Αγροτικές Παροιμίες για τους Γύφτους και για διάφορες Διαπιστώσεις – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Περί Γύφτων.

Γύφτος παπάς δεν γίνεται κι αν γίνει δε βλογάει.
Είδε ο γύφτος τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του.
Εκεί που κρέμαγαν οι αρχόντοι τ’ άρματα, κρεμάν οι γύφτοι τ’ όργανα.
Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Ο γύφτος ώσπου να χαρεί, έσπασε το νταούλι.
Οι γύφτοι τα μαλώματα, τα ‘χουνε πανηγύρια.
Το γύφτο κάνουν βασιλιά κι αυτός γυρεύει ρείκια.

***

Διαπιστώσεων.

Άδειο σακκί δε στέκεται ορθό (ή Ασκί μισογεμάτο όρθιο δε στέκεται).
Άνθρωπο βλέπεις, καρδιά δε γνωρίζεις.
Άπλυτα και κρίματα γρήγορα μαζώνονται.
Από τον καρπό του το δέντρο κρίνεται.
Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος.
Εγώ γελάω με δώδεκα και δεκατρείς με μένα.
Εκεί που είσαι ήμουν κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις.
Εκεί που έτρεχε η βρύση, θα ξανατρέξει.
Ενός κακού, μύρια έπονται.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Η δεξαμενή που τρέχει, όταν θες νερό δεν έχει.
Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
Η κοιλιά με τα έντερα δεν κάνει μαζί.
Η λύπη που μοιράζεται, κάπως μετριάζεται.
Η ομορφιά είναι άχρηστη, χωρίς την καλοσύνη.
Η πέτρα που κυλά, μούχλα δεν πιάνει.
Η σάπια σανίδα ρουφάει πολύ νερό.
Η σκιά ακολουθεί αυτούς που περπατούν κάτω από τον ήλιο και ο φθόνος ακολουθεί αυτούς που περπατούν κάτω από τη δόξα.
Η τέχνη και η πονηριά, τη νικά την αντρειά.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
Ή το αυγό χτυπήσει στην πέτρα, ή η πέτρα στο αυγό, το αυγό σπάει (την πληρώνει ο αδύνατος).
Ήρθαν στη γειτονιά σου, καρτέρα τα στην πόρτα σου.
Ιδρώτα θέλει η αρετή.
Κάθε κλαράκι έχει και το σαράκι του.
Κάθε τόπος (ή χώρα) και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη.
Και τ’ άντερα με την κοιλιά μαλώνουν.
Και τα ορφανά πορεύονται κι οι χήρες οικονομιούνται.
Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
Μαύρο είν’ το γαρύφαλλο, αλλά πουλιέται με το δράμι.
Με το βελόνι πηγάδι δεν ανοίγεται.
Με το κουτάλι πηγάδι δεν αδειάζει.
Μήτε δέντρο χωρίς ξεράδι, μήτε άνθρωπος χωρίς ψεγάδι.
Μιας στιγμής υπομονή, δέκα χρονών ραχάτι.
Μόνο τα δικά σου νύχια, ξέρουν να σε ξύσουν καλά.
Μουσαφίρης ακάλεστος, καθάριος διακονιάρης.
Ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή.
Ο καλός, καλό δε βλέπει.
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται.
Ο πόλεμος θέλει άρματα κι η νίκη τα τραγούδια.
Ο πρώτος εχθρός σου είναι ο εαυτός σου.
Ο φόβος φυλάει τα έρημα.
Ό,τι αποκτάς στο σπάργανο, στο σάβανο τ’ αφήνεις (οι συνήθειες δεν ξεχνιώνται).
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Οι καινούργιες σκούπες σκουπίζουν πιο καθαρά.
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα (ή ίδια).
Όμοιος στον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.
Όποιο χορτάρι γελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει (ή Το δέντρο που περιγελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει).
Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει.
Όποιος βόσκεται μ’ ελπίδες, αποθαίνει και της πείνας.
Όποιος βρωμίζει τη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι.
Όποιος γυρίζει, μυρίζει κι όποιος κάθεται, βρωμίζει.
Όποιος δε βλέπει που πατεί, στη λάσπη θε να πέσει.
Όποιος είναι έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
Όποιος έχει κούτσουρα, βγάζει και πελεκούδια.
Όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια.
Όποιος έχει υπομονή, βλέπει όσα επιθυμεί.
Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
Όποιος μελετάει κακό, κακοπαθαίνει ο ίδιος.
Όποιος παινιέται μόνος του και δεν τον επαινούνε, ας είναι παραβέβαιος πως τον περιγελούνε.
Όποιος τα ύστερα μετρά, ποτέ του δεν σκοντάφτει.
Όποιος τρέχει στην αρχή, γρήγορα θ’ αποστάσει.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά.
Όποιος ψηφά τη νιότη του, γρήγορα τήνε χάνει.
Όσο είναι η βέργα μαλακιά, τη σχίζεις όπως θέλεις.
Όταν βγάζεις και δεν βάζεις, γρήγορα θα βρεις τον πάτο (ή γρήγορα στον πάτο φτάνεις).
Όταν έρθει το κακό, σέρνει μαζί του κι άλλο.
Όταν χτυπιούνται δυο ασκιά, το ένα θε να σπάσει.
Ουδείς κληρονόμος επί της γης.
Πράγμα δουλεμένο είναι και ζηλεμένο.
Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το χούϊ.
Σαράντα πήχες φουστανέλα διώχνει τα ψηλά καπέλα.
Σε κάθε μάλωμα θα υπάρχουν και υλικές ζημιές.
Στάλα με στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι.
Σταλαματιά – σταλαματιά, γεμίζει η στάμνα η πλατειά.
Τ’ άδεια βαρέλια περισσότερο βροντούν.
Τ’ αψύ το ξύδι τ’ αγγείο το χαλάει.
Τα κούφια καρύδια δε βουλιάζουν.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Το αδειανό σακί δε στέκει, το γεμάτο δε λυγίζει (προφάσεις για αποφυγή κόπου).
Το γρήγορο και το καλό δεν παν μαζί τα δυο.
Το κακό θριαμβεύει, αλλά δε νικάει.
Το καλό πράγμα, αργεί να γίνει.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το καρπούζι και ο άνθρωπος δεν φαίνονται απ’ έξω.
Το ξένο πράγμα έχει την οργή.
Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο.
Το περίσσιο χαλάει το ίσο.
Το πρώτο λάθος μάθημα και δάσκαλος για τ’ άλλα.
Το σάπιο μήλο σαπίζει και τα γερά.
Το σάπιο ξύλο παίρνει πολύ νερό.
Το σκερπάνι πάντα κόβει προς εμάς.
Το στραβό το ξύλο, η φωτιά το σιάζει.
Το χέρι, το μαχαίρι και το νερό όταν σέρνει (κυλά), δε βρωμίζει (ή δε λερώνει).
Τον αράπη κι αν τον τρίβεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει.
Τσουκάλι σπασμένο (ή σκεπασμένο), τίποτε δεν παθαίνει.
Υγιές νοικοκυριό είναι εκείνο που δεν χρειάζεται τα περιττά, αλλά δεν στερείται και τα αναγκαία.
Χρυσό σκερπάνι σπάει και ατσαλένια πόρτα.
Χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει.

Από το βιβλίο: “Αγροτικές Παροιμίες”, των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.