«Η δυστυχία υπάρχει, είπε… απλώνοντας τα χέρια του. Είναι πραγματική… Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως δεν υπάρχει ή ότι κάποτε θα πάψει να υπάρχει. Η δυστυχία είναι η ανθρώπινη συνθήκη… Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τη δυστυχία… Μια κοινωνία μπορεί να καταργήσει μόνο την κοινωνική δυστυχία – την άχρηστη δυστυχία. Η υπόλοιπη εξακολουθεί να υπάρχει. Είναι η ρίζα, η πραγματικότητα. Όλοι από μας εδώ θα γνωρίσουμε τη λύπη. Αν ζήσουμε πενήντα χρόνια, θα είναι πενήντα χρόνια λύπης. Και στο τέλος θα πεθάνουμε. Με αυτή την συνθήκη (=τον όρο) γεννιόμαστε».
«Πραγματικότητα της ζωής μας είναι η αγάπη, η αλληλεγγύη, είπε ένα ψηλό κορίτσι με γλυκά μάτια. Η αγάπη είναι η αληθινή συνθήκη της ανθρώπινης ζωής»
(Ούρσουλα Λε Γκεν, Ο αναρχικός των δύο κόσμων).
Ωμή ζοφερότητα αναδύεται από τη διαπίστωση ότι η ανθρώπινη ζωή είναι καταδικασμένη σε συνθήκες αναπότρεπτης δυστυχίας με κατάληξη τον θάνατο. Μας θυμίζει το παλιό, βαθύτατα τραυματικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας: Την απώλεια του Παραδείσου. Η ζωή του ανθρώπου με την εξορία του απ’ τον Παράδεισο αλλάζει δραματικά. Η χαρά και η ευτυχία μεταβάλλονται σε δάκρυα και δυστυχία. Ο Παράδεισος της τρυφής αντικαθίσταται από τη γη των ακανθών και του μόχθου. Την απόλαυση διαδέχεται πόνος και θάνατος. Ο πλούτος των θείων χαρισμάτων δίνει τη θέση του στην πνευματική φτώχεια και γυμνότητα. Αντί της άφθαρτης θεοΰφαντης στολής, φθορά πλέον και θνητότητα ενδύουν τον άνθρωπο.
Ο Αδάμ θρηνεί πικρά, όταν συνειδητοποιεί την τεράστια αλλαγή: «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι του Παραδείσου και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο» (Εσπερινός Τυρινής). «Ετρώθη πικρώς» από το λάθος του, πληγώθηκε θανάσιμα. Η νύχτα της αμαρτίας έφερε σκοτάδι και βαθειά ομίχλη στη ζωή του. Όλος ο βίος του θα διέλθει πλέον μέσα στη νύχτα αυτή (Μέγας Κανών, ωδές α , ε ). Το μέγα τραύμα, το σκότος, η γυμνότητα, ο χωρισμός από τον Πλάστη και Πατέρα, ο θάνατος, να, η εικόνα της πλήρους δυστυχίας.
Μα όσο πυκνό κι αν είναι το σκοτάδι, ο άνθρωπος ελπίζει πάντα για φως στην άκρη του τούνελ. Είναι πρόθυμος ν’ ακολουθήσει ένα φως. Οποιοδήποτε. Ακόμα και μια ουτοπία. Ζη με την προσδοκία ότι θα φτάσει στο φως. Και παρ’ όλο που αυτό συνέχεια του ξεφεύγει, «…δεν έχει σημασία – αύριο θα τρέξουμε γρηγορότερα, θ’ απλώσουμε πιο πέρα τα χέρια μας… και μια ωραία μέρα… (εννοείται: θα το φτάσουμε). Έτσι χτυπιόμαστε πάντα, βάρκες κόντρα στο ρεύμα, που αδιάκοπα μας ρίχνει πίσω στο παρελθόν» (Φράνσις-Σκοτ Φιτζέραλντ, Ο υπέροχος Γκάτσμπυ). Τι αδιέξοδη τραγωδία! Να τρέχεις προς τα μπρος και να σε στρέφουν συνέχεια προς τα πίσω! Να παλεύεις για φως και να βουλιάζεις αδιάκοπα στο σκοτάδι!
Και όμως, υπάρχει το φως. Ο Αδάμ δεν θρηνεί ανέλπιδα. Παρακαλεί να ξαναγίνει «ημέρας υιός» και να απολαύσει ξανά τον Παράδεισο, γιατί έχει λάβει πείρα του αληθινού φωτός, που φωτίζει και αγιάζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Θυμάται τα ειπωμένα με αγάπη λόγια του Δημιουργού του: «Το εμόν πλάσμα ου θέλω απολέσθαι, αλλά βούλομαι τούτο σώζεσθαι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Εσπερινός Τυρινής). Και επειδή στον Παράδεισο γεύθηκε το θεϊκό φως ως αγάπη, το εμπιστεύεται. Και το περιμένει.
Γνωρίζει πως η αγάπη αυτή ετοιμάζεται τώρα να κατεβεί κοντά του. Να ζήσει μαζί του τη δυστυχία και τον πόνο του, να σταυρωθεί τελικά γι’ αυτόν. Έτσι η σταυρωμένη αυτή Αγάπη, ο Χριστός, μέσα απ’ τον δικό του πόνο και τον σταυρό, θα ανακαλέσει τον Αδάμ στον Παράδεισο, διαλύοντας τη δυστυχία που του επισώρευσε η εξορία και ο θάνατος. Η αγάπη μπορεί οριστικά πλέον να γίνει «η αληθινή συνθήκη της ανθρώπινης ζωής». Πραγματικότητα και όχι ουτοπία.
Εσύ γνωρίζεις (και αν όχι, θέλεις να γνωρίσεις) την Αγάπη που έφερε «δια του σταυρού χαράν εν όλω τω κόσμω»;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 379, Φεβρ. 2015 [επηυξημένο])