Ο κατά φαντασίαν ασθενής – Hans Killians.

Υπάρχει ένας τύπος άρρωστου που είναι ο φόβος κάθε γιατρού: Είναι ο ημιμαθής στα Ιατρικά θέματα. Στις πιο άπλες περιπτώσεις ανακατεύεται μόνο στη θεραπεία. Σε μια οποιαδήποτε καθημερινή εφημερίδα ή σε ένα εκλαϊκευμένο περιοδικό διάβασε για κάποιο καινούργιο φάρμακο, που στην αρρώστια του θα μπορούσε πραγματικά «να κάνη θαύματα». Και ρωτάει τότε το γιατρό του, κυττάζοντάς τον με μια έκφρασι επιπλήξεως, γιατί δεν χρησιμοποιεί και σ’ αυτόν το φάρμακο που αφήνει εποχή; Ως επί το πλείστον εδώ είναι αρκετή μια μικρή εξήγησι.
Αντίθετα, πολύ δυσκολώτερη είναι μια άλλη περίπτωσις. Εκείνου που έχει κάνει μόνος του τη διάγνωσι και από το γιατρό δεν ζητά τίποτε άλλο παρά μόνο να επιβεβαίωση τη δική του γνώμη. Αυτού του είδους οι κατά φαντασίαν ασθενείς έρχονται με τα βαρειά εφόδια των γνώσεων που απέκτησαν από ένα λεξικό, ή από ένα εκλαϊκευμένο ιατρικό βιβλίο συμβουλών και είναι έτοιμοι αυτοί μάλλον να δώσουν στον γιατρό την δική τους διάγνωσι. Κατά κανόνα τέτοιοι άρρωστοι καταλήγουν, ύστερα από πολλές αλλαγές γιατρών, σε κάποιον κομπογιαννίτη, που είναι έτοιμος να βρη, αντί αναλόγου αμοιβής, κάθε αρρώστια που επιθυμεί ο άρρωστος. Η ορθή θεραπεία ενός τέτοιου κατά φαντασίαν ασθενούς είναι σχεδόν αδύνατος, γιατί η φαντασίωσις είναι σαν τη μυθική Λερναία Ύδρα, όπου κόβοντας ένα κεφάλι ξεπετιόνται δύο άλλα. Μονάχα μια φορά είχα μια περίπτωσι όπου, κατά κάποιον πρωτότυπο τρόπο, βρέθηκε μια λύσις που αντιστοιχούσε με μια θεραπεία.
Στάθηκα κοντά στο κρεββάτι του πενηντάχρονου ίσως άνθρωπου, που με μια έκφρασι πολύ βασανισμένη, κύτταζε σκυθρωπά εμπρός του. Η γυναίκα του καθόταν απέναντι μου, στην άλλη πλευρά του κρεββατιού και με κεραυνοβολούσε κάτω απ’ τις βαμμένες μαύρες της βλεφαρίδες.
— Κύριε καθηγητά η φωνή της έτρεμε από αναστάτωσι ο άνδρας μου δεν είναι πια παιδί! Πρέπει να μας πήτε, όλη την αλήθεια! Θέλουμε να ξέρουμε από τι υποφέρει ο Εδουάρδος!
Ο άνθρωπος στο κρεββάτι γύρισε προς το μέρος της:
—Άστα αυτά, χρυσή μου.
Ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Σκούπισε με το μαντήλι του το λαιμό του, άνοιξε το επάνω κουμπί της μεταξωτής κόκκινης ζακέττας της μπιτζάμας του και έδειξε με μια κουρασμένη κίνησι το τραπέζι που ήταν μπροστά στο παράθυρο. Εκεί επάνω ήταν πολλά χοντρά βιβλία.
— Κύριε καθηγητά, είπε, εγώ ξέρω ακριβώς τα πράγματα. Δεν μπορείτε να μου πήτε ψέματα. Έχω προμηθευτή τα ανάλογα βιβλία για την αρρώστια μου!
Ανασηκώθηκε κάπως στο κρεββάτι.
—Εάν μπορήτε να το δεχθήτε στη συνείδησί σας να μ’ αφήνετε ακόμη στο σκοτάδι ή να με διαψεύδετε, δεν θα μπορέσω να σας κρύψω ότι μου κάνετε κακό.
Η γυναίκα του αναστατωμένη τον διέκοψε.
— Μην εξάπτεσαι, χρυσέ μου, σε παρακαλώ.
Κατόπιν πίεσε με δύναμι το κουδούνι. Ήθελα ν’ αρχίσω να μιλάω, αλλά μπήκε η αδελφή, καλεσμένη απ’ το κουδούνισμα.
—Αδελφή, είπε η κυρία. Φέρτε πορτοκαλάδα για τον άνδρα μου. Ρητώς σας είχα παρακαλέσει ότι το μπουκάλι του θα πρέπη να είναι γεμάτο διαρκώς. Ήταν αδειανό όταν ήλθα και δεν υπήρχε ούτε και πάγος. Και κάτι άλλο: Έφερε ο σωφέρ τα κεράσια ; Μπορώ να ρωτήσω τι θα φάη ο άνδρας μου το βράδυ; Έχει αδυνατίσει πάρα πολύ, το βλέπετε και μόνη σας!
Γύρισα και εγκατέλειψα σιωπηλά το δωμάτιο.
* * *
Ο άρρωστος που τόσο απότομα εγκατέλειψα ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος μιας μεγάλης γερμανικής βιομηχανικής επιχειρήσεως, είχε κτήματα και οικόπεδα και εκείνο που μου είχε λεχθή πολλές φορές ήταν ότι άνηκε στους περισσότερο φορολογουμένους της χώρας. Ακόμη ήταν εμπορικός διευθυντής ενός μεγάλου εργοστασίου, έφερε τον τίτλο του «Γενικού Διευθυντού» και του άρεσε να τον αποκαλούν έτσι.
Δεν είχε μονάχα από κληρονομιά τα λεπτά του και τη θέσι του.— Ω όχι, διόλου. Είχε βέβαια ένα σημαντικό ποσό κληρονομήσει, αλλά εκείνος κατώρθωσε να πολλαπλασιάση την περιουσία του με τις δικές του δυνάμεις. Είχε τον τίτλο του διδακτόρος, τιμής ένεκεν. Είχε κάμει μια σειρά ανακαλύψεων, είχε διπλώματα ευρεσιτεχνίας—μ’ άλλα λόγια ήταν ένας σημαίνων άνθρωπος με εξυπνάδα, ενεργητικότητα και χωρίς αμφιβολία με μια ανωτέρα μόρφωσι. Εν συντομία παρουσίαζε εκείνο που λέμε «μια επιχειρηματική προσωπικότητα».
Τον ήξερα από πολύν καιρό. τον συναντούσε κανείς συχνότερα προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην κοινωνία του Βερολίνου. Το μόνο που δεν μπορούσα καθόλου να καταλάβω ήταν η εκλογή της γυναίκας του. Η μικρόσωμη χαριτωμένη κυρία άνηκε σ’ εκείνον τον γυναικείο τύπο που τον βρίσκει κανείς πάντοτε εκεί που υπάρχουν πλούσιοι άνδρες. Δεν είχε να κάμη τίποτε άλλο από το να φροντίζη για τον εαυτό της και για την ομορφιά και την κομψότητά της. Το νοικοκυριό φυσικά το κρατούσε ένας οικονόμος και οι δουλειές γίνονταν από το απαραίτητο προσωπικό. Σ’ όλους τους οίκους της μόδας μπορούσες να την δης. Την εύρισκε κανείς σ’ όλα τα πολιτικά σαλόνια, σ’ όλες τις κινηματογραφικές εσπερίδες και στους δημοσιογραφικούς χορούς, βεβαίως και σε κάθε πρεμιέρα. Αυτού του είδους τα θηλυκά όντα έχουν πάντοτε το επίσημο χαϊδευτικό όνομα Κούκλα, Μπέμπα κλπ. και έχουν αυτό το παιδιάστικο όνομα με το δίκιο τους, γιατί η εφηβική τους κοκεταρία απαγορεύει ακριβώς αυτό, το να σκεφθή κανείς ότι είναι ώριμες γυναίκες. Βέβαια αν κανείς δεν κάνη σε μια τέτοια κακομαθημένη «κούκλα» αμέσως τα χατήρια της, τότε εκείνη γίνεται τόσο κακιά, που δεν την φθάνουν ούτε πέντε μαζί φυσιολογικές γυναίκες.
Ο οικογενειακός γιατρός που θεράπευε τον κ. Γενικό Διευθυντή και που μου τον έστειλε, έγραφε ενώ άφηνε να διαφαίνεται μετά απ’ τις σελίδες του ότι είχε υποστή κάποια επίδρασι για να συμφωνήση ότι ο άρρωστος υπέφερε από ωρισμένους πόνους κατά την κατάποσι, προκαλούμενους από ένα εκκόλπωμα στον οισοφάγο. Μπορούσε κανείς το εκκόλπωμα αυτό να το αναγνώριση πολύ καλά στις ακτινογραφίες που παρέθετε και που ο ίδιος είχε στείλει να τις κάμουν. Ο κ. Γενικός Διευθυντής όμως φανταζόταν ότι πρόκειται για έναν καρκίνο του οισοφάγου και δεν το ωμολογούσε. Ο γιατρός δεν είχε μπορέσει να ανακάλυψη κακοήθη συμπτώματα.
Αυτά λοιπόν έγραφε το γράμμα του συναδέλφου που στην αρχή το διάβασα χωρίς προκατάληψι.
Ο κ. Γενικός Διευθυντής δεν ήλθε απλώς με το αυτοκίνητο στην κλινική, όπως άλλοι άρρωστοι, αλλά παρουσιάστηκε στην αρχή η ιδιαιτέρα γραμματεύς του για να επιθεώρηση τα δωμάτια της α’ θέσεως. Ζητούσε το καλύτερο που είχαμε να διαθέσουμε. Τρεις ήμερες έπρεπε το δωμάτιο να μείνη αδειανό. Ύστερα παρουσιάστηκε ο κ. Γενικός Διευθυντής με την γυναίκα του. Αμέσως άρχισαν οι παρατηρήσεις. Το κρεββάτι ήταν πολύ σκληρό, είπε η κ. Κούκλα. Εστειλε αμέσως να φέρουν ένα άλλο στην κλινική. Τα σκεπάσματα του κρεββατιού δεν ήταν επίσης καλά, είπε η Κούκλα. Ο σωφέρ έπρεπε να προμηθευτή ένα καινούργιο μεταξωτό πουπουλένιο πάπλωμα από την πόλι.
Προτού μπορέσω να εξετάσω τον υψηλό ασθενή, ολόκληρη η κλινική ήταν αναστατωμένη από τη νεαρή κυρία. Η προϊσταμένη παρεπονείτο αναστενάζοντας ότι η κυρία φρόντιζε να κτυπά το κουδούνι κατά μέσον όρον επτά με εννέα φορές την ώρα και να ζητάη κάτι. Και η δική μου η πρώτη επίσκεψις στον άρρωστο πήγε διαφορετικά απ’ ο,τι συνήθως.
Κατ’ αρχήν χρειάστηκε πολύς κόπος και κοπλιμέντα για να βγή η κυρία έξω από το δωμάτιο και να μπορέσω έτσι χωρίς να μ’ ενοχλή με τις διαρκείς της διακοπές ν’ ακούσω το Ιστορικό της νόσου του άρρωστου από τον ίδιο.
Μου διηγήθηκε με φωνή λυπημένη, ότι οι πόνοι του είχαν αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια. Ένιωθε πολύ περίεργες ενοχλήσεις: φαίνεται ότι κατά το φαγητό του, κάπου πίσω από το λάρυγγα, έμεναν τροφές. Πάντως κατά την διάρκεια του φαγητού ή μετά απ’ αυτό, ένιωθε ένα κόμπιασμα στο λαιμό και συχνά μια άσχημη γεύσι στο στόμα, πράγμα που έδειχνε καθαρά μια καταστροφή των ιστών. Έκτος αυτού τον τελευταίο καιρό είχε πολύ αδυνατίσει και τι σήμαινε αυτό, θα έπρεπε βέβαια να το ξέρω εγώ. Ο ίδιος θεωρούσε τα συμπτώματα πολύ καθαρά και η διάγνωσίς του είχε ως έξης: «καρκίνος του οισοφάγου».
Το πράγμα δεν ήταν όμως καθόλου έτσι: αντιθέτως, όλα όσα μου είχε διηγηθή συμφωνούσαν πάρα πολύ με τα συμπεράσματα του οικογενειακού του γιατρού και με τις ακτινογραφίες. Επρόκειτο όπως φαίνεται για το εκκόλπωμα του Zenker στον οισοφάγο, που μπορεί να παρουσιαστή σε μερικούς ανθρώπους κατά την διάρκεια της ζωής των. Σ’ αυτό το σάκκο μένουν κατόπιν τροφές, και σχηματίζεται ένας χοντρός κόμπος που ενοχλεί τον ασθενή. Όσο μένει ο σάκκος μικρός και αδειάζει μόνος του, η Ιστορία είναι τελείως ακίνδυνη. Μόνον αν ο ασθενής δεν κάνει κάτι γι’ αυτό το πράγμα, ο σάκκος γίνεται διαρκώς μεγαλύτερος, τα υπολείμματα των τροφών μένουν μέσα, σαπίζουν και μπορούν κατόπιν να παρουσιαστούν επικίνδυνα συμπτώματα.
Πήρα λοιπόν τις ακτινογραφίες και εξήγησα στον άρρωστο μου, τονίζοντας τις λέξεις μου. Του είπα ξεκάθαρα και σαφώς ο,τι είχα να πω σ’ αυτή την περίπτωσι και του πρότεινα μια από τις επόμενες ήμερες να κάνουμε μια μικρή επέμβασι για ν’ απομακρύνουμε τον ανεπιθύμητο θύλακο. Κατόπιν — έτσι πίστευα εγώ—θα σταματούσαν όλα τα ενοχλήματα, θα ευχαριστιόταν και πάλι το φαγητό και δεν θα αδυνάτιζε πια. Μια τοπική αναισθησία θα αρκούσε πλήρως γι’ αυτή τη μικρή επέμβασι και του υποσχέθηκα ότι θα προχωρούσα όσο μπορούσα πιο λεπτά και πιο προσεκτικά.
Εκείνος όμως σήκωσε μονάχα τους ώμους, σώπασε για μια στιγμή και είπε έπειτα κατσουφιασμένα.
— Ομιλείτε ακριβώς σαν τον γιατρό του Βερολίνου. Αλλά πλανασθε, κύριε καθηγητά. Εγώ μπορώ να υπομείνω την αλήθεια!
Κατάπια το θυμό που μου ανέβαινε και του απήντησα ήρεμα:
— Σας είπα την αλήθεια, όλη την αλήθεια, κύριε Γενικέ Διευθυντά !
Εκούνησε το κεφάλι του και είπε μονάχα με μια έκφρασι πόνου:
— Το ίδιο συμβαίνει πάντοτε με σας τους γιατρούς! Δεν έχετε το θάρρος να προσφέρετε στους ασθενείς σας το κρασί καθαρό. Μπορεί να με παρηγορήτε, άλλ’ όχι και να με εξαπατάτε. Ξέρω ακριβώς τι μου συμβαίνει!
Αύτη τη φορά και εγώ είπα σε έντονο ύφος.
— Κύριε Γενικέ! εγώ επιμένω σ’ εκείνο που είπα. Το πράγμα είναι πάρα πολύ απλό! Καταλάβετε το επί τέλους. Για να έχουμε όμως μια απόλυτη βεβαιότητα, είμαι έτοιμος προτού κάνουμε την εγχείρησι, να γίνη μια οισοφαγοσκόπησις. Με ένα σωλήνα και με ανάλογο φωτισμό θα δω καλά την είσοδο του οισοφάγου και του λάρυγγα. Και αυτό επίσης, εάν είστε λογικός, μπορεί να γίνη πολύ καλά με τοπική αναισθησία των βλεννογόνων.
Εκείνος είπε μονάχα δυό λέξεις:
— Καλά λοιπόν!
Ύστερα από δυό μέρες έκανα στο ιατρείο την εξέτασι του λάρυγγος και του οισοφάγου. Ο άρρωστος αναστέναζε μεν αξιοθρήνητα, αλλά κατώρθωσα αμέσως να εύρω την είσοδο του θυλάκου στη συνήθη της θέσι, στο πίσω τοίχωμα του άνω μέρους του οισοφάγου. Τα χείλη ήταν τελείως λεία και ο σάκκος δεν ήταν πολύ βαθύς. Σημεία αρχομένης φλεγμονής, παρά την επιμονή του, δεν μπορούσα να βρω. Όσο για καρκίνο δεν γινόταν λόγος.
Ύστερα απ’ αυτή τη διαδικασία ο κ. Γενικός ήταν τελείως απαθής. Η Κούκλα όμως ξέσπασε σε δάκρυα. Την πήρα έξω στο διάδρομο και της έδωσα θάρρος.
—Αγαπητή μου κυρία, της είπα, ο άνδρας σας ήταν πολύ γενναίος στην εξέτασι, σας παρακαλώ να είστε και εσείς! Μπορώ να σας καθησυχάσω απολύτως. Δεν έχει καρκίνο. Όλα αυτά είναι ανοησίες. Με συγχωρήτε γι’ αυτό τον άσχημο χαρακτηρισμό, αλλά τέλος πάντων καταλάβετε ότι πραγματικά δεν είναι καρκίνος. Στο πίσω τοίχωμα του οισοφάγου βρήκα μόνον ένα μικρό σάκκο που τον ενοχλεί. Αυτό είναι όλο. Άλλη μια φορά σας προτείνω να αφαιρέσουμε αυτό το σάκκο εγχειρητικώς, προτού γίνη μεγαλύτερος και προξενήση ενδεχομένως βλάβες. Πηγαίνετε τώρα σας παρακαλώ στον κύριο σύζυγο σας, διασκεδάστε τον ή πηγαίνετε στην πόλι και φέρτε του κάτι ωραίο, έτσι ώστε να φύγη από τις αγωνιώδεις σκέψεις του. Εν πάση περιπτώσει σας παρακαλώ με όλη μου την καρδιά να μας βοηθήσετε και να τον προτρέψετε να δώση τη συγκατάθεσί του γι’ αυτήν την απλή επέμβασι.
Προς στιγμήν φάνηκε ότι επείσθη και μου υπεσχέθη ότι θα κάνη όλα αυτά που ήθελα. Αλλά αυτό διήρκεσε τρεις ημέρες, μέχρις ότου ο ασθενής παλεύοντας απεφάσισε την εγχείρησι. Μέσα σ’ αυτές τις τρεις ημέρες υπέφερε ανείπωτα. Κοντά, στην πόρτα του δωματίου του άρρωστου είχαμε βάλει έναν πάγκο για να κάθεται ο σωφέρ του κ. Γενικού και να είναι πρόχειρος αμέσως για τις τυχόν επιθυμίες του υψηλού του κυρίου. Κατά το διάστημα της ημέρας, τον έστελνε πολλές φορές η Κούκλα στην πόλι για να προμηθευτή κάτι. Πάντοτε όταν αυτός ο άνθρωπος με κύτταζε, μ’ έβλεπε με πονηρία και μια φορά μου ψιθύρισε:
— Καλή δουλειά και αυτή, κ. καθηγητά, έτσι δεν είναι;
Αλλά δεν μου ξεκαθάρισε ποιά δουλειά εννοούσε.
Ο άρρωστος και η γυναίκα του αυτές τις μέρες υπέφεραν από ένα βαθύ ψυχικό τραύμα. Υποχωρούσαν διαρκώς μπροστά σε μια τόσο μηδαμινή απόφασι, μπρος στην απόφασι αυτής της σχετικά μικρής επεμβάσεως. Έκτος απ’ αυτό βασάνιζαν τις καϋμένες τις αδελφές και στο τέλος έγιναν πολύ άσχημα τα πράγματα, όταν η Κούκλα έβαλε ένα δεύτερο κρεββάτι για τον εαυτό της στο δωμάτιο και άρχισε να διανυκτερεύη κοντά στον άντρα της. Μια απ’ αυτές τις νύχτες, θάπρεπε να είχαν πάρει την ηρωική απόφασι, γιατί το πρωί της τρίτης ημέρας μου ανεκοίνωσε η Κούκλα:
—Ο Εδουάρδος θέλει να εγχειρισθή, αλλά επ’ ουδενί λόγω με τοπική αναισθησία. Ζητούμε γενική νάρκωσι.
Μ’ αυτά τα λόγια με άφησε και πήγε με τον σωφέρ στην πόλι να φέρη δυναμωτικά για τον άνδρα της. Ο σωφέρ πήγαινε από πίσω της. Γύρισε προς το μέρος μου και μου φάνηκε σαν να έκανε ένα μορφασμό.
Τώρα που ήξερα ότι ο κ. Γενικός Διευθυντής ήταν μόνος, πήγα στο δωμάτιο του. Άρχισα άλλη μια φορά απ’ την αρχή. Είπα:
— Κύριε Γενικέ, δεν σας καταλαβαίνω! Είστε εν τούτοις ένας ενεργητικός άνθρωπος και έχετε κατορθώσει πολλά πράγματα. Είστε άνθρωπος με ευφυϊα ανωτέρα του κανονικού και σε ωρισμένες περιπτώσεις, έτσι έχω ακούσει, έχετε επιδείξει προσωπικόν θάρρος. Για πέστε μου τώρα καθαρά και ξάστερα. Γιατί αυτό το μικρό εκκόλπωμα στον οισοφάγο σας φέρνει σε ένα τέτοιο ψυχικό δίλημμα; Δεν έχετε καρκίνο. Μόνο το φαντάζεστε αυτό το πράγμα! Μπορείτε να μου πήτε γιατί έχετε αυτή την ιδέα;
Υπέστην μια μεγάλη ήττα. Ο άρρωστος κούνησε μονάχα κουρασμένα τα μάτια του.
— Κύριε καθηγητά, μην κουράζεστε. Ξέρω ακριβώς τι μου συμβαίνει. Δεν θα με πείσετε για κάτι αντίθετο!
Όταν έφυγα από το δωμάτιο έπρεπε να προσέξω για να μη χτυπήσω πίσω μου την πόρτα. Άλλωστε έμενα μου ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστο ότι ο ίδιος επιθυμούσε μια γενική νάρκωσι, γιατί με τέτοιους ασθενείς θα έπρεπε κανείς να υπολογίζη ότι θα είχε δυσκολίες με μια τοπική αναισθησία.
Την απόφασι για την εγχείρησι την είχαν πάρει πια. Γενικά ύστερα από μια τέτοια απόφασι, έρχεται γαλήνη στην ψυχή του αρρώστου. Χαλαρώνει τα νεύρα του και αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια του χειρούργου. Σ’ αυτή την περίπτωσι όμως η αντίδρασις ήταν διαφορετική. Ο άρρωστός μου εφέρετο σαν να είχε καταδικασθή σε θάνατο. Για κείνον ήμουν, όπως φαίνεται, ένας σκληρός δικαστής και μαζί ένας δήμιος.
Όταν το παρατήρησα αυτό του το είπα κατά πρόσωπο:
— Δεν έχετε εμπιστοσύνη σε μένα! Ανθρώπους που δεν έχουν καθόλου εμπιστοσύνη σε μένα, δεν θέλω να τους εγχειρίζω και «δεν μπορώ να τους θεραπεύσω. Οι γιατροί εξαρτώνται από τη συνεργασία με τους ασθενείς των. Όταν όμως ο άρρωστος τραβήξη το δικό του δρόμο; Τότε η θεραπεία είναι τελείως αδύνατη. Αυτό πρέπει να το έχετε ξεκαθαρίσει μέσα σας! Δεν σας πιέζω για τίποτε. Θα σας εγχειρήσω τότε μόνον, όταν αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο και ευχαρίστως στα χέρια μου. Αν δεν μπορήτε να κάνετε κάτι τέτοιο, τότε κάνετε ο,τι θέλετε. Ίσως μπορήτε να πάτε σ’ έναν άλλο συνάδελφο. Ευχαρίστως είμαι έτοιμος να σας υποδείξω τους καλυτέρους χειρουργούς της Γερμανίας.
Η Κούκλα καθόταν όση ώρα τα έλεγα εγώ αυτά. Πήδηξε πάνω. Η καρέκλα της πετάχτηκε.
— Κύριε καθηγητά, φώναξε, εκνευρίζετε τον άνδρα μου με το φρικτότερο τρόπο. Πως μπορείτε να αναλαμβάνετε αυτή την ευθύνη ;
Σιωπηλός εγκατέλειψα το δωμάτιο.
Ύστερα από μια ώρα παρουσιάστηκε μπροστά μου. Έλεγε ότι είχα τελείους παρεξηγήσει τον άνδρα της και ότι με παρακαλούσε να τον εγχειρήσω.
Το πρωί της εγχειρήσεως, με κόπο κατώρθωσα να απομακρύνω την Κούκλα απ’ την περιοχή του χειρουργείου. Κατά τα άλλα όλα πήγαν καλά. Βρήκα τον σάκκο αμέσως και τον αφήρεσα με μια δοκιμασμένη μέθοδο. Η πληγή στον οισοφάγο ράφτηκε με λεπτότατο μετάξι με πολλές ραφές και η πλαγία πληγή του λαιμού, δια λόγους προφυλάξεως, δεν κλείστηκε ολόκληρη. Έβαλα μια λεπτή λωρίδα γάζας μέσα.
Πήγαμε τον άρρωστο ακόμη κοιμισμένο στο δωμάτιο του. Εβαλα μια νοσοκόμα να τον παρακολουθή και ξεκαθάρισα με λίγο έντονη φωνή στην Κούκλα, ότι τώρα θάπρεπε ν’ αφήση για λίγο τον άνδρα της μόνο.
Κατά παράδοξον τρόπο το κατάλαβε αυτό και πήγε στο ξενοδοχείο της. Ολα πήγαιναν σχετικώς καλά μέχρι το απόγευμα της επομένης ημέρας. Η αδελφή είχε φύγει απ’ τον άρρωστο για μια στιγμή, γιατί πίστευε ότι κοιμόταν.
Καθώς περνούσα από το δωμάτιο του Γενικού Διευθυντού, άκουσα έναν υπόκωφο αναστεναγμό. Πλησίασα στην πόρτα και τότε παρουσιάστηκε μπροστά μου ένα τρομερό θέαμα. Ο άρρωστος έτρεχε μετά νυχτικά του γύρω-γύρω οδυρόμενος. Πραγματικά ο διάβολος θα έπρεπε να είχε μπη μέσα του. Στο τέλος-τέλος είχε μια πρόσφατη πληγή στο λαιμό και μια ραφή στον οισοφάγο και στην κατάστασί του δεν επιτρεπόταν να σηκωθή έπ’ ουδενί λόγω. Μπορούσε να πάθη μια βαρειά εξάντλησι του κυκλοφορικού, γιατί βρισκόταν ακόμη κάτω απ’ την ενέργεια των φαρμάκων. Εκτός αυτού έβλαπτε τη θεραπεία της πληγής και ηύξανε τον κίνδυνο μολύνσεως. τον κατεκεραύνωσα με τις φωνές μου και τον έστειλα το συντομώτερο στο κρεββάτι του.
Αλλά έγινε ακριβώς εκείνο που φοβόμουν. Η πληγή πρήστηκε λιγάκι. Κατέληξε σε μια μικρή τοπική διαπύησι και ο άρρωστος έπρεπε τώρα να υποφέρη μερικές μέρες αληθινά. Ελάβαμε κάθε δυνατό μέτρο και απεφύγαμε περισσότερες επιπλοκές. Ενώ όμως οι κανονικοί άρρωστοι, όταν πηγαίνουν καλύτερα γίνονται πιο αισιόδοξοι, σ’ αυτόν δεν παρουσιάστηκε καθόλου αυτή η φυσική αντίδρασις. Και αυτή τη βλάβη που έπαθε κατά τη θεραπεία του, δεν την έβλεπε σαν κάτι το ιδιαίτερα τραγικό, παρ’ όλον ότι είχε πόνους, αλλά τη θεωρούσε σαν ένα φυσικό επακόλουθο των βασάνων του γιατί πράγματι πίστευε ότι είχε καρκίνο.
Σ’ αυτό το θέμα δεν ήθελε να μεταπεισθή και τώρα ακόμη, παρ’ όλον ότι του εξηγούσα τις λεπτομέρειες της μικρής εγχειρήσεως και παρ’ όλον ότι διαρκώς του διεβεβαίωνα ότι δεν είχαμε βρει ούτε την παραμικρότερη υποψία καρκίνου. Απλώς δεν με πίστευε.
Το χειρότερο ήταν ότι η Κούκλα, αυτό το τρομερό πλάσμα, τον υποβοηθούσε στις φαντασίες του και κατέστρεφε έτσι όλους μου τους κόπους για μια ψυχοθεραπεία.
Επέμεναν φανερά και οι δυό, με ένα σαδισμό θάλεγα, στη δική τους καταστρεπτική διάγνωσι.
Κάποια μέρα άκουσαν ότι κάποιος ονομαστός χειρουργός από το Βερολίνο, που τον ήξεραν καλά, ήταν στην περιοχή μας και η Κούκλα με ρώτησε απροσδόκητα αν γνώριζα αυτόν τον συνάδελφο. Φυσικά τον γνώριζα. Ηταν πολύ φίλος μου. Διαισθάνθηκα αμέσως τι ήθελαν και οι δυό τους δηλαδή να τον καλέσουμε για συμβούλιο. Γι’ αυτό τους το πρότεινα εγώ ο ίδιος αμέσως, με την ελπίδα ότι ο συνάδελφος θα μπορούσε να με βοηθήση σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη κατάστασι.
Ύστερα από δυό μέρες ήλθε. τον πήρα στο γραφείο μου, του διηγήθηκα την κατάστασι και τον παρεκάλεσα να καθησύχαση τον άρρωστο. Συμφώνησε αμέσως και ήρθε μαζί μου πάνω στο δωμάτιο του αρρώστου, όπου η Κούκλα και ο άνδρας της μας περίμεναν γεμάτοι ανυπομονησία.
Βγάλαμε τον επίδεσμο και ο συνάδελφος μου εξήτασε την πληγή για πολλή ώρα και πολύ προσεκτικά. Έπειτα ανασηκώθηκε και είπε μ’ έναν τόνο γεμάτο πεποίθησι ότι όλα πραγματικά προχωρούσαν προς μίαν τελεία θεραπεία, ότι μπορούσαν να είναι τελείως ήσυχοι.
Φάνηκε σαν να τον πίστεψαν. Αλλά δυό μέρες αργότερα η μαγεία της προσωπικότητός του διαλύθηκε και ξαναγύρισαν στην καρκινοφοβία τους.
Για λίγο σκέφτηκα να φέρω έναν ψυχίατρο, αλλά αργότερα εγκατέλειψα τη σκέψι αυτή και συνεζήτησα το θέμα με την έξυπνη προϊσταμένη μας.
—Η γυναίκα πρέπει να εξαφανισθή τις επόμενες ήμερες. Έχουμε ανάγκη από μια ιδιωτική αδελφή. Ποιά θα πάρουμε;
Η προϊσταμένη σκέφτηκε.
— Στην κλινική δεν επαρκούμε, είπε. απ’ τις αδελφές μας δεν μπορώ να στερηθώ καμμιά. Έχουμε όμως μια εξωτερική αδελφή που έχει αναλάβει και άλλες φορές ως τώρα, σε παρόμοιες περιπτώσεις, υπηρεσία σε μας. Είναι έμπιστη και ικανή. Εάν είστε σύμφωνος τη φωνάζω αμέσως.
Αργά το απόγευμα είχε έλθει η αδελφή. Όταν την είδα έμεινα έκπληκτος, γιατί ήταν πραγματικά μια καλλονή. Τα μαλλιά της έλαμπαν με μια κοκκινωπή γυαλάδα, το χρώμα του προσώπου της ήταν σαν το γάλα: Ήταν εύρωστη και γεμάτη. Εμοιαζε με τις γυναίκες των ζωγράφων της σχολής του Ρούμπενς. Έφερα τη συζήτησι για την καταγωγή της, και είδα πράγματι ότι όπως σωστά υπέθεσα, η μητέρα της ήταν Φλαμανδή.
Εκτός αυτού, σου έδινε μια άριστη εντύπωσι. Μιλούσε με πολλή αφέλεια και έδειχνε στη συζήτησι ότι είχε μια καλή ανατροφή. Ανεπιφύλακτα της περιέγραψα ολόκληρο το πρόβλημα και της ανέπτυξα ότι όλα εξηρτώντο από το να πεισθή ο άρρωστος πως δεν υπέφερε από καρκίνο.
Κατόπιν πήγαμε στο δωμάτιο του άρρωστου. Άφησα την αδελφή να περιμένη στην πόρτα και πήγα μόνος μου προς το κρεββάτι του.
— Τα σκέφτηκα όλα άλλη μια φορά κύριε Γενικέ. Σας χρειάζεται μια ιδιωτική αδελφή.
Αμέσως αναστέναξε.
— Τόσο πολύ λοιπόν, θα τραβήξη!
Η Κούκλα σκέπασε με τα χέρια το πρόσωπο και έκλαιγε. Χωρίς να συγκινηθώ φώναξα την αδελφή στο δωμάτιο, πήρα την Κούκλα μαζί μου έξω στο διάδρομο και της είπα κάπως έντονα:
— Αξιότιμος κυρία. Τώρα πρέπει να φύγετε. Το καλύτερο θα ήταν να αφήνατε για λίγες μέρες τον άνδρα σας μόνο του.
— Οχι, ποτέ! φώναξε και ώρμησε ξανά στο δωμάτιο.
Το βράδυ άκουσα όμως απ’ την προϊσταμένη, ότι η Κούκλα είχε μετακομίσει στο ξενοδοχείο, και είχε υποσχεθή ότι δεν θα ερχόταν την επομένη στο νοσοκομείο. Αυτό με εξέπληξε. Πήγα να δω τον ασθενή μου. Κοιμόταν. Η αδελφή καθόταν πλάϊ στο κρεββάτι του και διάβαζε.
— Τι διαβάζετε, αδελφή; ρώτησα.
— Κάτι ποιήματα, απήντησε.
Παραξενεύτηκα και την παρεκάλεσα να έλθη μαζί μου έξω στο διάδρομο. Εκεί τη ρώτησα:
— Που είναι η γυναίκα του αρρώστου;
— Πήγε στο ξενοδοχείο κ. καθηγητά, και δεν θα έλθη για λίγες μέρες.
— Πως το κατορθώσατε; Γέλασε:
— Παρακάλεσα την κυρία να κυττάξη μια φορά στον καθρέφτη και της έδειξα τις ρυτίδες στο πρόσωπο της. Κατόπιν της έδωσα τη διεύθυνσι ενός πολύ καλού Ινστιτούτου καλλονής. Έκλεισε εκεί ραντεβού για αύριο στις δέκα. Η θεραπεία θα χρειασθή μάλλον αρκετές ήμερες, κ. καθηγητά.
— Α έτσι, είπα και ένιωσα σεβασμό μπροστά στο άκρον άωτον της γυναικείας διπλωματίας.
Ύστερα από δύο ήμερες, ο κ. Γενικός ήταν τελείως ήρεμος. Δεν μιλούσε πια για τον καρκίνο του. Άλλη μια φορά έκαμα υπαινιγμό για την εσφαλμένη γνώμη του. Χαμογέλασε πονηρά και είπε:
— Κύριε καθηγητά, ας μη μιλάμε πια γι’ αυτά.
Κύτταξα την αδελφή. Κρατούσε τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα και έμενε ακίνητη.
* * *
Ο άρρωστος μου με άφησε ύστερα από δεκατέσσερις ήμερες. Δεν ξαναμίλησε για τον καρκίνο του οισοφάγου. Μπορούσε να καταπίνη καλά και ανενόχλητα. Οι πληγές είχαν θεραπευθή.
* * *
Τρεις μήνες αργότερα έμαθα από την αδελφή την εξήγησι.
—Ο άνθρωπος ήταν πεπεισμένος ότι είχε καρκίνο του οισοφάγου, μου είπε, και ακόμη σήμερα αυτό πιστεύει. Είναι βέβαιος ότι τότε δεν του είχατε πει την αλήθεια. Πιστεύει ότι κανένας γιατρός δεν του είπε την αλήθεια και ότι ποτέ δεν θα του πουν την αλήθεια. Και αυτή η εμμονή ιδέα δεν μπορεί να ξερριζωθή από μέσα του!
— Ναι, διάβολε! φώναξα. Ατάραχη συνέχισε.
—Εγώ το έκανα τελείως διαφορετικά από σας, κύριε καθηγητά. Του είπα: «Έχετε φυσικά απόλυτο δίκιο. Επομένως θα πρέπη να περάσετε μέσα σε ηρεμία και σε όμορφα όνειρα τα τελευταία χρόνια της ζωής σας». Και τον έπεισα. Τώρα είναι πράγματι πολύ ευτυχής!

Από το βιβλίο: «Πίσω μας στέκει ο Θεός» του HANS KILLIANS.
Μετάφρασις: Δ/ρος Αγλαίας Μπιμπή – Παπασπυροπούλου. Έκδοσις δεκάτη.
Εκδόσεις “Η Δαμασκός”. Αθήναι 2006.

Δημοσιεύθηκε στην Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.