Ο πατέρας μου – ιστορικό διήγημα της Σοφίας Ελευθερίου Γκαρή.

Μετά φόβου Θεού!
Με το Άγιο Δισκοπότηρο στο χέρι, ζωγράφισε την Ωραία Πύλη ο παπα Γαβριήλ.
Ήταν κάμποσοι, βρέφη και μικρά παιδιά στην αγκαλιά των μανάδων ή των νονών, γέροντες και άλλοι, που είχαν φτιάξει μια φιδωτή σειρά, περιμένοντας να μεταλάβουν. Όλο το εκκλησίασμα παρακολουθούσε με κατάνυξη. Μονάχα το κλάμα κάποιου μωρού, το σούρσιμο από τα βήματα του καντηλανάφτη και το «Σήμερον Υιέ Θεού κοινωνόν με παράλαβε» του ψάλτη, ακούγονταν. Ξάφνου από το προαύλιο ποδοβολητά αλόγων και φωνές. Πανικός στην εκκλησιά για το τι συμβαίνει, και στην άπλετη ησυχία, ένα μελίσσι θαρρείς ξεχύθηκε, που βούιζε ασίγαστα.
Ο παπα Γαβριήλ διέκοψε ξαφνιασμένος, μα συνέχισε, για να φτάσει γρήγορα στο «Δι’ ευχών». Αλαφιασμένος, με φωνή ραγισμένη από τον φόβο, ο Κυριάκος ο επίτροπος έδωκε το μαντάτο. Ο Μπέης καλεί όλους τους άντρες σε σύναξη. Στο χάνι του Μπραήμ.
Φωνές, κλάματα και το αντίδωρο αμοίραστο. Μονάχα αυτοί που είχαν μεταλάβει το κρατούσαν μισοφαγωμένο στο χέρι.
Άδειασε η εκκλησιά. Όλοι στα σπίτια, μπας και προλάβουν να κρυφτούν οι άντρες. Γιατί το ξεραν πως η διαταγή για σύναξη ήταν πρόφαση. Ο μπέης είχε ήδη ξαμολήσει τους υποτακτικούς του με άλογα και άρπαζαν όποιον Έλληνα έβρισκαν μπροστά τους. Ορμούσαν και στα σπίτια και όποια πόρτα σφαλτή, την άνοιγαν με τη βία. Πήραν και τον παπα Γαβριήλ καιτον παπα Γρηγόρη και τον παπα Σταύρο, τον διάκο, μέσα από το ιερό. Πρόλαβε ο παπα Γαβριήλ κι έκρυψε το Άγιο Δισκοπότηρο σε μέρος να μην το βρουν οι αλλόθρησκοι. Τότε ήταν που πήραν και τον παππού μου τον Συμεών και τον προπάππο μου τον Απόστολο.
Το χάνι του Μπραήμ γιόμισε ασφυκτικά. Κάπου οκτακόσια σερνικά, από δεκάξι ως εξήντα χρόνων. Μήτε τη μυρωδιά τους χωρούσε. Δυο μερόνυχτα μείναν εκεί. Κατόπι στα βάθη της Ανατολής οι περισσότεροι αφήκαν τα κουφάρια τους.
─Σοφία, τον μικρό να τον παρατήσεις αν τύχει να σας κυνηγήσουν και σας οι Τούρκοι. Θα σας φανερώσει με το κλάμα του.
Λόγια σκληρά, πώς βγήκαν από πατέρα στόμα. Είναι που πρέπει να σωθούν όσο περισσότεροι γίνεται.
Δεν αποκρίθηκε η Σοφίκα του. Κρατούσε τον πατέρα μου λεχωνιάρικο μωρό στην αγκαλιά της. Μόνο το σφιγγε κάργα στον κόρφο της, μη της το πάρουν, θαρρείς εκείνη τη στιγμή και καρφώθηκε, ποιος ξέρει για πόση ώρα, εκεί στη μέση της σάλας. Δεν θα τον έβλεπε ποτέ πια τον καλό της, μήτε τον πατέρα της. Στα όνειρά της τους συναντούσε όμως και ήταν τα πιο καλά της όνειρα, κι ας ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα…
Φθινόπωρο. Σχόλη. Η εκκλησιά των Ταξιαρχών κάλεσε τους πιστούς της. Είχαν εδώ στα βάθη της Ανατολής οι Έλληνες μεγάλη εκκλησιά με το ψηλό της το καμπαναριό. Βασιλική, τρισυπόστατη. Αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, Άγιο Χαράλαμπο, Άγιο Μηνά. Με περίβολο που τον στόλιζαν πανύψηλες λεύκες. Γύρω της, σαν τον ποδόγυρο μάνας τα σπίτια της ελληνικής συνοικίας.
… Ο πατέρας μου ήταν το πιο μικρό παιδί της Σοφίας και του Συμεών. Είχε κι ένα αδερφό τον Κυριάκο και μια αδερφή, τη Μαρίκα. Γεννήθηκε το 1920. Ημερομηνία δεν θυμόταν η γιαγιά μου. Έλεγε πως ήταν καλοκαίρι, κοντά του Προφήτη Ηλία. Τούτη τη χρονιά ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας περνούσε μέρες λεύτερες. Αλλού όμως, όπως στην Κιουτάχεια δοκιμαζότανε. Ήταν που ο Κεμάλ, μετά τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων, υποχωρούσε στα βάθη για ανεφοδιασμό. Κείνο τον καιρό καθήκοντα στρατιωτικού διοικητή στην Κιουτάχεια ανέλαβε ο Ισμαήλ Χακκή Μπέης. Συνταγματάρχης της χωροφυλακής, Αλβανός στην καταγωγή και πολύ μοβόρος. Έβαλε στους Έλληνες χαράτσι αβάσταχτο, έκαμε και διώξεις. Μέχρι και οι μουσουλμάνοι της πόλης, που ζούσαν ειρηνικά με τους Έλληνες τον παρακάλεσαν να πάψει να ‘ναι τόσο σκληρός. Μα κείνος θύμωσε ακόμα πιο πολύ και τους απείλησε. Έφτασε και η ώρα που δωσε διαταγή για εξορίες.
Ένα περίπου χρόνο κράτησαν τα δεινά των Ελλήνων. Ο ανδρικός ίσκιος έλειπε απ’ όλες τις φαμίλιες. Μόνη ανδρική φιγούρα ο παπα Γρηγόρης, γέρος πολύ, που τον αφήκαν οι Τούρκοι να θάβει τους Γκιαούρηδες σαν ποθάνουν, να λειτουργά και τα γυναικόπαιδα μη ξεσηκωθούν.
Ήταν κι αυτοί που πρόλαβαν να κρυφτούν και γλίτωσαν την εξορία. Μα ζούσαν σαν τα φαντάσματα στα βουνά και σε σπηλιές ή κάτω από τη γη σαν τα τρωκτικά. Κάνει όμως ο καιρός τα γυρίσματά του. Ήρθαν οι μέρες οι καλές, οι λεύτερες. Άνοιξαν πάλι τα σχολειά, κάθισαν οι γυναίκες στους αργαλειούς τους, βγήκαν και οι σερνικοί από τις κρυψώνες. Κάποιοι, λιγοστοί, γύρισαν από την εξορία. Η Σοφίκα και η Λέγκω, η μάνα της, γενήκαν μάνα και πατέρας. Είχαν παιδιά να θρέψουν. Ήταν κι άλλες με τον ίδιο πόνο, σαν το δικό τους. Σμίγαν όλες, κινούσαν τον αμανέ και ξαλάφρωναν, Έτσι ξορκούσαν τα κακά σε τούτο τον τόπο αιώνες τώρα.
Η επομένη της Παναγιάς του 1922, τους βρήκε στον δρόμο. Και το κορδόνι της προσφυγιάς όλο και μάκραινε…
─Συ, κόρη μου, να κρατάς καλά στο ‘να σου χέρι τον Κυριάκο και στο άλλο τη Μαρίκα, είπε και κίνησε πρώτη η Λέγκω, κρατώντας στην αγκαλιά της τον πατέρα μου. Το ‘χε ορκιστεί να το σώσει τούτο το παιδί, εκείνη την ημέρα που αποχαιρέτησε γαμπρό και άντρα. Να το κουβαλήσει αυτή αν χρειαστεί. Κίνησε λοιπόν. Ξοπίσω της τα παιδιά της, τρία αγόρια αμούστακα, ό,τι έπαιρνε να χνουδιάζει το πρόσωπό τους, και η Βαγγελιώ, η μικρότερη κόρη της. Η Σοφίκα της, που ‘ταν η μεγαλύτερη, τράβηξε το κατόπι. Σμίξαν με τον συρφετό. Όλες οι γυναίκες μπαμπουλοδεμένες, με μουντζουρωμένα τα πρόσωπα, να δείχνουν γριές και άσχημες. Μη τις ορέγονται οι οχτροί. Κι ήταν ο δρόμος θαρρείς ατέλειωτος. Οι μπόγοι ασήκωτοι κι ας τους αλάφρωναν συνέχεια, ξεπουλώντας ό,τι είχαν μέσα για ένα κομμάτι ψωμί, για μια γουλιά γάλα. Να στυλωθούν προπάντων τα γερόντια. Περπατούσαν μέρες, μήνες θαρρείς σάμπως και χρόνια.
Κιουτάχεια, Προύσα, Μουδανιά, Σαλονίκη. Κάθισαν να ξαποστάσουν σ’ ένα τούρκικο χωριό. Ξεκουβάλησε από τις πλάτες της η Λέγκω τον πατέρα μου. Τον απίθωσε κατάχαμα πλάι της. Με την άκρη του ματιού της τον είδε τον Τούρκο στρατιώτη να πλησιάζει. Της άρπαξε το παιδί, το πέταξε ψηλά, να κάνει χάζι, έστησε τη ξιφολόγχη του από κάτω, να καρφωθεί στην κοιλιά του μικρού.
─Σκύλε, ούρλιαξε κείνη, και τον έσπρωξε με όση δύναμη της είχε απομείνει.
─Γιαγιά, ξεφώνησε το παιδί, που ‘πεσε μαλακά πάνω σ’ ένα σωρό ξερά χόρτα…
Η νέα πατρίδα. Η Σαλονίκη! Τόσο φιλόξενη και αφιλόξενη μαζί. Άνοιξε τα σωθικά της και κατάπιε τα καμάρια της Σοφίκας. Σα δυο καρβουνάκια που αργοσβήνουν, έτσι μια μέρα σβήσαν τα μαύρα τα ματάκια της Μαρίκας της, και ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Από εκείνη τη φοβερή επιδημία του τύφου. Και ήταν ολόιδια ο πατέρας της. Θέριζε το καταραμένο το χτικιό κείνα τα χρόνια. Πάει και ο Κυριάκος της, δυο μέτρα λεβέντης, ξανθός και γαλανός, όπως οι άνδρες στην πατρίδα. Της έμεινε μονάχα ο πατέρας μου.
─Γιαβρί μου, τον έλεγε, κι έλιωνε για χατίρι του

Το διήγημα είναι από το βιβλίο της Σοφίας Ελευθερίου Γκαρή, «Αναζητώντας της Αυγή», εκδόσεις Ιωλκός.

Η/Υ επιμέλεια, Δημήτρης Δημουλάς.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *