Σχόλια στην Ανάσταση του Αγίου Λαζάρου

«αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ΄ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι’ αυτής».
ΙΑ΄ 11) «Και λέγει αυτοίς, Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν. Είπον ουν οι μαθηταί αυτού. Κύριε, ει κεκοίμητε, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού, εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία. Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι’ υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί, αλλ’ άγωμεν προς αυτόν. Είπεν ουν Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος τοις συμμαθηταίς. Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ΄ αυτού».
Λέει ο Ιησούς «Λάζαρος ο φίλος ημών» ο δικός μας δηλ. φίλος.
Όταν ο Θεός σ’ αγαπάει είσαι φίλος με όλους. «αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν». Αυτοί βέβαια δεν κατάλαβαν, αλλά για τον Ιησού ήταν τόσο εύκολο να αναστήσει ένα νεκρό, όσο είναι για μας να ξυπνήσουμε έναν άνθρωπο. Είπαν οι μαθηταί «ει κεκοίμηται, σωθήσεται» αφού ήταν άρρωστος και κοιμήθηκε, θα πει ότι θα σωθεί, του κάνει καλό αυτός ο ύπνος.
Από την φράση «ο Λάζαρος κεκοίμηται» έχει βγει η λέξη κοιμητήριο, όπως ονομάζουμε το νεκροταφείο, διότι μετά τον θάνατο του καθενός, έρχεται η ανάσταση όπως και στον Λάζαρο. Συνεπώς, ο συνηθισμένος θάνατος είναι ένας ύπνος!
Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι η ανάσταση αφορά την ψυχή, ενώ όταν λέμε «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» θα πει ότι ο νεκρός κοιμάται και ότι θα ξυπνήσει στην Β΄ – Δευτέρα Παρουσία.
Εκείνο που φθείρεται είναι μόνο το σώμα, ενώ η ψυχή δεν πεθαίνει, δεν κοιμάται, δεν είναι ύπνος της ψυχής ο σωματικός θάνατος.

«είπεν ο Θωμάς, άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν
μετ΄ αυτού». Αυτή η σκηνή διαδραματίζεται στην Περαία, δηλ. πέραν του Ιορδάνου. Προηγουμένως στα Ιεροσόλυμα είχαν προσπαθήσει να Τον λιθοβολήσουν, να τον σκοτώσουν, και γιαυτό αναγκάστηκε ο Κύριος να φύγει. Έκανε
μία ημέρα να πάει, δύο που έμεινε αφότου έμαθε ότι ο Λάζαρος ήταν άρρωστος, και μία να γυρίσει, γίνονται τέσσερις μέρες. «τεταρταίος γαρ». Κάθε άνθρωπος
έχει και την «σκουριά» του, έχει και το «χρυσάφι» του. Εδώ ο Θωμάς τον οποίο έχουμε παρεξηγήσει, μας δείχνει το χρυσάφι του.
Είναι βέβαιος ότι θα σκοτώσουν τον Ιησού εκεί που πρόκειται να πάει, και γιαυτό, δεν μιλάει κανένας, ούτε ο Πέτρος, ούτε ο Ιωάννης, παρά μόνον ο Θωμάς «ο άπιστος Θωμάς». Λέει, πάμε και εμείς να πεθάνουμε μαζί του. Το ότι θα πέθαιναν δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτόν. Και εδώ βλέπουμε την μεγάλη αγάπη που είχε ο Θωμάς για τον Ιησού. Η πνευματική ένωση και η πνευματική συγγένεια την οποία έχουν αποκτήσει με τον Κύριο, φαίνεται σε αυτό το σημείο, διότι αν ήταν εξ αίματος συγγένεια δεν θα πήγαιναν να πεθάνουν μαζί του.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 17-21) «ελθών ουν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τω μνημείω, ην δε η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων, ως από σταδίων δέκαπέντε, και πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν, ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί του αδελφού αυτών. Η ουν Μάρθα ως ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτώ». Η πρώτη που υποδέχεται τον Κϋριο, είναι πάλι η Μάρθα. «Μαρία δε εν τω οίκω εκαθέζετο. Είπεν ουν η Μάρθα προς τον Ιησούν. Κύριε ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει». Του κάνει παράπονα. Τον είχαν προσκαλέσει με πολύ ευγενικό τρόπο. Δεν του είπαν ο αδελφός μας είναι άρρωστος, έλα. Απλώς τον ειδοποιούν. «Εκείνος τον οποίο εσύ αγαπάς, ασθενεί»’ τίποτε άλλο.
Ήξεραν ότι μόλις θα το μάθαινε ο Κύριος θα έτρεχε αμέσως. Το πρώτο που του λέει λοιπόν, μόλις τον συναντά, είναι αυτό το παράπονό της. «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός
μου ουκ αν ετεθνήκει». Είμαι βεβαία ότι αν ήσουν εδώ εσύ που κάνεις καλά τόσους και τόσους, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 22) «αλλά και νυν οίδα, ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Και τώρα το ξέρω θετικά, ό,τι και να ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός.
Βλέπουμε εδώ την τεράστια πίστη που είχε η Μάρθα, μπροστά σ’ ένα τετελεσμένο γεγονός, και μάλιστα γεγονός το οποίο ήταν θάνατος, που συνέβει πριν από τέσσερις ημέρες.
«και νυν» και τώρα ακόμα το ξέρω, όχι ελπίζω, αλλά το ξέρω, είμαι σίγουρη.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 23-24) «λέγει αυτή ο Ιησούς, αναστήσεται ο αδελφός σου. Λέγει αυτώ
Μάρθα. Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα».
Το ξέρω ότι θ’ αναστηθεί την έσχατη ημέρα, αλλά εμείς τώρα μένουμε μόνες. Αυτό δεν με παρηγορεί, γιατί θα περάσουν αιώνες για ν’ αναστηθεί «εν τη εσχάτη
ημέρα».

(Ιωάν. ΙΑ΄ 25-26) «είπεν αυτή ο Ιησούς, εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται, και πας ο ζων και πιστεύων εις
Εμέ, ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;». Εδώ της αναγγέλλει μία τεράστια αλήθεια. Η ανάσταση και η ζωή δηλαδή, την οποία εσύ τοποθετείς στον έσχατο καιρό, την έχεις εδώ μπροστά σου «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή».
Και συνεχίζει να της λέει πως ότι, όποιος πιστεύει σε εμένα, όταν πεθάνει, συνεχίζει να ζει, συνεχίζει να υπάρχει. «και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη
αποθάνει εις τον αιώνα» δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ και εννοεί τον δεύτερο θάνατο, δηλαδή της ψυχής.

Και μετά την ρωτάει, το πιστεύεις αυτό; Ιωάν. ΙΑ΄ 27) «λέγει αυτώ, ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος».
Ο Χριστός της λέει να του απαντήσει σε μία συγκεκριμένη ερώτηση, διότι δεν καταλαβαίνει καλά – καλά. Αλλά του απαντά. – Μπορεί να μην καταλαβαίνω ακριβώς τι μου λες, αλλά εγώ πιστεύω σε σένα. – Πιστεύεις τούτο; Δεν ξέρω Κύριε, αλλά σε σένα πιστεύω. Και όταν πιστεύουμε σ΄ Αυτόν όλα είναι δυνατά.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 28-32) «και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησε Μαρίαν την αδελφήν αυτής, λάθρα ειπούσα, ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε. Εκείνη ως ήκουσεν εγείρεται ταχύ, και έρχεται προς αυτόν. Ούπω δε εληλύθει ο Ιησούς εις την κώμην, αλλ΄ ην εν τω τόπω όπου υπήντησεν αυτώ η Μάρθα. Οι ουν Ιουδαίοι οι όντες μετ΄ αυτής εν τη οικία και παραμυθούμενοι αυτή, ιδόντες την Μαρίαν ότι ταχέως ανέστη και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτή, λέγοντες ότι υπάγει εις το μνημείον ίνα κλαύση
εκεί. Η ουν Μαρία ως ήλθεν όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν, έπεσεν αυτού εις τους πόδας, λέγουσα αυτώ. Κύριε, ει ης ώδε, ουκ απέθανέ μου ο αδελφός». Ό,τι είχε πει και η Μάρθα, αλλά ως εκεί διότι η Μάρθα πρόσθεσε ότι γνωρίζω πως και τώρα ό,τι ζητήσεις από τον Θεό θα σου το δώσει.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 33) «Ιησούς ουν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντες αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν».
Βλέπουμε εδώ ότι η Μάρθα διορθώθηκε, συνέχιζε βέβαια να διακονεί, αλλά βρήκε την ισορροπία, και να διακονεί, και να πιστεύει, και να ακούει τον λόγο του
Θεού, και να τον εφαρμόζει στην ζωή. Άρα τούτο δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος είναι δραστήριος και εργάζεται, είναι κατώτερος, όχι καθόλου, αλλά είναι ανώτερος.
«ενεβριμήσατο σημαίνει εταράχθη.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 34-35) και είπε, που τεθείκατε αυτόν; Λέγουσιν αυτώ – Κύριε, έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς».
Γιατί δάκρυσε, εφόσον ήξερε ότι πήγαινε να τον αναστήσει; Δάκρυσε για το κατάντημα του ανθρώπου, διότι ο θάνατος δεν ήταν στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Δάκρυσε ακόμα για να μας δείξει το μέτρο της λύπης. Θα δακρύσουμε, θα κλάψουμε, αλλά όχι με απελπισία. Ένα δάκρυ υπαγορεύει στον άνθρωπο πως να αντιμετωπίσει τον θάνατο: μ΄ ένα δάκρυ. Όχι ότι δεν θα πονέσουμε, αλλά όχι και υπερβολές οι οποίες δεν ωφελούν και την ψυχή του αποθανόντος. Γι’ αυτό μας δείχνει το μέτρο.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 36-37) «έλεγον ουν οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν, τινές δε εξ αυτών είπον. Ουκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού, ποιήσαι ίνα μη
και ούτος αποθάνη;».
Αυτοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι ξέρουν παραπάνω από ό,τι ξέρει ο Θεός.

(Ιωάνν. ΙΑ’38). «Ιησούς ουν πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον, ην δε σπήλαιον, και λίθος επέκειτο επ΄ αυτώ (39) λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον»
Εκείνος που είχε την δύναμη ν’ αναστήσει έναν νεκρό, δεν είχε την δύναμη να σηκώσει την πέτρα; Όμως θέλει την συμβολή και την συμμετοχή των ανθρώπων,
ακόμα και σε αυτό το τεράστιο θαύμα που πρόκειται να κάνει. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να βγάλουν την ταφόπετρα. Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η ανάσταση του σώματος συμβολίζει πάντα την ανάσταση της ψυχής. Εμείς όπως και οι μαθητές Του, δεν έχουμε την δύναμη ν΄ αναστήσουμε νεκρό, αλλά έχουμε την δύναμη να βγάλουμε τα εμπόδια.
Εμείς δεν έχουμε την δύναμη ν’ αναστήσουμε την ψυχή, αυτή την δύναμη μόνο ο Θεός την έχει. Αλλά την δύναμη που έχουμε εμείς να την χρησιμοποιήσουμε. Γι΄
αυτό μας θέλει να πηγαίνουμε δεξιά και αριστερά και να μιλάμε κ.λπ.
Διότι, εσύ θα βγάλεις την πέτρα, δηλαδή, τα εμπόδια.
Τίποτε άλλο δεν μπορείς να κάνεις, αλλά αυτό που μπορείς να κάνεις, θα πρέπει να το κάνεις. Γιατί αν δεν το κάνεις, σπας την συνεργασία σου με τον Θεό. Εσύ θα προσφέρεις το μισό και εγώ το ένα εκατομμύριο, αλλά το μισό θα το προσφέρεις. Όσο μπορείς θα δώσεις.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 39-40) «λέγει αυτώ η αδελφή του τεθνηκότος Μάρθα. Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ έστι. Λέγει αυτή ο Ιησούς. Ουκ είπον σοι ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;»
Το παν είναι η πίστη, η εμπιστοσύνη. «Αναπαύου εν Κυρίω και πρόσμενε εν αυτώ». Μπορεί να κάνει χρόνια να απαντήσει, αλλά θα απαντήσει. Τριακόσια χρόνια
πριν προσηύχοντο οι Χριστιανοί να πάψουν οι διωγμοί. Μετά από 300 χρόνια παύουν οι διωγμοί, αλλά στο μεταξύ είχαν πεθάνει εκατομμυρια.
Όταν απάντησε ο Θεός στις προσευχές τους, αυτό έγινε με θαύμα, «εν τούτω νίκα» είδε ο Μ. Κων/νος στον ουρανό. Η απάντηση που έδωσε ο Θεός στους Χριστιανούς ήταν μεγαλύτερη από αυτή που περίμεναν. Όχι μόνο παύουν οι διωγμοί, αλλά κηρύσσεται η Χριστιανική θρησκεία, επίσημη θρησκεία όλου του τότε γνωστού κόσμου. Όταν αργεί ν΄απαντήση, η απάντηση Του είναι πάρα πάνω από αυτό που έχεις ζητήσει και περιμένεις. Φτάνει να έχεις την εμπιστοσύνη και την υπομονή να περιμένεις.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 41) «ήραν ουν τον λίθον ου ην ο τεθνηκώς κείμενος. Ο δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω και είπε, πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου». Δεν κάνει τίποτε χωρίς τον πατέρα «εγώ και ο πατήρ μου έν εσμέν».

(Ιωάν. ΙΑ΄ 42-43) «εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις, αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας». «και ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε. Λάζαρε, δεύρο έξω». Ο Λάζαρος δεν κοιμότανε, αλλά βρισκόταν σ΄ έναν τόπο εις τον οποίο μπορούσε μόνο ν΄ ακούσει και να υπακούσει στην φωνή του Κυρίου. Τον φωνάζει με τ΄ όνομά του. Το σώμα του είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, η ψυχή του όμως έμενε ακεραία και δεν άλλαξε προσωπικότητα, γιατί διαφορετικά, θα άλλαζε όνομα.
Λάζαρε, τον φώναξε. Ακόμα και στον ύπνο μας όταν βλέπουμε όνειρα κρατάμε την συνείδησή μας. Το σώμα μας εν τω μεταξύ κάθε 7 χρόνια αλλάζει, αλλά από μικρά
παιδιά είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Δεν αλλάζει η συνείδηση ότι είμαι εγώ. Αυτό συμβαίνει και μετά τον θάνατο. Μετά τον θάνατο θα ξέρω ότι είμαι εγώ. «Λάζαρε, δεύρο έξω». Τον διατάζει. Βλέπουμε την διαφορά μεταξύ του Παύλου και του Πέτρου και άλλων οι οποίοι είχαν αναστήσει νεκρούς, αλλά με προσευχή στον Θεό.
Εδώ όμως πρόκειται για σαφή διαταγή.

(Ιωάν. ΙΑ΄ 44) «και εξήλθεν ο τεθνηκώς, δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις, και η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο . Λέγει αυτοίς ο Ιησούς, λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν».
Εδώ έχουμε μία εικόνα της αναστάσεως της ψυχής του ανθρώπου, όταν ανίσταται η ψυχή, η ψυχή αυτή είναι δεμένη με όλα που έχουν προηγηθεί, τις αμαρτίες κ.λπ.
Οι δεσμοί της ύλης, αφού κάθε άνθρωπος έχει διάφορα δεσμά.
Είμαστε σαν βάρκες δεμένες στο μουράγιο, και τα σκοινιά είναι χοντρά. Μπορεί να μην είναι τίποτε το αμαρτωλό αυτό που μας κρατάει δεμένους. Άλλος έχει την εργασία του, άλλος το παιδί του κ.ο.κ. Βέβαια το σουδάριο και οι επίδεσμοι είναι νεκρικά ενδύματα που έχουν σχέση με τον θάνατο, αλλά δεν είμαστε πάντα δεμένοι με την αμαρτία. Μπορεί να είμαστε δεμένοι με ένα σωρό άλλα πράγματα. ΄Ομως πάντα είμαστε δεμένοι.
Και η εντολή του Κυρίου είναι «λύσατε αυτόν», δηλ. ν΄ αποδεσμευτεί από το σώμα του. Σ΄ αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει να έχουμε από πουθενά εξάρτηση, παρά μόνον από τον Κύριο. Αυτός είναι νόμος, και όποιος Του τον παραβεί, έχει και το ανάλογο τίμημα. Δεν θα πει βέβαια το να μην δενόμαστε με τίποτα, ότι δεν θα πλησιάζουμε και δεν θα προσφέρουμε, αντιθέτως μάλιστα.
Εφόσον ζεις μέσα στην κοινωνία έχεις και υποχρεώσεις. Με το να μην στηρίζομαι σε τίποτε άλλο εκτός από τον Θεό, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό με απαλλάσσει
και από τις υποχρεώσεις μου. Αν δεν τα αναπτύξουμε όλα αυτά σωστά, χωρούν πολλές παρεξηγήσεις. Γι΄ αυτό είπαμε ότι η ζωή του Χριστιανού είναι ζωή ισορροπίας. Αποτυγχάνεις αν είσαι μόνο το ένα ή είσαι μόνο το άλλο. Όμως «τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ». Ζητάμε την δύναμη από τον Θεό, και το πνεύμα της διακρίσεως, ώστε να καταλάβουμε μέχρι ποίου σημείου θα κάνουμε αυτό, και μέχρι ποίου σημείου θα κάνουμε το άλλο.
Εξάλλου άλλα τα μέτρα του Θεού και άλλα τα δικά μας. Βλέπουμε εμείς έναν άνθρωπο ο οποίος είναι τελείως παραδομένος στον Θεό, και όμως μπορεί ο Θεός να
βλέπει σ΄ έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος δεν διακονεί από το πρωί μέχρι την νύχτα, και όμως σ΄ αυτόν τον άλλο άνθρωπο ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την
δουλειά του και τις υποχρεώσεις του, ίσως να βλέπει ο Θεός μεγαλύτερη προσκόλληση και αφιέρωση και αφοσίωση σ΄ Αυτόν απ’ ότι ο άλλος που διακονεί νύχτα – μέρα.
Εμείς δεν το βλέπουμε, όμως ο Κύριος το βλέπει. Γι΄ αυτό δεν μπορούμε να έχουμε κρίση για κανέναν.
Ο Θεός βλέπει την διάθεση και την επιθυμία του καθενός. «και την πράξη τιμά, και την διάθεση», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Το παν είναι λοιπόν η πρόθεση, και το πόσο εγώ θέλω αυτό το πράγμα. Ο Θεός δεν βλέπει τις πράξεις μόνο ή τα λόγια. Βλέπει το εσωτερικό. Ο ίδιος ο Θεός λέει ότι δεν μπορεί να κρίνει κανένας άνθρωπος τον άλλον.

Την επομένη ημέρα έγινε η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. «Ωσαννά……..». Διότι ο άνθρωπος βλέπει την επιφάνεια, ενώ εγώ όμως βλέπω την καρδιά. Τότε απεφάσισαν οι αρχιερείς και οι Γραμματείς να σκοτώσουν τον Κύριο. Και μαζί με αυτόν και τον Λάζαρο που ήταν η απόδειξη της εξουσίας του Κυρίου στον θάνατο. Διότι εν γνώσει τους ότι ήταν Θεός, τον σκότωσαν. Από φθόνο, όπως διαβάζουμε σε πολλά σημεία μέσα στο Ευαγγέλιο. Και ο Πιλάτος το κατάλαβε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν σ’ αυτόν. Η σταυρική θυσία του Χριστού έχει μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο, γιατί ήταν θυσία αντιπροσωπευτική και εξιλαστήρια.
Αντιπροσωπευτική σημαίνει πως περιελάμβανε στην ανθρώπινη φύση του, όλους τους ανθρώπους και σήκωνε πάνω του όλες τις αμαρτίες. Εξιλαστήρια σημαίνει πως με το Αίμα που χύθηκε στον Σταυρό, διαγράφηκε η ύβρις που είχε δημιουργήσει η ανυπακοή του ανθρώπου στον Θεό, σβήστηκε η ενοχή που βάραινε την ανθρώπινη ψυχή.

Όμως η θυσία του Κυρίου δεν σταμάτησε στον Γολγοθά. Επαναλαμβάνεται μέσα στην Εκκλησία μας, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον». Όταν μεταλαμβάνουμε μπαίνει μέσα μας ο σπόρος της αναστάσεως, εφόσον ο Χριστός ανεστήθη.
Ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, τότε η πίστη μας θα ήταν κενή. «χάριτι εστέ σεσωσμένοι. Ο Θεός μας συνήγειρε και μας συνεκάθισε
εν τοις ουρανοίς εν Χριστώ Ιησού». Έχουμε σωθεί από χάρη, και όχι από δικά μας κατορθώματα. Μας ανέστησε μάζί με τον Χριστό και μας έβαλε να καθίσουμε μαζί
του στα επουράνια. Η ανάσταση και η ανύψωσή μας αυτή έγινε δια της ενώσεώς μας με τον Χριστό.

Γι΄ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι πολύ σπουδαίο, διότι μας εξασφαλίζει δύο πολύ σπουδαία πράγματα. Την άφεση των αμαρτιών και την αιώνιο ζωή.

Πηγή: Aπό το αρχείο της Ο.Χ.Γ.
http://www.gonia.gr

Μπορείτε να διαβάσετε και την υμνολογική εκλογή της ημέρας, πατώντας εδώ.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.