«Επιβαλλούσιν εφ’ υμάς τας χείρας»
Ο καιρός περνούσε. Έκλεινε σιγά – σιγά η δεύτερη δεκαετία από τότε που η σοβιετική εξουσία, έχοντας δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή της προς οποιαδήποτε θρησκεία, στράφηκε με ιδιαίτερο μίσος ενάντια στον ορθόδοξο κλήρο και λαό. Πολλοί εκτελέστηκαν και άλλοι εξορίστηκαν σε μακρινά στρατόπεδα της ΝKVD, καταδικασμένοι σ’ έναν αργό και βασανιστικό θάνατο, ώστε να οικοδομηθεί η «καινούργια κοινωνία ευτυχισμένων ανθρώπων». Παρέμεναν ωστόσο ακόμη ελεύθεροι λιγοστοί ιερείς και ιεροκήρυκες, που όμως είχαν εκδιωχθεί από τους ναούς όπου διακονούσαν, και ζούσαν ασκητικά τη ζωή ερημιτών ή αναχωρητών. Έτσι, το 1938, όλες οι εκκλησίες στα περίχωρα του Μπερντιάνσκ είχαν κλείσει και οι ιερείς, όσοι δεν είχαν ακόμη συλληφθεί, ήρθαν στην πόλη προσπαθώντας να επιβιώσουν και να είναι κοντά σε κάποιον ναό που ακόμη λειτουργούσε.
Οι πρόγονοι.
Εκείνη την εποχή, Αρχιερατικός Επίτροπος του Μπερντιάνσκ ήταν ο πρωθιερέας Βίκτωρ Μιχαϊλεβιτς Κιρανώφ, ένας πνευματικά όμορφος και δυνατός άνθρωπος, ο οποίος καταγόταν από παλιά γενιά βουλγάρων ιερέων, για την οποία έχουμε ανεκτίμητες πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του πατρός Στεφάν Κιρανώφ.
«Το 1830, ένα μέρος των Βουλγάρων ορθοδόξων, για να γλυτώσει από τους διωγμούς και την τυραννία των μουσουλμάνων, μετοίκησαν από την Τουρκία στη Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στη Βεσαραβία. Ήταν φρικτή, βασανιστική και εντελώς απάνθρωπη η καταπίεση των χριστιανών στην Τουρκία, εντελώς αφόρητος ο τουρκικός ζυγός. Σύμφωνα με προφορικές αφηγήσεις του παππού μου ιερέα Στεφάν Κιρανώφ που κοιμήθηκε τον Απρίλιο του 1852 και κάποιες σημειώσεις που έπεσαν στα χέρια μου από τους προγόνους μας, ο προπάππος μου ιερέας Προτάσιος έζησε στην Τουρκία, στο χωριό Ιμοκλάρι του δήμου Αδριανούπολης για πολλά χρόνια και κοιμήθηκε το 1773. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έχαιρε σεβασμού από τους Τούρκους της περιοχής του, οι οποίοι πολλές φορές αντλούσαν από τις αφηγήσεις του υλικό για την καταγραφή της ιστορίας του τόπου τους. Κάποτε είπε με θάρρος σε κάποιον Τούρκο πασά που ήρθε να τον επισκεφθεί:
-Το πόσα έχω υποστεί από τους Τούρκους σας μέχρι τώρα δεν μπορώ να σας τα απαριθμήσω. Δεν τους φοβάμαι όμως πλέον. Καθηλωμένος εδώ και 18 χρόνια στο κρεβάτι αυτό, αδύναμος να μετακινηθώ στο ελάχιστο, επιθυμώ πλέον το θάνατο που θα με μεταφέρει από τον κόσμο της φθοράς στην αιωνιότητα της αφθαρσίας.
»Πριν πεθάνει, άφησε παρακαταθήκη στους γιους του να μην αρνηθούν την ιερωσύνη, λέγοντας:
-Αν αρνηθείτε εσείς το ιερό αξίωμά, θα το αρνηθούν και άλλοι, και τότε ποιός θα στηρίζει στην πίστη και θα ενισχύει το λαό μας που ζει ανάμεσα στους μουσουλμάνους;»
Ο γιος του π. Προτάσιου, Κύριλλος γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1736. Ακολουθώντας την προτροπή του πατέρα του χειροτονήθηκε ιερέας στις 7 Μαρτίου 1759 και ανέλαβε την ευθύνη 16 ενοριών. Όντας ιερέας των Βουλγάρων που ζούσαν κάτω από το ζυγό των Οθωμανών ο π. Κύριλλος υπέμεινε πολλούς διωγμούς και βασανιστήρια όχι μόνο από τους Τούρκους αλλά και από τους ομοεθνείς του. Μια μέρα τον συνέλαβαν Τούρκοι και τον οδήγησαν στο δάσος όπου τον βασάνισαν, τον χτύπησαν αλύπητα, του έσπασαν το χέρι και στο τέλος, πιστεύοντας ότι σίγουρα θα πεθάνει, τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Παρά τις προβλέψεις τους όμως, οι βουλές του Υψίστου ήταν διαφορετικές και έτσι ο π. Κύριλλος συνήλθε γρήγορα και γλύτωσε από τη μανία τους.
»Την εποχή εκείνη, οι ιερείς ήταν υποχρεωμένοι να παραχωρούν τα σπίτια τους σε περαστικές αποστολές τουρκικών αρχών, να τους ταΐζουν και επιπλέον να τους πληρώνουν κιόλας για «τον κόπο των δοντιών». Φεύγοντας η αποστολή, ο ιερέας είχε την υποχρέωση να τη συνοδεύσει πεζός μέχρι το επόμενο χωριό, κάτω από τρομερές πολλές φορές καιρικές συνθήκες, κουβαλώντας στους ώμους του και μια εφεδρική ρόδα για την άμαξα, ή τρέχοντας πολλές φορές χιλιόμετρα, αναγκασμένος να προπορεύεται της αποστολής. Μετά από τέτοιους διωγμούς και ταπεινώσεις, όπως ήταν φυσικό, ο αριθμός των ιερέων διαρκώς ελαττωνόταν. Έφτασε στο σημείο ένας ιερέας να εξυπηρετεί ακόμη και 30 χωριά, αναγκασμένος να κυκλοφορεί με τουρκική ενδυμασία και ξυρισμένο κεφάλι, για να μην προκαλεί σε κάθε του μετακίνηση τη μανία των Τούρκων.
»Παρόμοια σκληρή και ανάλγητη ήταν και η συμπεριφορά τους προς τον ορθόδοξο χριστιανικό λαό. Αναζητούσαν διαρκώς ευκαιρίες για να τους συκοφαντήσουν και να τους οδηγήσουν στο θάνατο. Στόχευαν μάλιστα κυρίως τους συνειδητοποιημένους χριστιανούς, αλλά και τους πιο εύπορους, αφού, θανατώνοντάς τους, άρπαζαν τις περιουσίες τους. Μια συχνή δολοπλοκή που εφάρμοζαν ήταν να ξηλώνουν το βράδυ μέρος της σκεπής κάποιας εκκλησίας και να τοποθετούν καινούργια κεραμίδια. Το επόμενο πρωί κατηγορούσαν όποιον είχαν βάλει στόχο ότι παρέβηκε την κρατική εντολή, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν στους χριστιανούς να ανακαινίζουν τις εκκλησίες τους. Άλλοτε έκαναν περιοδείες στα χωριά λεηλατώντας και σκοτώνοντας εν ψυχρώ τους χριστιανούς. Έκαιγαν τα σπίτια τους, βασάνιζαν τους άνδρες και αφού άρπαζαν όλη την περιουσία τους, τους σκότωναν, ενώ τις γυναίκες και τα κορίτσια, αφού τις βίαζαν άγρια, τις έσερναν στα χαρέμια. Μια τέτοια επιδρομή έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1803, στο χωριό Μπαρά – Σρέντ. Οι κάτοικοι, στην προσπάθεια να
σωθούν από την μανία των Τούρκων, κλείστηκαν σ’ ένα πύργο που είχαν κτίσει στο κέντρο του χωριού, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο. Οι Τούρκοι, παρά τις λυσσασμένες προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν να μπουν μέσα στον πύργο, και οργισμένοι τον παρέδωσαν στις φλόγες. Όσους δεν αποτελείωσε η φωτιά και προσπάθησαν να πηδήξουν από τα παράθυρα στο κενό, τους μάζευαν με ένα απλωμένο χαλί, όχι φυσικά για να τους σώσουν την ζωή, αλλά για να απολαύσουν την ηδονή των βασανιστηρίων τους. Σε άλλους έκοβαν τα αυτιά ή τη μύτη ή τους έβγαζαν το ένα μάτι, τις δε έγκυες γυναίκες, αφού έσκιζαν την κοιλιά τους, έβγαζαν τα έμβρυα και τα κάρφωναν επιδεικτικά σε ξύλινες λόγχες.
»Ο γιος του π. Κυρίλλου και παππούς μου, ο π. Στέφανος Κιρανώφ, ήταν ιερέας στο χωριό Ιμοκλάρι του δήμου Αδριανούπολης, αλλά πέρασε όλη σχεδόν την ζωή του μέχρι την φυγή του για τη Ρωσία, πάνω σε άλογα, μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο για να ξεφύγει από την μανία των Τούρκων. Κάποτε τον πέτυχαν έξω από το χωριό και επί τρεις μήνες τον έσερναν μαζί τους χτυπώντας τον και βασανίζοντάς τον και, αφού πήραν όλη του την περιουσία, ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Ήταν καθαρά το χέρι του Θεού που τον γλύτωσε την τελευταία στιγμή από τον θάνατο.
Ο άλλος παππούς μου, π. Μητροφάνης Κιρίλωφ, υπέφερε πολλά δεινά από τον τοπικό τούρκο άρχοντα της περιοχής του, όταν αρνήθηκε να στεφανώσει έναν χήρο παντρεμένο ήδη τέσσερις φορές με μία χήρα επίσης παντρεμένη πέντε φορές. Οι μελλόνυμφοι κατέφυγαν μετά την άρνηση του ιερέα στον τοπικό άρχοντα και κατήγγειλαν το γεγονός και εκείνος κάλεσε αμέσως τον ιερέα σε απολογία για την άρνησή του.
-Σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν μπορούν να στεφανωθούν, αφού έχουν ήδη υπερβεί κατά πολύ το όριο των τριών γάμων, ήταν η εξήγηση που έδωσε με παρρησία ο π. Μητροφάνης.
-Χτυπήστε τον αλύπητα, ώσπου οι κανόνες του να του επιτρέψουν να τους στεφανώσει, ήταν η ετυμηγορία του άρχοντα.
»Η εντολή εφαρμόστηκε πάραυτα και οι υπηρέτες άρχισαν με βέργες να χτυπούν αλύπητα τον ιερέα. Μετά από 400 περίπου χτυπήματα, ο π. Μητροφάνης, πεσμένος κάτω αιμόφυρτος, άρχισε να ψάλλει απεγνωσμένα όχι τη γαμήλια αλλά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι Τούρκοι φυσικά, μη καταλαβαίνοντας τι ψάλλει, τον άφησαν ήσυχο θεωρώντας ότι κατάφεραν τον σκοπό τους, αλλά κατά παράδοξο τρόπο ούτε οι μελλόνυμφοι φάνηκαν να κατάλαβαν, ή τουλάχιστον δεν μίλησαν παραπάνω κι έτσι ο ιερέας γλύτωσε προς στιγμή τον θάνατο, τα τραύματά του όμως ήταν σοβαρά και υπέκυψε λίγο καιρό μετά.
»Ο πατέρας μου π. Μιχαήλ Κιρανώφ, ο οποίος βρίσκεται εν ζωή, κινδύνευσε επίσης άπειρες φορές από τους Τούρκους, αλλά κάθε φορά με τη βοήθεια του Θεού κατάφερνε να σωθεί. Στο σπίτι ερχόταν σπάνια και πάντα αργά τη νύχτα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Τουρκία το πέρασε πάνω στο άλογο, σε δάση και χαράδρες, στα βουνά.
»Κουβαλούσε πάντα μαζί του τα άγια δώρα και έσπευδε να τα προσφέρει σε αρρώστους όπου τον ειδοποιούσαν. Κάποια μέρα πήγε στο χωριό Ντράνωφ του δήμου Αδριανούπολης απ’ όπου καταγόταν η μητέρα μου για να κοινωνήσει κάποιους ανήμπορους και ζήτησε από τον πεθερό του να τον συνοδεύσει. Την ώρα εκείνη έκαναν έφοδο στο χωριό εξαγριωμένοι Τούρκοι και μπροστά στα μάτια του κατέσφαξαν και κομμάτιασαν το σώμα του πεθερού του και μαζί μ’ αυτόν και άλλους 153 χριστιανούς, κάνοντας αντίποινα για την κατάληψη της Αδριανούπολης από τον ρωσικό στρατό. Ο πατέρας, άγνωστο πως, κατάφερε να σωθεί από τους φονιάδες. Εγώ με τη μητέρα μου, που ήταν ετοιμόγεννη, τρέξαμε να κρυφτούμε στο δάσος. Εκεί, σε μια έρημη τοποθεσία, χωρίς καμιά βοήθεια και με τον τρόμο των Τούρκων πάνω από τα κεφάλια μας, γέννησε τον αδελφό μου τον Πέτρο. Τον τύλιξε βιαστικά και πρόχειρα και κρατώντας στο ένα χέρι το νεογέννητο και με το άλλο εμένα που ήμουν σε μικρή ηλικία, προσπαθούσε ή καλύτερα πάλευε με τη βοήθεια του Θεού να ξεφύγει από την μανία των
Τούρκων. Και δόξα τω Θεώ τα καταφέραμε, και βρίσκομαι τώρα εδώ να αφηγούμαι με πόνο ψυχής τα βάσανα των προγόνων μου, που δεν είναι παρά μια σταγόνα μπροστά στον ωκεανό των μαρτυρίων που υπέστησαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί στην Τουρκία. Οι Τούρκοι έβγαζαν όλη την σκληρότητα και την απανθρωπιά τους στους χριστιανούς, αλλά με ιδιαίτερο μένος στους ορθοδόξους κληρικούς. Σοφίζονταν με σατανική εφευρετικότητα διάφορα βασανιστήρια και εξευτελισμούς, που ντρέπομαι ακόμα και να τα αναφέρω.
»Καταλαβαίνετε, λοιπόν, μετά από τα ελάχιστα που παρέθεσα στην αγάπη σας, τι ανάγκασε τους προγόνους μου να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην Ρωσία».
Ο μεγαλύτερος γιος του ιερέα Μιχαήλ Κιρανώφ, ο Στέφανος, ο συγγραφέας αυτών των απομνημονευμάτων, τελείωσε αργότερα τη θεολογική σχολή του Κισινιώφ, παντρεύτηκε, χειροτονήθηκε ιερέας και διακονούσε σε ένα από τα χωριά της Βεσαραβίας, το Τσεμλεκόι. Το 1879, μαζί με τον 74χρονο πατέρα του, επισκέφτηκε το Άγιον Όρος και προσκύνησε στις μονές Ζωγράφου, Χιλανδαρίου και Ιβήρων. Ο πατήρ Στέφανος δολοφονήθηκε το 1888 στο Τσεμλεκόι. Οι συνθήκες του θανάτου του παρέμειναν αδιευκρίνιστες, σύμφωνα όμως με μία πιθανή εκδοχή, τον σκότωσαν οι Τούρκοι για θρησκευτικούς λόγους. Σ’ όλη την επισκοπή του Κισινιώφ, τον θυμούνται σαν έναν χαρισματικό και δίκαιο άνθρωπο που ακτινοβολούσε καλοσύνη και αγάπη.
Ο γιος του ιερέα Στεφάνου, πρωθιερέας Μιχαήλ Κιρανώφ, από το 1863 διακονούσε στον δήμο Μπερντιάνσκ, στο βουλγαρικό χωριό Μανουϊλόβκα ή αλλιώς Κορσάκ, το οποίο βρισκόταν κοντά στην Αζοφική θάλασσα, περίπου 40 χλμ. Απόσταση από το Μπερντιάνσκ, σε μία κοιλάδα περιτριγυρισμένη από λοφίσκους. Στο κέντρο του χωριού, στην μέση μιας τετράγωνης πλατείας, ξεχώριζε μία κάτασπρη εκκλησούλα, που πρόβαλλε διακριτικά πίσω από ένα καλοχτισμένο αυλότοιχο. Χωμάτινοι δρόμοι, περιστοιχισμένοι από ακακίες, ξεκινούσαν ακτινωτά από την πλατεία προς τα διάφορα σημεία του χωριού. Ένας από τους δρόμους αυτούς κατέληγε σ’ ένα μικρό περιποιημένο σπιτάκι με κόκκινη κεραμοσκεπή, όπου έμενε η ιερατική οικογένεια. Ο π. Μιχαήλ και η ευσεβής πρεσβυτέρα Ευφροσύνη Γεοργίεβνα Στοΐσνοβα, είχαν τέσσερα παιδιά. Τον Ντιμίτρι, τον Βλαντιμίρ, την Ολυμπιάδα και τον Βίκτωρα. Ο Βίκτωρας σπούδασε στα θεολογικά σεμινάρια της Ταυρίδας στη Συμφερούπολη και στη συνέχεια πέρασε στο πανεπιστήμιο, το οποίο όμως μέσα σ’ ένα χρόνο εγκατέλειψε, φλεγόμενος από
ζήλο να υπηρετήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις 30 Οκτωβρίου του 1905, έγγαμος πλέον, χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Ταυρίδας Αλέξιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, έχοντας αποκτήσει πέντε παιδιά, έγινε πρωθιερέας στον ναό της Αναλήψεως στο Μπερντιάνσκ, όπου και διακονούσε μέχρι το κλείσιμο του το 1928. Ο πανέμορφος αυτός ναός, που μεγαλόπρεπα κοσμούσε την κεντρική πλατεία της αγοράς στην μικρή παραθαλάσσια πόλη, έπεσε θύμα της άθεης μανίας και ανατινάχθηκε βάναυσα την επόμενη χρονιά. Έσβησε από τα μάτια των άθεων η απειλητική παρουσία του, άναψε όμως άσβεστη λαμπάδα στις ψυχές των πιστών η γλυκιά και παρήγορη θύμησή του. Ο πατήρ Βίκτωρ έγινε εφημέριος στην εκκλησία της Αγίας Σκέπης, όπου και διακονούσε μέχρι τη σύλληψή του.
Πολλοί άλλοι ιερείς που είχαν χάσει τις ενορίες τους, βρέθηκαν να διακονούν εκεί, κάτω από την πατρική φροντίδα του π. Βίκτωρα, ο οποίος σαν προϊστάμενος του ναού φρόντιζε να τακτοποιεί εκεί όσους έμειναν άνεργοι, διορίζοντάς τους ως ψάλτες, φύλακες και ό,τι άλλο μπορούσε, ώστε να είναι καλυμμένοι και απέναντι στις αρχές. Επιπλέον, ίδρυσε και ταμείο αλληλοβοήθειας για τους άπορους κληρικούς, σώζοντας έτσι πολλές οικογένειες από την πείνα και το θάνατο. Αποστασίες.
Ο εργάτης του Χριστού εργαζόταν με ζήλο και αυτοθυσία στον αμπελώνα του Κυρίου του, όμως η προδοσία και η διαφθορά, που σαν τα αγριόχορτα αυξάνονταν τους δύσκολους εκείνους καιρούς ανάμεσα στους ανθρώπους, κατόρθωσαν να διεισδύσουν κι εκεί. Ένας από τους ιερείς που η αγάπη του π. Βίκτωρα τακτοποίησε στο ναό, ήταν ο π. Πάβελ Στέπαν Σβέρεφ. Γρήγορα ο πονηρός πέταξε την ευγνωμοσύνη από την καρδιά του και έσπειρε τα ζιζάνια του εγωισμού και της πλεονεξίας. Θεώρησε ότι εκεί δεν είχε ούτε κέρδος ούτε και προοπτικές για το μέλλον και αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Ο π. Βίκτωρ, πληγωμένος βαθιά με την απόφαση αυτή, έσπευσε στο σπίτι του και με αγάπη πατρική για πολλή ώρα προσπαθούσε να τον μεταπείσει από την απόφασή του αυτή. Τον παρακαλούσε με πόνο ψυχής να μην εγκαταλείψει την εκκλησία, αλλά να υπομείνει με ταπείνωση και καρτερία τις προσωρινές δυσκολίες, δοξάζοντας αλλά και ευχαριστώντας τον Κύριο για την δοκιμασία αυτή. Ο Σβέρεφ έκλεισε πεισματικά τ’ αυτιά του στα συνετά λόγια του αδελφού του και
απάντησε κυνικά στο τέλος: «Αποφάσισα να εργασθώ»¨.
Ο π. Βίκτωρ έφυγε σημειώνοντας με λύπη: «Σε αποκοίμισε δυστυχώς κι εσένα η σοβιετική προπαγάνδα», όμως δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια, όπως ο Κύριός μας δεν εγκαταλείπει το απολωλός πρόβατο, αλλά ασταμάτητα ψάχνει μέχρι να το βρει. Συνέχισε λοιπόν κι αυτός να προσπαθεί να επαναφέρει τον πλανεμένο ιερέα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάποτε τον συνάντησε να περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, πουλώντας βαρελίσια μπύρα. «Αδελφέ, γι’ αυτή την δουλειά εγκατέλειψες την ιερωσύνη;», ήταν η αντίδρασή του στο άθλιο θέαμα. Στις ανούσιες και συγκεχυμένες δικαιολογίες του αντέταξε την φωνή της λογικής και της αλήθειας. Τον αποκάλεσε «πιόνι στα χέρια των σοβιετικών», όχι με μίσος αλλά με πόνο και αγανάκτηση. Το ξεσκέπασμα αυτό του εαυτού του δεν το άντεξε ο Σβέφερ και τον μίσησε θανάσιμα. Όταν ο άνθρωπος πέφτει στην αμαρτία, δεν ανέχεται οτιδήποτε του θυμίζει την πτώση του. Κάθε τι που ξεσκεπάζει την αμαρτία και τη γυμνότητά του, γίνεται γι’ αυτόν θανάσιμη απειλή, γιατί ταράζει την ψεύτικη και ουσιαστικά ανύπαρκτη ειρήνη
του. Μέσα στην άρρωστη ψυχή του, κράτησε ζωντανό το μίσος αυτό και σαν φίδι μανιασμένο το έστρεψε εναντίον του π. Βίκτωρα μετά την σύλληψή του και κατά τις ανακρίσεις, προς ιδιαίτερη χαρά των άθεων ανακριτών.
Το 1936, συνελήφθη ο αρχιεπίσκοπος Γεώργιος (Ντελίεφ), άνθρωπος αδύναμος από την φύση του, ο οποίος δεν κατάφερε να αντέξει στις στερήσεις και τον πόνο και δέχθηκε να συνεργαστεί με τον ανακριτή υπογράφοντας φονικές καταθέσεις για άλλους επισκόπους και ιερείς. Έτσι, κατέθεσε για τον ιερομάρτυρα επίσκοπο Κιέβου Κωνσταντίνο Διάκωφ, ότι από το 1927 είχε αναμίξει τον ίδιο αλλά και πολλούς άλλους στην «αντεπαναστατική εκκλησιαστική οργάνωση», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος. Μέσα στα ονόματα που κατέδωσε δεν παρέλειψε και το όνομα του π. Βίκτωρα και των άλλων ιερέων του Μπερνιάνσκ, οι οποίοι, σύμφωνα με τις καταθέσεις του, κατά τις αρχιερατικές του επισκέψεις στην πόλη τον είχαν επανειλημμένα αναμίξει σε κατασκοπεία και σαμποτάζ. Ο αρχιεπίσκοπος, μέσα σε μία πανικόβλητη προσπάθεια να σώσει τον εαυτό του από τον θάνατο, κατάφερε το ακριβώς αντίθετο. Ήταν από τους πρώτους που εκτελέστηκαν το 1937, ενώ κατάφερε να στρέψει για τα καλά τα μάτια των ανακριτών στον κλήρο της πόλης Μπερντιάνσκ, με πρώτο στόχο την
μικρή εκκλησία των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, όπου για πολλά χρόνια διακονούσε ο μιτροφόρος ιερέας π. Πέτρος Τοβάρωφ.
Από το βιβλίο: στη δίνη ενός κόσμου που άλλαζε, “Οι Νεομάρτυρες του Μπερντιάνσκ”, του Π. Νικολάου Ντονιένκο.
Μετάφραση, Μαρίνας Μουμλάντζε.
Εκδόσεις: Εν πλω. Πορφύρα. Αθήναι, 2012.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.