Εις την Τριθέκτην
Προφητείας Ησαΐου το ανάγνωσμα
Ησαϊας: ΚΣΤ.21 – ΚΖ.9.
Ιδού, Κύριος από του αγίου επάγει την οργήν επί τους κατοικούντας επί της γής, και ανακαλύψει η γή το αίμα αυτής, και ου κατακαλύψει τους ανηρημένους. Εν τη ημέρα εκείνη, επάξει ο Θεός την μάχαιραν αυτού την αγίαν και την μεγάλην και την ισχυράν επί τον δράκοντα τον όφιν φεύγοντα, επί τον δράκοντα όφιν σκολιόν και αναλείτον, δράκοντα τον εν τη θαλάσση. Τη ημέρα εκείνη αμπελών καλός, επιθύμημα εξάρχει κατ’ αυτής. Εγώ πόλις οχυρά, πόλις πολιορκουμένη, μάτην ποτιώ αυτήν’ αλώσεται γάρ νυκτός, ημέρας δε πεσείται τείχος αυτής, ουκ έστιν, ή ουκ επελάβετο αυτής. Τίς με θήσει φυλάσσειν καλάμην εν αγρώ; Δια την πολεμίαν ταύτην ηθέτηκα αυτήν. Τοίνυν διά τούτο εποίησε Κύριος πάντα όσα συνέταξε. «Κατακέκαυμαι», βοήσονται οι κατοικούντες εν αυτή. «Ποιήσωμεν ειρήνην αυτώ, ποιήσωμεν ειρήνην οι ερχόμενοι». Τέκνα Ιακώβ, βλαστήσει και εξανθήσει Ισραήλ, και εμπλησθήσεται η Οικουμένη του καρπού αυτού. Μή ως αυτός επάταξε, και αυτός ούτω πληγήσεται; Και ως αυτός ανείλεν, ούτως αναιρεθήσεται; Μαχόμενος και ονειδίζων εξαποστελεί αυτούς. Ου σύ ήσθα ο μελετών τω πνεύματι τω σκληρώ, ανελείν αυτούς πνεύματι θυμού. Δια τούτο αφαιρεθήσεται η ανομία Ιακώβ, και τούτό εστιν η ευλογία αυτού, όταν αφέλωμαι αυτού την αμαρτίαν: όταν θώσι πάντας τους λίθους των βωμών κατακεκομμένους, ως κονίαν λεπτήν, και ου μή μείνη τα δένδρα αυτών, και τα είδωλα αυτών εκκεκομμένα, ώσπερ δρυμός μακράν.
Απόδοση.
Δείτε, ο Κύριος κατευθύνει απ’ το αγιαστήριό του την οργή του στους κατοίκους της γης• η γη θ’ αποκαλύψει το αίμα που χύθηκε σ’ αυτήν και πια δεν θα σκεπάζει τους σκοτωμένους της.
Εκείνη την ημέρα ο Θεός θα χτυπήσει με το άγιο, μεγάλο και δυνατό του ξίφος το δρακόμορφο φίδι που προσπαθεί να φύγει, το δρακόμορφο φίδι που συστρέφεται, και θα το σκοτώσει.
Εκείνη την ημέρα, ο αμπελώνας θα γίνει εκλεκτός και ποθητός, και θα συνθέσει τραγούδι κατά της Βαβυλώνας.
Εγώ είμαι πόλη οχυρή, μα πόλη που πολιορκείται.
Μάταια θα την ποτίζω, γιατί μέσα στη νύχτα θα κυριευθεί, μέρα το τείχος της θα πέσει.
Χώρα δεν είναι που να μην τη διεκδίκησε• ποιος, λοιπόν, θα με βάλει να φυλάω αυτήν την πόλη που απέμεινε καθώς στον κάμπο η καλαμιά;
Γι’ αυτή της την εχθρότητα την απέρριψα• γι’ αυτό, λοιπόν, ο Κύριος έκανε τώρα όλα όσα είχε σχεδιάσει.
«Καήκαμε!»
θα φωνάξουν όσοι κατοικούν σ’ αυτήν,
«ας κάνουμε μ’ αυτόν ειρήνη, ας κάνουμε ειρήνη».
Απόγονοι του Ιακώβ, η επόμενη γενιά σας θα βγάλει βλαστάρια, θ’ ανθίσει ο Ισραήλ, και θα γεμίσει η οικουμένη απ’ τον καρπό του. Δεν θα χτυπηθούν, όμως, οι εχθροί του Ισραήλ, όπως κι αυτοί τον χτύπησαν; Δεν θα θανατωθούν όπως κι εκείνοι τον θανάτωσαν; Ναι, πολεμώντας κι εξευτελίζοντάς τους, ο Κύριος θα τους διώξει μακριά. Δεν είσαι εσύ, Κύριε, που σχεδιάζεις να τους εξοντώσεις με άνεμο ισχυρό, με τον άνεμο της οργής σου;
Οι απόγονοι του Ιακώβ θα εξιλεωθούν, και, αφού τις αμαρτίες τους θα συγχωρήσω, θα ευλογηθούν, όταν κάνουν όλες τις πέτρες των θυσιαστηρίων μικρά κομματάκια όπως η σκόνη η λεπτή, κι όταν δεν μείνει ούτε ένα από τα ιερά τους δέντρα, κι όταν τα είδωλά τους κατακοπούνε σαν τα δέντρα του δάσους και πεταχτούν μακριά.
Εν τω Εσπερινώ
Γενέσεως το ανάγνωσμα
Γένεσις: Θ. 18 – Ι.1.
Ήσαν οι υιοί Νώε, οι εξελθόντες εκ της κιβωτού, Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ: Χάμ δε ήν πατήρ Χαναάν. Τρείς ούτοί εισίν υιοί Νώε, από τούτων διεσπάρησαν επί πάσαν την γήν. Και ήρξατο Νώε άνθρωπος γεωργός γής, και εφύτευσεν αμπελώνα, και έπιεν εκ του οίνου, και εμεθύσθη, και εγυμνώθη εν τω οίκω αυτού. Και είδε Χάμ, Ο πατήρ Χαναάν, την γύμνωσιν του πατρός αυτού. Και εξελθών, απήγγειλε τοις δυσίν αδελφοίς αυτού έξω. Και λαβόντες Σήμ και Ιάφεθ το ιμάτιον, επέθεντο επί τα δύο νώτα αυτών, και επορεύθησαν οπισθοφανώς, και συνεκάλυψαν την γύμνωσιν του πατρός αυτών, και το πρόσωπον αυτών οπισθοφανώς, και την γύμνωσιν του πατρός αυτών ουκ είδον. Εξένηψε δε Νώε από του οίνου, και έγνω όσα εποίησεν αυτώ Ο υιός αυτού ο νεώτερος, και είπεν: «Επικατάρατος Χάμ παίς, οικέτης έσται τοις αδελφοίς αυτού». Και είπεν: «ευλογητός Κύριος ο Θεός του Σήμ, και έσται Χαναάν παίς οικέτης αυτού. Πλατύναι ο Θεός τω Ιάφεθ, και κατοικησάτω εν τοις σκηνώμασι του Σήμ, και γενηθήτω Χαναάν παίς αυτού.» Έζησε δε Νώε μετά τον κατακλυσμόν τριακόσια πεντήκοντα έτη. Και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Νώε, εννεακόσια πεντήκοντα έτη, και απέθανεν. Αύται δε αι γενέσεις των υιών Νώε: Σήμ, Χάμ, Ιάφεθ, και εγεννήθησαν αυτοίς υιοί μετά τον κατακλυσμόν.
Απόδοση.
Οι γιοι του Νώε, που βγήκαν από την κιβωτό, ήταν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ• ο Χαμ ήταν πατέρας του Χαναάν. Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι τρεις γιοι του Νώε, και οι απόγονοί τους διασκορπίστηκαν σε όλη τη γη.
Ο Νώε ήταν γεωργός και ο πρώτος που φύτεψε αμπέλι.
Ήπιε απ’ το κρασί και μέθυσε και ξεγυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. Όταν ο Χαμ, ο πατέρας του Χαναάν, είδε τον πατέρα του γυμνό, βγήκε έξω και το είπε στους δύο αδελφούς του. Τότε ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα πανωφόρι, το έριξαν στις πλάτες τους βάδισαν προς τα πίσω και σκέπασαν εντελώς τη γύμνια του πατέρα τους. Και καθώς το πρόσωπό τους ήταν στραμμένο στην αντίθετη κατεύθυνση, δεν είδαν τη γύμνια του πατέρα τους.
Όταν ο Νώε συνήλθε από το μεθύσι και έμαθε όσα του έκανε ο νεότερος γιος του, είπε:
«Καταραμένος να είναι ο Χαναάν και σκλάβος στα αδέλφια του».
Και συνέχισε:
«Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός του Σημ• ο Χαναάν να είναι σκλάβος του.
Ο Θεός να μεγαλώσει τη χώρα του Ιάφεθ, να κατοικήσει στις σκηνές του Σημ και ο Χαναάν να γίνει δούλος του».
Ο Νώε μετά τον κατακλυσμό έζησε άλλα τριακόσια πενήντα χρόνια. Έζησε συνολικά εννιακόσια πενήντα χρόνια, και πέθανε.
Ακολουθεί η γενεαλογία των απογόνων που οι γιοι του Νώε, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, απέκτησαν μετά τον κατακλυσμό.
Παροιμιών το ανάγνωσμα
Παροιμίαι: Ιβ.23 – ΙΓ.9.
Ανήρ συνετός, θρόνος αισθήσεως, καρδία δε αφρόνων συναντήσεται αραίς. Χείρ εκλεκτών κρατήσει ευχερώς, δόλιοι δε έσονται εις προνομήν. Φοβερός λόγος καρδίαν ανδρός δικαίου ταράσσει, αγγελία δε αγαθή ευφραίνει αυτόν. Επιγνώμων δίκαιος εαυτού φίλος έσται, αι δε γνώμαι των ασεβών ανεπιεικείς. Αμαρτάνοντας καταδιώξεται κακά, η δε οδός των ασεβών πλανήσει αυτούς. Ουκ επιτεύξεται δόλιος θήρας, κτήμα δε τίμιον ανήρ καθαρός. Εν οδοίς δικαιοσύνης ζωή, οδοί δε μνησικάκων εις θάνατον. Υιός, πανούργος υπήκοος πατρί, υιός δε ανήκοος εν απωλεία. Από καρπών δικαιοσύνης φάγεται αγαθός, ψυχαί δε παρανόμων, ολούνται άωροι. Ός φυλάσσει το εαυτού στόμα, τηρεί την εαυτού ψυχήν. Ο δε προπετής χείλεσι πτοήσει εαυτόν. Εν επιθυμίαις εστί πάς άεργος, χείρες δε ανδρείων εν επιμελεία. Λόγον άδικον μισεί δίκαιος, ασεβής δε αισχύνεται, και ουχ έξει παρρησίαν. Δικαιοσύνη φυλάσσει ακάκους, τους δε ασεβείς φαύλους ποιεί αμαρτία. Εισίν οι πλουτίζοντες εαυτούς μηδέν έχοντες, και εισίν οι ταπεινούντες εαυτούς εν πολλώ πλούτω. Λύτρον ανδρός ψυχής ο ίδιος πλούτος, πτωχός δε ουχ υφίσταται απειλήν. Φώς δικαίοις διαπαντός, φώς δε ασεβών σβέννυται. Ψυχαί δόλιοι πλανώνται εν αμαρτίαις, δίκαιοι δε οικτείρουσι και ελεούσι.
Απόδοση.
Στον άνθρωπο τον συνετό θρονιάζεται η γνώση, τις σκέψεις όμως των ανόητων θα τις καταραστούν.
Η εξουσία των εκλεκτών εύκολα θα επικρατήσει, αλλά οι άνθρωποι του δόλου τα πάντα θα χάσουνε.
Η κακή είδηση αναστατώνει την καρδιά του δίκαιου ανθρώπου, η ευχάριστη όμως είδηση τον χαροποιεί.
Ο δίκαιος κριτής είναι του εαυτού του φίλος, αλλά των ασεβών οι κρίσεις είναι αυστηρές.
Εκείνους που αμαρτάνουν θα τους βρούνε συμφορές, κι ο τρόπος ζωής των ασεβών θα τους παραπλανήσει.
Δεν θα πετύχει όσα στοχεύει ο δόλιος, ο άδολος όμως άνθρωπος είναι απόκτημα αξίας.
Αυτοί που πράττουν έργα δίκαια, βρίσκουνε τη ζωή, μα όσοι εκδικητικά ενεργούν, στον θάνατο οδηγούνται.
Ο έξυπνος γιος υπακούει στον πατέρα του, μα ο γιος ο ανυπάκουος πάει στην καταστροφή.
Ο ενάρετος θ’ απολαύσει τους καρπούς των δίκαιων έργων του, ενώ οι παράνομοι θα χάσουν πρόωρα τη ζωή τους.
Όποιος τα λόγια του προσέχει, τη ζωή του διατηρεί, αλλά ο απερίσκεπτος στα λόγια λαχτάρες θα περάσει.
Κάθε τεμπέλης μένει με τις επιθυμίες του, τα χέρια όμως των δραστήριων φιλόπονα δουλεύουν.
Ο δίκαιος άνθρωπος μισεί τα λόγια τ’ άδικα, ντροπιάζεται όμως ο ασεβής και δεν έχει το θάρρος να μιλήσει.
Η δικαιοσύνη προστατεύει όποιον πορεύεται μ’ ευθύτητα, αλλά τους ασεβείς η αμαρτία τους εξαχρειώνει.
Είναι κάποιοι που παριστάνουνε τους πλούσιους, και τίποτα ας μην έχουν, κι άλλοι που ταπεινοί εμφανίζονται, αν κι έχουνε πλούτη πολλά.
Μπορεί ο πλούσιος με τα πλούτη του να γλυτώσει τη ζωή του, μα ο φτωχός ούτε που δέχεται απειλή.
Στους δίκαιους υπάρχει πάντα φως, αλλά το φως των ασεβών κάποτε σβήνει.
Οι ύπουλοι άνθρωποι μέσα στις αμαρτίες χάνονται, οι δίκαιοι όμως συμπονούν και έμπρακτα αγαπούνε.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΠΡΟΦΗΤΟΛΟΓΙΟΝ» ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ. Σελ. 155-163. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
Επιμέλεια κειμένων, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.