολουθούσε να μου υποβάλλει• Αλλά επί τέλους διατί τόση συγκίνησις; Εάν δεν υπογράψω, μία μόνον ψήφος θα χαθεί από τις 250.000. Και έπειτα η κοινωνία δεν θα με κατηγορήσει, όπως δεν θα κατηγορήσει και όλους τους άλλους δασκάλους και υπαλλήλους, οι οποίοι δεν θα υπογράψουν. Η κοινωνία, μήπως δεν γνωρίζει τα αισθήματά μου, τον πατριωτισμόν μου; Και τότε η συνείδησή μου εφάνη ότι ησύχασεν.

ΩΡΑ 9 π.μ. Η καμπάνα του χωριού έδιδε το σύνθημα• Αρχίζει το δημοψήφισμα. Αρχίζει η μάχη. Οσοι πιστοί… όσοι Ελληνες… Θεε μου! Τι βλέπω από το παράθυρον;

Ολοι οι δρόμοι του χωριού οδηγούν προς την εκκλησίαν. Ολοι οι κάτοικοι, όλο το χωριό. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά. Ζωηροί, περήφανοι, χαρούμενοι. Μα είναι δυνατόν; Μα είναι αλήθεια; Εκείνος ο γέρος ο αγράμματος, που μόλις σέρνεται στα πόδια του, ενδιαφέρεται για την Ενωση; Κι εκείνες οι κοπέλλες, που νόμιζες πως μόνο για τα λούσα ήξεραν να μιλούν, πηγαίνουν να ψηφίσουν; Και η γειτόνισσά μου, η ντροπαλή νοικοκυρά, που άφησε το σπίτι, το μαγείρεμα, το βρέφος και τρέχει τέτοια ώρα; Κι εγώ;… εγώ;…
Το δωμάτιο είναι στενόχωρο πια για μένα. Δεν με χωράει. Πνίγομαι. Θελω αέρα. Η καμπάνα εξακολουθεί. Ως άλλη σάλπιγγα σημαίνει προσκλητήριο. Και όλοι, όλοι τρέχουν πρόθυμοι, πειθαρχημένοι. Παίρνουν τη θέση τους εις την γραμμήν της μάχης και μόνον εγώ ο δάσκαλος, κάνω… μεταβολή. Δεν ξέρω πως βρέθηκα στα χωράφια. Το κρύο ήταν δυνατό. Μα δεν το λογάριαζα. Εβιαζόμουν. Ετρεχα να φύγω μακριά, μακριά. Να μην βλέπω, να μην ακούω. Ο ήχος της καμπάνας με κατεδίωκε. Νομιζα πως διαλαλούσε παντού την προδοσία μου. Νομιζα πως μου φώναζε κι άκουε όλος ο κόσμος• «που πας λιποτάχτη; προδότη;».

—Μπαμπά, το τραπέζι είναι έτοιμο.
—Δεν πεινώ απόψε. Μπορείτε να φάτε.
—Γιατί, μπαμπά; Δεν έφαγες τίποτε σήμερα. Εψίφισες;
— Οχι, παιδί μου.
—Γιατί, μπαμπά; Δεν θέλεις την Ελλάδα; Μπράβο σου! Δεν θα πας στο Συλλογο απόψε;
— Οχι, παιδί μου, νυστάζω. Είμαι λίγο αδιάθετος.
Ενύσταζα• και όμως όλη την νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Ο ήχος της καμπάνας του χωριού δεν με κατεδίωκε τώρα, η φωνή όμως μιας άλλης καμπάνας, την οποία δεν μπορούσα ν’ αποφύγω, όσο μακριά και αν πήγαινα, άρχισε να με ελέγχει αυστηρά, να με παιδεύει, να με βασανίζει. Δεν θα λησμονήσω ποτέ μου την νύχτα εκείνη. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να ήμουν άρρωστος βαριά, να με ψήνει ο πυρετός στο κρεβάτι της αρρώστιας, παρά να είμαι υπόδικος κι υπόλογος σε τέτοιο αυστηρό δικαστή.
Εδειξες μια διαγωγή ελεεινή, ασυγχώρητη «μου έλεγε και μου ξανάλεγε», για την οποίαν θα τιμωρηθείς. Τωρα σκέψου ποιο σκοπό έχεις στη ζωη σου; Να τρως μονάχα; Με ποιο πρόσωπο θ’ αντικρίσεις αύριο τον κόσμο; Και περί τίνος θα του μιλάς; Για τα πλεονεκτήματα της δουλείας; Να χαίρεσαι! Κι αν έρθει, ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος η Ενωση — και θα ρθει πολύ σύντομα — με ποιο δικαίωμα θα τολμήσεις κι εσύ να χαίρεσαι τα αγαθά μιας Ελεύθερης Ελληνικής Κυπρου; Δεν ντρέπεσαι, καϋμένε!!
Η αυγή της Δευτέρας με βρήκε άγρυπνο, να δέρνωμαι στο κρεβάτι. Ημουν ερείπιο κυριολεκτικά. Εγινα συντρίμμια. Εκτύπησα την καμπάνα του σχολείου ενωρίς. Ηλπιζα να βρω κάποια ανακούφιση στη δουλειά. Να ξεχάσω.

—Ποιο είναι το μάθημά μας, παιδιά;
— Η επιστολή του Οδυσσέως Ανδρούτσου προς τους Γαλαξιδιώτες.
—Διάβασε, Κωστα.
«Τι την θέλομεν, αδελφοί μου, την πολυπικραμένην ζωήν του δούλου; Δεν βλέπετε ότι δεν μας απέμεινε τίποτε; Δεν είναι πρέπον να σταυρώσωμεν τας χείρας. Εγώ καθώς γνωρίζετε, ημπορώ να ζήσω λαμπρά με πλούτη και τιμάς και δόξαν. Ο,τι και αν ζητήσω, οι Τούρκοι προθύμως θα μου το δώσουν. Αλλά, σας λέγω την αλήθεια, αδελφοί μου. Δεν θέλω να καλοπερνώ εγώ και το Γενος μου να υποφέρει εις την δουλείαν…».
Εσκυψα πάνω στην έδρα κι έκρυψα το πρόσωπο από ντροπή. Δεν μπορούσα να συνεχίσω το μάθημα. Νομιζα πως ο Ανδρούτσος μιλούσε σε μένα. Μου έκανε μάθημα περί φιλοπατρίας. Τι ήταν ο Ανδρουτσος; Ενας αγράμματος. Και όμως πίστευε σε ιδανικά. Στο βωμό της Πατρίδος και της Ελευθερίας, θυσίαζε και πλούτη και τιμές και δόξες και κάθε είδους καλοπέραση και τη ζωη του ακόμη. Ενώ εγώ, ο μορφωμένος, ο δάσκαλος, τι προτιμούσα;…

Η αγωνία μου κορυφώθηκε. Η αναπνοή μου έγινε δύσκολη. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Οι μαθητές σιωπούσαν. Δεν μπορούσαν ασφαλώς να εξηγήσουν την παράξενη στάση μου. Μια πάλη γινόταν μέσα μου. Το καθήκον, η τιμή, η αξιοπρέπειά μου επαναστάτησαν. Και …νίκησαν ευτυχώς. Εσήκωσα αποφασιστικά το κεφάλι.

— Ελα δώ, μικρέ. Τρέξε στο σπίτι του παπά και να του πης, ότι τον παρακαλώ να έρθει μια στιγμή που τον θέλω.
Σε λίγο κατέφθανε βιαστικός ο αγαθότατος Λευίτης.
—Παπά μου, θέλω να υπογράψω κι εγώ το δημοψήφισμα.
—Μετά χαράς, κύριε δάσκαλε. Μονο εσύ έμεινες. Ολοι με ρωτούν, αν υπέγραψε ο δάσκαλός μας. Εχω μαζί μου τα χαρτιά, γιατί ήμουν έτοιμος να τα πάρω στην Αρχιεπισκοπή.
Πήρα την πένα στο χέρι. Σας βεβαιώ ότι ουδέποτε έγραψα πιο πρόθυμα, πιο σταθερά και πιο καλλιγραφικά την υπογραφή μου. Ηταν η ωραιότερη υπογραφή. Ουδέποτε ένιωσα πιο ήσυχη, πιο ικανοποιημένη τη συνείδησή μου!

Από το Περιοδικό: «η Δράσις μας», τεύχος Ιανουαρίου 2009.

Παράβαλε και:
Το ενωτικό δημοψήφισμα των Κυπρίων (15 Ιανουαρίου 1950) – Αρχιμ. Επιφανίου Χατζηγιάγκου.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.