Πρέπει να μεταδίδεται η Θεία Κοινωνία σε όλους ανεξελέγκτως; – Ιωάννου Ν. Φουντούλη.

%ce%9f-%ce%9c%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%cf%8c%cf%82-%ce%9a%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%b3%ce%b7%cf%84%ce%ae%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%91-%ce%a0-%ce%98-%ce%99%cf%89%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b7

Πρέπει να δίδωμε την θεία μετάληψι ανεξελέγτως εις όλους;

Μπορούμε να απαγορεύσωμε σε κάποιον χριστιανό, που έχει ένα θανάσιμο αμάρτημα, να κοινωνήση; Αν ναι, με ποιό τρόπο;

Πρέπει να κοινωνούμε τους χριστιανούς, στους οποίους προηγουμένως έχομε συστήσει να εξομολογηθούν και αυτοί προσέρχονται απροετοίμαστοι;

Και οι τρεις αυτές ερωτήσεις αναφέρονται στο δύσκολο θέμα της μεταδόσεως της θείας κοινωνίας στους πιστούς από τον ιερέα. Λέγω δύσκολο, γιατί από την μια μεριά είναι συνδεδεμένο με το θέμα της ευθύνης του ιερέως σαν υπευθύνου ενώπιον του Θεού διαχειριστού των μυστηρίων, κι από την άλλη συνδέεται με την συνείδησι του πιστού, ως και με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε ενορίας. Είναι δε τόσες πολλές οι περιπτώσεις, που ούτε να τις προβλέψη μπορεί κανείς ούτε να τις κρίνη όλες με τα ίδια μέτρα. Κάθε άνθρωπος αποτελεί μία ιδιαιτέρα περίπτωσι και, κατά τον άγιο Απόστολο Παύλο, κανείς δεν γνωρίζει «τα του ανθρώπου» παρά μόνο το πνεύμά του. Εκτός αυτού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θρησκεία μας είναι θρησκεία της ελευθερίας και της χάριτος και πως όλες μας οι ενέργειες πρέπει να αποβλέπουν στην σωτηρία του ανθρώπου, για τον οποίον απέθανε ο Χριστός και για την λύτρωσι του οποίου έδωσε το Σώμα Του, «το υπέρ ημών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών», και το Αίμά Του, «το υπέρ εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών», όπως σε κάθε λειτουργία επαναλαμβάνεται. Αυτός ακριβώς είναι και ο προορισμός του μυστηρίου: η άφεσις των αμαρτιών των αμαρτωλών και όχι η αμοιβή της αναμαρτησίας.

Από την άλλη μεριά στέκονται οι προτροπές του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορινθ. ια’, 27-32) και της Εκκλησίας για την προ της θείας κοινωνίας προπαρασκευή, την «δοκιμασία», για να είναι επωφελής η συμμετοχή μας στο μυστήριο και «μη εις κρίμα ή κατάκριμα». Τα μυστήρια, οι νοητοί μας μαργαρίτες, δεν ρίπτονται στους χοίρους, γιατί θα τους καταπατήσουν και θα τους βεβηλώσουν. Κι από εδώ αρχίζει η ευθύνη του ιερέως.

Τώρα, ο φωτισμένος πιστός ιερεύς ανάμεσα στα δύο αυτά σημεία θα βρη την μεσότητα, που ταιριάζει στον καθένα. Κατηχώντας τους Χριστιανούς του, ούτε θα τους ενθαρύννη τόσο, ώστε απροετοίμαστοι να προσέρχωνται στην θεία κοινωνία, ούτε θα τους τρομοκρατήση τόσο, ώστε από υπερβολική εκτίμησι της αμαρτωλότητός των να αποστερούνται του ποτηρίου της ζωής. Το μέτρο βρίσκεται στην προτροπή της θείας λειτουργίας, που πολλές φορές τόσο μηχανικά και χωρίς να καταλαβαίνωμε το νόημά της την λέμε ή την ακούμε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο «φόβος του Θεού» απωθεί τον αμαρτωλό άνθρωπο από την συμμετοχή στο Κυριακό δείπνο. Η τελεία «αγάπη» τον έλκει και κατά τον Απόστολο Ιωάννη «έξω βάλλει τον φόβον». Και η «πίστις» θα αποτελέση τον ιερό σύνδεσμο των δύο αυτών πόλων και θα δώση στον πιστό τον τρόπο ορθά να τοποθετηθή απέναντι του Θεού και των μυστηρίων Του. Στην στήριξι, αύξησι και το φωτισμό αυτής της πίστεως πρέπει να αποβλέψη ο ιερεύς με όλο το ποιμαντικό του έργο. Έτσι θα παρουσιάζωνται λιγώτερα προβλήματα σαν κι αυτά που τίθενται στις τρεις αυτές ερωτήσεις, γιατί οι κατ’ επίγνωσιν Χριστιανοί, εγκαίρως καθωδηγημένοι και μυσταγωγικά κατηχημένοι από τον ιερέα των, θα ξεύρουν πότε και πως θα προσέλθουν στην θεία μετάληψι.

Και κάτι ακόμη. Οι ερωτήσεις αυτές προϋποθέτουν την ιδεώδη σχέσι ανάμεσα στον ιερέα και στο ποίμνιό του. Ο ιερεύς ξεύρει «κατ’ όνομα» και γνωρίζει τα προβλήματα των πιστών της ενορίας του, τους εξομολογεί, τους παρακολουθεί, τους καθοδηγεί στην κατά Χριστόν ζωή, μ’ ένα λόγο τους «ποιμαίνει». Σήμερα δεν είναι δυστυχώς παντού δυνατό αυτό, ιδία στις μεγάλες πόλεις, με τις πολυάνθρωπες ενορίες και τους λίγους ποιμένας. Απ’ αυτούς που κατά εκατοντάδας προσέρχονται το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στην θεία κοινωνία, ζήτημα είναι αν γνωρίζη ο ιερεύς ένα μικρό ποσοστό.

Ύστερα από τα γενικά αυτά ας έλθωμε να ιδούμε πλησιέστερα τις ερωτήσεις σου.
Κατ’ αρχήν δεν μπορούμε να δίδωμε την θεία μετάληψι σε όλους ανεξελέγκτως. Η θεία κοινωνία δίδεται μόνο στους πιστούς, δηλαδή δ’ εκείνους που με το βάπτισμα έγιναν μέλη της Εκκλησίας και ανήκουν σ’ αυτήν και βρίσκονται σε μυστηριακή κοινωνία μ’ αυτήν. Με άλλα λόγια μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπορούν να κοινωνήσουν. Αποκλείονται οι μη Χριστιανοί (επομένως και τα αβάπτιστα νήπια), οι Χριστιανοί που ανήκουν σε άλλη Εκκλησία (Καθολικοί, Διαμαρτυρόμενοι, Αρμένιοι, Κόπται κλπ.), οι σχησματικοί και οι αφωρισμένοι επισήμως από την Εκκλησία. Η θεία κοινωνία είναι το σύμβολο και το συστατικό της Χριστιανικής Εκκλησίας, της εν Χριστώ οικογενείας. Αυτή κάμνει «ομόσωμο» και «ομαίμονα» τον λαό του Θεού. Αυτή μας κάμνει εν Χριστώ αδελφούς, σ’ όποιο τόπο, φυλή, γλώσσα και εποχή κι αν ανήκωμε, αφού όλοι «εκ του ενός άρτου» και του «αυτού ποτηρίου» μετέχομε και μέσα στις φλέβες μας ρέει το Αίμα του Χριστού και το σώμα μας έχει αφομοιωθή από το Σώμά Του. Σ’ αυτούς που δεν αποτελούν μέλη της κοινωνίας αυτής ο ιερεύς όχι μόνον δεν μπορεί, αλλά και επέχει βαρεία ευθύνη αν μεταδώση την θεία μετάληψι. Όταν προσέλθουν στην Εκκλησία μας, τότε θα μετάσχουν και της κοινωνίας μας.

Αλλά η Εκκλησία μας επιβάλλει και ως παιδαγωγική ποινή, «επιτίμιον», την στέρησι της θείας κοινωνίας σε ανθρώπους που υπέπεσαν σε ωρισμένα αμαρτήματα. Έτσι γινόταν και στην αρχαία Εκκλησία, όπου υπήρχε ιδιαιτέρα τάξις «οι μετανοούντες».

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.