Το μαρτύριο του Κατσαντώνη, του παπα-Βλαχάβα και άλλα κατορθώματα των κλευταρματολών – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Έμαθε ο Αλής πως ο πρωτοκλέφτης Κατσαντώνης καλυτέρε¬ψε απ’ την καταραμένη βλογιά που τον έρεψε τόσον καιρό και πως ξαναγύρισε πάλι στα βουνά με τα παλικάρια του. Σκύλιασε απ’ το κακό του. Συνάζει στο σεράι του όλους τους διαλεχτούς του. Κάνει νευρικές βόλτες χτυπώντας ασταμάτητα τις χάνδρες του κομπολογιού του. Πετάει ξαφνικά το κομπολόι του και πιάνει με τα δυο του χέρια το κεφάλι του.

Ε, ορέ μπίρο μ’, δεν τ’ αντέχω ούλα τούτα, βρυχιέται. Πό¬σα δε μούκανε ο παλιόβλαχος, ο Κατσαντώνης, ορέ; Νίκησα, ορέ, το Φρατζέσκο, με προσκύνησαν τα καπιτανάτα, χάλασα την Κλε¬φτουριά, ξεπάτωσα τους Σουλιώτες και τώρα με παιδεύει κείνο το Κατσαντώνη! Βρίζει, ορέ, τα γένια μου! Γέρο άνθρωπο δε με λο¬γαριάζει. Δεν μπορεί, ορέ, κανένας να τον κάμει ζάφτι; Χαράμι να σας γίνει το ψωμί που σας ταΐζω. Αχ! αυτό το Κατσαντώνη μώρα μού γίνηκε τις νύχτες!

Άσε τον πάνω μου, πασά μου, και θα στον φέρω ζωντανό! είπε ύστερα από συλλογή ο Βεληγκέκας.
Άφεριμ, Βεληγκέκα! Άμα τον φέρεις γίνεσαι εσύ πασάς στα Γιάννινα και εγώ σουλτάνος. Να φύγεις γρήγορα με τα καλύ¬τερα παλικάρια.
Και βγήκε ο Βεληγκέκας στα βουνά, φοβερίζοντας.

— Πού ναι, ορέ, ο Κατσαντώνης; Τόπιασε τρεμούλα το παλι¬κάρι και κρύβεται; Γρήγορα θα πέσει στα χέρια μου. Πού θα πάει;
Έμαθε τις φοβέρες του ο Κατσαντώνης και του παράγγειλε: «Βεληγκέκα, έμαθα πως ψάχνεις να με βρεις. Για να μην κουρά¬ζεσαι λοιπόν, σου γράφω πως είμαι στου Αλαμανού κι έλα που σε καρτερώ…».

Δε χάνει καιρό ο Βεληγκέκας: παίρνει τ’ ασκέρι του και πάει στου Αλαμανού. Βλέπει απέναντι τους κλέφτες με τον Κατσαντώνη. Με τα χέρια να τον πιάσουμε, φωνάζει στους δικούς του ο Βεληγκέκας.

Βεληγκέκα, στάσου! βρυχήθηκε ο Κατσαντώνης και τούριξε.
— Μπω! λε, λε! Μη βρας, Γκιαούρ! (Αχ μ’ έφαγες Γκιαούρ).

Οι καρδιές των ραγιάδων αναγάλλιασαν και των Τούρκων πι¬κράθηκαν, σαν χάθηκε τούτος ο μπόγιας. Μα μεγαλύτερο φαρ¬μάκι ήπιε ο Αλής. Το περιστατικό ζωντανεύει η λαϊκή μούσα:
«Στη στράτα οπού επήγαινε στου δρόμου του τη μέση,
Αντώνης τον εφώναξε, γλυκά τον ερωτάει-
Πού πας, Βελή, ντερβέναγα, ριτζάλι του βεζύρη;
Σε σέν’, Αντώνη κερατά, με το σπαθί στο χέρι.
Σε μεν’ ανίσως έρχεσαι και πόλεμο, αν θέλεις
δέξου ντουφέκια κλέφτικα από τα παλικάρια.
Βαριά βροντούν, πικρά βροντούν, φαρμακερά πληγώνουν.
Κι όλος θυμός εφώναξε του Τσόγκα και του Δήμου:
Βαράτε τον παλιάρβανο, φέρτε του το κεφάλι.
Δυο τουφεκιές τού τράβηξαν πικρές φαρμακωμένες.
Μια τον επήρε στην καρδιά κι η άλλη μες στο στόμα…».

Το τέλος του Κατσαντώνη

Με σφιγμένη την καρδιά από θλίψη, που άφηνε τα παλικάρια του, αποτραβήχτηκε ο Κατσαντώνης με τον αδερφό του το Χασιώτη σε μια σπηλιά κοντά στο Μοναστηράκι. Και κει γιατροπορεύεται με κρύο νερό και καθαρό αέρα. Ένα αυγουστιάτικο πρωινό, πριν ακόμα χαράξει, ο Κατσαν¬τώνης βρίσκεται κυκλωμένος στη σπηλιά του από τούρκικο ασκέ¬ρι με αρχηγό τον ‘Αγο Μουχουρντάρη. Ξυπνάει ο ήρωας, χωρίς να ξέρει τίποτα και λέει στο Χασιώτη πως είδε ένα κακό όνειρο, όπως λέει η λαϊκή παράδοση:

«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι πέρναγα, θολό κατεβασμένο,
και πέρα δεν επέρασα και δώθε δεν εβγήκα,
μον’ πήρα τον κατήφορο στη μέση το ποτάμι.
Ξηγάτε, παλικάρια μου, ξηγάτε τ’ όνειρο μου…».

Δεν πρόφτασε ν’ αποκριθεί ο Χασιώτης κι ακούστηκε η φωνή του Μουχουρντάρη:
— Ορέ Κατσαντώνη; Ρίξε τ’ άρματα και προσκύνησε! Αλαφιάστηκε, μα δεν τάχασε και του απαντάει δυνατά:
Ο Κατσαντώνης, Τούρκοι, δεν προσκυνάει. Πολεμάει και πεθαίνει!

Φευγάτε να σωθείτε! παρακαλεί ο Κατσαντώνης το Χασιώ¬τη και τέσσερα άλλα παλικάρια, που ήταν μαζί του.
— Όχι, αδερφέ, δε σε παρατάμε! του απαντάει ο Χασιώτης. Θα σε πάρω στην πλάτη μου και θ’ ανοίξουμε δρόμο.
— Ανάθεμα την ευλογιά που μ’ έκανε κουφάρι, είπε βαριαστενάζοντας ο Κατσαντώνης.

Τον φορτώνεται στην πλάτη του ο Χασιώτης και κάνουν να φύγουν. Ένας όμως Αρβανίτης ρίχνει μια ντουφέκια και σπάζει το πόδι του Χασιώτη. Πέφτουν και οι δυο κάτω κι ένα λεφούσι Τούρκοι χύνονται και τους πιάνουν. Σαν αστραπή η είδηση πέρασε πόλεις και χωριά, διάσελα και βουνοκορφές κι έφτασε στα Γιάννενα. Μαζεύτηκε όλος ο ντου¬νιάς να ιδεί τον τρομερό τον κλέφτη, βάραγαν τα νταούλια, βρόνταγαν τα κανόνια του κάστρου. Παντού ακουόταν το νέο: Ο Κατσαντώνης πιάστηκε! Θρίαμβος για τους εχθρούς, θρήνος για τους φίλους. Πέταγε απ’ τη χαρά του ο Αλής. Κι όλο μουρμούριζε:

— Αφεριμ, ορέ ‘Αγο! Μούφερες το καλύτερο δώρο.
Του φέρανε στο σεράι τον Κατσαντώνη. Έκανε πως λυπόταν.

— Πο πο! Πώς κατάντησες έτσι, ορέ Κατσαντώνη; Κρίμα εί¬ναι! Αν είχες προσκυνήσει τόσον καιρό, θα γλίτωνες απ’ τις κακοπάθειες. Μα και τώρα μπορείς να γλιτώσεις, αν μου πεις πού έχεις κρυμμένους τους θησαυρούς σου.

Εξαντλημένος απ’ την αρρώστια, την πείνα και την ταλαιπω¬ρία ο Κατσαντώνης, .ανασηκώθηκε, τον κοίταξε περιφρονητικά και έφτυσε καταγής. Λύσαξε ο Αλής.
— Φέρτε το γύφτο! ούρλιαξε.

Κείνη τη στιγμή πλησίασε τον Αλή ένας ανιψιός του Βεληγκέκα και του λέει:
— Πασά μου, άφησε να πάρω εκδίκηση εγώ για το θάνατο του θειου μου, που σκότωσε ο άπιστος.
— Καλά, ορέ, του απάντησε ο Αλής. Πάρε τα σύνεργα και σπα¬στού ένα-ένα τα κόκαλα. Μα πρόσεξε μην πεθάνει. Τον χρειάζο¬μαι ακόμα.

Δυο μπόγηδες αρπάζουν τον Κατσαντώνη, τον ξαπλώνουν κάτω απ’ τον πλάτανο και τον δένουν από δυο παλούκια. Κι αρχί¬ζουν μ’ ένα χοντρό τσεκούρι να του κόβουν τα δάχτυλα των χε¬ριών του. Ουρλιάζει απ’ τους πόνους ο Κατσαντώνης. Τον μαλώ¬νει ο Χασιώτης.
— Ορέ Αντώνη, οι γυναίκες κλαίνε. Μην ντροπιάζεις τα παλι¬κάρια σου!

Το μαρτύριο συνεχίζεται. Του σπάνε μετά τα χέρια του και ύστερα τα πόδια. Σωστό κουρέλι τον παρατάνε να σφαδάζει από τους πόνους και πιάνουν και σκοτώνουν τα τέσσερα παλικάρια πούχαν πιάσει μαζί του. Και τελευταίο πιάνουν το Χασιώτη. Τους σπρώχνει πέρα ο Χασιώτης και ξαπλώνει μόνος του και κάτω.

— Βαράτε, ορέ! φωνάζει. Σπάστε τα κόκαλα μου, κόψτε με, μ’ όποιον τρόπο θέλετε! Και πιάνει ένα κλέψτικο τραγούδι. Φέρνουν αμόνι και σφυριά οι μπόγηδες και του κοπανάν τα κόκαλα από κλείδωση σε κλείδωση. Μα αυτός συνέχιζε το τραγούδι του.

Τον έριξαν μετά μισοπεθαμένο στα μπουντρούμια για να βα¬σανιστεί περισσότερο. Εκεί τον επισκεπτόταν κάθε μέρα ο Αλής και πότε γλυκά και πότε άγρια τον παρακαλούσε:
— Πες μου, ορέ Κατσαντώνη, πού έχεις τους θησαυρούς σου; Μια μέρα όμως δεν τον βρήκε ζωντανό. Είχε περάσει στην αθανασία.

Πηγές:
1. Τάκη Λάπα: «Ο Κατσαντώνης», σελ. 103, 119, 126.
2. Φωτιάδη: «Ο Καραϊσκάκης» σελ. 51, 61.
3. Δ. Μάνου: «Ο Αλη-πασάς…» σελ. 301, 302.

Το μαρτύριο του παπα-Βλαχάβα

Πασά μου, ο Βλαχάβας ετοιμάζει να σηκώσει ζορμπαλίκι, μήνυσε μια μέρα στον Αλη-πασά ένας προδότης αρματολός. Τον κερατόπαπα, ουρλιάζει ο Αλής, δε θα ξεφύγει το παλούκωμα! Κι ετοίμαζε, αλήθεια, ζορμπαλίκι ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας. Συνεννοήθηκε με τον ήρωα των Σέρβων Καραγιώργη, θα αντα¬μώνονταν τα παλικάρια τους στη Θεσσαλία και θα τραβάγανε για τα Γιάννενα. Τώρα όμως με την προδοσία ο Αλής τούς πρόλαβε. Στέλνει το Μουχτάρ με τέσσερις χιλιάδες διαλεχτούς Αρβανίτες που κα¬τορθώνει να απομονώσει τ’ αδέρφια του παπα-Θύμιου, το Θοδω¬ρή και το Δημήτρη. Κινδυνεύει κι ο παπα-Θύμιος και για να γλι¬τώσει φεύγει στη Σκόπελο, για να ξαναοργανώσει τ’ ασκέρι του και να ξαναγυρίσει. Τα πράματα όμως δεν πάνε καλά και αναγκά¬ζεται να ζητήσει αμνηστεία απ’ το σουλτάνο. Και με τη μεσολάβη¬ση του Πατριάρχη, Γρηγορίου του Ε; την πετυχαίνει. Κι ενώ πή¬γαινε απ’ τη Σκόπελο στην Κατερίνη, τον πιάνουν οι άνθρωποι του Αλή, που παραφύλαγαν, τον δένουν χεροπόδαρα και τον πά¬νε στα Γιάννενα. Τρέχει ο Γιουσούφ Αράπης και ξυπνάει τον Αλή.

Βεζύρη μου, φέρνουνε δεμένο το Βλαχάβα!
‘Αφεριμ, παλικάρια μου. Καλύτερο πεσκέσι δεν ήθελα, ξε¬ψωνίζει ο Αλής και πετάχτηκε όρθιος απ’ το ξαφνικό νέο.
Τι θάνατο διάλεξες, πασά μου, γι’ αυτόν τον ψευτόπαπα; ρώτησε ο Γιουσούψ.
Ορέ Γιουσούψ, τούτον τον χρειάζομαι. Ξέρει πολλά και θάθελα να τα μάθω κι εγώ. Φέρτε τον μπροστά μου.

Φέρνουν το Βλαχάβα μπροστά στον Αλή. Του μιλάει γλυκά:
— Κάθησε, ορέ Βλαχάβα. Σκέφτομαι να σου χαρίσω τη ζωή. Μα πρώτα θα μου πεις με ποιους ετοίμαζες το ζορμπαλίκι.
Ο Βλαχάβας ούτε που τον κοιτάει.
— Γιατί δε μιλάς, ορέ Βλαχάβα; Φωνάζει με λύσσα ο Αλής. Δε μιλάς; Τότε θα σου λύσω εγώ τη γλώσσα. Ταχήρ, να τον δέσεις γρήγορα σ’ ένα παλούκι. Κι ούτε φαγί, ούτε νερό, μόνο ξύλο.

Ο Βλαχάβας όμως τα υπόμενε όλα αμίλητος. Σκύλιασε ο Αλής απ’ το κακό του. Και διατάζει το Γιουσούψ να τον σχίσουν σε τέσσερα κομμάτια και να τα κρεμάσουν σε τέσσερα κεντρικά ση¬μεία της πόλης για παράδειγμα στους άλλους ραγιάδες. Ο ποιητής Χατζη-Σεχρέτης αποθανάτισε τις τελευταίες στιγ¬μές και το μαρτύριο του Βλαχάβα μ’ ένα ποίημα πολυσέλιδο που αρχίζει:

«Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα,
φέτο να μη λαλήσετε, φέτο να μαραθείτε.
Τον παπα-Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα…».

Και οι ραγιάδες τον μοιρολόγησαν: «Σε κλαιν τα μονοπάτια που περπάταγες, σε κλαιν οι κρυοβρυσούλες με το κρύο νερό…».

Ο Γκούγκας δαμάζει ένα λιοντάρι

Ο γιος του Αλη-πασά, ο Βελής, είχε στο σεράι του μέσα σ’ ένα κλουβί ένα λιοντάρι. Και μια μέρα το λιοντάρι έσπασε το κλουβί, βγήκε έξω και περιφερόταν στην αυλή του σεραγιού. Τα χρειάστηκαν όλοι και περισσότερο ο Βελής. Ποιος θα μπορούσε , να το δαμάσει; Ο Βελής σκέφτηκε μερικούς λεβέντες Κλέφτες που είχε κλεισμένους στα μπουντρούμια. Και τους παραγγέλνει πως ό¬ποιος καταφέρει να δαμάσει το λιοντάρι, θα του κάμει όποια χάρη τού γυρέψει. Μέσα στο μπουντρούμι ήταν κι ο Χρήστος Γκούγκας, ένας άντρακλας, σωστό θεριό. Και απάντησε στο Βελή πως αυτός δέ¬χεται.

Μαζεύτηκε ο κόσμος, για να παρακολουθήσει το φοβερό θέαμα. Κι ο Γκούγκας ζήτησε να του φέρουν δυο μεγάλα σφαγ¬μένα κριάρια. Ύστερα ανεβαίνει στη μάντρα της αυλής και πετούσε κομμάτια απ’ το κρέας τους, για να τα τρώει το λιοντάρι. Στο τέλος πέταξε και το κεφάλι του ενός κριαριού και καθώς το λιοντάρι έσκυψε να το αρπάξει, πηδάει ο Γκούγκας στη ράχη του. Ξαφνιάστηκε το λιοντάρι και άρχισε να τρέχει με καλπασμό μέσα στην αυλή με τον Γκούγκα καβάλα.

— Τον άλυσο! Τον άλυσο, μωρέ παιδιά, φωνάζει σε μια στιγμή. Ρίχτε μου, μωρέ, τον άλυσο!

Του πετάξανε μια αλυσίδα και την πέρασε στο λαιμό του λιονταριού. Και την άκρη της την έδεσε σ’ ένα σιδερένιο παλούκι. Έτσι δάμασε το λιοντάρι και το ξαναπήγε στο κλουβί του.

Τον κάλεσε το Γκούγκα ο Βελής και του λέει:
— Σύ ‘σαι το ασλάνι, ορέ Γκούγκα, σήμερα. Τι θέλεις να σου χα¬ρίσω, ορέ;
Τη λευτεριά, πασά μου, τ’ αποκρίθηκε.
Αυτήν την έχεις, ορέ. Μα τι άλλο; Θέλεις χρυσάφι;
Μπα. Γω φτωχός γεννήθηκα και φτωχός θα πεθάνω.
Αμ, γύρεψε ντε κάτι. Κραίνε και θα γενεί μεμιάς ό,τι πεις.
— Πασά μου, του λέει ο Γκούγκας, θα σου γυρέψω να δώσεις λευτεριά στους χριστιανούς, πούχεις στα μπουντρούμια.
Και ο Βελής, αφού έδωσε το λόγο του, πρόσταξε να λευτε¬ρώσουν κάμποσους Έλληνες.

Πηγές:
1. Τάκη Λάππα: «Ανέκδοτα…» σελ. 36.
2. Περιοδ.: «Εστία» τόμ. 26ος σελ. 629.

Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Παράβαλε και:
ΠΑΠΑ-ΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, Ιερομόναχος Δημήτριος – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.
Κατσαντώνης και Χασιώτης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.