Κλεισμένος στο σκοτεινό κελί της φυλακής του, στο μεσαιωνικό πύργο του Μπουγκάτς της Αυστρίας, με δυσκολία ανάπνεε το μολυσμένο αέρα και με λαιμαργία προσπαθούσε ν’ αγκαλιάσει το λιγοστό φως, που έμπαινε από μια τρύπα της οροφής, ο Αλ. Υψηλάντης. Ένα ξυλοκρέβατο κι ένα παρόμοιο κάθισμα ήταν όλα κι όλα τα έπιπλα του. Και αντί για πίνακες στους μουχλιασμένους απ’ την πολυκαιρία και την υγρασία τοίχους, κρέμονταν χοντροί και σκουριασμένοι σιδερένιοι κρίκοι, για να δένουν τους εγκληματίες. Το ψωμί και το προσφάι του δεν διέφερε καθόλου από κείνα που έδιναν στους ξεγραμμένους κατάδικους. Και περνούσαν ολόκληροι μήνες για να του δώσουν εσώρουχα ν’ αλλάξει.
Και όμως όλα αυτά τα δεινά δε λυγούσαν τον καλομαθημένο και ευαίσθητο συνταγματάρχη. Δεν έλεγε τίποτα, δε ζητούσε τίποτα. Μόνο που δεν τον έπαιρνε ύπνος- ολάκερη νύχτα δεν έκλεινε μάτι. Καθισμένος πάνω σε κείνο το βρώμικο και γεμάτο κοριούς ξυλοκρέβατο ο νους του τον εγκατέλειπε και γύριζε στα περα¬σμένα. Αντάμωνε τους παλιούς συντρόφους του, γυρόφερνε σε τόπους και πολιτείες που πολέμησε και ώρες ώρες παραμιλούσε. Θυμόταν το σπαρακτικό χωρισμό με τους άλλους συντρόφους του και ιδιαίτερα τον Γιωργάκη Ολύμπιο και το Θανάση Καρπενησιώτη, όταν θα διάβαινε τα σύνορα της Αυστρίας. Εκείνοι τον παρακίνησαν να φύγει και να κατεβεί από κει στο Μοριά για να συνεχίσει τον Αγώνα- και κείνοι θα έμειναν με τα παληκάρια τους για να μη σβήσει ολότελα η σπίθα της επανάστασης στη Βλαχία και τη Μολδαβία. Δεν είχε προβλέψει κανέ-νας τους τη μπαμπεσιά των Αυστριακών και τη σκληρότητα του Μέττερνιχ. Θυμόταν όμως με πολλή πίκρα και τους φταίχτες της αποτυχίας της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Οι μορφές τους περνούσαν μια μια από μπροστά του. Πρώτος και χειρότερος ο Βλαδιμηρέσκος που αθέτησε τη συμφωνία τους, ύστε¬ρα ο Σάββας, ο δειλός και προδότης, κατόπιν ο επιπόλαιος Καραβιάς που απ’ την ανεμελιά του και τη φιλοδοξία του σφάχτηκε εκείνο το άνθος της νεότητας στο Δραγατσάνι. Τα σκεπτόταν όλα και τον έπαιρνε το παράπονο και κάπου κάπου το κλάμα. Και το κακό φούντωσε όταν έμαθε το τραγικό τέλος του Ολύμπιου και του Καρπενησιώτη. Τότε συντρίφτηκαν και οι τελευταίες του ελπίδες. Πόσο λαχτα¬ρούσε να ήταν και αυτός μαζί τους και νάβρισκε κι αυτός τόσο ένδοξο και τιμημένο θάνατο!
Πολύ γρήγορα αφότου τον είχαν κλείσει σε κείνον τον υγρό τάφο, το κελί του, που με τις βροχές οι τοίχοι ξερνούσαν υγρασία και μούχλα, ο λεπτοκαμωμέ-νος πρίγκηπας δεν άντεξε. Τον έπιασε πυρετός και άσθμα. Έστειλε σπαρακτικές παρακλήσεις παντού μα κανένας δεν τον άκουσε. Καμιά απόκριση και καμιά ελπίδα από πουθενά. Ο γιατρός που τον επισκέφτηκε γνωμάτευσε πως η υγεία του χειροτερεύει και μόνο τότε ο φρούραρχος φάνηκε γεναιόδωρος. Επέτρεψε στον Υψηλάντη με συνοδεία να βγαίνει μια βόλτα τις νυχτερινές ώρες στο μέρος της αυλής του κάστρου που ήταν γεμάτη με ακαθαρσίες.
Μάταια προσπαθούσε από το Κίεβο η μάνα του να πετύχει τη λευτεριά του γιού της γράφοντας στις αυτοκρατόρισσες της Ρωσίας και της Αυστρίας: «Ω, σεις που νοιώσατε το βάρος της ευγνωμοσύνης και τους φρικτούς και ανυπόφορους πόνους της γέννας, σώστε τα παιδιά μου!»
Έτσι με τις αβάσταχτες υγρές μυρωδιές και την έλλειψη του ήλιου το κορμί του σκέβρωσε και το άσθμα γινόταν εντονότερο.
Οι μέρες του περνούσαν-μονότονες, η μια χειρότερη από την άλλη. Καμιά επαφή με κανένα, νέο από πουθενά, νεκρική σιγή. Ώρες έμενε πεσμένος μπρούμητα και δεν άκουγε τίποτε άλλο από το ρόγχο του στήθους του που το άσθμα μέρα με τη μέρα θεριεύε και ακουγόταν σαν να κρύβονταν μέσα του μικρά γατάκια που ροχάλιζαν. Νευριαζόταν, πήγαινε να κλάψει, μα ούτε δάκρυα δεν είχε. Όλα μέσα του είχαν στεγνώσει.
Δε βελτίωσε την κατάσταση του η μεταφορά του στις φυλακές της Θηρεσιούπολης. Το άσθμα του χειροτέρεψε, τον έπνιγε πιο τακτικά, άρχισαν να τον πονούν όλες οι αρθρώσεις του και φάνηκαν κάτι μικρές αιμοπτύσεις.
Τα πράγματα στο μεταξύ στον ευρωπαϊκό χώρο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλάζουν. Η Ρωσία και η Αγγλία υπογράφουν το πρώτο πρωτόκολλο για την Ελλάδα. Αυτό έχει σαν συνέπεια να χαλαρώσουν και τα δεσμά του έγκλειτου Υψηλάντη. Ο βασιλιάς της Πρωσίας και πεθερός του Τσάρου Φρειδερίκος, πα¬λιός φίλος του Υψηλάντη, στέλνει και ζητά απ’ την αυστριακή κυβέρνηση να πάρει κάτω από την προστασία του τον παλιό του φίλο. Επιτέλους θα σωνόταν από τα νύχια του θανάτου ο Αλέξανδρος. Και θα συγκατένευαν οι Αυστριακοί, αν ο κρατούμενος το ζητούσε με αίτηση του και παραδεχόταν την ενοχή του. Παρόλη όμως την ελεεινή κατάσταση της υγείας του φούντωσε ξανά μεσάτου το αίσθημα της περηφάνειας του και αρνείται.
-Αν το κάμω αυτό – παράγγειλε στους δικούς του, θα ομολογήσω εγώ ο ίδιος πως είμαι ένοχος και θα δικαιώσω την άδικη φυλάκιση μου… Σας παρακαλώ πολύ να υποβάλετε στην A.M. τον βασιλέα τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για το ενδιαφέρον του…
Αργότερα όμως θα ρίξει την περηφάνεια του και θα γράψει στο νέο αυτο¬κράτορα της Ρωσίας, όχι τόσο γιατί νοιάζεται για τον εαυτό του, αλλά γιατί λυπάται τ’ αδέρφια του που είναι και κείνα κλεισμένα στη φυλακή. Του γράφει ανάμεσα στα άλλα και τούτα:
«Μεγαλειότατε, δεν είμαι ένοχος. Είθε η λέξις αυτή να ευρη απήχησιν εις την γενναιόφρονα καρδίαν σας και να διατάξητε την απελευθέρωσιν εμού και των άτυχων αδελφών μου που δεν έπταισαν, άλλωστε όσον εγώ».
Ο Ρώσος αυτοκράτορας συγκινείται και πιέζει το Μέττερνιχ με κάθε τρόπο ν’ αλλάξει στάση απέναντι στην Ελλάδα. Και το πετυχαίνει. Οι ηρωικοί αγώνες του ταλαίπωρου λαού της προκαλούν το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό όλου του κόσμου. Ορμητικό ρεύμα φιλελληνισμού κατεβαίνει από παντού που μπροστά του αναγκάζεται να υποκύψει ο σκληροτράχηλος αυστριακός ηγέτης. Και μαζί με τους άλλους και αυτός αναγνωρίζει το δικαίωμα στην Ελλάδα να ζει ελεύθερη. Δέχεται και την επέμβαση του Τσάρου να επιτρέψει στον Υψηλάντη να μεταφερ¬θεί σε μια απ’ τις φυλακές της Βιέννης, της Βερόνας ή της Βενετίας, όπου ήταν ανθρώπινες οι συνθήκες διαβίωσης.
Ήταν όμως αργά για το δύσμοιρο Αλέξανδρο. Η αρρώστια του είχε φάει τα σωθικά του, τον είχε καταντήσει σωστό ερείπιο, σωστό σκέλεθρο. Έβλεπε το θάνατο να πλησιάζει και δεν είχε αυταπάτες. Ένα μόνο επιθυμούσε- αν γινόταν να πέθαινε στα χώματα της αγαπημένης του πατρίδας και όχι στην αφιλόξενη ξενητειά που τόσο σκληρά του φέρθηκε. Αυτόν τον ασίγαστο καημό του τον εκδηλώνει σ’ ένα του γράμμα όπου στέλνει στο Γιώργο Κατακουζηνό. Γράφει:
«Να δώση ο Θεός ν’ ασπασθώμεν αλλήλοις, μίαν ημέραν εις το μακάριον έδαφος της πατρίδος που μας περιμένει. Όλαι μου αι σκέψεις στρέφο¬νται προς τα εκεί. Εκεί μόνον θα ευτυχήσω και μόνον εκεί θέλω ν’ αποθάνω!».
Η κατάσταση του ήρωα χειροτέρεψε πολύ όταν μεταφέρθηκε στη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Αχλάδι». Δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Με δυσκολία καταφέρνει να γράψει τρία γράμματα. Ένα στον τσάρο που δικαιο¬λογούσε την πράξη του ν’ αρχίσει την Επανάσταση, ένα στη μάνα του για να της δώσει κουράγιο και αισιοδοξία και το τρίτο στον αδερφό του Δημήτριο που δεν του κρύβει την αλήθεια για την κατάντια του. Του γράφει:
«Πεθαίνω αλλά η αγαπημένη μου Πατρίς σώζεται. Ο εχθρός αυτής εταπεινώθη. Οι δε συμπολίται μου θέλουσιν εκδικηθή μέχρι τέλους την τυραννίαν τούτου. Μόνην λύπην αισθάνομαι, ότι δεν ηυτύχησα να εναγκαλισθώ πάλιν εκείνους μεθ’ ων επολέμησα δια την πατρίδα μου».
Μέρα με τη μέρα όμως ο πυρετός ψηλώνει περισσότερο, το άσθμα τον τυραννεί, το κορμί του έχει στεγνώσει, έχει γίνει σωστό ράκος. Το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα όμως δε λιγοστεύει. Θέλει να μαθαίνει νέα και όλο ρωτάει όποιον τον πλησιάζει.
-Θα πεθάνω, λέει μια μέρα στους δικούς του, που έχουν πάει και του παραστέκονται. Να στείλετε μονάχα την καρδιά μου στην Ελλάδα. Ανήκε πάντα στην πατρίδα μου και επιθυμώ ν’ αποδοθή στο ελεύθερο χώμα της.
Ήταν 18 του Γενάρη όταν η κατάσταση της υγείας του έφτασε στο απροχώ¬ρητο. Τον εγκατέλειψαν εντελώς οι δυνάμεις του και δεν μπορεί να σηκωθεί απ’ το στρώμα. Το κορμί του πόναγε, ο πυρετός και το άσθμα τον τυραννούσε, το πρόσωπο του χλωμό σαν το κερί, πήρε το χρώμα του θανάτου. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι και δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του.
Κατά τις πέντε το απόγιομα της άλλης μέρας ξαναμπήκε στο δωμάτιο του ο πιστός του Λασσάνης κρατώντας στα χέρια του την εφημερίδα «Αυστριακός παρατηρητής». Ο Αλέξανδρος μάζεψε όλες του τις δυνάμεις για να μπορέσει να τον ρωτήσει:
-Τι νέα γράφει ο «Παρατηρητής;»
Ο Λασσάνης χαρούμενος για το ξαφνικό καλυτέρευμα του Αλέξανδρου του απαντά:
-Γράφει πως ο Καποδίστριας έφτασε στη Μάλτα και από κει μια αγγλική φρεγάτα θα τον μεταφέρει στην Ελλάδα.
Το πρόσωπο του Αλέξανδρου έλαμψε μεμιάς, έκαμε να σταυροκοπηθεί μα δεν τα κατάφερε. Μπόρεσε μόνο να προφέρει τις λέξεις:
-Δόξα σοι ο Θεός!
Και αμέσως αισθάνθηκε δυνατή ζάλη. Παρακάλεσε με νοήματα το Λασσάνη να του τρίψει το χέρι με κολώνια ενώ ταυτόχρονα αυτός ψέλιζε το «πάτερ ημών…» Οι λέξεις έβγαιναν αργά αργά και με δυσκολία απ’ το στόμα του. Η γλώσσα του άρχισε να μπερδεύεται και ο νους του να σκοτεινιάζει. Διέκοψε την προσευχή του και με μεγάλη δυσκολία πρόφερε τη γερμανική λέξη «βροδ-βροδ» δηλαδή «ψωμί, ψωμί» και σταμάτησε. Είχε πεθάνει.
Γρήγορα διαδόθηκε το θλιβερό νέο στην ελληνική παροικία της Βιέννης. Αμέσως όλοι οι Έλληνες παράτησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν στο ξενοδο¬χείο «Χρυσό Αχλάδι» για να αποχαιρετήσουν και να κατευοδώσουν το μεγάλο νεκρό στο αγύριστο ταξείδι του. Ήρθαν και γιατροί να του κάμουν τη νεκροψία. «Οι γιατροί – γράφει ο Γιώργος Υψηλάντης στον αδελφό του Δημήτριο – είπαν ότι ήταν αδύνατον να βαστάξη περισσότερον και η καρδιά του ήταν τόσον πειραγμένη, οπού έγινε διπλή απ’ ότι είναι σε κάθε θνητόν. Εκτός τούτου και άλλα πολλά μέρη του σώματος του ήταν καταπειραγμένα. Με όλον τούτο τον εβαλσαμώσαμεν και η καρδιά του εβάλθη εις ένα κουτί, δια να μετακομισθή με καιρόν εις την δυστυχισμέ-νην φιλτάτην πατρίδα μας».
Ο πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βιέννη ανέλαβε την πρωτοβουλίαν και τα έξοδα της κηδείας του νεκρού. Τον έντυσαν με τη στολή του ιερολοχίτη και του στόλισαν το φέρετρο. Την άλλη μέρα, 20 του Γενάρη, έγινε η κηδεία του που χοροστάτησε ο επίσκοπος Φαρσάλων. Το λείψανο του ραντίστηκε με άφθονα δάκρυα των εκεί Ελλήνων. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο Αγίου Μάρκου της Βιέννης. Αργότερα, και μόλις το 1964, η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε στο ναό του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου από τη Μαρία Υψηλά¬ντη, γυναίκα του Γιώργου, αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Έτσι εκπληρώ¬θηκε η επιθυμία του μεγάλου οραματιστή της λευτεριάς. Αναπαύεται στα ιερά χώματα της ελεύθερης πια αγαπημένης του Ελλάδας.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.