Υπηρέτρα: συντροφιά με τον Παπαδιαμάντη.

Η ομορφιά ενός τοπίου υπογραμμίζεται περισσότερο με το διακριτικό πλαίσιο του ορίζοντα που το περιβάλλει.
Και οι λογοτεχνικές ζωγραφιές του Παπαδιαμάντη αναδεικνύονται απαράμιλλες, στις τελευταίες εκπνοές του Φλεβάρη, τότε που η σιωπή του χειμώνα τονίζει το γνήσιο και απλό, ως το αληθινά ωραίο: το τραχύ της βιοπάλης, ως δομικό στοιχείο της ζωής: τον άνθρωπο ως το στολίδι της γης.

Στον κόσμο του κυρ’ Αλεξάνδρου, κόσμος είναι το κάθε πλάσμα… και ο μπαρμπα-Διόμας, ο πτωχεύσας αρχαίος εμποροπλοίαρχος, που πασκίζει με την Υπηρέτρα — το όνομα της βάρκας του — να βγάλει το ψωμί της ορφανής κόρης του και το δικό του.

«…Περί την μεσημβρίαν, ο ατυχής μπαρμπα- Διόμας είχε φορέσει, μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον, το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας, ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
Μονη έμεινε η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς.
Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέττες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίους επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του, δεν τω έμενεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη να αντέχη εις τούς θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος.

Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τούς ανέμους και εις τα κύματα.
Και παύων να μονολογή, ήρχισε να τραγωδή δια της τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί,
τυραγνισμένα νειάτα!…
και δεν έλεγεν άλλον στίχον.

Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της « Υπηρέτρας» πέντε ή εξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρεις ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και να αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην, προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα… «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν… όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.

Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της « Υπηρέτρας», αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.

Ο κουμπάρος-Σταθαρός, ευχαριστηθείς τον εφίλευσε ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το εν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο να ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνις εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα… και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου, διερράγη.
Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.

Ταχύς, ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπατάρη την λέμβον.
Μεγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Ορνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς, ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα.
Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβα ως έγχελυς, είχε και στήριγμα την ανατραπείσαν « Υπηρέτραν», την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.

Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα -Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος δια των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τελος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν εν ιστίον.
Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη.
Ο άνεμος ήτο βοηθητικός δια το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς.
Ητο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον.
Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν, προς τον λίβα.
Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’ όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο να ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο δια των χειρών και των ποδών.
Τελος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα- Διόμαν παγωμένον και ημιθανή και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσουν εις την ζωήν.
Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι, νεκρόν ή ζώντα, εις τούς οικείους του.
Τελος, ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τούς οφθαλμούς.

Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα…
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ αλαγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι’ ών ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι’ εαυτήν και δι’ αυτόν.

__________
* Απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Από το περιοδικό: “Η δράση μας”, τεύχος Φεβρουαρίου 2006.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.