ΘΕΡΙΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ Ο,ΤΙ ΣΠΕΙΡΑΜΕ ΧΘΕΣ (τα Εξάρχεια) – Τάσου Λιγνάδι.

ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ δεν είναι συνοικία της Αθήνας. Είναι εικόνα της εποχής μας. Και τις εικόνες της εποχής τις δίνει πάντα η νεολαία της. Η νεολαία είναι η φωτογραφία της εποχής της. Ο Γκαίτε έγραφε ότι η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία από την οποία εξαρτάται η τύχη οποιουδήποτε έθνους. Και ο Ντοστογιέφσκυ θεωρούσε κάθε γενιά, στην Ιστορία ενός λαού, μια εικόνα της νεολαίας του. Ισχυρίζομαι ότι αυτή την εικόνα μας την δίνουν αυθεντικά τα Εξάρχεια. Η πλατεία των Εξαρχείων είναι μια έμπρακτη μεταφορά και ένα σήμα. ΄Ενας όρος που χαρακτηρίζει, ας μη αυταπατώμεθα, μια συμπεριφορά μι γενικά γνωρίσματα. Όταν δικαίως καταδικάζουμε αυτή την συμπεριφορά, διαπράττουμε ταυτόχρονα ένα βαρύ αδίκημα κατά της αλήθειας. Γιατί περιγράφουμε ένα αντικοινωνικό γεγονός, εξαιρώντας από αυτό εκείνο που δεν πρέπει να εξαιρούμε: Την ηθική αυτουργία. Εξαιρούμε με άλλα λόγια τους πραγματικούς ένοχους. Και πραγματικοί ένοχοι είμαστε εμείς.

Τα παιδιά μας είναι παιδιά της εποχής μας. Η εποχή μας είναι δική μας κατάκτηση, δική μας ευθύνη, δική μας λογοδοσία, δική μας αλαζονεία και κυρίως δική μας παιδεία. Ο κάθε πολιτισμός, είπε ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, είναι το αναπόφευκτο πεπρωμένο μιας συγκεκριμένης παιδείας. Και ο λόγος αυτός, ο προφητικός, μας οδηγεί ο ιό να αναρωτηθούμε ποιά είναι αυτή η παιδεία που προσφέρουμε στα παιδιά μας όχι μόνο σαν σχολείο, αλλά κυρίως σαν κοινωνικό μοντέλο. Μήπως η παιδεία μας είναι κάτι άλλο από αυτό που διέγνωσε ο Καρλ Γιάσπερς:
΄Ενας τρόμος που προκαλείται στην ψυχή, καθώς ανατινάζονται οι γέφυρες που μας συνέδεαν με το παρελθόν, καθώς ο ανθρώπινος βίος γίνεται μαζική διαδικασία και το άτομο προσαρμόζεται στην ομοείδεια που προκαλεί η διαφήμιση των σημάτων επιρροής- ένας τρόμος που γεννιέται, καθώς διακρίνει κανείς μέσα στον άνθρωπο το χάος και καθώς το ένστικτο εξαπολύεται πέρα από τους φυσιολογικούς φραγμούς του.

Σ αυτά τα μεταφορικά Εξάρχεια της σύγχρονης ζωής, θερίζουμε σήμερα ό,τι σπείραμε χθες. Ας δούμε, λοιπόν, κατάμουτρα την αλήθεια και ας αφήσουμε τους αφορισμούς και τα αναθέματα. Ποιος προετοίμασε και ποιος τροφοδοτεί το σύμπτωμα των Εξαρχείων; Ποιος έχει σμπαραλιάσει τον άξονα της εκπαίδευσης; Ποιος έχει εκμηδενίσει τα κείμενα και τις αρχές τους; Ποιος έχει κάνει κανόνα και ρυθμό ζωής την ασυδοσία; Ποιος έχει μεταμορφώσει την καθημερινότητα σε μια διαρκή υπολανθάνουσα εγκληματικότητα; Ποιος ομολογεί ότι δεν αντέχει, ότι αηδιάζει, ότι ασφυκτιά μέσα στην καθημερινή πράξη; Ποιος έχει άλλα ελατήρια πέρα από αυτά που προυποθέτει ο αμαρτωλός πρακτικισμός και η θεοποίηση του ατομικισμού; Ποιος είναι εκείνος που δεν εφαρμόζει την μακιαβελική αρχή, ότι ο κάθε σκοπός αγιάζει το κάθε μέσο; Ποιος είναι εκείνος που δεν μεθοδεύεται την ζούγκλα της εξυπηρέτησης του εγώ, σαν ηθικό διακανονισμό; Ποιος έδιωξε τον φόβο του Θεού και τον έλεον του Ανθρώπου από το σχολείο, την οικογένεια και την κοινωνία; Ποιος είναι εκείνος που δεν εντρυφά στην τηλεόραση-Σικάγο; Ποιος είναι εκείνος που κυνηγάει μεν τα ναρκωτικά αλλά εξασφαλίζει τις ψυχικές προϋποθέσεις της σιγανής αυτοκτονίας; Ποιος εισάγει τα μηχανάκια, τις ταινίες; Ποιος προνοεί για την καταναλωτική θέα των αγαθών; Ποιος πουλάει και ποιος πλασάρει τους παράδεισους της αγοράς, υλικής και πνευματικής; Ποιος επιτρέπει τις λέσχες, τα στέκια, τα ηλεκτρονικά αποβλακωτικά; Ποιος άλλαξε τα υποδείγματα και τους ρυθμούς της ζωής; Ποιος δίδαξε ότι ο έρωτας είναι μία σωματική ανάγκη απλώς και ότι το ειδύλλιο είναι μία επιβεβλημένη διευκόλυνση; Ποιος είναι εκείνος που δεν πιστεύει ότι η σχέση με την Εξουσία δεν είναι ένας φόβος που επιβάλλεται άπ έξω και όχι ένας σεβασμός σε μια αρχή που δίνει πρόσωπο στον Νόμο; Ποιος τα προετοίμασε όλα αυτά; Η εποχή μας, βέβαια. Όμως εποχή είμαστε εμείς, και εμείς είμαστε προϊόντα των διαφόρων “ευαγγελίων” που μας διεμόρφωσαν έτσι. ΄Εχουμε, λοιπόν, ακέραιη την ευθύνη της εκλογής μας. Καταγγέλλοντας συνεπώς τους νέους που εκπαιδεύσαμε, είναι σαν να καταδικάζουμε το αντίγραφο, αθωώνοντας το πρωτότυπο. Είναι θράσος και υποκρισία να κατακρίνουμε προϊόντα της δικής μας μαγειρικής συνταγής. Η κουζίνα μας, δηλαδή τα υλικά που ακτινοβολούν τα σήματα επιρροής, αυτά είναι οι λόγοι που οδήγησαν μαθηματικώς στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια είναι η πιο λαμπρή εφαρμογή της τεχνολογίας μας.

Θα μου πει κάποιος ότι δεν υπάρχουν μόνον κάποιοι αλήτες που εξεγείρονται, υπάρχουν και τα καλά παιδιά. Είναι όμως δύσκολο το να περιγράψουμε τι είναι το καλό παιδί. Συνήθως, αναγνωρίζουμε ως καλό παιδί εκείνο που συνθηκολογεί οι τόσο με τις αντιλήψεις όσο με τους τρόπους ζωής μας. Και οι δικοί μας τρόποι επιβίωσης δεν είναι πάντα άμεμπτοι. Ο αρριβισμός, η ιδιοτέλεια, η δωροδοκία, η συκοφαντία, ο φθόνος, η υποκρισία, η δουλοπρέπεια, δηλαδή όλο το οπλοστάσιο των μεγάλων γίνονται, όχι σπάνια, ένα ζωτικό ψεύδος και μια μάσκα κωμωδίας για τον τάχα νομοταγή πολίτη και τον καλό οικογενειάρχη. Μπροστά σ αυτό το προσωπείο, που δεν είναι δύσκολο να το συλλάβει ο νέος, πέρα από τον συμβιβασμό, επιλέγονται και άλλοι δρόμοι, που είναι αναγκαστικά επικίνδυνοι: Η αμηχανία, η μελαγχολία, η απομόνωση, η αυτοκαταστροφή, η εξέγερση. Κι εμείς στενοχωριόμαστε για την κατάντια! Και τι δεν κάναμε για τα παιδιά; Τους προετοιμάσαμε ένα σίγουρο μέλλον, τους εφοδιάσαμε με ξένες γλώσσες σαν τον παπαγάλο του ποιήματος, τους κάναμε προοδευτικούς για να τους εντάξουμε πιο εύκολα στους μηχανισμούς της τεχνοκρατίας. Και σ αντάλλαγμα όλων αυτών, τους εξορίσαμε το πιο ουσιώδες πιστοποιητικό που έχει ανάγκη η ψυχή του ανθρώπου: την αγάπη. Δηλαδή την μοναδική κατάφαση της ζωής. Η ρήση του Παύλου ως προς αυτό εκκρεμεί πάντα ως σωτήριο χέρι: Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον. Αυτά τα αλαλάζοντα κύμβαλα προετοιμάσαμε. Το πορτραίτο τους το έχει εκπονήσει ο Σπένγκλερ πριν από πολλές δεκαετίες στο έργο του Η παρακμή της Δύσης. Γι αυτόν, το άτομο του τρέχοντος πολιτισμού έχει γίνει ένας νομάς, ένα παράσιτο που κατοικεί στις μεγάλες πόλεις, άτομο ώμου ρεαλισμού, ναυάγιο μέσα στην τρικυμία της άμορφης μάζας, άνθρωπος άθρησκος, έξυπνος και στείρος.
Δεν συνηγορώ για το φαινόμενο των Εξαρχείων. Απλώς, καταγγέλλω τους λόγους της προκλήσεως του. Καταγγέλλω την υποκρισία. Από την μια καλοπιάνουμε τα αγωνιστικά νιάτα -αβάσιμα κατά κανόνα- για να εκμεταλλευθούμε την αλαζονεία και να την εντάξουμε στους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από την άλλη ελεεινολογούμε τα αντικοινωνικά συμπτώματα ως εκδηλώσεις μιας αριθμητικά μικρής κατηγορίας. Τραγική πλάνη. Τα Εξαρχεια-τα οποία Εξάρχεια- αντιπροσωπεύουν αυθεντικότερα από κάθε άλλη εκδήλωση την ώρα μας. Γιατί; Διότι τα δραστικά συμπτώματα είναι η κορύφωση στην εξακρίβωση της περιγραφής.

Αυτοί οι δράστες δεν είναι υποχρεωτικά κακά παιδιά. Είναι απλώς τα πιο ιδανικά θύματα της παιδείας μας. Μιας παιδείας μίσους, μιας παιδείας βίας, μιας παιδείας μονοσήμαντων διεκδικήσεων, δικαιωμάτων και αυτολατρείας.
Δεν είναι όψιμες αυτές οι θέσεις. Τις είχα διατυπώσει από το 1963 στην Επανάσταση των Αγγέλων. Η εξέγερση του 68 στο Παρίσι και το μεγάλο τίποτα του κενού που άφησε, είναι για μένα μια πικρή επιβεβαίωση.
Ο εωσφορισμός της αόμματης τεχνολογίας, τα κείμενα του και τα υποκείμενα – μοντέλα του, είχαν εισβάλει, με την φυσική καθυστέρηση της περιφέρειας, και στην Ελλάδα. ΄Ετσι, βλέπω, μεταφορικά, τα Εξάρχεια, ως Μια κατάσταση ψυχής που ζητάει ιδεολογικό έρεισμα, για να νομιμοποιήσει παρορμήσεις πολύ φυσικές και πολύ επικίνδυνες μιας ηλικίας. Γι αυτό πιστεύω ότι δεν κάνουμε τίποτα με τις επιχειρήσεις αρετής εμείς οι ενάρετοι! Δεν κάνουμε τίποτα με τα πογκρόμ των συνοικιών. Μια πολιτεία δεν παγιδεύει, αφήνοντας ένα σύμπτωμα να ανθεί και μετά επιχειρεί το… ντου! Αυτοί οι ολοκληρωτισμοί φοβούμαι ότι οδηγούν σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Διότι πιστοποιούν στην ψυχή του νέου ότι η μόνη συνεννόηση, ο μόνος διάλογος είναι η άσκηση της βίας. Δηλαδή πιστοποιούν αυτό για το οποίο αλαζονεύονται οι νέοι, λόγω της ηλικίας τους. Ο Αριστοτέλης λέει ότι η φύση της ψυχής των νέων είναι επιθυμητική και έχει την δύναμη να πραγματοποιεί ό,τι επιθυμεί. Η επιχείρηση της αρετής πρέπει να είναι προληπτική και προμηθεϊκή. Η αρετή δεν διδάσκεται αργοπορημένα με ξύλο. Μόνο που φοβούμαι ότι έτσι απερίσκεπτα που ανοίξαμε τους ασκούς του Αιόλου, θα είναι πολύ δύσκολο να τους κλείσουμε.

Δεν συνηγορώ για τα Εξάρχεια. Τα οποία Εξάρχεια, είπα ότι είναι γενικό κρούσμα γενικής συμπεριφοράς, που την εισπράττουμε όλοι μας κάθε μέρα. Και είναι μία συμπεριφορά εξοργιστική, θρασύτατη και κυρίως άνανδρη. Οι νέοι της εποχής μας, ως προς αυτό, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. ΄Ημουνα μαθητής στα χρόνια της Κατοχής. Μιας σκληρής εποχής. Μιας εποχής καθημερινής συναναστροφής με τον θάνατο. Μιας εποχής ένοπλης για χιλιάδες νέους. Όμως δεν έχω στην εμπειρία μου παράδειγμα νέων που να επεδείκνυαν την δύναμη τους σε ανυπεράσπιστα πλάσματα, σε γέρους, σε γυναίκες, σε παιδιά. Γι αυτό και αγανακτώ και εξοργίζομαι όταν με εξευτελίζουν νεαρά άτομα που δεν γνώρισαν, που δεν είδαν, που δεν έπαθαν, όσα έπαθε η γενιά του κατεστημένου. Όμως συγκρατούμαι. Γιατί όπως άλλες εποχές προετοίμασαν την δική μου, έτσι και η δική μου εποχή προετοίμασε τα… Εξάρχεια της.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7 Οκτωβρίου 1984

Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.