Το μεγάλο στρατιωτικό δίλημμα.
Το μεγάλο στρατιωτικό δίλημμα που αντιμετώπισε η ελληνική ηγεσία μετά την απόβαση στη Σμύρνη και τις πρώτες επιθετικές ενέργειες είναι το πολύ σύνηθες σε τέτοιες περιπτώσεις: να κρατήσει άμυνα στην περιορισμένη ζώνη που επεδίωξε αρχικά η Συνθήκη των Σεβρών ή να προελάσει σε βάθος, όπως απαιτούσαν οι Έλληνες της ενδοχώρας, και να υποχρεώσουν τον Κεμάλ να δεχθεί με τη δύναμη των όπλων τη Συνθήκη των Σεβρών; Τούτο, τον πρώτο καιρό μετά την απόβαση, όταν ο Κεμάλ ήταν ακόμη ανοργάνωτος, μπορούσε να γίνει – με θυσίες βέβαια – εφικτό.
Υπήρχε, όμως, στη σκέψη των Ελλήνων επιτελών κι ένα δίλημμα καθαρά στρατιωτικό: τι ήταν προσφορότερο στις παρούσες συνθήκες, η άμυνα ή επίθεση; Την κρίση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας βάρυνε περισσότερο η κλασική πολεμική αρχή, πως η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, όταν μάλιστα έχεις στρατιωτική υπεροχή. Εξ άλλου η άμυνα πάντα επιτρέπει πρωτοβουλία κινήσεων στον αντίπαλο και παθητικοποιεί το επί μακρόν «εν αμύνει» διατηρούμενο στράτευμα. Αυτό ήταν η αντίληψη των στρατιωτικών πριν και μετά τον Βενιζέλο. Όμως, τις πρωτοβουλίες για ένα επιθετικό «ρίσκο»» παίρνει πάντα η πολιτική ηγεσία. Ως ένα βαθμό η κεμαλική ηγεσία ήθελε να παρασύρει τον ελληνικό στρατό σε μια μεγάλου βάθους προέλαση, να τον αποκόψει από τις βάσεις ανεφοδιασμού και με πολυμέτωπες επιθέσεις να τον εξοντώσει. Είχε, άλλωστε, αρχίσει πάραυτα η ανασυγκρότηση του τουρκικού στρατού.
Οι μεταβενιζελικοί πρωθυπουργοί γνώριζαν ότι ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε προέλαση σε μεγάλο βαθμό. Όχι πέρα από το σημείο, όπου θα έλειπε από το στρατό η εθνολογική βάση. Οι αντίπαλοί του, όμως, απετόλμησαν την περαιτέρω διείσδυση, για να δείξουν στους Συμμάχους ότι αυτοί είναι ικανότεροι του Βενιζέλου σε στρατιωτικά επιτεύγματα και συνεπώς μπορούν να υποχρεώσουν τον Κεμάλ να δεχθεί τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Μια τέτοια επιτυχία τους εξυπηρετούσε και εκλογικά: με μια γρήγορη νίκη επί του Κεμάλ, θα έκαναν αποστράτευση σε ευρεία κλίμακα κι έτσι θα έστελναν τους στρατιώτες στα σπίτια τους, όπως είχαν υποσχεθεί προεκλογικά. Οπωσδήποτε, μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε τους Συμμάχους, διότι ενώ με πρόσχημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου είχαν απαλλαγεί από κάθε δέσμευση έναντι της Ελλάδος, μπορούσαν έτσι να κρατούν την Ελλάδα «αγκιστρωμένη» και να την χρησιμοποιούν ως δύναμη πίεσης κατά του Κεμάλ. Ιδιαίτερα αυτό εξυπηρετούσε τους Άγγλους, διότι ο ελληνικός στρατός κάλυπτε τα νώτα του δικού τους στρατού που κατείχε το Τσανάκ – Καλέ (Δαρδανέλια). Φυσικά, εξυπηρετούσε και τον Κεμάλ γιατί έτσι τραβούσε το ελληνικό στράτευμα προς τη δική του «φωλιά», όπου καραδοκούσε για να μπήξει τα δόντια του αυτός ο «Σταχτής Λύκος».
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ελληνική ηγεσία δεν έκανε τους πρέποντες συλλογισμούς. Ίσως, όμως, παρέβλεψε τούτο το σημαντικό, ότι οι περιστάσεις του πολέμου είναι τόσο σκοτεινές και συνωμοτούν, ώστε να μπορούν να καταστρέψουν τον καθένα…
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: “Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922”. Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Α.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.