Το πέρασμα του δασκάλου μου.

Ηταν όλα ταπεινά, απλά, απέριττα στην εξόδιο ακολουθία του. Οπως και η ζωη του. Στο κέντρο του Ναού, αναπαυμένος πια στούς κόλπους του Θεού, παρέδιδε τη σκυτάλη στην επερχόμενη γενιά των δασκάλων. Δεν ακουγόταν πια η γλυκύφθογγη φωνή του. Κι όμως, ντυμένος στα πάλλευκα χρυσάνθεμα, ακτινοβολούσε σε όλους. Αφηνε με το πέρασμά του τα σημάδια του αληθινού, του γνήσιου, του ακέραιου, του ανυστερόβουλου δάσκαλου. Συνδύαζε καρδιά ποιητή και στοργή μάνας. Υπομονή, αγάπη κι έγνοια για μας.

Κι ήμασταν εκεί πολλά παιδιά του. Ο Χ… κι ο Β…, οι δάσκαλοι, κι η Μ… η νοσηλεύτρια, η Ν…, η Μοναχή και η Ε…, η φιλόλογος, ο παπα-Θ… κι ο παπα-Κ…, η Θ…, η χημικός κι ο Φ…, ο έμπορος. Κι άλλοι. Κι όσοι δεν τόμαθαν. Σιωπηλοί, απορρημένοι για το ξαφνικό — κανένας προϊδεασμός — τον είχαμε δει προ διημέρου στην παρέλαση να χειροκροτεί τα εξ αίματος και εξ …αγχιστείας εγγόνια του — κι αφήναμε τα δάκρυα συγκινημένοι κι, υπερήφανοι για το δάσκαλό μας. Ποσες γενιές παιδιών! Κι ο ζήλος ο ίδιος, αμείωτος, ακαταμάχητος. Κι η προσφορά η ίδια, ταπεινή, αθόρυβη, χωρίς απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών ή αμοιβές στούς επιπρόσθετους εκούσιους κόπους ή επιθυμία για ρεκλάμα.

Το παρόν αυτόματα γεφυρώθηκε με το παρελθόν.
Ακούγαμε τη ρέουσα σταθερή ομιλία του, τον ευγενικά συγκροτημένο τρόπο επικοινωνίας, το τρανταχτό γέλιο του και την απαλή ζεστασιά του βλέμματός του, που μαγνήτιζε τους μαθητές του.
Τον είδαμε στην αρρώστια του πατέρα να μας επισκέπτεται, για να αναλάβει προσωρινά όλα τα έξοδα για τις εισαγωγικές στο Γυμνάσιο.
Τον έβλεπαν χάραμα ν’ ανηφορίζει προς το σχολειό, για να ανάψει τις θερμάστρες, μην του κρυώσουν τα παιδιά του.
Τον θυμηθήκαμε στην κάθε ώρα… Στη γυμναστική…, στη μουσική με το ακορντεόν…, στις ανεπανάληπτες γυμναστικές επιδείξεις…, στις γιορτές…, στις εκδρομές…, στην καθημερινότητα. Ηταν δίπλα μας, μας αγκάλιαζε με το βλέμμα του, έδεσε με τη ζωη μας, την έκανε προσωπική ζωη.

Θυμηθήκαμε και το πρόσφατο συναπάντημα και το σύντομο διάλογο μαζί του, σ’ ένα εμπορικό• «Δασκαλε, σε θυμήθηκα προχτές στην τάξη – παραμονή των Τριών Ιεραρχών – και μίλησα για σένα στα παιδιά. Με τι μεράκι μας μάθαινες το απολυτίκιο των αγίων – το θυμάμαι από τότε – και μας πήγαινες ύστερα στην εκκλησιά με τη σημαία τους ψηλά, για να το ψάλλουμε στην ιερή μνήμη τους…».
Είδα ένα μαργαριτάρι να κυλάει από τα μάτια του, γύρισε κάπως αμήχανα το κεφάλι ζερβόδεξα, χαμογέλασε ικανοποιημένος σα μικρό παιδί και ανταπάντησε ζωηρά• « Εγώ, Ε…, ξέρεις τι θυμάμαι; Καθε πρωι, ψάλλαμε το “Συ, που κόσμους κυβερνάς…” και μετά κάναμε έπαρση της σημαίας κι αντιλαλούσε ο εθνικός ύμνος γύρω στο λόφο κι έβγαιναν οι γείτονες στις βεράντες “προσοχή” και χάνονταν έπειτα, για να ξαναβυθιστούν στις έγνοιες και τη βιοπάλη…».
Είπαμε τόσο λίγα κι ήταν τόσο πολλά!… Κι ύστερα ξαναγύρισα πίσω στη θύμηση της λαχτάρας και της επιλογής να γίνω εκπαιδευτικός.

Ηταν δάσκαλος! Κι ήταν μοναδικός! Κι ας μην ήξερε για τον εκπαιδευτικό όμιλο ή τα σύγχρονα παιδαγωγικά συστήματα. Ωστόσο διέγραψε και καλλιτέχνησε το πρώτο ουράνιο τόξο της ζωής μας.
… Ηρθαν συμπυκνωμένα στη μνήμη τα συμβάντα, το ένα μετά το άλλο. Τα γεγονότα των απεργιών, οι αποχές κι οι καταλήψεις των μαθητών. Η άτολμη φωνή των παιδιών, που κάθε εβδομάδα (!) λένε τον εθνικό ύμνο χωρίς ψυχή — ποιός να τους την δώσει; — κι η ντροπή να πούνε προσευχή. Από κοντά κι η παγωμάρα των εκπαιδευτικών κι ο «μνησιπήμων πόνος» κατέκλυσε την ψυχή μου για την απουσία του δασκάλου.
Αδυσώπητα τα ερωτηματικά• Αύριο θα υπάρχει δάσκαλος; Δασκαλος, που θα καίει μέσα του άσβηστη η λαχτάρα για τον άνθρωπο, που θα αγαπάει σαν τη μάνα και θα συλλογιέται σαν τον ποιητή• «Δεν τόλπιζα ναν’ η ζωη μέγα καλό και πρώτο»;

Αιωνία ας είναι η μνήμη σου, Δασκαλε!
Εδωσες νόημα στη ζωη μας, μας ενέπνευσες και γι αυτό γίναμε δάσκαλοι.
ε.β.γ.
Φιλόλογος

Από το περιοδικό: “Η δράση μας”, τεύχος Ιανουαρίου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.