Λιοντάρι σκάβει τον τάφο της Οσίας
Στο Μοναστήρι, όπου ασκήτευε ο Αββάς Ζωσιμάς, είχαν συνήθεια οι Πατέρες, την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή να βγαίνουν στην έρημο για περισσότερη άσκησι. Σε κάποια τέτοια έξοδό του, ο Αββάς βρήκε την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία, αφού του διηγήθηκε τα γεγονότα του συγκλονιστικού πραγματικού βίου της, τον παρακάλεσε να πάη με τα άχραντα Μυστήρια για να την κοινωνήση. Αυτό και έκανε.
Την επόμενη χρονιά, που ξαναπήγε ο Αββάς Ζωσιμάς με τον πόθο να ξανασυναντήση την Οσία στην έρημο, την βρήκε να έχη κοιμηθεί. Κοντά στο ιερό λείψανό της υπήρχαν γράμματα σκαλισμένα στην γη, που έλεγαν:
«Θάψε, Αββά Ζωσιμά, σ’ αυτόν τον τόπο το λείψανο της ταπεινής Μαρίας˙ δώσε πίσω στο χώμα το χώμα και να προσεύχεσαι πάντα για μένα στον Κύριο».
Ο Γέροντας δόξασε τον Θεό και έβρεξε με δάκρυα το σώμα της Οσίας. Σκεπτόταν όμως, πώς θ’ ανοίξη λάκκο στην έρημο, χωρίς να διαθέτη κανένα εργαλείο. Ξαφνικά είδε ένα μικρό ξυλαράκι, το πήρε στα χέρια του και προσπάθησε να σκάψη. Άδικος κόπος. Η γη ήταν τόσο ξερή, που όσο κι αν προσπαθούσε, όσο κι αν έτρεχε ο ιδρώτας στο πρόσωπό του, δεν κατάφερνε τίποτα. Αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε ένα τεράστιο λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλύφη τα άκρα των ποδιών της. Κυριεύθηκε από φόβο και έκανε το σημείο του σταυρού. Τότε το λιοντάρι, με τις κινήσεις του και την καλή του διάθεσι, άρχισε να καλοπιάνη τον Αββά Ζωσιμά κουνώντας την ουρά του. Έμοιαζε σαν να τον χαιρετά. Και ο Γέροντας, χωρίς ίχνος φόβου πλέον στην καρδιά του, γύρισε και του είπε, σαν να μιλούσε σε άνθρωπο:
-Είμαι γέρος και δεν έχω την δύναμι ν’ ανοίξω τον λάκκο της Οσίας μας, ούτε έχω εργαλείο κατάλληλο. Κάνε εσύ αυτή την αναγκαία εργασία με τα νύχια σου, για να παραδώσουμε στην γη το άγιο σώμα της.
Δεν πρόλαβε να τελειώση τα λόγια του κι αμέσως το λιοντάρι με τα μπροστινά του πόδια άρχισε ν’ ανοίγη ένα λάκκο, όσο χρειαζόταν για να χωρέση το σώμα της Οσίας.
Ο Αββάς Ζωσιμάς έπλυνε τότε με τα δάκρυά του τα πόδια της και σκέπασε το σώμα της με το χώμα. Το θηρίο, το άγριο εκείνο λιοντάρι, παρακολουθούσε την σκηνή ακίνητο. Μετά, αφού έβαλε μετάνοια στον Γέροντα, ανεχώρησε προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο δε Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στην Μονή του και διηγήθηκε στους Πατέρες τα όσα θαυμαστά είδε και έζησε μέσα στην έρημο.
ΒΙΟΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ
Και συμβοσκηθήσεται λύκος μετ’ αρνός,
και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω,
και μοσχάριον και ταύρος και λέων
άμα βοσκηθήσονται,
και παιδίον μικρόν άξει αυτούς.
ΗΣΑΪΑΣ 11:6
Όρνεα σιτιστές
Στα χρόνια που ήταν βασιλιάς ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (913-959), υιός του Λέοντα του Σοφού και γαμπρός του Ρωμανού του Γέροντα (Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού), στάλθηκε ένας αυτοκρατορικός διοικητής στις ανατολικές επαρχίες και πήγε στο Μοναστήρι που ήταν εκεί, για να εισπράξη τους φόρους που ώφειλαν στο δημόσιο.
Βγήκε ο Ηγούμενος μαζί με τους μοναχούς να τον προϋπαντήσουν και, αφού αληλοασπάσθηκαν, κάθησαν στην αυλή όπου υπήρχαν δέντρα γεμάτα καρπούς. Την ώρα που συζητούσαν, εμφανίσθηκαν όρνεα και έσπαγαν κλαδιά από τα δέντρα, τα άρπαζαν μαζί με τους καρπούς και έφευγαν πετώντας γρήγορα. Ο διοικητής ρώτησε με περιέργεια τους μοναχούς:
-Πώς δεν τρώνε τα όρνεα τους καρπούς, αλλά τους παίρνουν μαζί με τα κλαδιά;
-Σήμερα συμπληρώθηκαν ένδεκα χρόνια από τότε που κατά διαστήματα κάνουν έτσι τα όρνεα, απάντησαν οι μοναχοί. Κι εμείς απορούμε, τι άραγε να σημαίνη αυτό.
Ενώ μιλούσαν, εμφανίσθηκε ένα κοράκι και άρπαξε κι αυτό ένα κλαδί γεμάτο καρπούς. Ο διοικητής σηκώθηκε και κάλεσε τους μοναχούς να τον ακολουθήσουν. Το κοράκι πέταξε ψηλά, ήσυχα, κρατώντας το κλαδί, απλώνοντας τα φτερά του και αιωρούμενο. Καθώς ο διοικητής με τους μοναχούς ανέβαιναν το βουνό και το πλησίαζαν, το πουλί κατέβηκε σ’ ένα φαράγγι και, αφού άφησε εκεί το κλαδί με τους καρπούς που κρατούσε, ανέβηκε χωρίς να βαστά τίποτα και απομακρύνθηκε κρώζοντας. Οι μοναχοί και ο διοικητής έρριξαν πέτρες στην χαράδρα και άκουσαν φωνές:
-Αν είστε Χριστιανοί, μη μας σκοτώσετε. Ρίξτε μας τρία ενδύματα να καλύψουμε την γύμνια μας.
Οι μοναχοί έβγαλαν τα ράσα τους, τα τύλιξαν σε πέτρες και τα έρριξαν. Μετά ακολουθώντας ένα μικρό, δύσβατο μονοπάτι κατέβηκαν στην χαράδρα και συνάντησαν τρεις γυναίκες, που έπεσαν στα γόνατα και τους προσκύνησαν. Λίγο αργότερα άκουσαν την ιστορία τους.
Η μία καταγόταν από την Κωνσταντινούπολι, είχε μείνει νέα χήρα – μόλις είκοσι δύο ετών – και κάποιος αξιωματούχος θέλησε να την αρπάξη με την βία. Έστειλε τους υπηρέτες του να την πάρουν, εκείνη όμως τους αντιμετώπισε όπως έπρεπε και έφυγαν άπρακτοι. Την άλλη ημέρα όμως επέστρεψαν και την πίεζαν να πάη μαζί τους.
-Μήπως, κύριοί μου, κι εγώ δεν θέλω να έλθω προς τον ενδοξώτατο κύριό σας; Τους είπε χαμογελώντας η γυναίκα. Όμως έχω μια δύσκολη αρρώστια, την οποία θεραπεύω. Κάντε υπομονή και μόλις θεραπευθώ θα έρθω πρόθυμα σ’ αυτόν. Όπως νομίζω, μέσα σε σαράντα ημέρες θα γίνω καλά.
Κατάφερε κι αυτή τη φορά να τους διώξη. Αμέσως μετά απελευθέρωσε όλους τους δούλους της, αφού τους έδωσε κληροδοτήματα. Μοίρασε όλη την κινητή περιουσία της σε χήρες, ορφανά και φτωχούς. Έτσι, αφού απαλλάχθηκε από όλη την περιουσία της, πήρε δύο υπηρέτριές της και κατέφυγαν στη Μ. Ασία. Σ’ αυτή την χαράδρα κοντά στο Μοναστήρι βρίσκονταν έντεκα χρόνια.
Όταν άκουσε την διήγησί της ο Ηγούμενος, την ρώτησε:
-Πού βρίσκατε, κυρία μου, την τροφή σας;
-Κάθε τόσο τα όρνεα μας φέρνουν διάφορους καρπούς, όχι μόνο όσους χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, αλλά περισσότερους από τις ανάγκες μας, απάντησε εκείνη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή είμαστε γυμνές, μας προφυλάσσει και μας ζεσταίνει με την χάρι Του ο Κύριος, για να μη νοιώθουμε κρύο τον χειμώνα, ούτε πολλή ζέστη το καλοκαίρι, και ζούμε εδώ σαν μέσα στον Παράδεισο και μετέχουμε στην τρυφή του και ακατάπαυστα με ύμνους δοξάζουμε το πανάγιο όνομα της υπερουσίας και παναγίας Τριάδος, δηλαδή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Ηγούμενος έστειλε ένα μοναχό στο Μοναστήρι να φέρη τον ιερέα. Εκείνος τέλεσε την Θεία Λειτουργία και οι τρεις γυναίκες κοινώνησαν τα άχραντα μυστήρια και γευμάτισαν μαζί με τους μοναχούς, με φαγητά που έφεραν οι μοναχοί από το μοναστήρι. Ύστερα η μακαρία είπε στον Ηγούμενο:
-Πάτερ μου, παρακαλώ την αγιωσύνη σου, να μείνετε εδώ τρεις ημέρες.
Την επομένη μέρα, τα χαράματα, αφού σηκώθηκε η μακαρία εκείνη ψυχή και ύψωσε τα χέρια της προς τον ουρανό, απεδήμησε προς τον Κύριο και με δάκρυα και ψαλμούς και ύμνους την κήδεψαν και την έθαψαν. Την επαύριο απεδήμησε προς τον Κύριο η μία σύντροφός της και την Τρίτη ημέρα απεδήμησε και η άλλη. Οι μοναχοί και ο διοικητής απόρησαν γι’ αυτά τα θαυμαστά και παράδοξα και εδόξασαν τον Κύριο και Θεό μας.
ΜΗΤΕΡΙΚΟΝ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006
Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.