«ΣΤΟΥ Δημουλά τον πύργο»! (20 Δεκεμβρίου 1803).

« Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μηνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ούτε σε γάμο ρίχνονται ούτε σε χαροκόπι.
Η Δεσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγώνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
— “Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι δω το Σούλι.
Εδώ ‘σαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων”.
— “Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
η Δεσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει”.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει•
— “Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε• παιδιά, μαζί μ’ ελάτε!”
Και τα φουσέκια άναψε, κι όλοι φωτιά γενήκαν».

Δεκέμβρης παγερός. Ο θαλασσινός αγέρας δέρνει αγριεμένος την ήσυχη Ρινιάσα, που απλώνεται ανάμεσα στην Παργα και στην Πρέβεζα. Ξεριζώνει δένδρα, κρουσταλιάζει τα νερά. Μα δεν είναι μόνο η κρυάδα του χειμώνα, που την πλακώνει με την παγωμένη πνοη του. Κρυάδα θανατερή σφίγγει της Δεσπως την καρδιά. Πλακώνει βαριά τα στήθη, κόβει την πνοη. «Πήραν το Σούλι, πήραν το …». Το Σούλι…! της λευτεριάς τους την αετοφωλιά, της καρδιάς τους την καρδιά. Το χιλιοδοξασμένο κάστρο, με επάλξεις και πύργους τις απάτητες κορφές των Κασσωπαίων και μετερίζια τις απροσκύνητες Σουλιώτικες ψυχές. Στα νύχια του Αλή… Κατασκαμμένο, κατακαημένο. Με ύστατη αναλαμπή της δόξας του τ’ ολόφλογο Κούγκι. «Λευτεριάς προσκυνητάρι που το πάτησαν οι εχθροί…».

Πήραν το Σούλι… Στις 12 του Δεκέμβρη έκαμαν συμφωνία με τον Βελή, να φύγουν με τα όπλα τους από τούς βράχους τους τούς αιματοβαμμένους. Μα ο Βελής παρασπόνδισε και με χιλιάδες Τουρκαλβανούς έτρεξε ξωπίσω τους. Οσοι πήγαν για την Παργα, πρόφθασαν να σωθούν. Από την ομάδα του Κιτσου που τράβηξε για το Ζαλογγο 60 Σουλιώτισσες, για να μη πέσουν στην ατίμωση και τη σκλαβιά,
χόρεψαν τον αθάνατο του θανάτου χορό. Για λευτεριά, για την τιμή.

Καποια γυναικόπαιδα, κυνηγημένα αγριοπούλια, βρήκαν άσυλο στη Ρινιάσα. Μα ήρθε η χειμωνιά θανατερή. Η φυγαδεμένη λευτεριά τους και πάλι κινδυνεύει. Τούς φθάνουν οι Αλβανοί. Κι η Ρινιάσα δεν έχει άνδρες μάχιμους, ούτε τείχη και προμαχώνες. Και οι 27 Σουλιώτικες οικογένειες σφάχτηκαν ή πιάστηκαν για δούλοι.

Η Δεσπω Μπότση με τις κόρες, τα εγγόνια και τις νύφες της, έντεκα νομάτοι, είχαν κονέψει στην Κούλα-πύργο του Δημουλά. Αδελφού του Γιαννάκη Σεχου, αρχηγού της φάρας των Σαχαίων. Χηρα του ήρωα Γιωργάκη Μπότση, που μαζί με τούς γυιούς του έπεσε για του Σουλίου τη λευτεριά και την τιμή.
Μα, πάλι παγώνει η καρδιά… Στίφη Αλβανών την κυνηγούν μανιασμένοι. Κι η Δεσπω οχυρώνεται στον πύργο. Και το Σουλιώτικο τουφέκι παίρνει φωτιά.

«Τωρα να ιδήτε πόλεμο, γυναίκικα τουφέκια
που πολεμούν μικρά παιδιά,
γυναίκες και κορίτσια».

Κι ο πόλεμος βαστούσε ώρα… Μα σε γιουρούσι του εχθρού, η πόρτα πέφτει. Κι ορμούν ν’ ανέβουν μ’ αλαλαγμούς. Λαμπουν τ’ αγριεμένα μάτια τους… Σκλάβες ατιμασμένες οι έγκλειστες της λευτεριάς; Κι η Δεσπω, μπρος στο αιώνιο δίλημμα του Ελληνα στην ύστατη της δόξας του ώρα:
«Τι προτιμάτε, παιδιά μου, το θάνατο ή τη σκλαβιά;».
«Της καρδιάς κτυπιές βροντάνε μεσ’ στα στήθια τους γοργά…»
«Το θάνατο, το θάνατο• κι όχι σκλαβιά».
Φλόγα στην παγωμένη καρδιά της Δεσπως. Κι «αν η δόξα θερμώσει την ψυχή των Ελλήνων;».

Σερνει στη μέση το κιβώτιο με τα φυσίγγια. Ασπάζεται τον τελευταίο ασπασμό με τα παιδόγγονά της που κούρνιασαν στη μπαρουτοκαπνισμένη της ποδιά. Κι αρπάζει τον αναμμένο δαυλό…
Θανατος κι όχι σκλαβιά…
Τράνταξε η γη και βρόντισαν οι ουρανοί. Ηφαίστειο οι φλόγες κι οι καπνοί.
Για λευτεριά, για την τιμή.
Ιδια η φλόγα απ’ το δαυλό του Σαμουήλ.
Ιδια η κραυγή της Μοσχως απ’ την Κιάφα.
Από το Ζαλογγο και το Σελτσο, ως και του Δημουλά τον πύργο.
Την ψάλλει αθάνατη η δόξα.
Ασμα «ελεύθερων πολιορκημένων»• άσμα ελληνικό.

Σ.Π.

_____

Βοήθημα• «Αι ηρωϊδες της Ελληνικής Επαναστάσεως», Σωτ. Αλιμπέρτη.

Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Δεκεμβρίου 2008.

Παράβαλε και:
20 Δεκεμβρίου, προεόρτια των Γεννεθλίων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μνήμη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: Βίος, επιστολές, Υμνολογική εκλογή.
20 Δεκεμβρίου, μνήμη και του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου της Κρονστάνδης: Βίος, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.