Ολοι, μικροί και μεγάλοι: όλοι, μάχιμοι! (Από την Επανάσταση του 1821).

ΟΛΟΙ, ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ

Άλλοτε με ύπουλες υποσχέσεις και άλλοτε με απειλές, δεκατρία ολόκληρα χρόνια, ο Αλή-Πασάς πάλεψε για να κάνει δικό του το Σούλι, από το 1790-1803! Κι οι Σουλιώτες; Πάντα γενναίοι κι αντρειωμένοι, να πώς απαντούσαν:

«Βεζύρη Αλή – Πασά, Σε χαιρετούμε. Η πατρίδα μας είναι ασύγκριτα πιο γλυκιά και από το πουγγί σου και από τους τόπους, που υπόσχεσαι να μας δώσεις. Μάταια κοπιάζεις, γιατί η ελευθερία μας ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται, με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά μονάχα με το αίμα και με τον θάνατο και του τελευταίου Σουλιώτη. Όλοι οι Σουλιώτες, μικροί και μεγάλοι».

Είδατε απάντηση; Γεμάτη λεβεντιά. Οι Σουλιώτες, όπως και όλοι οι άλλοι σκλαβωμένοι Έλληνες, ανάμεσα σε δυό, πάντα, είχαν να διαλέξουν: Ή ελευθερία ή θάνατο! Καί ποιοί υπογράφουν; Όλοι – ΜΙΚΡΟΙ και ΜΕΓΑΛΟΙ. Οι μεγάλοι οι μεστωμένοι άνδρες, υπογράφουν το γράμμα στο Βεζύρη, για λογαριασμό δικό τους. Όμως, δε σταματάνε ως εκεί. Υπογράφουν και για τους μικρούς. Γιατί υπολογίζουν, έχουν τη σιγουριά, ότι κι αυτοί το ίδιο με τους μεγάλους, νιώθουν το χρέος τους για την πατρίδα.

Όσο για τους μικρούς… Όταν ή υπογραφή τους πηγαίνει στο Βεζύρη, αισθάνονται κι αυτοί πιο πολύ την ευθύνη να βαραίνει τους παιδικούς τους ώμους. Τί κι αν ακόμη δεν έχουν προλάβει να βγουν στο βουνό και να ζωστούνε τ’ άρματα; Αφού έχουν το κουράγιο να υπογράφουν και με τη ζωή τους τη λευτεριά, είναι κιόλας μέσα στον αγώνα. Μες στη φωτιά της μάχης.

Η ευθύνη απέναντι στην πατρίδα δεν τους αφήνει, ούτε στιγμή, ανέμελα να σπαταλάνε τον καιρό τους. Η έγνοια τους, μη φανούν ανάξια παιδιά της, μη ντροπιάσουν τη δοξασμένη Ιστορία της, τους γιγαντώνει την ψυχή. τους μεστώνει τόνου. Ατσαλώνει τα νεύρα τους. Έτσι, που δίνουν το δικαίωμα στους μεγάλους, να υπολογίζουν και σ’ αυτά τα μικρά παιδιά.

Να, γιατί, όταν φτάνει ή στιγμή να ζυγιστούν ανάμεσα στην άνανδρη υποχώρηση και στον τιμημένο θάνατο, βρίσκονται έτοιμοι, με μια καρδιά, να υπογράψουν το γράμμα στο Βεζύρη. Όλοι οι Σουλιώτες – Μικροί και μεγάλοι. Είναι μια υπογραφή, που δεν άργησαν να τη σφραγίσουν με το αίμα τους, πέρα κει στο Ζά¬λογγο, στον Πύργο του Δημουλά. Αυτά ήταν τα παιδιά της σκλαβωμένης πατρίδος, όπου κι αν βρίσκονταν: Στο Σούλι, στο Μωριά, στα νησιά, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία. Γεμάτα λεβεντιά, πίστη κι ηρωισμό. Έτοιμα να δώσουν και τη ζωή τους. Αρκεί να ξημερώσει μια μέρα η πολυπόθητη λευτεριά στην ταλαιπωρημένη πατρίδα…

ΟΛΟΙ ΜΑΧΙΜΟΙ

Στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν μπει σε μεγάλη ανησυχία. Έβλεπαν κάτι ύποπτες μετακινήσεις στην Πελοπόννησο, συνεννοήσεις ανάμεσα στους καπεταναίους, μυστικές συγκεντρώσεις… Όλα αυτά, τί προμηνούσαν;

Έρχεται, τότε, φιρμάνι από το σουλτάνο, κάθε ύποπτος ραγιάς – πρόκριτος να φυλακίζεται και να θανατώνεται. Άλλο που δεν ήθελε ο πασάς της Τριπολιτσάς. Χωρίς να χάσει καιρό, στέλνει ταχυδρόμους και με έγγραφη διαταγή προσκαλεί όλους τους αρχιερείς και πρόκριτους της Πελοποννήσου στην Τρίπολη, τάχα για κάποιο συνέδριο. Πολλοί πίστεψαν, ότι η πρόσκληση ήταν αληθινή και σε λίγο κατέφθασαν.

Με αυτό το δόλιο τρόπο οι Τούρκοι, το Μάρτιο του 1821, απομόνωσαν ονομαστούς άνδρες της Πελοποννήσου. τους έκλεισαν στο σεράγι μέσα στα υπόγεια και πίστεψαν, ότι έτσι εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο… Πόσο έπεσαν έξω! Τα ίδια τα γεγονότα, ύστερα από λίγες μέρες, τους διέψευσαν πανηγυρικά. Κι έπαιρναν, γι’ άλλη μια φορά, το μάθημα τους, ότι η ψυχή του Έλληνα δεν τρομάζει μπρος στις απειλές, στις φυλακές και ατό θάνατο ‘ Αλλά προχωρεί αποφασιστικά το δρόμο του χρέους της. Κι ας το ξέρει, ότι μπορεί να ’ναι ένας Γολγοθάς.

* * *

Η επανάσταση ξέσπασε! Ο ραγιάς ξεσηκώθηκε με την απόφαση: Ελευθερία ή θάνατος! Κι οι φυλακισμένοι πρόκριτοι της Τριπολιτσάς; Έδωσαν κι αυτοί την μάχη τους μ’ ένα μεγαλειώδη τρόπο.

Για την δική τους ζωή δεν νοιάζονταν. Κι ας ήταν τραγικές οι συνθήκες, μες στο μπουντρούμι, που τους είχαν κλείσει. Η λαχτάρα τους ήταν, ο Αγώνας του Έθνους. Χίλιους δυό τρόπους μηχανεύονταν, για να μαθαίνουν τα νέα, απ’ την ήμερα, που πληροφορήθηκαν τον ξεσηκωμό, στην Αγία Λαύρα. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος, που έμαθαν για την μάχη στο Βαλτέτσι.

Ένας χτίστης, που ήταν στην υπηρεσία των Τούρκων στο σεράγι, κρατώντας στα χέρια του ψωμί, χαβιάρι κι ένα μπουκάλι ξύδι, πλησίασε στο παράθυρο της φυλακής, τ’ άφησε εκεί και μες χαμηλή φωνή, λέει:
– Στο Βαλτέτσι, το λιθάρι καίγεται!

Οι φυλακισμένοι κατάλαβαν. Είχαν δει, το πρωί, στις 12 Μαΐου 1821, μπουλούκια από Τούρκους στρατιώτες να μετακινούνται. Τώρα το εξηγούν. Πήγαιναν, λοιπόν, προς το Βαλτέτσι. Θα τα ’βγαζαν πέρα μαζί τους, άραγε, οι άοπλοι κι άπειροι στον πόλεμο Έλληνες… Αυτά σκέπτονται κι αγωνιούν. Μα γρήγορα συνέρχονται. Μπορούν να βοηθήσουν κι αυτοί αιδώ, από το μπουντρούμι τους. Αν το μεταβάλουν σ’ ένα στρατόπεδο προσευχής.

Ο ιερομόναχος Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, ένας από τους φυλακισμένους, που περιγράφει την ζωή τους μέσα στην φυλακή, σημειώνει: «Έψαλλαν θερμές παρακλήσεις προς τον Θεό και ποτάμι τα δάκρυα έχυσαν μέχρι τα μεσάνυχτα». Ύστερα, αποκαμωμένοι, έπεσαν να κοιμηθούν. Μονάχα ο Θεόδωρος Δεληγιάννης έμενε ξάγρυπνος. Αυτός είχε την συνήθεια να κοιμάται την ήμερα και την νύχτα να μένει ξύπνιος. Έτσι, μες’ στην ησυχία της νύχτας, άκουγε τις συνομιλίες των Τούρκων πάνω στο σεράγι κι όλο και κάτι έπαιρνε τ’ αυτί του απ’ τα νέα της επανάστασης.

Τα μεσάνυχτα, λοιπόν, αυτής της βραδιάς, ο Δεληγιάννης Ακούει να χτυπάνε την πόρτα του σεραγιού, που ήταν πλάι στη φυλακή. Σαν άνοιξε η πόρτα, φάνηκε ένας Τούρκος. Μαζί του ήταν και πολλοί τραυματίες. Ο φρουρός ρωτάει, τότε, τον Τούρκο:
– Τί νέα απ’ την μάχη;
– Μας έφαγαν τα σκυλιά…

Ο Δεληγιάννης, ακούγοντας την χαρμόσυνη είδηση, δεν μπόρεσε να κρατήσει. Ξυπνάει έναν-έναν όλους, για να μάθουν το ευχάριστο νέο. και τότε, γίνεται τούτο το συγκλονιστικό. Το κελί και πάλι μεταβάλλεται σε τόπο προσευχής. «Όλοι από μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, που έδωσε τόση βοήθεια στους Χριστιανούς, έψαλλαν και πάλι κατανυκτικές παρακλήσεις και διάβασαν την ακολουθία του Όρθρου. Κι ύστερα ο επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός, με την ψυχή πλημμυρισμένη από συγκίνηση, είπε:
– Θα ψάλω και μια δοξολογία και μακάρι αύριο ν’ ακούσουμε ευχάριστες ειδήσεις!

Έτσι κι έγινε. Με το ξημέρωμα της άλλης μέρας, οι φυλακισμένοι πρόκριτοι μάθαιναν για τα τρόπαια της νίκης, που έστησαν οι λιγοστοί Έλληνες στο Βαλτέτσι.

Οι μάχιμοι, στη φωτιά της μάχης. Όλοι οι άλλοι, στα μετόπισθεν – γέροι, παιδιά, γυναίκες, φυλακισμένοι – κι αυτοί μάχιμοι με το όπλο της προσευχής. Αυτή ήταν η τακτική του πολέμου στον ξεσηκωμό του 1821. Κανείς άπραγος! Όλοι επί ποδός. Επιστρατευμένοι. Αγωνιστές. Γι’ αυτό κερδήθηκε η ελευθερία στον τόπο μας!

Από το βιβλίο: Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.