Ο συνιδρυτής και CEO του Netflix Ριντ Χάστινγκς είναι ο άνθρωπος που πριν από σχεδόν μία εικοσαετία ξεκίνησε μια πρωτοπόρο υπηρεσία βιντεοκλάμπ. Σήμερα διευθύνει την κορυφαία πλατφόρμα streaming στον κόσμο.
Λίγο πολύ, οι περισσότεροι έχουν ακουστά τις ιστορίες ανθρώπων-μύθων της τεχνολογίας, όπως ο Στιβ Τζομπς, ο Mπιλ Γκέιτς ή ακόμα και ο Τζεφ Μπέζος του Amazon. Η νέα ανερχόμενη δύναμη, η οποία πρόσφατα επέκτεινε τη δραστηριότητά της και στη χώρα μας, λέγεται Netflix (και διαδικτυακή τηλεόραση γενικώς) και η ιστορία της δημιουργίας της έχει το δικό της ξεχωριστό ενδιαφέρον. Αφορμή στάθηκε κι εδώ, όπως σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, η απλή και άδολη ανθρώπινη… τεμπελιά.
Το 1997 ο Μαρκ Ράντολφ και ο Ριντ Χάστινγκς, δύο φίλοι και συνεργάτες από την Καλιφόρνια, αφουγκραζόμενοι τις εξελίξεις, «ψάχνονταν» για να δημιουργήσουν μια εταιρεία διαδικτυακών πωλήσεων. Τότε ο δεύτερος, ο οποίος είχε βαρεθεί να πληρώνει πρόστιμα για τις ταινίες που καθυστερούσε να επιστρέψει στο βιντεοκλάμπ, όπου μάλλον επίσης βαριόταν να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο, είχε την ιδέα της δημιουργίας μιας ιντερνετικής υπηρεσίας, της οποίας οι χρήστες μπορούσαν να παραγγέλνουν τις ταινίες τους και αυτές να καταφθάνουν με το ταχυδρομείο, περίπου όπως οι πίτσες! Το μόνο που είχε να κάνει κανείς ήταν να δει την ταινία και στη συνέχεια να την ταχυδρομήσει και πάλι πίσω στο Netflix. Η πραγματική καινοτομία ωστόσο ήρθε δύο χρόνια αργότερα, όταν η εταιρεία εισήγαγε το μοντέλο της μηνιαίας συνδρομής. Πλέον ο χρήστης, καταβάλλοντας ένα σταθερό ποσό, είχε τη δυνατότητα να νοικιάσει όσες ταινίες επιθυμούσε, χωρίς δεσμευτική ημερομηνία επιστροφής, κόστη καθυστέρησης ή οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις (ταχυδρομείου, κ.λπ.).
Λίγο το πρωτότυπο της πλατφόρμας, λίγο η τεράστια δημοφιλία του DVD ως μέσου κατά τη δεκαετία του 2000, το Netflix μεγάλωσε, απορροφώντας σταδιακά και διάφορες άλλες παρόμοιες υπηρεσίες και αυξάνοντας τόσο τον πλούτο του περιεχομένου, σε σειρές και ταινίες, όσο και τον αριθμό των συνδρομητών του. Η κίνηση «ματ» ωστόσο έγινε το 2007. Οι «γρήγορες» συνδέσεις στο Διαδίκτυο υπήρχαν ήδη από χρόνια στην Αμερική, λίγοι ωστόσο ήταν εκείνοι οι οποίοι είχαν στην πραγματικότητα αντιληφθεί πόσο αυτές θα άλλαζαν το τοπίο (και) όσον αφορά την οικιακή διασκέδαση (μουσική, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, κ.ο.κ.).
Φυσικά το Netflix διατήρησε την παραδοσιακή του υπηρεσία dvd-delivery, προσθέτοντας όμως δίπλα της μια διαδικτυακή πλατφόρμα video-on-demand, στην οποία οι συνδρομητές μπορούσαν πλέον να δουν με απευθείας streaming υλικό, οποιαδήποτε στιγμή της μέρας.
Τα 5,6 εκατ. των συνδρομητών του 2008 είχαν μέχρι το 2010 σχεδόν τριπλασιαστεί, ενώ η εταιρεία ήταν πια υπεύθυνη για την κίνηση του μεγαλύτερου όγκου δεδομένων στο αμερικανικό Iντερνετ. Εχοντας πλέον «καβαλήσει» για τα καλά το κύμα και παρά τις αντιδράσεις και τον υπόγειο πόλεμο από τα δίκτυα της κλασικής καλωδιακής τηλεόρασης, το Netflix έκανε γρήγορα το επόμενο βήμα, λανσάροντας την πρώτη δικής του δημιουργίας παραγωγή. Και δεν πήγε στα τυφλά: με τη συνεργασία των σπουδαίων Κέβιν Σπέισι και Ντέιβιντ Φίντσερ, το «House of Cards» έγινε ένας από τους τίτλους-συνώνυμα της σύγχρονης ποιοτικής τηλεόρασης, απογειώνοντας τις συνδρομές και πονοκεφαλιάζοντας τον ανταγωνισμό. Καθόλου τυχαία, η σειρά, κατά τον πρώτο χρόνο προβολής, αγνοήθηκε πλήρως σε όλα τα σημαντικά τηλεοπτικά βραβεία, παρά τις διθυραμβικές κριτικές και τη μεγάλη δημοφιλία της, ενώ το ίδιο έγινε και με τις υπόλοιπες παραγωγές του Netflix.
Επόμενος σταθμός, η παγκόσμια εξάπλωση· ήδη από το 2010 το δίκτυο άρχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του και εκτός συνόρων ΗΠΑ, αρχικά στον Καναδά και στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κυρίως στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης. Το «άνοιγμα» δε στη Λατινική Αμερική που ακολούθησε, κατέστησε σαφές πως ο Χάστινγκς και η ομάδα του είχαν παγκόσμιες φιλοδοξίες. Οι διεθνείς παραγωγές άλλωστε, τύπου «Νarcos», «Marco Polo», κ.ά., όπως και η προσθήκη επιπλέον γλωσσών (μεταγλωττίσεων) στις δυνατότητες της υπηρεσίας, ακριβώς αυτή την πρόθεση καταδεικνύουν. Αξιοπρόσεκτο είναι πάντως πως μέχρι το σημείο αυτό, το Netflix «έπαιζε» περίπου μόνο του, στην κατά τα άλλα ιδιαίτερη και τρομερά υποσχόμενη αγορά του streaming· οι υπόλοιποι ανταγωνιστές του (Amazon Prime, Hulu) περιορίζονταν κατά βάση εντός συνόρων, ενώ δίσταζαν και να μπουν στη διαδικασία παραγωγής ορίτζιναλ υλικού.
Το αύριο είναι εδώ
Το παιχνίδι τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, με διάφορες μικρότερου βεληνεκούς εταιρείες που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται, γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον. Σχεδόν κανείς ωστόσο δεν περίμενε αυτό που έγινε στις 6 Γενάρη, με την επέκταση του Netflix σε όλο σχεδόν τον πλανήτη. Αυτό είναι το μέλλον. Οσο για τη χώρα μας, προς το παρόν το ζήτημα των υποτίτλων όπως και η απουσία αρκετού υλικού είναι σημαντικά θέματα. Ας ελπίσουμε ότι ο ελληνικής καταγωγής διευθυντής προγράμματος Τεντ Σαράντος θα μεριμνήσει σύντομα αναλόγως…
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Η Καθημερινή: 16 Ιανουαρίου 2016.