Τα εφτά μικρά στο κυνήγι της κότας: Οι νοικοκυραίοι παίρνουν είδηση: Οι Ζαβοπαναγήδες: Η γριά Χάρμαινα – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Τα εφτά μικρά στο κυνήγι της κότας.
Σε δυο μέρες η αλεπού είπε στα μικρά της:
«Σήμερα θα σας πάρω σε μια πολιτεία. Να προσέχετε μήπως χαθήτε, γιατί έχει οχτώ σπίτια. Πρώτη φορά θα ιδήτε τόσο μεγάλη πρωτεύουσα.
«Όταν φτάσωμε εκεί, να μην κάθεστε να χαζεύετε στις πλατείες, στα φώτα και στα θέατρα˙ θα πάμε ίσια στο κοτέτσι. Τόχουν ανοιχτό, καθώς πρέπει σε μια μεγάλη πολιτεία. Κι έχει κάτι αρχοντόκοτες, που φαίνεται πως τις έχουν φυλάξει επίτηδες για την καλύτερη αλεπού. Εγώ βέβαια θάμαι αυτή.
»Ίσαμε τώρα κυνηγούσαμε το ποντίκι, το βάτραχο, τον κάβουρα, το πουλί και το σκαθάρι. Ήρθε η ώρα να γυμναστήτε και στις κότες».
Λέγοντας αυτά, κάθισε στα πισινά της πόδια, κι έφερε μπροστά τη μεγάλη μαλλιαρή ουρά της.
Όποιος κυνηγός την έβλεπε κείνη την ώρα, θα έλεγε:
«Αχ, να είχα το γουναρικό σου το χειμώνα! Εξήντα δραχμές θα του έβαζα τιμή».
Μα ήταν τάχα εύκολο να τη δη ο κυνηγός; Όχι. Το ωραίο δέρμα της αλεπούς μας, που το ζηλεύουν οι κυνηγοί και βάζει τη ζωή της σε παντοτινό κίνδυνο, αυτό το ίδιο την προστατεύει.
Ο χρωματισμός της ήταν τέτοιος, ώστε να μπερδεύεται με το χρώμα του τόπου. Έμοιαζε και με τα φυλλώματα και με το χώμα και με την πέτρα˙ ήταν κιντρινοκόκκινο. Στο στήθος, την κοιλιά και στη μέση σταχτερό˙ στο μέτωπο και τους ώμους λίγο άσπρο˙ στα μπροστινά πόδια κόκκινο και στ’ αυτιά μαύρο.
Έτσι γλύτωσε πολλές φορές η αλεπού από τον άνθρωπο. Πολλές φορές ο κυνηγός την πήρε για κάτι άλλο˙ κάτι σα γη ή κούτσουρο ή πέτρα, και προσπέρασε.
Και τα εφτά μικρά της, πάλι κι αυτά το χρώμα τους τα έχει γλυτώσει.
Μια φορά που κάθονταν στην άκρη της τρύπας και περίμεναν τη μάνα τους να γυρίση από το κυνήγι, πέρασε το γεράκι από ψηλά και δεν τα είδε. Μάτι γερακιού έχει γελαστή! Τόσο πονηρό είναι το χρώμα της αλεπούς και των παιδιών της.
Ως πότε τάχα θα γίνεται αυτό; Ως πότε η αλεπού θα ξεφεύγη; Ποιός ξέρει! Κάποτε θα έρθη η ώρα της.
Γελιούνται οι κυνηγοί με το χρώμα της, μα η μύτη του σκύλου δε χωρατεύει! Αυτή δεν μπορεί να τη γελάση κανένας. Όλα αυτά τα ξέρει η κυρά μας η αλεπού. Μα έλα που είναι νόστιμο φαγητό η κότα!
Τι κότες ήταν εκείνες οι δυο προχτεσινές!…
«Εμπρός, παιδιά, ξεκινούμε» είπε κατά τα μεσάνυχτα. «Και φρόνιμα στο δρόμο. Όπου πηγαίνω, θα πηγαίνετε. Πίσω από την ουρά μου θα περπατάτε όλα μαζί. Δε θα βγάλετε ούτε κιχ. Και να κοιτάζετε καλά το δρόμο για να τον μάθετε».
Με μεγάλη προσοχή και προφύλαξη περπατούσαν αρκετή ώρα. Πήγαιναν μέσα από χαμόκλαδα κι έκαναν μεγάλους γύρους. Οι άνθρωποι έχουν τους δρόμους των˙ κι η αλεπού έχει το δικό της.

Έτσι έφτασαν στις καλύβες των παιδιών. Τίποτ’ άλλο δεν κοίταξαν στην πολιτεία, ούτε φώτα ούτε δρόμους ούτε καταστήματα, μόνο πήγαν ίσα στο κοτέτσι.
Πάλι το βρήκαν ανοιχτό. Τα παιδιά δεν είχαν μετρήσει προχτές τις κότες για να δουν πως τους έλειψαν δύο.
Και πάλι απόψε θα λείψουν άλλες δύο.
«Ανοίξτε τα μάτια σας, να δήτε τι θα κάμω»˙ είπε η αλεπού στα μικρά.
Χίμηξε σε μια κότα και της έβαλε τα δόντια στο λαιμό. Έπειτα γρήγορα έπιασε μια άλλη. Άρπαξε τη μια κι έφυγε˙ ξαναήρθε και ξαναπήρε και την άλλη.
Το κοτέτσι αναστατώθηκε, μα ήταν αργά. Οι καημένες οι κότες κοιμόνταν βαθιά. Τί όνειρο να έβλεπαν;
Δυστυχισμένη κότα που είχες την κίτρινη τραχηλιά, σα χωριάτικο μαντίλι!
Καημένε κόκορα με το μεγάλο λειρί από το Μικρό Χωριό!

Απάνω σ’ ένα πεσμένο κορμό δέντρου, ξεκουράζεται η αλεπού από το κυνήγι, και λέει στα μικρά της:
«Η καλύτερη κοινότητα είναι κείνη που δεν έχει σκύλο».
Οι νοικοκυραίοι παίρνουν είδηση.
«Λείπουν τέσσερες!» είπε την άλλη μέρα ο Γιώργος, που τον είχαν βάλει να φροντίζη για τις κότες. Εκεί που έβοσκαν ανάμεσα στα δέντρα τις μέτρησε και βγήκαν μόνο εφτά. Τί έγιναν οι άλλες; Πήγε πάρα κάτω, έψαξε ανάμεσα στα χαμόκλαδα κι έρριξε λίγες πέτρες. Μα καμιά δε φάνηκε.
«Για έλα δω, Γιώργο», φώναξε ο Δήμος που στέκονταν μπροστά στο μικρό κοτέτσι. «Κοίταξε».
Ο Γιώργος είδε κάτω στο χώμα λίγα φτερά, και τα ξύλα που κούρνιαζαν οι κότες σκορπισμένα.
Όταν άκουσαν τ’ άλλα παιδιά εκεί κοντά πως χάθηκαν κότες, έτρεξαν κοντά στο Δήμο και στο Γιώργο. Είδαν το κοτέτσι, κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλο κι έκαμαν όλοι την ίδια σκέψη: «μας την έφτιασε η αλεπού».
Μα ποιός έφταιγε; Τώρα κατάλαβαν το λάθος τους.
Σ’ ένα δάσος που ζούνε μέσα αλεπούδες και κουνάβια, άφησαν τις κότες να κουρνιάζουν μέσα σε κοτέτσι ανοιχτό.
«Να φιάσωμε σήμερα ένα άλλο!» είπαν τώρα. «Ένα με ξύλα και με γερή πόρτα».
-«Δε φτάνει αυτό, παιδιά» λέει ο Αντρέας. «Ήρθαμε στην ερημιά να καθίσωμε χωρίς σκύλο. Τώρα που την πάθαμε, καταλαβαίνομε πόσο μας χρειάζεται αυτός ο σύντροφος.»
«Να βρούμε ένα!» φώναξαν τα παιδιά, κι έγιναν έξαφνα χαρούμενα. Συλλογίστηκαν ένα σκύλο που να παίζη μαζί τους, που θα ξαγρυπνά και θα είναι φύλακας. Άρχισαν στη στιγμή να του βγάζουν όνομα, να τον λένε Πιστό, Σκοπό, Φλοξ, σα να ήταν μπροστά τους.
«Αν τον είχαμε χτες, έλεγαν, θα γλύτωναν οι τρεις κότες κι ο καημένος ο χωριάτικος κόκορας».
Μα ενώ έλεγαν αυτά πρόβαλε απ’ τους θάμνους ο άλλος κόκορας, εκείνος που είχαν φέρει μαζί τους.
Φαινόταν σα να έλεγε: «Έχετε κόκορα! Δε μα βλέπετε;» Και καμάρωνε όσο κανένας άλλος. Όλος ο Χλωρός, ολόκληρος ο κόσμος του φαινόταν δικός του.
«Να, να!» λέει ο Χρήστος. «Να ο δικός μας. Τη γλύτωσε».
Ο κόκορας στάθηκε λίγο με το κεφάλι ψηλά και έκαμε ένα σιγαλό «κο, κο, κο». Για τον εαυτό του βέβαια θα μιλούσε.
Ο Χρήστος κι ο Δήμος τότε άρχισαν να λένε το «τραγούδι του κόκορα με το γεράκι», που κι ο ίδιος στάθηκε και τ’ άκουγε, σα να ήταν γι’ αυτόν.
Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί,
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί,
και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.

Άμα βρη κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε δύση
και σ’ ανατολή.

Τη στιγμή που σουλατσάρει
με το βήμα αργό
«δεν ξανάειδα, λεν οι κότες,
τέτοιο στρατηγό»…
Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:
«μωρέ τ’ είμαι γώ»!

Ξάφνω βλέπει ένα γεράκι….
Αχ! την ώρα αυτή
το βαρύ περπάτημά του
έχει μπερδευτή,
κι αστραπή μες το κοτέτσι
τρέχει να κρυφτή.
Οι Ζαβοπαναγήδες.
Όταν τελείωσαν τους δρόμους τα παιδιά, πήραν τα εργαλεία και κατέβηκαν στο Μικρό Χωριό για να τα δώσουν πίσω.
Φτάνοντας στην πλατεία είδαν το Ζαβοπαναγή. Είχε πάρει με τη γνώμη του άλλους τέσσερες χωριανούς. Φώναζαν κι αυτοί στον προεστό, πως το δρόμο δεν πρέπει να τον διορθώσουν οι κάτω χωριανοί, μα οι χωριανοί της απάνω συνοικίας.
Όλο «πρώτο μεν» έλεγαν.
«Πρώτο μεν ο νόμος το λέει αλλιώς».
-«Πρώτο μεν (πάλι πρώτο μεν!) αν περάση ο δρόμος λίγο πάρα πάνω μας παίρνει τρεις πιθαμές κτήμα».
-«Τρεις πιθαμές πέτρα» είπε ο προεστός.
-«Πέτρα ξεπέτρα είναι κτήμα μας».
-«Τότε ας μη σας πάρη την πέτρα, ας περάση απέξω».
-«Να περάση απέξω; Καλά» έλεγε ο Ζαβοπαναγής. «Μα έλα δω: Πρώτο μεν…. ο νόμος, τί λέει ο νόμος;».
Κι αυτός δεν ήξερε τι λέει. Ωστόσο έβγαλε από τον κόρφο του μια φυλλάδα. Κι επειδή δεν ήξερε να τη διαβάση, την κοπάνιζε μέσα στις δυο παλάμες του. Φώναζε πως αυτός εννοεί να πάη με το νόμο.
Ζαβοπαναγής ήταν με τ’ όνομα. Για το πείσμα του μπορούσε να χαλάση το χωριό. Όλα τα κοινοτικά έργα τα κυνήγησε. Και όμως άμα τον λένε Ζαβοπαναγή θυμώνει και σηκώνει τη μαγκούρα του.
Στο τέλος πήρε τους τέσσερες χωριανούς με το μέρος του. Από ένας έγιναν πέντε Ζαβοπαναγήδες.

Όταν τους είδαν πέντε οι άλλοι χωριάτες εκείνο το πρωί, θύμωσαν κι αυτοί.
«Να πάτε στο καλό, είπαν, Ζαβοπαναγήδες! Δε σας χρειαζόμαστε, θα τον φτιάσωμε εμείς το δρόμο. Περισσότερη είναι η γκρίνια σας απ’ το καλό σας».
Ξεκίνησαν εφτά οχτώ με τα εργαλεία και πήγαν στο χαλασμένο δρόμο. Μα ήταν αργά. Τα παιδιά τον είχαν διορθώσει μια μέρα πριν. Μήπως δεν ήταν και δική τους ωφέλεια να το κάμουν; Κι αυτά περνούσαν από κει.
Η γριά Χάρμαινα.
Ενώ ανέβαιναν για το Χλωρό, απάντησαν μια γριά φορτωμένη ένα δεμάτι κλαδιά.
Ήταν η βάβω η Χάρμαινα, η πιο γριά που υπάρχει στο Μικρό Χωριό. Λένε πως είναι ενενήντα χρονών, μα η ίδια δε θυμάται πόσο είναι. Κι όμως δεν μπορεί, λέει, να ζήση χωρίς δουλειά.
Θα δουλεύη ώσπου να την πάρη ο Θεός.
«Καλημέρα, κυρούλα», της φώναξαν.
-«Η ώρα η καλή, αγγόνια μου» απάντησε.
-«Είσαι καλά, κυρούλα;»
-«Τι καλά να είμαι γω, παιδιά μου! Μόνο δόξα νάχη ο Θεός. Αχ, ας ξαποστάσω λίγο.

Απόθεσε το μικρό της φόρτωμα στο πεζούλι κι αναστέναξε η κυρούλα η καημένη˙ αναστέναξε από τον κόπο κι από τα χρόνια.
Είχε βαρεθή να ζη. Έτσι λέει. Κι όμως αν ερχόταν ένας να της πάρη και τη ζωή και το φόρτωμα, δε θάδινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Όσο κανείς στέκει στα πόδια του, είναι πάντα η ζωή καλή.

Από τη ζώνη της γριάς κρεμόταν ένα μικρό μπουκαλάκι, που είχε μέσα λάδι.
«Κι από πού έρχεσαι, κυρούλα;».
-«Η χάρη της! Πήγα κι άναψα το καντήλι της Άγια Ζώνη, στο ρημοκλήσι».
-«Πού είναι αυτό;».
-«Εδώ που ανεβαίνομε. Είναι γκρεμισμένο. Και ξέρεις τι παλιό; Ήμουνα σαν εσάς μικρή, και κείνο είχε γκρεμιστή. Μα γω πάω κι ανάβω το καντήλι της χάρης της δυο φορές τη βδομάδα.
«Ξέρεις πόσον καιρό βάνω λάδι σ’ αυτό το καντήλι; Τριάντα χρόνια τώρα. Έχω βλέπεις δυο ρίζες ελιές˙ ναίσκε. Κι η Άγια Ζώνη, παιδί μου, τους δίνει πάντα καρπό˙ για τα λάχανά μου και για το καντήλι.
»Και δεν κάνει, βλέπεις, να μείνη κείνο το καντήλι δίχως λάδι. Γιατί αυτό το ρημοκλήσι είναι παλιό˙ από παππού και προσπάππου. Κι όσο το καντήλι του είναι αναμμένο, φοβάται να βγη ο ξορκισμένος».

-«Και ποιός είναι αυτός ο ξορκισμένος;»
-«Η ώρα η κακή του, το ξόρκι να τον πιάση! Αράπης είναι, μακριά από δω˙ στον Αραπόβραχο κάθεται. Ναίσκε».
-«Και πώς είναι; Είναι μαύρος;».
-«Μαύρος, κατάμαυρος, ένας τόσος αράπης! Εγώ τον είδα».
-«Τον είδες λέει;» ρώτησαν όλοι μαζί, κι έσκυψαν ν’ ακούσουν καλύτερα.
-«Αμ δεν τον είδα! Ξέρεις πόσα χρόνια είναι από τότε; Ήμουνα μικρή σαν και την αφεντιά σας. Ήταν ακόμα τότε οι Τούρκοι. Και καθώς βράδιαζε, κοιτάζομε, τι να δούμε. Απάνω στο βράχο στην κορυφή καθόταν και κοίταζε! Ναίσκε».
-«Πώ, πώ!» έκαμε ο Σπύρος «και πού είναι αυτός ο βράχος, κυρούλα;».

-«Είναι μακριά από δω, σ’ άλλο βουνό˙ πίσω τον ήλιο!».
-«Για πες μας, κυρούλα, λέει ο Κωστάκης, ανάβει καμιά φωτιά τη νύχτα;».
-«Ανάβει και φωτιά πολλές φορές».
-«Ακούς, Μαθιέ!» λέει ο Κωστάκης.
-«Ναίσκε, σ’ αυτή τη φωτιά ο ξορκισμένος καίει τα δαχτυλίδια και τα σκουλαρίκια και τα χρυσά μαλλιά των νυφάδων που άρπαξε. Γιατί βγαίνει κι αρπάζει νυφάδες καθώς περνάει ο γάμος. Φαίνονται δα στην ανηφοριά τα πετρωμένα τους συμπεθερικά. Μόνο ας πούμε το Κύρι’ ελέησον τρεις φορές: Κύρι’ ελέησον! Κύρι’ ελέησον! Κύρι’ ελέησον!
»Βοηθήστε με, παιδιά μου, να φορτωθώ, γιατί νύχτωσα. Αχ!».
Τη βοήθησαν να φορτωθή το δεμάτι τα ξύλα και τράβηξε σιγά τον κατήφορο.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου “Τα ψηλά βουνά”. Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.