Ο πόλεμος κατά των Τριβαλλών
Ο Αλέξανδρος δεν διέπραξε το λάθος του Ναπολέοντα και του Χίτλερ, να πολεμά ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα. Δεν θα μπορούσε να εκστρατεύσει εναντίον της Ασίας, αν δεν είχε καθυποτάξει τα άγρια και πολεμικά φύλα που περιστοίχιζαν την Μακεδονία. Και την απειλούσαν συστηματικά. Ο πόλεμος που διεξήγαγε στη χερσόνησο του Αίμου, στην Βαλκανική, όπως επικράτησε να λέγεται σε νεώτερη εποχή (και τώρα Ν. Α. Ευρώπη), είναι πολύ σημαντικός και όμως συχνά παροράται από τον τυπικό ιστορικό των νεώτερων καιρών, που ρίχνει το βάρος του μόνο στην Ανατολή, στην εκστρατεία της Ασίας και όχι της Βαλκανικής.
Όταν ο Αλέξανδρος ήταν έτοιμος για την καθυπόταξη του βαλκανικού χώρου, την άνοιξη του 335 π.Χ. ξεκίνησε προς Β. από την Αμφίπολη, που τη χρησιμοποιούσε ως στρατιωτική και ναυτική βάση (ίσως την προόριζε και για νέα πρωτεύουσα)• πέρασε ανάμεσα από τους Φιλίππους (κοντά στη σημερινή Καβάλα) και το βουνό Όρβηλος και μπήκε στη χώρα των Θρακών, στους οποίους ο Φίλιππος, ως εγγύηση συμμαχίας, είχε παράσχει ικανή αυτονομία. Όπως, όμως, έχει προλεχθεί, είχαν στασιάσει τόσο οι Ιλλυριοί, όσο και οι Τριβαλλοί. Σωστά ο Αρριανός παρατηρεί ότι δεν του φαινόταν καλό του Αλεξάνδρου να φύγει τόσο μακριά για εκστρατεία, αφήνοντας πίσω του εχθρικούς γείτονες, χωρίς να τους ταπεινώσει.** Χρειαζόταν να έχει θωρακισμένα τα νώτα του πριν φύγει για την Ασία. Αφού πέρασε τον Νέστο, έφθασε, καθώς έλεγαν τότε, εντός 10 ήμερων στο όρος Αίμος, όπου οι ντόπιοι, είχαν πιάσει, οπλισμένοι, την κορυφή, για να του κόψουν το δρόμο. Σ’ ένα σημείο, τη Σίπκα,* που συνδέεται με τη νεώτερη βουλγαρική ιστορία, είχαν σχηματίσει μάλιστα φράγμα με άμαξες – προφανώς φορτωμένες με πέτρες για να τις κυλήσουν εναντίον των ανερχομένων Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε το τέχνασμα τους και έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να «ξεσφίξουν» την παράταξη τους και να προχωρούν αραιά, έτσι που οι άμαξες να περνούν ανάμεσα τους. Κι όταν κυκλώνονται από τους βαρβάρους να σπειρώνονται, προτάσσοντας τις ασπίδες κι έτσι να υφίστανται ελάχιστη βλάβη. Αυτός με τους υπασπιστές και τους Αγριάνες, θαυμαστούς ακοντιστές, υπερκέρασε από τ αριστερά τους «βαρβάρους», απέκρουσε χάρη στους τοξότες του την επίθεση τους κι όταν έφθασε η φάλαγγα, επιτέθηκε αυτός μετωπικά και υποχρέωσε τους αντιπάλους του να τραπούν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τα εφόδια και τα γυναικόπαιδα τους. Ο Αρριανός γράφει πως σκοτώθηκαν περίπου 1.500 «βάρβαροι».
Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία πέρασε τον Αίμο και εισήλθε στη χώρα των Τριβαλλών, που εκτείνεται ως τον Ίστρο, το σημερινό Δούναβη. Ο βασιλιάς των Τριβαλλών, που λεγόταν Σύρμος, είχε ασφαλίσει τα γυναικόπαιδα της φυλής του σ’ ένα νησάκι του Δούναβη, ονομαζόμενο Πεύκη («Πεύκη όνομα τη νήσω εστίν») (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ., Α, 2). Στο νησί αυτό κατέφυγαν και οι υποχωρήσαντες Θράκες και οι πολλοί Τριβαλλοί με τον Σύρμο επικεφαλής. Οι άλλοι στάθηκαν να αντιπαραταχθούν στον Αλέξανδρο σ’ ένα σημείο κοντά στο ποτάμι, μπροστά σε μια βαθειά χαράδρα. Ο Αλέξανδρος και πάλι έκανε χρήση της επιδεξιότητας των τοξοτών του, που με τα βέλη τους, τους υποχρέωσαν να βγουν από τη χαράδρα και να δώσουν παρατακτή μάχη. Το ιππικό, το προερχόμενο από το πάνω μέρος της Μακεδονίας («εκ της άνωθεν Μακεδονίας»), επιτέθηκε κατά του αριστερού των Τριβαλλών, ενώ ο υπόλοιπος στρατός, κυρίως το πεζικό, κτύπησαν το κέντρο, Η φάλαγγα τελικά ήταν εκείνη που συνέθλιψε κυριολεκτικά τους αμάθητους Τριβαλλούς σε τέτοιου είδους συγκρούσεις. Περίπου 3.000 ήσαν οι νεκροί που εκάλυψαν το πεδίο της μάχης. Ο Αρριανός. στηριζόμενος στον Πτολεμαίο, γράφει πως οι Μακεδόνες έχασαν 11 ιππείς και 40 πεζούς.
Πόλεμος κατά των Γετών*
Μετά τη μάχη αυτή ο Αλέξανδρος έφθασε στις εκβολές του Ίστρου, όπου τον περίμενε ο στόλος του που είχε ξεκινήσει από το Βυζάντιο, πλέοντας κατά μήκος των ακτών της σημερινής Ανατ. Θράκης και Βουλγαρίας. Άρα, επρόκειτο για μια καλά σχεδιασμένη, όπως θα λέγαμε σήμερα, «διακλαδική» επιχείρηση. Τα πλοία αυτά με αγήματα τοξοτών έπλευσαν κατά μήκος του Ίστρου, έφθασαν στην Πεύκη, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν απόβαση λόγω των απότομων ακτών της. Ο Αλέξανδρος τότε αποφάσισε να περάσει τον Ίστρο και να πολεμήσει εναντίον των Γετών, που κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας. Απέναντι του είχαν συγκεντρωθεί 4.000 ιππείς και περίπου 10.000 πεζοί. Ο Αλέξανδρος για να διαβεί με όλο το στρατό του, εκτός από τα πλοία του, χρησιμοποίησε τις δερμάτινες σκηνές των ανδρών του που τις γέμισε με ξερά χόρτα και κατασκεύασε έτσι ένα είδος «φουσκωτών σκαφών». Χρησιμοποίησε ακόμη και τα μονόξυλα των ψαράδων της περιοχής. Η διάβαση του “Ίστρου έγινε νύκτα σ’ ένα σημείο που παρείχε οπτική κάλυψη, διότι ήταν σπαρμένο με ψηλά στάχυα. Το πρωί οι στρατιώτες άνοιξαν δρόμο με τις σάρισες και ακολουθούσε το ιππικό. Οι φαλαγγίτες σε σχήμα τετραγώνου, υπό την ηγεσία του Νικάνορος, επέπεσαν κατά των Γετών, που δεν άνθεξαν στη συνδυασμένη επίθεση ιππέων και πεζών και υποχώρησαν αρχικά προς μια οχυρωμένη πόλη. Όμως προ της επελάσεως των Μακεδόνων, τρομοκρατημένοι, την εγκατέλειψαν, αφήνοντας πίσω τους πλούσια λάφυρα. Τη φύλαξη τους ο Αλέξανδρος ανέθεσε στον Μελέαγρο, που θα διακριθεί ιδιαίτερα στην εκστρατεία της Ασίας.
Αφού ο Αλέξανδρος έκανε θυσία στον Δία Σωτήρα, στον πρόγονο του Ηρακλή και στον ποταμό Ίστρο, δέχθηκε αντιπροσωπεία από τον Σύρμο και από μία φυλή των Κελτών που κατοικούσε στις ακτές του Ιονίου. Ο Αρριανός γράφει γι’ αυτούς: «Μεγάλοι οι Κελτοί τα σώματα και μέγα επί σφίσι φρονούντες» (Αλεξ. Ανάβ. Α’, 4). Δηλαδή, πως ήσαν μεγαλόσωμοι και είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Όλοι αυτοί ζήτησαν τη φιλία του. Την οποία ο Αλέξανδρος προσέφερε πολιτικώτατα, για να τους χρησιμοποιεί ως αντίβαρο κατά των Ιλλυριών. Επειδή οι Κέλτες του έκαναν εντύπωση, τους ερώτησε, ποιο θνητό πλάσμα φοβούνται περισσότερο, νομίζοντας ότι αυτοί θα έλεγαν το όνομα του. Εκείνοι, όμως, του αποκρίθηκαν πως ένα μόνο φοβούνται: μήπως τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι!* Παρόλο που ο Αλέξανδρος δέχθηκε τη φιλία τους, δεν παρέλειψε να πει «ότι αλαζόνες Κελτοί είσιν».
Πόλεμος κατά Ιλλυριών και Ταυλαντίων
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την περιοχή των Αγριάνων, μια έκταση που καλύπτει τη ΒΔ Θράκη και αντιστοιχεί προς το δυτικό τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας και σε τμήμα του ελλαδικού χώρου. Από τους Αγριάνες αυτούς εικάζεται ότι κατάγονται οι σημερινοί Πομάκοι της Θράκης. Δεν περιορίστηκε όμως στην περιοχή αυτή, αλλά προχώρησε νοτιώτερα στη χώρα των Παιόνων, που αντιστοιχεί —σε γενικές γραμμές— προς το σημερινό κράτος των Σκοπίων και της Δ. Βουλγαρίας.* Εδώ πληροφορήθηκε ότι είχε επαναστατήσει ο Κλείτος, ο αδελφός του ηγεμόνα των Ιλλυριών Βαρδύλη («Βαρδύλεω», γράφει ο Αρριανός), τον όποιο είχε νικήσει ο Φίλιππος στην αρχή της βασιλείας του. Με τον Κλείτο είχε συμμαχήσει και ο βασιλιάς των Ταυλαντίων** Γλαυκιας. Στη φάση αυτή. την ομολογουμένως δύσκολη, στο πλευρό του Αλεξάνδρου στάθηκε ο βασιλιάς των Αγριάνων Λάγγαρος. που έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον Αλέξανδρο από την εποχή που ζούσε ο Φίλιππος. Αυτός, για να μη συμμαχήσουν με τους γείτονες τους Ιλλυριούς και οι Αυταριάτες*** που κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού Κοσσυφοπεδίου, έκανε, για αντιπερισπασμό, αντεπίθεση και «ήγεν και έφερε την χώραν αυτών» (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Α’. 5). Δηλαδή τη λεηλάτησε και την έκανε «άνω-κάτω». Ο Αλέξανδρος τίμησε ιδιαιτέρως τον Αάγγαρο και του υποσχέθηκε να τον νυμφεύσει με μια αδελφή του. την Κύνα, όταν θα επέστρεφε στην Πέλλα. Αλλ’ ο Αάγγαρος. όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, αρρώστησε και πέθανε.
Εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς το υψίπεδο του Πριλαπόυ (Περλεπέ). έφθασε στην κοιλάδα του ποταμού Ε ρ ι γ ω ν ο ς (σημ. Τσέρνα) και βγήκε στην πεδιάδα της Πελαγονίας, ανάμεσα στο σημερινό Μοναστήρι (Μπίτολα) και στην Φλώρινα. Ακολούθως διέσχισε τον αυχένα του σημερινού Πισοδερίου και, μέσω της Κρυσταλλοπηγής. βγήκε στην κοιλάδα του Άνω Εορδαϊκού. που σήμερα από τους Αλβανούς λέγεται Ντεβόλ (Δεβόλης). Στην έξοδο της κοιλάδας αυτής υπήρχε η οχυρωμένη πόλη Πέλλιο η Πήλιο. Η πόλη αυτή προστατευόταν από τα γύρω βουνά, που είχαν καταλάβει οι στρατιώτες του Κλείτου. Ο Αλέξανδρος, παρ’ όλο που οι αντίπαλοι του ήσαν καλά προστατευμένοι μέσα στη δασωμένη περιοχή,* αποφάσισε να επιτεθεί, προτού προφθάσει και ο Γλαυκίας με τους Ταυλαντίους να έλθει προς ενίσχυση τους. Η επίθεση του Αλεξάνδρου ήταν αιφνιδιαστική και αποτελεσματική. Όλοι οι στρατιώτες του Κλείτου κλείστηκαν στην πόλη, γύρω από την οποία ο Αλέξανδρος άρχισε να κτίζει περιτείχισμα, για να μην έχουν καμμιά δυνατότητα διαφυγής η ενισχύσεως.
Αλλ’ ας αφήσουμε στο σημείο αυτό τον Θεσσαλονικέα βιογράφο του Αλεξάνδρου να μας εξιστορήσει το γεγονός και τη σημασία του: «Φαίνεται πως οι Ιλλυριοί θαμπωμένοι από την ελληνική προέλαση, που για τα τότε δεδομένα έμοιαζε φανταστική, είχαν προτιμήσει την άμυνα, εγκαταλείποντας κάθε απόπειρα επιθετική. Έτσι ο στρατός των Εταίρων προελαύνοντας, πέρασε δίπλα από έναν ιλλυρικό βωμό. Κι εκεί βρίσκονταν τρία νιοσφαγμένα παλληκάρια, τρία κορίτσια και τρία κριάρια. Οι Ιλλυριοί είχαν προετοιμάσει την πατροπαράδοτη θυσία στους πολεμικούς τους θεούς. Μα είχαν υποχρεωθεί να τη διακόψουν, κι έτρεξαν στις οχυρώσεις τους, όταν είδαν τον Αλέξανδρο να πλησιάζει. Ασφαλισμένοι έτσι στο Πήλιο και στα βουνά, έβλεπαν τον Αλέξανδρο να προχωρεί, χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο, λες κι ήταν βέβαιος ότι θα τον προστάτευε καπόια δύναμη θεϊκή. Όταν έφτασε μπρος στα τείχη του Πηλίου, αποφάσισε να φτιάξει γύρω τους πολιορκητικό τείχος, για να εμποδίσει τους Ιλλυριούς να βγουν. Αυτό το τείχος συνηθιζόταν τότε στις πολιορκίες, αλλ η απόφαση του Αλεξάνδρου είχε άλλο σκοπό. Με το τείχος εκείνο ήταν σαν να προδίκαζε την έκβαση της μάχης και σαν να προειδοποιούσε τους αντιπάλους του ότι τους περίμενε η συντριβή.
Όσο λοιπόν κι αν οι Ιλλυριοί ήταν βέβαιοι πως ειχε πέσει στον κλοιό που του είχαν ετοιμάσει, άρχισαν ξαφνικά ν αμφιβάλλουν και ν’ αναρωτιούνται για το τι μέλλονταν να συμβεί. Έτσι με τις πρώτες κι όλας ενέργειες του ο Αλέξανδρος κέρδιζε μια μάχη ψυχολογική».* Κι αυτή την τακτική ο Αλέξανδρος θα εφαρμόσει σε όλη τη στρατιωτική του δράση. Πρώτα ήθελε να νικά στον ψυχολογικό τομέα και μετά σαν ώριμο φρούτο έπεφτε στα χέρια του η νίκη. Ακόμη ο Αλέξανδρος, τόσο στη μεγάλη του εκστρατεία στη Βαλκανική όσο και στις μετέπειτα επιχειρήσεις, εφάρμοζε μια τακτική: να βρίσκεται εκεί όπου ο αντίπαλος δεν τον περίμενε η να βρίσκεται ενωρίτερα στο σημείο απ’ ό,τι υπολόγιζε ο αντίπαλος. Στο μυθιστόρημα του για τον Αλέξανδρο ο διάσημος Αμερικανός Στίβεν Πρέσσφιλντ γράφει: «Εκεί όπου πιστεύει ότι θα είμαστε αύριο, εμείς είμαστε το ίδιο βράδυ. Εκεί όπου πιστεύει ότι θα είμαστε σήμερα εμείς περάσαμε χθες» (Στ. Πρέσσφιλντ: «Οι αρετές του πολέμου», εκδ. Πατάκης 2004, σσ. 111-113). Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω Πήλιο είχε οχυρωθεί από τον Φίλιππο Β’, για την αναχαίτιση των εγκατεστημένων στα γύρω βουνά Ιλλυριών. Βρισκόταν στην Ιλλυρική περιοχή των Δασσαρητίων προς Ν. της Αχρίδος λίμνης (πού τότε λεγόταν Λυχνίτης) και του Εορδαϊκού ποταμού, του σήμερα γνωστού με το όνομα Δεβόλης (αλβαν. Ντεβόλ). Από στρατιωτική απόψη το Πήλιο ήλεγχε την οδό πού οδηγούσε από την κοιλάδα του Εριγώνος προς την κοιλάδα τού Αλιάκμονος και την Μεσημβρινή Μακεδονία.
Αλλ’ ας επανέλθουμε στον νεαρό στρατηλάτη. Τα πράγματα για τον Αλέξανδρο έγιναν δύσκολα, όταν έφθασε και ο Γλαυκίας μέ τούς δικούς του. Τϊταν δύσκολο στον Αλέξανδρο να επιτεθεί, διότι μέσα στην πόλη υπήρχαν στρατιώτες πολλοί καί καλοί, ενώ από τα νώτα θα δεχόταν την προσβολή του Γλαυκία. Προτίμησε άλλη τακτική. Κατά πρώτον, χρειαζόταν εφόδια. Για το σκοπό αυτό έστειλε τον Φιλώτα, το γυιό του Παρμενίωνος, με πολλά υποζύγια, προστατευμένα από ιππείς, στην πεδιάδα για ανεφοδιασμό. Ο Γλαυκίας παρακολούθησε την κίνηση αυτή και έπιασε τα γύρω βουνά για να επιτεθεί την κατάλληλη στιγμή. Ο Αλέξανδρος τότε, για να μην πάθει καμμιά συμφορά το σώμα του Φιλώτα, άφησε το λοιπό στράτευμα να επιτηρεί την πόλη, και αυτός με 400 ιππείς, τους υπασπιστές, τους τοξότες και τους Αγριάνες κινήθηκε προς την κατεύθυνση του Γλαυκία, ο όποιος, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο κυκλώσεως, εγκατέλειψε τα βουνά κι έτσι μπόρεσε ο Φιλώτας να περάσει σώος και άβλαβης από τις επικίνδυνες διαβάσεις. Οπωσδήποτε, οι περιοχές αυτές δεν προσφέρονταν για επιχειρήσεις που θα ήσαν ευνοϊκές για τους Μακεδόνες, διότι ήσαν γεμάτες στενωπούς, έτσι που δύσκολα θα μπορούσαν να παραταχθούν σε μέτωπο τεσσάρων ασπίδων «Ο Αλέξανδρος στην κρίσιμη αυτή περίπτωση έδειξε τις εξαιρετικές ικανότητες του ως στρατιωτικού ηγέτη. Σχεδίασε με πρωτοτυπία την αποχώρηση και την πραγματοποίησε με τρόπο αριστοτεχνικό, κατορθώνοντας να αποσυρθή από τον ποταμό, χωρίς απώλειες».*
Αφού έφθασε σε ομαλό πεδίο, παρέταξε τη φάλαγγα σε βάθος 120 γραμμών, ένα τεράστιο δηλαδή οπλοφόρο φίδι. Για την κάλυψη των πλευρών τοποθέτησε 200 ιππείς στη μια και στην άλλη μεριά, με την εντολή να προχωρούν σιωπηλά. Ακολούθως, προσποιήθηκε ότι έκανε στρατιωτικά γυμνάσια. Οι φαλαγγίτες ύψωναν τα δόρατα, τα έστρεφαν προς τα εμπρός και μετά έκαναν κλίση προς τα δεξιά κι έπειτα προς τ’ αριστερά. Αυτά λέγονταν παλιά «ασκήσεις πυκνής τάξεως» και ήσαν ομολογουμένως δύσκολες. Εδώ ας μας επιτραπεί να δώσουμε το λόγο σε ένα επαγγελματία στρατιωτικό, συνάμα και ιστορικό: «Και πάλι το στρατιωτικόν δαιμόνιον του Αλεξάνδρου θα λάμψη. Όπως στην βόρεια όχθη του Δουνάβεως, έτσι και εδώ, θα παράταξη τον στρατόν του σε σχήμα τετραγώνου με βάθος 120 ανδρών. Μέσα στο τετράγωνο θα τοποθέτηση τους τοξότας και τους ακοντιστας. Αριστερά και δεξιά το ιππικό. Για να ακούγωνται καλώς τα παραγγέλματα και να εκτελούνται με ταχύτητα, διατάσσει απόλυτη σιωπή».**
Μία επιτόπια εξέταση δείχνει πόσο δυσχερής ήταν μια τέτοια διάταξη για διεξαγωγή μάχης. Με αυτή τη διάταξη ο Αλέξανδρος επιτίθεται κατά των Ταυλαντίων που είναι έξω από το φρούριο, και καθώς αυτοί είναι χωρισμένοι σε ομάδες και κρατούν τα γύρω υψώματα, τους συνθλίβει με τη «σιδερένια γροθιά» του, τον καθένα ξεχωριστά. Το ιππικό έπαιξε εδώ ρόλο καθοριστικό. Αφενός προστάτευε τα πλευρά του Αλεξάνδρου, αφετέρου με τις επελάσεις του διασκόρπισε τις ασύνδετες ομάδες των Ταυλαντίων και τους υποχρέωσε να τραπούν «μπουλουκηδόν» σε φυγή. Ούτε σε ένα λόφο, που είχε ορισθεί ως τόπος συγκεντρώσεως, μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Έλειωσαν κάτω από την αιφνιδιαστική επίθεση που έκανε με επιδέξιο ελιγμό ο ίδιος ο Αλέξανδρος, κτυπώντας τους από τα νώτα επικεφαλής 2.000 Αγριάνων ακοντιστών. Οι Ταυλάντιοι πέρασαν το ποτάμι και μαζί πέρασαν και οι Μακεδόνες. «Το απόσπασμα-οπισθοφυλακή (των Μακεδόνων) διήλθε τελευταίο, χωρίς καμμίαν απώλειαν, χάρις σε έναν ελιγμό, που θαυμάζουν και οι καλλίτεροι στρατηγοί της ιστορίας» (Θεοδ. Σαράντης, δπ. π., σ. 131).
Στα παραπάνω, ας προσθέσουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις: Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιεί την τακτική του «κεραυνοβόλου πολέμου»* δηλαδή την τακτική της γροθιάς. Όρμησε ξαφνικά προς τα εμπρός, χρησιμοποιώντας το αριστερό της φάλαγγας σαν έμβολο («κατά το ευώνυμον οίον έμβολον ποιήσας» – Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Α’, 6) και επιτέθηκε κατά των έχθρων, που έκπληκτοι και έντρομοι από τον αιφνιδιασμό, υποχώρησαν και καλύφθηκαν στις δασωμένες σχισμές. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε τους Μακεδόνες να εκβάλουν τις πολεμικές τους κραυγές («επαλαλάξαι εκέλευσε») και να επιτεθούν με τα δόρατα και τις ασπίδες τους. Οι Ταυλάντιοι, νομίζοντας πια ότι ο εχθρός είχε φθάσει στους κρυψώνες τους, έσπευσαν να κλεισθούν κι αυτοί στην πόλη. Επιμείναμε στις λεπτομέρειες αυτές για να δείξουμε ότι ο Αλέξανδρος ήταν ικανός να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και του ανορθόδοξου πολέμου, κάτι που θα του χρειασθεί, όταν θα υποχρεωθεί να πολεμήσει κατά των αγρίων φυλών της Ασίας.
Δεν θα επιμείνουμε σε περαιτέρω περιγραφές (άλλωστε ο Αρριανός στο σημείο αυτό είναι πολύ αναλυτικός)• θα περιορισθούμε απλώς στο να πούμε ότι ο Αλέξανδρος, αφού κατέλαβε ένα λόφο. είχε την άνεση να παρακολουθεί τις κινήσεις του εχθρού και να συντονίζει την κίνηση των δικών του δυνάμεων. Στη διάβαση του ποταμού έγινε σύγκρουση φοβερή, κατ ανάλογο τρόπο που έγινε και στον Γρανικό. Μπροστά στη συνδυασμένη επίθεση όλων των μονάδων του μακεδονικού στρατού, οι αντίπαλοι υποχώρησαν. Τότε για πρώτη φορά έκανε χρήση και του «πυροβολικού». Τοποθέτησε στη μια όχθη του ποταμού τις βαλλιστικές μηχανές και εξαπέλυε «βλήματα» προς την απέναντι όχθη, μη επιτρέποντας στον αντίπαλο να συνταχθεί και να παραταχθεί. Οι τοξότες μάλιστα μπήκαν μέσα στον Άψο* και κτυπούσαν τους Ταυλαντίους από μικρότερη απόσταση, ώστε να μην τολμοϋν να περάσουν την όχθη. Έτσι οι Μακεδόνες πέρασαν ανενόχλητοι το ποτάμι.
Τρεις ήμερες αργότερα ο Αλέξανδρος, χάρη σε ανιχνευτές η κατασκόπους, πληροφορήθηκε ότι ο Κλείτος και ο Γλαυκίας είχαν στρατοπεδεύσει προχείρως, πιστεύοντας ότι ο Αλέξανδρος είχε αναδιπλωθεί. Αυτός όμως πέρασε κρυφά τον Άψο με τους τοξότες, τους Αγριάνες και τις «τάξεις» του Περδίκκα και του Κοίνου, προπορεύθηκε και έδωσε εντολή η λοιπή στρατιά να τον ακολουθεί. Όταν πλησίασε προς το εχθρικό στρατόπεδο, εξαπέλυσε τους Αγριάνες και τους τοξότες, που έπιασαν τους αντιπάλους στον ύπνο. Πολλοί σκοτώθηκαν πάνω στην κλίνη τους. Οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Οι μακεδονικές δυνάμεις τους καταδίωξαν ως τα βουνά των Ταυλαντίων. Για να γλιτώσουν, οι περισσότεροι πέταξαν τον οπλισμό τους, ώστε να είναι ελαφρότεροι στο «φευγιό». Ο Κλείτος κατέφυγε στην πόλη, το Πήλιο, την πυρπόλησε και ακολούθησε τους Ταυλαντίους για να σωθεί κοντά στον Γλαυκία. Τα νώτα της Μακεδονίας και από την περιοχή της Ιλλυρίας είχαν καλυφθεί επαρκώς. Η νίκη του Αλεξάνδρου, παρατηρεί ένας αξιόλογος μελετητής της στρατηγικής του, «ήταν τόσο αποφασιστική, ώστε μόνο μία εξέγερση στα βόρεια και ανατολικά σύνορα της Μακεδονίας έχει καταγραφεί κατά το υπόλοιπο της βασιλείας του».*
Επομένως σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ανατολή δεν υπήρξε, με εξαίρεση το σπαρτιατικό κίνημα, δεύτερο μέτωπο στη Δύση. Έδώ ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι ο Αλέξανδρος εφάρμοσε με πληρότητα μια τακτική, που πάντα, ακόμη και σήμερα, είναι αποτελεσματική: « Τάραξε τον αντίπαλο για να κάνει λάθη». Ο Αλέξανδρος θα εφαρμόσει την τακτική αυτή σε όλη τη μακρά διάρκεια των πολέμων του στην Ασία, τόσο εναντίον του Δαρείου Γ’, όσο και εναντίον του Πώρου.
Η Θηβαϊκή εξέγερση **
Πολλοί ασφαλώς στην Ν. Ελλάδα θα εύχονταν τον χαμό του Αλεξάνδρου στη νέα πολεμική του εμπλοκή και μερικοί θα την πίστευαν κιόλας. Ούτε θα έλειπαν οι σχετικές φήμες. Αυτό έκανε μερικούς Θηβαίους, που είχαν εξοριστεί για τα αντιμακεδονικά τους φρονήματα, να διεισδύσουν νύκτα στην πόλη, ύστερα από πρόσκληση των δημοκρατικών στοιχείων, να συλλάβουν και να σκοτώσουν δύο μέλη της μακεδονικής φρουράς που κρατούσε την Καδμεία και, ακολούθως, να συγκαλέσουν εκκλησία (= σύναξη) και να καλέσουν το λαό σε αποστασία, υποσχόμενοι ελευθερία και αυτονομία, τις παλαιές και ωραίες λέξεις, με σκοπό να πεισθεί ο λαός να αποτινάξει τη μακεδονική κυριαρχία («και της βαρύτητος των Μακεδόνων ήδη ποτε απαλλαγηναι» – Αρρ. Αλεξ. Ανάβ., 7). Στο σημείο αυτό ο Αρριανός κάνει μια αξιοσέβαστη παρατήρηση: λόγω ελλείψεως σαφών πληροφοριών, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν με ακρίβεια τα πράγματα και ο καθένας πίστευε ο,τι τον ευχαριστούσε.*
Φυσικά στο διάστημα που ο Αλέξανδρος ήταν «χαμένος» στον Βορρά, δεν έπαυσε ούτε στιγμή να ρέει προς τις ελληνικές πόλεις άφθονος περσικός χρυσός• παράλληλη ήταν και η ροή ψευδών πληροφοριών. Ο Δαρείος Γ’ έστειλε στην Αθήνα ένα ποσό 300 ταλάντων, που οι Αθηναίοι δεν το δέχθηκαν• το δέχθηκαν όμως η Σπάρτη και άλλες πόλεις. Στην Αθήνα είχε μεγαλύτερη επίδραση μια ψευδής πληροφορία: έφθασε στην πόλη ένας τραυματίας και διαβεβαίωσε τους Αθηναίους πως είδε τον Αλέξανδρο να πέφτει νεκρός σε μάχη εναντίον των Τριβαλλών. Η είδηση έγινε πιστευτή γιατί σε πολλούς ήταν αρεστή. Ωστόσο, παρά την αναζωπύρωση του αντιμακεδονικού πνεύματος, κανείς δεν έσπευσε να ενισχύσει τους Θηβαίους, που πολιορκούσαν τη μακεδονική φρουρά στην Καδμεία.
Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε όλα αυτά, όταν βρισκόταν στην Ιλλυρία. Θεώρησε την εξέγερση των Θηβαίων «ουδαμώς αμελητέα είναι». Όσο για τους Αθηναίους, πάντα τους υποψιαζόταν. Κι αυτό που φοβόταν ήταν μήπως αυτοί οι άστατοι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι αβέβαιοι για τη στάση τους Αιτωλοί αλλά και καπόιοι Πελοποννήσιοι σπεύσουν να συσσωματωθούν με τους εξεγερμένους Θηβαίους. Γι’ αυτό με ασύλληπτη ταχύτητα πέρασε από δύσβατα βουνά (από τα μέρη εκείνα που εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση στην Πίνδο το 1940) και από τα στενά του Μετσόβου. Εντός επτά ήμερων βρισκόταν στη Θεσσαλία** και μετά από πέντε ακόμη ήμερες (σύνολο 12) βρέθηκε στην Βοιωτία. Ήταν τόσο «κεραυνική» η κάθοδος του, ώστε βρήκε αφύλακτες τις Θερμοπύλες κι έφθασε στον Όγχηστο (βόρεια από το σημερινό χωριό Μαυρομάτι) ανενόχλητος. Τότε μόνον οι Θηβαίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του!
Ήταν φυσικό οι Θηβαίοι να εκπλαγούν. Μερικοί έλεγαν ότι δεν πρόκειται περί του καθεαυτού Αλεξάνδρου, αλλά του Αλεξάνδρου του Λυγκηστή, γυιού του Αερόπου. Σε δύο ήμερες, όμως. ο πραγματικός Αλέξανδρος έφθασε προ των θηβαϊκών τειχών, στρατοπέδευσε στο βόρειο μέρος, «κατά το Ιολάου τέμενος», και περίμενε την παράδοση των Θηβών. Οι πηγές, οι προσκείμενες στον Αλέξανδρο, αποδίδουν σ’ αυτόν μια τάση για συμβιβασμό, ενώ προσάπτουν στους Θηβαίους αδιαλλαξία. Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος πρότεινε χορήγηση αμνηστίας αλλ’ απαίτησε να του παραδοθούν οι αρχηγοί της αντιμακεδονικής παρατάξεως Φοίνιξ και Προθύτης. Οι Θηβαίοι ανταπαίτησαν, έναντι της αμνηστίας, την παράδοση σ’ αυτούς των στρατηγών Παρμενίωνος και Αντιπάτρου, κάτι που φυσικά δεν έγινε δεκτό. ΗΓστερ’ από αυτό οι Θηβαίοι κάλεσαν όποιον επιθυμούσε να συμπράξει με αυτούς και με τον Πέρση βασιλιά, ώστε όλοι μαζί να ελευθερώσουν την Ελλάδα και να καταλύσουν την εξουσία του τυράννου* («ελευθερούν τους Έλληνας και καταλύειν τον της Ελλάδος τύραννον»).
Είναι λογικό να διατυπώνονται αμφιβολίες για την ορθότητα των απόψεων αυτών, ότι τάχα ο Αλέξανδρος έφθασε προ των Θηβών με συμβιβαστικές διαθέσεις. Η Θήβα, λόγω της αιφνιδιαστικής καθόδου του, είχε απομονωθεί• δεν είχε από πουθενά ενισχυθεί. Μια προσφορά αμνηστίας θα ήταν γι’ αυτή «θεόπεμπτον δώρον», γράφει τοπικός ιστορικός, ο οποίος προσθέτει:
«Αλλ’ ουδεμία αμνηστία εδόθη εις τους Θηβαίους, ουδ’ άλλη πρότασις εγένετο εις αυτούς. Ο Αλέξανδρος βέβαιος ων περί της νίκης, έδράξατο της ευκαιρίας να συγκρουσθή προς τους Θηβαίους, ίνα δια μιας νίκης κατά πόλεως ίσχυράς και ονομαστής κατάπληξη και τρομοκράτηση το πανελλήνιον, τούθ’ όπερ επέτυχε… ».**
Βεβαίως ο Δημ. Τσεβάς, που έγραψε τα παραπάνω, διατυπώνει έναν υποθετικό συλλογισμό (δεν στηρίζεται σε καμμιά μαρτυρία), αλλά πάντως σφόδρα πιθανό: ότι ο Αλέξανδρος, μετά το κίνημα τούτο, δεν θα έφευγε για την Ασία, αν δεν τιμωρούσε παραδειγματικά την Θήβα.
Η κατάληψη των Θηβών
Ο Αλέξανδρος αρχικά παρέμενε αδρανής στο Τέμενος του Ιολάου, κοντά στο νεώτερο σιδηροδρομικό σταθμό, προσμένοντας παράδοση των Θηβών. Μετά παρέλευση λίγων ήμερων και, αφού οι Θηβαίοι κτύπησαν την προφυλακή των Μακεδόνων, μετακίνησε το στρατό του προς Ν., προς το μέρος των πυλών, απ’ όπου ξεκινούσε ο δρόμος των Ελευθερών (Κριεκουκίου). Ο λόγος ήταν προφανής: ήθελε να κόψει κάθε δυνατότητα επαφής με την Αθήνα η ενισχύσεως από την Αθήνα. Εξ άλλου στο σημείο αυτό, αν εκδηλωνόταν εναντίον του μαζική θηβαϊκή επίθεση, θα είχε την ενίσχυση της μακεδονικής φρουράς που βρισκόταν στην Καδμεία. Βέβαια, οι Θηβαίοι, αφού είχαν τον εχθρό στην καρδιά της πόλεως, είχαν σκάψει γύρω από την ακρόπολη τους βαθύτατη τάφρο, ώστε να εμποδισθεί τυχόν αιφνιδιαστική έξοδος του.
Ο Αρριανός, στηριζόμενος στα όσα έγραψε ο Πτολεμαίος ο Λαγού, αναφέρει πως η σύγκρουση Μακεδόνων-Θηβαίων άρχισε κάπως ανορθόδοξα. Συγκεκριμένα, γράφει πως ο Περδίκκας, που ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στη φρουρά του στρατοπέδου «συν τη αυτού τάξει» (= μαζί με το «τάγμα» του), επειδή βρισκόταν κοντά στο χαράκωμα, «ου προσμείνας παρ Αλεξάνδρου το ες την μάχην ξύνθημα» (Αρρ. Αλεξ. Ανάβ. Α’ 8), δηλαδή χωρίς να περιμένει το σύνθημα του Αλεξάνδρου, άρχισε πρώτος την επίθεση. Τον μιμήθηκε ακολούθως ο Αμύντας. Ο Αλέξανδρος, βλέποντας τους δύο αξιωματούχους του, να προκινδυνεύουν, έδωσε εντολή για γενικευμένη επίθεση. Ο Περδίκκας εν τω μεταξύ είχε περάσει το πρώτο χαράκωμα και έκανε επίθεση στο δεύτερο. Στη φάση αυτή τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη.*
Οι Θηβαίοι τότε πήραν θάρρος, αντεπιτέθηκαν και απώθησαν τους Μακεδόνες ως το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου. Κατά την καταδίωξη, όμως, έχασαν την απαραίτητη για τις τότε μάχες συνοχή και αυτό φρόντισε ο Αλέξανδρος αμέσως να το εκμεταλλευθεί. Διέταξε να επιτεθεί η ήδη συντεταγμένη φάλαγγα του. Οι Θηβαίοι ανατράπηκαν και υποχώρησαν. Στη σύγχυση η στον πανικό τους δεν φρόντισαν να κλείσουν τις πύλες κι έτσι μπήκαν στην πόλη μαζί και οι καταδιωκόμενοι και οι καταδιώκοντες. Οι τελευταίοι ενώθηκαν με τη μακεδονική φρουρά και στράφηκαν προς το Αμφείο, ένα λοφίσκο ανάμεσα στο μεταγενέστερο σιδηροδρομικό σταθμό και στον φραγκικό πύργο. Ακολούθως, έκαναν κλίση προς τα δεξιά και βρέθηκαν στο σημείο, όπου βρίσκεται σε νεώτερη εποχή το νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Με σκάλες ανέβηκαν στα τείχη και όρμησαν προς την αγορά.
Αμέσως περικύκλωσαν το Αμφείο, τελευταία εστία αντιστάσεως των Θηβαίων, οι όποιοι έκαναν μία ακόμη απεγνωσμένη προσπάθεια να σπάσουν τον κλοιό. Οι ιππείς τους κατόρθωσαν να βγουν στην πεδιάδα• οι πεζοί στράφηκαν ακαθοδήγητοι προς διάφορες κατευθύνσεις και εξοντώθηκαν από τις επιθέσεις των Μακεδόνων και των πάντα εχθρικών προς αυτούς Θεσπιέων, Ορχομενίων και Πλαταιέων. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης εξαίρει τη γενναιότητα των Θηβαίων που, διατηρώντας στην ψυχή τους τον έρωτα της ελευθερίας («το φιλελεύθεροι/ της ψυχής διαφυλάττοντες»), δεν υπολόγισαν τη ζωή τους, αλλά συμπλέκονταν με τους αντιπάλους όπου τους συναντούσαν, εισπράττοντας ανηλεή πλήγματα. Κι ενώ πια η πόλη είχε κυριευθεί, κανείς Θηβαίος δεν έδειχνε διάθεση να παραδοθεί, ούτε να παρακαλεί Μακεδόνα, προσπέφτοντας στα πόδια του, για να του χαρίσει τη ζωή. Από την άλλη. αυτό το πάθος της ανδρείας δεν έκανε τους αντιπάλους να δείξουν αίσθημα μεγαλοψυχίας. Κυριάρχησε μέσα τους η δίψα της τιμωρίας:
«Πάσα δε η πόλις εξεφορείτο παιδιών ομού και παρθένων ελχομένων και το της τεκούσης οικτρόν επιβοωμένων όνομα». (Διόδωρος, XVII 13, 2-3)
[Και όλη η πόλη άδειαζε από αγόρια και παρθένα κορίτσια, που σύρονταν στην αιχμαλωσία, φωνάζοντας θλιμμένα το όνομα της μητέρας που τα γέννησε]
Η καταστροφή των Θηβών
Μετά τη μάχη ο Αλέξανδρος, εφάρμοσε μια προ του Μακιαβέλλι μακιαβελλική τακτική. Ανέθεσε την ευθύνη σε άλλους – και μάλιστα Βοιωτούς – να αποφασίσουν αυτό που ήδη είχε αποφασίσει αυτός. Συγκεκριμένα, επειδή εγνώριζε τα μεταξύ των ελληνικών πόλεων μίση, μετέφερε την ευθύνη της τιμωρίας των Θηβαίων στους Βοιωτούς συμμάχους του, Πλαταιείς, Θεσπιείς, Ορχομένιους, που επρότειναν τιμωρία σκληρότατη, την οποία αποδέχθηκε ευχαρίστως ο Αλέξανδρος: διαρκής κατοχή της Καδμείας από μακεδονική φρουρά, ανδραποδισμός (=δουλοποίηση) των αιχμαλώτων πλην των ιερέων και των ιερειών και φυσικά πλην των μακεδονοφίλων. Τέλος, επεβλήθη η κατασκαφή των Θηβών, πλην ελαχίστων οικιών, όπως αυτή του Πινδάρου και η διανομή των θηβαϊκών αγρών στους λοιπούς κατοίκους της Βοιωτίας. «Η σκληρά των Θηβών τύχη συνεκίνησε εκ βάθρων την Ελλάδα, αλλά και εφόβησε τους Έλληνας, ων (= από τους οποίους) ουδείς πλέον ετόλμησε να κινηθή».*
Οπωσδήποτε, η βάναυση αυτή απόφαση και εκτέλεση εξυπηρέτησε τον πολιτικό σκοπό του Αλεξάνδρου• δεν παύει πάντως να είναι στίγμα για την πολιτική του συμπεριφορά. Και το στίγμα αυτό γίνεται βαρύτερο με μια τελευταία απόφαση: όσοι Θηβαίοι διέφυγαν, να καταδιωχθούν και να εξοντωθούν και καμμιά ελληνική πόλη να μην τους προσφέρει άσυλο.
Βέβαια εδώ θα μπορούσε κάποιος ρεαλιστής να παρατηρήσει πως ο Αλέξανδρος έπρεπε να λάβει υπόψη του το «Κοινόν», όμως στην περίπτωση το χρησιμοποίησε ως πολιτικό «άλλοθι». Αυτό τυπικά ψήφισε την καταστροφή των Θηβών και ο Αλέξανδρος, ως εντολέας, όφειλε να το πράξει. Ουσιαστικά, όμως, η «γραμμή» —για να μην πούμε εντολή— δόθηκε από αυτόν. «Ο Αλέξανδρος, αν και ήξερε και το κυριώτερο είχε αποφασίσει (την καταστροφή), ακολούθησε “νομότυπο” δρόμο. Τι αυτό, όταν οι Βοιωτοί επιμένανε, μετά την κατάληψη, να μην αφήσουν σ’ αυτήν (την Θήβα) πέτρα για πέτρα όρθια, ο Αλέξανδρος τους απάντησε πως για την τύχη της πόλης ένα μόνο όργανο θ’ αποφασίσει: το «Κοινό», που με βάση το καταστατικό του είταν το μόνο που μπορούσε να προσδιορίσει την ποινή που θα επιβάλλονταν σ’ αυτήν, που είχε επαναστατήσει, βάζοντας σε κίνδυνο το καθεστώς του Φιλίππου και των εκγόνων του. Έτσι το «Κοινό» αποφάσισε την καταστροφή των Θηβών, αφήνοντας σ αυτές άθικτα τα ιερά».*
Ασφαλώς, δεν είναι άμοιρα ευθυνών τα μέλη του «Κοινού», που επέτρεψαν για μια φορά ακόμη στα τοπικιστικά πάθη να κυριαρχήσουν στις αποφάσεις τους. Αλλά και ο Αλέξανδρος δεν έδειξε τη μεγαλοψυχία των Λακεδαιμονίων, που, όταν οι σύμμαχοι απαίτησαν, μετά την κατάληψη των Αθηνών το 404 π.Χ., την πλήρη καταστροφή της πόλης του Περικλή, αυτοί έδωσαν τη δική τους λακωνική απάντηση ότι δεν επιτρέπεται «πάλιν ελληνίδα ανδραποδιείν μέγα αγαθόν (τοις Έλλησιν) ειργασμένην εν τοις μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τη Ελλάδι».** Δηλαδή, ότι είναι ανεπίτρεπτο μια πόλη ελληνική να δουλοποιηθεί, πόλη που, όταν η Ελλάς αντιμετώπιζε μέγιστους κινδύνους, είχε παράσχει στους Έλληνες πολύ μεγάλο καλό.
Ο Αλέξανδρος, όμως, στην περίπτωση αυτή, όπως είπαμε, υπήρξε μακιαβελλικός: δεν χρειαζόταν στα νώτα του εχθρό. Επί πλέον, για την εκστρατεία εναντίον των Περσών χρειαζόταν χρήματα. Έτσι, αφού επεκύρωσε την απόφαση του «Κοινού», «εξετέλεσεν ταύτην κατά γράμμα»(Δ. Τσεβας. οπ. π., σ. 378). Εκτέλεσε, μαζί μ αυτούς που έπεσαν στις συγκρούσεις, 6.000 άνδρες, πούλησε 30.000 αιχμαλώτους και ισοπέδωσε την πόλη. «Ήταν, θα πρέπει να σημειώσουμε, μια καθ’ όλα επικερδής επιχείρηση. Από την πώληση των αιχμαλώτων το μακεδονικό θησαυροφυλάκιο απεκόμισε 440 τάλαντα, η, κατά μέσο όρο, 88 δραχμές το κεφάλι».*
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί πως ο Αλέξανδρος για λόγους εντυπωσιασμού δεν επέτρεψε να καεί η οικία του ποιητή Πινδάρου. Τι όμως μπορούσε να σημαίνει μια σωσμένη οικία εν μέσω ερείπιων, πλην ενός μνημείου φρίκης; Ωστόσο, για τη στιγμή εκείνη ήταν μια προπαγανδιστική ενέργεια, για να φανεί πως ο Αλέξανδρος έτρεφε τρυφερά αισθήματα προς τους ανθρώπους με πανελλήνια αισθήματα, όπως ο Πίνδαρος, που έψαλε τον καλύτερο ύμνο για την Αθήνα {«δαιμόνιον πτολίεθρον»), παρ’ όλο που η πατρίδα του η Βοιωτία είχε μηδίσει.
Ένα άλλο περιστατικό, που προσθέτει λάμψη στο φωτοστέφανο που έφτιαξαν οι παλαιοί ιστορικοί, για να εξωραΐσουν τη μορφή του Αλεξάνδρου, είναι αυτό που συνδέεται με την Τιμόκλεια, αδελφή του Θεαγένη, του αρχηγού του θηβαϊκού στρατού στη Χαιρώνεια. Λέγεται πως κάποιος αξιωματικός του Αλεξάνδρου από την Θράκη, που έμεινε στο «επιτεταγμένο» σπίτι της, της απέσπασε ο,τι πολυτιμότερο είχε σε τιμαλφή και τιμή και επί πλέον την εξεβίαζε να του δείξει το μέρος, όπου είχε κρύψει τον οικογενειακό της θησαυρό. Η Τιμόκλεια τον οδήγησε σ’ ένα ξερό πηγάδι και του είπε να σκύψει να δει τον κρυμμένο εκεί θησαυρό. Ανυποψίαστος ο αξιωματικός, έσκυψε και η Τιμόκλεια τον έσπρωξε και τον έρριξε στον πάτο, όπου βρήκε μέσα εκεί φρικτό θάνατο. Για την πράξη της αυτή η Τιμόκλεια συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον του Αλεξάνδρου, που εντυπωσιασμένος από την τόλμη της, την ερώτησε ποιά είναι. Κι όταν αυτή του αποκρίθηκε πως είναι αδελφή του Θεαγένη, που σκοτώθηκε στη Χαιρώνεια, ο Αλέξανδρος της χάρισε τη ζωή. Δεν μπορεί να αγνοηθεί η μεγαλοψυχία αυτή, αλλ όπως γράφει ο Δημ. Τσεβάς, «εν τη πράξει ταύτη ουδέν το αξιοσημείωτον ευρίσκομεν, διότι ουδέν υπέρ αυτής έπραξεν, αφού την απέστειλεν, ίνα πωληθή και αυτή δούλη μετ’ άλλων Θηβαίδων» (οπ. π., σ. 383). Ένας μεγάλος μας κάνει καλό, όταν μας κάνει μικρότερο το κακό! Κάπως έτσι το είπε ο Μπομαρσαί.
Κρίσεις ιστορικών για την καταστροφή των Θηβών
Επειδή μετά την ολοσχερή καταστροφή των Θηβών, θα επακολουθήσει η εκστρατεία στην Ασία, όπου τον πρώτο λόγο θα έχει η αιματοχυσία, είναι σκόπιμο να δούμε πως κρίνουν την πράξη του οι νεώτεροι ιστορικοί – για να συναχθεί ο αναγκαίος στοχασμός που θα μας επιτρέψει να κρίνουμε πιο αντικειμενικά την παραπέρα συμπεριφορά του Αλεξάνδρου. Ξεκινάμε από έναν εκπρόσωπο της ρομαντικής ιστοριογραφίας:
«Αι Αθήναι και αι Θήβαι, γράφει, ήσαν τότε οι οφθαλμοί της Ελλάδος η, όπως έλεγον οι Έλληνες, αι Αθήναι ήσαν ο ήλιος και αι Θήβαι η σελήνη της Ελλάδος. Ο εις οφθαλμός εξωρύχθη ήδη, η σελήνη εσβέσθη εις τον ουρανόν, ήτις έκαμεν ώστε η νυξ (= νύκτα) να είναι φωτεινή. Το γεγονός τούτο ενήργησεν ως εν ισχυρόν κτύπημα επί της κεφαλής και ούτω η Ελλάς παρεδόθη εις τον νικητήν, -εις τον άνθρωπον του τρόμου, τελείως αποναρκωμένη».* Όντως, με την άγρια συμπεριφορά του ο Αλέξανδρος ενέσπειρε τον τρόμο σ’ όλες τις πόλεις, όπου κυριαρχούσαν οι δημοκρατικές-αντιμακεδονικές τάσεις• πρωτίστως στην «άσυμμάζευτη» Αθήνα. Ο Ulrich Wilcken, μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου, βλέπει το ζήτημα όχι από την ηθική άλλά από την πρακτική του σκοπιά. Αν είχε δηλαδή στρατιωτική και πολιτική αποτελεσματικότητα:
«Η καταστροφή των Θηβών που έγινε ύστερ από απόφαση των συμμάχων, για παραδειγματισμό, συγκλόνισε δε όλο τον ελληνικό κόσμο, αρκούσε για να εξασφαλισθεί η ησυχία στα μετόπισθεν όταν ο Αλέξανδρος θα βρισκόταν στην Ασία-έτσι μπορούσε να μη θίξει τους άλλους αποστάτες».* Ο Χέρμαν Μπένγκστον θεωρεί την τιμωρία «δρακόντεια» αλλά δεν κάνει αξιολογικές κρίσεις, αντίθετα επικρίνει τη γλοιώδη στάση των Αθηναίων έναντι του Αλεξάνδρου. Τον συγχάρηκαν για την κατάπνιξη του θηβαϊκού κινήματος, που οι ίδιοι εν πολλοίς είχαν υποθάλψει. Μια ψύχραιμη άποψη διατυπώνουν οι Βotsford-Robinson:
«Η τύχη της Θήβας δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στην ιστορία των ελληνικών πολέμων, οι τύψεις όμως του Αλεξάνδρου ήταν μεγάλες και μπορούμε να θυμηθούμε την παρατήρηση του Αρριανού ότι ο Αλέξανδρος μετάνιωσε για τα λάθη που είχε κάνει» (δπ. π., σ. 358). ‘Ας αφήσουμε για άλλη σελίδα τα περί τύψεων, που δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε. ‘Ας έλθουμε στην πρώτη παρατήρηση: για τους ελληνικούς πολέμους —δυστυχώς— η καταστροφή των πόλεων και η σφαγή των κατοίκων ήταν μια, αν όχι συνήθης, τουλάχιστον αρκετά συνηθισμένη πρακτική. ‘Ας θυμηθούμε την τιμωρία των Πλα-ταιέων από τους Σπαρτιάτες στην άρχή του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), τη σφαγή των Μηλίων από τους Αθηναίους στην ϊδια περίοδο και λίγο μετά την αμείλικτη τιμωρία των Αθηναίων από τους Συρακούσιους κατά την ανεπιτυχή εκστρατεία τους στην Σικελία. Στον πόλεμο δυστυχώς δεν ισχύουν κανόνες ευγενείας: πρέπει δεν πρέπει! Ισχύει —δυστυχώς— ένας αμείλικτος νόμος: επιβάλλεται η δεν επιβάλλεται. Ούτε σε νεώτερη εποχή οι πόλεμοι – παρά την παρουσία των ιερέων – έγιναν ευγενέστεροι. Συχνά, όπως γράφουμε στην ιστορία των Αθηνών, έγιναν απηνέστεροι. Τι πιο φρικτό από τους θρησκευτικούς πολέμους;
Ο πολύς Droysen. με το γνωστό τυμπανοκρουστικό ύφος του, ξεπερνάει, το «αγκάθι.» γράφοντας:
«Οι Έλληνες, όλων των παρατάξεων, δεν έπαψαν να θρηνούν την πτώση (της Θήβας), και ν’ αδικούν (!) συχνά τον Αλέξανδρο που δεν νοιάστηκε να τη σώση• αυτός όμως, κι αργότερα, όποτε οι Θηβαίοι πέφταν στα χέρια του αιχμάλωτοι, από διάφορα μισθοφορικά σώματα στην Ασία, μεγαλόψυχα πάντα τους φερνόταν – καθώς και τώρα, ο,τι είχε τελειώσει η μάχη, σ εκείνη την ευγενή Θηβαία, που του φεραν δεμένη, καθώς διηγούνται, κατηγορούμενη για φόνο»* Συχνά το να δικαιολογήσεις μια κακή πράξη, είναι κάτι χειρότερο από το να τη διαπράξεις. Η δικαιολόγηση του Droysen, θυμίζει το παροιμιακό: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ αλείψω λάδι». ‘Αν, όντως, ο Αλέξανδρος ήθελε να δείξει μεγαλοψυχία, θα χαριζόταν τουλάχιστον στα παιδιά. Η απόφαση του ήταν ωμά πολιτική. Ήθελε μια και καλή να ξεριζώσει το αγκάθι των Θηβών και να τρομοκρατήσει τους λοιπούς Έλληνες. Όσο για τους Θηβαίους αιχμαλώτους, που συναντούσε στην Ασία, αυτοί πια ήσαν ακίνδυνοι, αφού δεν υπήρχε η Θήβα. Δείχνοντας επιείκεια, πρόβαλλε την μετάνοια του, που μπορούσε τώρα να είναι και ειλικρινής, παράλληλα όμως μπορούσε να εντάσσει αυτό το αξιόμαχο θηβαϊκό δυναμικό στον μακεδονικό στρατό. Η μετάνοια του, πάντως, δεν έφερε την αναγέννηση της Θήβας. Είναι η μοναδική πόλη του αρχαίου κόσμου που καταστράφηκε και δεν ξαναφάνηκε. Πρέπει να μπούμε στους μεσαιωνικούς χρόνους, για να την ξαναδούμε. Και πάλι δυστυχώς σε φάση καταστροφής.**
Περιέργως, ο Παπαρρηγόπουλος που είναι πολύ αυστηρός έναντι των μεγάλων ανδρών, όταν πρόκειται για πράξεις ηθικής εκτροπής, έναντι του Αλεξάνδρου είναι επιεικής και ρίχνει περισσότερες ευθύνες στους συμμάχους του Βοιωτούς και Φωκείς: «Αν ήσαν επιεικέστεροι, γράφει, ίσως ο Αλέξανδρος δεν ήθελε επιτείνει (- επαυξήσει) την απόφασιν αυτών». Καθ’ όμοιο τρόπο και στη νεώτερη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» η Αθηνά Καλογεροπούλου χρεώνει την ευθύνη στους συμμάχους και προσφέρει με έμμεσο τρόπο indulgentium (= συγχωροχάρτι) στον Αλέξανδρο.* Όντως, οι ευθύνες των συμμάχων ήσαν μεγάλες• όχι ειδικά τότε• από μιας αρχής. Όταν, δηλαδή, έπί Φιλίππου ακόμη, δεν τόλμησαν να υψώσουν ανάστημα ισότητας και έβαλαν σε προτεραιότητα τις πολιτικές και τις τοπικιστικές τους διαφορές. Έτσι άφησαν η καθεμιά τον εαυτό της να γίνει πρώτα στα χέρια του Φιλίππου και μετά του Αλεξάνδρου «σκεύος εκλογής», όργανο – η μια για την άλλη – καταστροφής.
Ο Δ. Γ. Τσεβάς, ως Βοιωτός, βλέπει το ζήτημα από την οπτική των παθόντων και γι’ αυτό είναι σφόδρα επικριτικός έναντι του Αλεξάνδρου:
«Η ιστορία —γράφει— δεν έχει να επιδείξη εις την ανθρωπότητα άλλην πράξιν τόσον ωμήν, τόσον στυγνήν και θηριώδη, όσον ήτο η πράξις αυτή του Αλεξάνδρου κατά της πόλεως των Θηβαίων, ήτις από 40ετιας ηγεμόνευε της Ελλάδος (…)• εκ θεμελίων ανεσκάφη, οι δε κάτοικοι αυτής εσφάγησαν η ηνδραποδίσθησαν η διενεμήθησαν εις τους περιοίκους της Βοιωτίας και εκαλλιέργουν ως δούλοι τα εις αυτούς διανεμηθέντα κτήματα των. Τι άραγε χειρότερον έπραξεν ο Αλάριχος, ίνα ονομασθή μάστιξ της ανθρωπότητος η ο Αττίλας, ίνα ονομασθή μάστιξ του Θεού;».**
Ο Τσεβάς έγραψε αυτά το 1928. Άρα, είχε ζήσει τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων, και θα μπορούσε να κάνει πιο δίκαιες συγκρίσεις. ‘Αν ζοΰσε, μάλιστα και τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι συγκρίσεις του θα ήσαν πιο παραστατικές. Στον πόλεμο η ανθρώπινη ωμότητα δεν θερμομετρείται. Άλλ’ η ενέργεια του Αλεξάνδρου δεν έγινε σε βρασμό ψυχής την ώρα της μάχης. Ήταν μια καλά υπολογισμένη απόφαση πολιτικού χαρακτήρα, όπως η ρίψη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και στην Χιροσίμα. Φρονούμε ότι την ορθότερη τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα της καταστροφής των Θηβών έχει κάνει ο Θεόδ. Σαράντης, επειδή ήταν και στρατιωτικός και ιστορικός:
«Είναι αλήθεια, γράφει, ότι ο Αλέξανδρος, εάν ήθελε, θα μπορούσε να αποτρέψη την καταστροφή. Μία λέξις του ήτο αρκετή για να κάμη τους συμμάχους των Θηβαίων* να πειθαρχήσουν στην θέλησίν του. Δεν το ηθέλησεν όμως• ούτε το επεδίωξεν. Όχι από μένος εκδικητικόν, —ποτέ στην ζωήν του δεν άφησε να τον κυριεύσουν τέτοια αισθήματα—** αλλά γιατί επιέζετο από αδήριτον*** (ακατανίκητη, πιεστική) ανάγκη.
Έπρεπε το γρηγορώτερον να θέση τέρμα σε αυτήν την ανταρσίαν, τελευταίον και σοβαρώτερον έμπόδιον για την πραγματοποίησιν του μεγάλου ονείρου του, που ήτο και το όνειρον των πανελλήνων: της εκστρατείας κατά των Περσών στην Ασία» (Θεοδ. Σαράντης, οπ. π., τ. Α’, σσ. 208-209). Μόνο που εδώ το «πανελλήνων» είναι σχήμα υπερβολής. Ή εκστρατεία κατά των Περσών δεν ήτο όνειρο όλων των Ελλήνων. Πάμπολλοι ήσαν αυτοί πού προσπάθησαν να την υποσκάψουν. Πά¬ντως, εν ονόματι αυτής τής εκστρατείας, ή Θήβα έπαιξε το ρόλο της Ιφιγένειας, χωρίς ωστόσο την τελευταία —έστω— στιγμή να σωθεί από τους θεούς της. Πολλοί νεώτεροι ιστορικοί διατυπώνουν την άποψη, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η ευθύνη για την καταστροφή δεν βαραίνει αποκλειστικά τον Αλέξανδρο. Ο J. F. C. Fuller πάνω σ’ αυτό είναι κατηγορηματικός:
«Μικρή αμφιβολία υπάρχει για το ότι ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να έχει μετριάσει τη σκληρότητα αυτής της απόφασης, η οποία έχει θεωρηθεί από ορισμένους ως ένα από τα βασικά στρατιωτικά του εγκλήματα. Επίσης έχει καταγραφεί ότι αργότερα μετάνιωσε για την καταστροφή της Θήβας. Τη στιγμή εκείνη όμως, αν ήθελε να εξασφαλίσει μια σταθερή εγχώρια βάση από την οποία να επιχειρεί, αφότου θα είχε περάσει στην Ασία, ήτο στρατηγικά επιτακτικό γι αυτόν να δώσει στους Έλληνες ένα μάθημα που δεν θα το ξεχνούσαν εύκολα. Επί πλέον, η καταστροφή της Θήβας σήμαινε ότι οι μόνες σημαντικές ανυπότακτες πολιτείες που θα απέμεναν στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα και η Σπάρτη και, καθώς τις χώριζε ο Ισθμός της Κορίνθου, όχι μόνο ήταν δύσκολο να ενώσουν τις δυνάμεις τους, αλλά ένας σχετικά μικρός μακεδόνικος στρατός τοποθετημένος στην περιοχή του Ισθμού θα μπορούσε να καταστήσει κάτι τέτοιο αδύνατο».* Ένας άλλος ξένος ιστορικός, Άγγλος καθηγητής που έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, στο έργο του για τον Αλέξανδρο, εύστοχα παρατηρεί:
«Αυτό το λουτρό αίματος δεν ήταν, σε καμμία περίπτωση, αποκλειστικό έργο των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου. Πολλοί άλλοι τους οποίους η Θήβα είχε στο παρελθόν υποτάξει στη δική της αυταρχική εξουσία —Θεσπιείς, Πλαταιείς, οι άνδρες του Ορχομενού: όλοι τους Βοιωτοί— έπαιρναν τώρα την τρομερή εκδίκηση τους από την κατακτημένη πόλη».**
Ο ίδιος ιστορικός γράφει πως ο Αλέξανδρος δεν ευνοούσε τη σφαγή. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι «άξιζαν περισσότερο ως σκλάβοι, και το μακεδονικό θησαυροφυλάκιο χρειαζόταν επειγόντως εισροή χρημάτων».* Δεν αμφισβητεί ότι οι εκπρόσωποι που πήραν την απόφαση της καταστροφής ήσαν «του χεριού του» και «πως, αν είχε θεωρήσει συνετό να απονεμηθεί χάρη στην Θήβα, αυτή η χάρη θα παρεχόταν», (οπ. π., σ. 222). Υπάρχει, όμως, μια πτυχή που θίγει ο Green, χωρίς να την προεκτείνει:
«Η Θήβα, γράφει, όπως τονίστηκε, είχε πολεμήσει με τη λάθος μεριά στους Περσικούς Πολέμους. Οι Πλαταιείς θυμήθηκαν τα δικά τους μαρτύρια στα χέρια των Θηβαίων• όμως ο μηδισμός ήταν το έγκλημα στο οποίο εκείνοι οι αντιπρόσωποι επανέρχονταν αδιάκοπα» (οπ. π., σ. 222). Αυτό το τελευταίο δεν έχει προσεχθεί – τουλάχιστον στο βαθμό που αξίζει. «Ο Αλέξανδρος και οι Έλληνες», όπως γράφει το γνωστό επίγραμμα, αρχίζουν τώρα αυτοί έναν επιθετικό πόλεμο κατά των Περσών, για να εκδικηθούν τα όσα είχαν υποστεί κατά τα Μηδικά από τους Πέρσες και γι’ αυτό τιμωρούν παραδειγματικά αυτούς που «μόνοι των Ελλήνων», όπως είπε ο Πελοπίδας στον Πέρση βασιλιά, είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες και οι όποιοι στον παρόντα καιρό διακήρυσσαν τη στενή τους συνεργασία με το βασιλιά της Περσίας. Άρα, προπαγανδιστικά η καταστροφή ισοδυναμούσε, mutatis mutandis, με εξόντωση της περσικής «πέμπτης φάλαγγας» στην Ελλάδα, έστω κι αν η πράξη ήταν απότοκος του μίσους των Ελλήνων εναντίον άλλων Ελλήνων.
Εκθέσαμε όλα τα παραπάνω, διότι —ακόμη κι εδώ στην Ελλάδα— ακούγονται απόψεις ανθρώπων, που ως δημόσιοι λειτουργοί πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο, σύμφωνα με τις όποιες ο Αλέξανδρος, ως μη Έλληνας —καθότι Μακεδών υπό την έννοια των Σκοπιανών— τιμώρησε τους Έλληνες ως αλλοφύλους! Αυτό όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό, θα διατυμπανίζεται urbi et orbi σε λίγο καιρό. Πάντως, το να θελήσει κανείς να δικαιολογήσει την πράξη του Αλεξάνδρου και να μετατοπίσει όλη την ευθύνη στους συμμάχους είναι ωσάν να απαλλάσσει την τσαρική εξουσία από το «πογκρόμ», που εξαπέλυσαν οι Ρώσοι τον Απρίλιο του 1903 στο Κισνόβιο (Κισινώφ) κατά των Εβραίων η τον Χίτλερ από την kristallnacht (= νύκτα των Κρυστάλλων), κατά την οποία δεν έμεινε ούτε «κολυμπη-θρόξυλο» στα εβραϊκά μαγαζιά της Γερμανίας, και να αποδώσει την ευθύνη στο φανατισμό των μαζών μόνον. ‘Ας μην το ξεχνάμε• όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης ήταν «άλλος τύπος» άνθρωπου, που τέτοιος δεν ξαναφάνηκε στην ιστορία. Κάτω από τον ευγενή φλοιό κόχλαζε η λάβα των ψυχικών βυθών. Η λεπτότητα συμπορευόταν με την αγριότητα. Και μάλιστα αγριότητα που συχνά ενείχε πολιτική και στρατιωτική σκοπιμότητα. Δυστυχώς, η σκληρότητα είναι μέρος της πολιτικής.
Τα μετά την καταστροφή των Θηβών
Ο Αλέξανδρος με τη σκληρή απόφαση του, δεν είχε στόχο να πλήξει μόνον την Θήβα άλλά και να καταπλήξει την Αθήνα. Και το πέτυχε. Σύμφωνα με τον Αρριανό,* οι Αθηναίοι, σαν έφθασε η είδηση για την καταστροφή των Θηβών, εόρταζαν τα Ελευσίνεια. Σταμάτησαν πάραυτα τις τελετές, συγκέντρωσαν τον αγροτικό πληθυσμό στην πόλη και έκαναν σύναξη στην Πνύκα. Ο Δημάδης, ο ευνοούμενος του Φιλίππου, έκανε πρόταση να σταλεί πρεσβεία προς τον Αλέξανδρο για να τον συγχαρεί που γύρισε σώος από την εκστρατεία εναντίον των Ιλλυριών και των Τριβαλλών και που τιμώρησε τους Θηβαίους {«και ότι Θηβαίους του νεωτερισμού ετιμωρήσατο»).
Ο Αλέξανδρος δέχθηκε με φιλόφρονα διάθεση την πρεσβεία, παρ’ όλο που δεν αγνοούσε ότι οι Αθηναίοι είχαν υποθάλψει το κίνημα στην Θήβα. Δεν ήθελε, όμως, άλλη αιματοχυσία. Τώρα στο μυαλό του ωρίμαζε το σχέδιο της εκστρατείας εναντίον της Ασίας και χρειαζόταν τα αθηναϊκά πλοία. Επεδίωξε όμως να αποκεφαλίσει τον αθηναϊκό Δήμο από τη δημοκρατική του ηγεσία. Απαίτησε να του παραδοθούν πέντε πολιτικοί, οι Δημοσθένης, Υπερείδης, Λυκούργος, Πολύευκτος, Μοιροκλής και πέντε στρατιωτικοί: οι Χάρης, Χαρίδημος, Διότιμος, Εφιάλτης, Θρασύβουλος.* Ασφαλώς, ο λαός ήθελε να κρατήσει η πόλη των Αθηνών την αξιοπρέπεια της, από την άλλη όμως πολλοί ήσαν αυτοί που «ζύγιζαν» τη συμφορά των Θηβαίων και φοβούνταν μήπως η πόλη τους έχει την ίδια τύχη. Τότε, μεταξύ πολλών άλλων, ανέβηκε στο βήμα ο στρατηγός Φωκίων, που ήταν πάντα αντίπαλος της αντιμακεδονικής πολιτικής του Δημοσθένη, χωρίς ποτέ να έχει γίνει όργανο της μακεδόνικης πολιτικής. Τούτη, όμως, τη στιγμή ο γενναίος στρατηγός πρότεινε κάτι εκπληκτικό: αντίσταση μέχρις έσχατων. Μάλιστα καταδίκασε την ανανδρία εκείνων που δεν ήθελαν να πεθάνουν για την πατρίδα τους, («την ανανδρίαν και την δειλίαν ωνείδιζε των μη βουλομένων υπέρ της πόλεως τελευτάν»).
Ο λαός, όμως, είχε φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε κατέβασε τον ρήτορα με αποδοκιμασίες από το βήμα. Τότε έλαβε τον λόγο ο Δημοσθένης.** Ο «πεφροντισμένος». κατά τον Πλούταρχο, λόγος του δόνησε τις χορδές της ευαισθησίας του αθηναϊκού λαού και αμέσως διαχύθηκε στο πλήθος ένα κύμα συμπαθείας για τους 10 δημοκρατικούς, που σαν «ιερά σφάγια» θα παραδίδονταν στον Αλέξανδρο. Ο Πλούταρχος, πιο αναλυτικός στο σημείο αυτό, γράφει πως ο Δημοσθένης ετόνισε πως η παράδοση αυτή μοιάζει με ,το μύθο των προβάτων που παρέδωσαν στους λύκους τα σκυλιά που τα προστάτευαν. Με τέτοια σκυλιά-φύλακες παρομοίασε τον εαυτό του και τους λοιπούς δημοκρατικούς ηγέτες• τον Αλέξανδρο παρομοίασε με μοναχικό λύκο («Αλέξανδρον δε τον Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσεν»).
Οι Αθηναίοι, μετά τα λόγια του Δημοσθένη, βρέθηκαν σε αμηχανία. Σπάνια αντιμετώπισαν ένα τέτοιο πρόβλημα, που παρουσιαζόταν τώρα με έναν τρόπο, που η λύση του θα ήταν έξω από τα καθιερωμένα. Τη λύση αυτή πρότεινε ο Δημάδης: ζήτησε την έγκριση του λαού να μεταβεί ο ίδιος προς τον Αλέξανδρο, για να παρακαλέσει το νεαρό βασιλιά να παραιτηθεί από την αξίωσή του, δηλαδή να του σταλούν οι δέκα δημοκρατικοί ηγέτες. Πίστευε ότι θα βρει τον Αλέξανδρο «ώσπερ λέοντα φόνου κεκορεσμένον». Να έχει χορτάσει από τα φονικά. Συνεπώς, εκμεταλλευόμενος και την παλιά φιλία που είχε αναπτύξει με τους ηγεμόνες της Μακεδονίας, θα μπορούσε να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ο Πλούταρχος σημειώνει πως ο Δημάδης, που ήταν φιλοχρήματος, πληρώθηκε γι’ αυτή την αποστολή του με το σεβαστό ποσό των πέντε ταλάντων και από τους πολιτικούς και από τους στρατιωτικούς (Δημοσθένης, 23).
Ανάλογες είναι και οι πληροφορίες του Διόδωρου. Ο Σικελιώτης ιστορικός υποστηρίζει κι αυτός πως ο Δημάδης πληρώθηκε με το ποσό των πέντε αργυρών ταλάντων για τη σωτηρία των δέκα δημοκρατικών ηγετών. Έπραξε δε ως έξης: πρότεινε να εγκριθεί ένα ψήφισμα «γεγραμμένον φιλοτέχνως» (= γραμμένο με πολλή τέχνη), με το οποίο να ζητείται η συγγνώμη και η συγχώρηση για τους δέκα άνδρες και ότι ο Δήμος θα ανελάμβανε την ευθύνη να τους τιμωρήσει, αν προέκυπταν στοιχεία ένοχης. Ο Δήμος ενέκρινε το ψήφισμα και μαζί με άλλους έστειλε τον Δημάδη προς συνάντηση του Αλεξάνδρου, με μια στερνή παράκληση: να δεχθούν στην πόλη τους τους λίγους Θηβαίους δημοκρατικούς, που είχαν σωθεί από το φάσγανο των αντιπάλων τους, και οι όποιοι ζητούσαν άσυλο, όπως και παλιά, στην πόλη της Παλλάδος. Ο Δημάδης πέτυχε με τη ρητορική του δεξιοτεχνία να σαγηνεύσει τον Αλέξανδρο, να τον πείσει για την αθωότητα των δέκα συμπολιτών του και να πετύχει την απαλλαγή τους από την ομηρία, που πιθανώς θα ισοδυναμούσε με θάνατο. Ο Αλέξανδρος, αφού είχε πετύχει στην αποστολή του, είχε κάθε λόγο την ώρα που ετοιμαζόταν για τη μεγάλη εκστρατεία να δείξει πως ξέρει να συγχωρεί. Έτσι, με αυτή τη μεγαλοψυχία, θα δέσμευε ηθικά τους Αθηναίους να μη του αρνηθούν την παρουσία του στόλου τους στην διεξαγωγή της εκστρατείας.
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου, “Μέγας Αλέξανδρος: άνθρωπος φαινόμενο” (τόμος πρώτος). Κυκλοφορήθηκε από την εφημερίδα «Real News», το 2014.