ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΟΜΙΛΙΑ Α’
Νεοελληνική απόδοσις
Έπρεπε βέβαια εμείς να μη έχωμεν ανάγκην από την βοήθειαν των γραμμάτων αλλά να παρουσιάζωμεν τόσον καθαρόν βίον, ώστε η χάρις του Πνεύματος να λαμβάνη την θέσιν βιβλίων, δια τας ψυχάς μας, και όπως αυτά έχουν γραφή με μελάνην, έτσι και αι καρδίαι μας να έχουν γραφή με το Πνεύμα. Αφού όμως απεκρούσαμεν την χάριν αυτήν, ας αποδεχθούμεν τουλάχιστον το «δεύτερον ταξίδι».1 Ότι το πρώτον ήτο καλύτερον, μας το εφανέρωσεν ο Θεός και με όσα είπε και με όσα έκαμε. Διότι και με τον Νώε και τον Αβραάμ και τους απογόνους εκείνου και με τον Ιώβ, και με τον Μωϋσή ακόμη, δεν επικοινωνούσε με γράμματα άλλ’ ο ίδιος αυτοπροσώπως, επειδή εύρισκε τον νουν των καθαρόν. Όταν όμως όλος ο Ιουδαϊκός λαός έπεσεν εις τον πυθμένα κυριολεκτικά της κακίας, τότε πλέον χρησιμοποιούνται τα γράμματα και αι πλάκες και η υπενθύμισις που αυτά παρέχουν.
Τούτο όχι μόνον εις τους αγίους της Παλαιάς αλλά το βλέπει κανείς να γίνεται και εις τους αγίους της Καινής. Ακόμη και εις τους αποστόλους δεν έδωσε τίποτε γραπτόν ο Θεός αλλά υπεσχέθη ότι θα δώση εις αυτούς την χάριν του Πνεύματος και όχι γραπτά. Λέγει˙ «Εκείνος γαρ αναμνήσει υμάς ταύτα».2 Και δια να εννοήσης ότι τούτο ήτο πολύ καλύτερον, άκουσε τι λέγει δια του στόματος του προφήτου. «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας γράψω αυτούς, και έσονται πάντες διδακταί Θεού».3 Και ο Παύλος θέλων να δείξη αυτήν την υπεροχήν έλεγεν ότι «ελάβαμεν νόμους όχι εις λιθίνας πλάκας αλλά εις τας σαρκίνας πλάκας της καρδίας».4
Επειδή όμως με το πέρασμα του καιρού οι νόμοι έσβησαν άλλοι εξ αιτίας αλλαγής πεποιθήσεων, άλλοι λόγω τρόπου ζωής, εχρειάσθη πάλιν η υπόμνησις με γράμματα. Στοχάσου λοιπόν πόσον μέγα κακόν είναι εμείς που ωφείλαμεν να ζούμεν βίον καθαρόν, ώστε να μην έχωμεν καμμίαν ανάγκην γραμμάτων αλλά να προσφέρωμεν εις το πνεύμα αντί βιβλίων τας καρδίας μας, εμείς οι ίδιοι, αφού εχάσαμεν εκείνην την τιμήν και ήλθαμεν εις την ανάγκην των γραμμάτων, να μη χρησιμοποιούμεν ορθώς ούτε αυτό το δεύτερον φάρμακον.
Διότι αν ήτο κατηγορία το να χρειασθούμεν τα γράμματα και να μη σύρωμεν εις ημάς την χάριν του Πνεύματος, σκέψου πόσον μεγάλη κατηγορία είναι να μη θέλωμεν να επωφεληθούμεν μήτε από την βοήθειαν αυτήν, αλλά να περιφρονούμεν τα γράμματα, σαν να έχουν δοθή χωρίς λόγον και σκοπόν και να επισύρωμεν την τιμωρίαν μεγαλυτέραν. Δια να μη γίνη τούτο ας προσέχωμεν με ακρίβειαν εις τας γραφάς και ας διδαχθουμεν πως εδόθη ο παλαιός νόμος και πώς η Καινή Διαθήκη.
Πώς λοιπόν εδόθη τότε ο νόμος εκείνος και πότε και πού; Έπειτα από την καταστροφήν των Αιγυπτίων εις την έρημον, επάνω εις το όρος Σινά, ενώ ανυψώνετο από το όρος καπνός και πυρ, ηχουσεν η σάλπιγγα, εξεσπούσαν βρονταί και αστραπαί και ο Μωυσής εισήρχετο εις αυτόν τον γνόφον.5 Δεν συνέβη έτσι εις την Καινήν Διαθήκην. Μήτε εις την έρημον εδόθη, μήτε εις το όρος ούτε με καπνόν και σκότος και αχλύν και θύελλαν. Αλλά μέσα εις το σπίτι ενώ ήρχιζε η ημέρα και ήσαν όλοι καθισμένοι μαζί, συνέβησαν τα πάντα με πολλήν ημερότητα.
Δι’ όσους έχουν ακαλλιέργητον λογικήν και είναι δυσάγωγοι εχρειάζετο κάποια ικανοποίησις των αισθήσεων με την έρημον, το όρος, τον καπνόν, τον ήχον της σάλπιγγος και τα άλλα όμοια. Ενώ δια τους προχωρημένους και πειθηνίους, αν έχουν υπερνικήσει την δύναμιν του σώματος, δεν υπάρχει χρεία κανενός από αυτά. Εάν τώρα και εις την συγκέντρωσιν αυτήν ηκούσθη ήχος, τούτο δεν έγινε δια τους αποστόλους αλλά δια τους παρισταμένους Ιουδαίους, χάριν των οποίων εφάνησαν και αι γλώσσαι του πυρός. Αν και έπειτα από αυτό έλεγαν ότι «Γλεύκους μεμεστωμένοι εισί»,6 θα έλεγαν περισσότερα, αν δεν έβλεπαν τίποτε από αυτά.
Και εις μεν την Παλαιάν Διαθήκην όταν ανέβη ο Μωυσής, κατέβη ο Θεός. Εδώ όμως, αφού η ιδική μας φύσις ανυψώθη εις τον ουρανόν ή μάλλον εις τον θρόνον του βασιλέως, τότε κατέρχεται το Πνεύμα. Και αν το Πνεύμα ήτο ολιγώτερον, δεν θα ήσαν όσα συνέβησαν μεγαλύτερα και πλέον θαυμαστά. Διότι αι νεώτεραι πλάκες είναι πολύ ανώτεραι και λαμπρότερα τα έργα. Δεν κατέβαιναν οι απόστολοι από το όρος έχοντες εις τα χέρια των στήλας από λίθον, όπως ο Μωυσής. Είχαν εις τον νουν των το Πνεύμα και ξεχειλίζοντες από κάποιον θησαυρόν και από κάποιαν πηγήν διδαχής και χαρισμάτων και όλων των αγαθών περιήρχοντο όλα τα μέρη, και ήσαν οι ίδιοι με την δύναμιν της χάριτος βιβλία ζωντανά και νόμοι έμψυχοι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον εκέρδισαν τας τρεις και τας πέντε χιλιάδας και τα πλήθη της γης, επειδή ήτο ο Θεός που ωμιλούσεν εις όλους τους προσερχομένους με το στόμα εκείνων.7 Αφού και ο Ματθαίος ακόμη, γεμάτος από το Πνεύμα, έγραψεν όσα έγραψεν˙ ο Ματθαίος ο τελώνης. Δεν εντρέπομαι που τον αποκαλώ από το επάγγελμά του, ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. Διότι αυτά αποδεικνύουν καλύτερα και την χάριν του Πνεύματος αλλά και την αρετήν εκείνων.
Δικαιολογημένα την συγγραφήν του αυτήν την εκάλεσεν ευαγγέλιον. Ήλθε και εκήρυττεν εις όλους την κατάργησιν της κολάσεως, την διάλυσιν των αμαρτιών, την δικαιοσύνην, τον αγιασμόν, την απολύτρωσιν, την υιοθεσίαν, την κληρονομίαν των ουρανών, την συγγένειαν προς τον Υιόν του Θεού, εις τους εχθρούς, τους αγνώμονας, εις αυτούς που κάθηνται εις το σκότος. Τι ημπορεί να εξισωθή με τα ευαγγέλια αυτά; Θεός επάνω εις την γην, άνθρωπος εις τον ουρανόν. Και όλα έχουν αναμιχθή, οι άγγελοι εχόρευαν μαζί με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι εσυντρόφευαν τους αγγέλους και τας άλλας δυνάμεις του ουρανού.
Και ήτο δυνατόν να ιδής ειρηνευμένον τον πολυχρόνιον πόλεμον, την συμφιλίωσιν του Θεού με ημάς τους ανθρώπους, εξηυτελισμένον τον διάβολον, τους δαίμονας να δραπετεύουν, τον θάνατον να έχη καταργηθή, τον παράδεισον να ανοίγεται, την κατάραν να εξαφανίζεται, την αμαρτίαν εξωρισμένην, την πλάνην να έχη εκδιωχθή, την αλήθειαν να έχη επανέλθει, τον λόγον της ευσεβείας να σπείρεται παντού και να κυματίζη, την πολιτείαν του ουρανού να φυτεύεται εις την γην, να ομιλούν με ελευθερίαν αι δυνάμεις εκείναι με ημάς, να επισκέπτωνται συνεχώς οι άγγελοι την γην και να υπάρχη πολλή ελπίδα για την μέλλουσαν ζωήν.
Δια τούτο εκάλεσε την ιεράν αυτήν ιστορίαν Ευαγγέλιον. Διότι όλα τα άλλα είναι λέξεις μόνον κεναί από πραγματικόν περιεχόμενον, ήτοι ο πλούτος των υλικών αγαθών, το μέγεθος της εξουσίας, τα αξιώματα, αι δόξαι και αι τιμαί και όλα όσα θεωρούνται αγαθά από τους ανθρώπους. Τα κηρύγματα όμως των αλιέων θα ημπορούσαν αληθινά και κυριολεκτικά να αποκληθούν ευαγγέλια. Όχι μόνον επειδή είναι σταθερά και ακλόνητα αγαθά και ανώτερα από την ιδικήν μας αξίαν αλλά και διότι μας εδόθησαν με όλην την ευκολίαν. Διότι ούτε εκοπιάσαμεν ούτε ιδρώσαμεν, δεν εκουρασθήκαμεν και δεν εταλαιπωρήθημεν αλλά μόνον επειδή ηγαπήθημεν από τον Θεόν, ελάβαμεν αυτά που ελάβαμεν.
Και διατί τάχα ενώ ήσαν τόσον πολλοί οι μαθηταί, γράφουν μόνον δύο από τους αποστόλους και δύο από τους ακολούθους των; Διότι ο ένας ήτο μαθητής του Παύλου και ο άλλος του Πέτρου και μαζί με τον Ιωάννην και τον Ματθαίον έγραψαν τα Ευαγγέλια. Επειδή τίποτε δεν έκαναν δια να δοξασθούν αλλά δια να εξυπηρετήσουν μίαν ανάγκην.
Και λοιπόν δεν έφθανεν ένας ευαγγελιστής να τα εξιστορήση όλα; Βεβαίως έφθανεν. Αν όμως πάλιν αυτοί που γράφουν είναι τέσσαρες ενώ δεν γράφουν κατά τον ίδιον χρόνον, ούτε εις τους αυτούς τόπους ούτε έπειτα από συνάντησιν και συνομιλίαν, εν τούτοις ομιλούν δι’ όλα σαν από ένα στόμα, γίνεται τότε αυτό η μεγίστη απόδειξις της αληθείας.
Ναι, αλλά συνέβη το αντίθετον, παρατηρεί˙ εις πολλά σημεία συλλαμβάνονται να διαφωνούν.
Ακριβώς αυτό είναι η μεγαλυτέρα απόδειξις της αληθείας. Αν δηλαδή είχαν συμφωνήσει δι’ όλα με την μεγαλυτέραν ακρίβειαν και δια τον χρόνον και δια τον τόπον και δια τας λέξεις τας ιδίας, κανείς από τους εχθρούς δεν θα επίστευεν ότι χωρίς συνάντησιν και συμφωνίαν ανθρωπίνην έγραψαν όσα έγραψαν˙ δεν είναι δείγμα ειλικρινείας τόσον μεγάλη συμφωνία. Τώρα όμως και η φαινομενική εις τας λεπτομερείας διαφωνία τους απαλλάσσει από κάθε υποψίαν και υπεραμύνεται θαυμάσια του τρόπου των συγγραφέων. Εάν ωμίλησαν διαφορετικά δια τον χρόνον και τον τόπον, τούτο δεν ζημιώνει καθόλου την αλήθειαν των λόγων των.
Αλλά και αυτά όμως, καθόσον μας παραχωρήσει ο Θεός, θα προσπαθήσωμεν προχωρούντες να τα διαλευκάνωμεν και έχομεν την αξίωσιν μαζί με τα λεχθέντα να προσέξετε και εκείνο˙ ότι εις τα κεφαλαιώδη, που συγκρατούν την ζωήν μας και συνθέτουν το κήρυγμα, πουθενά δεν ευρίσκεται κανένας από αυτούς να διαφωνή.
Ποία είναι αυτά; Ότι ο Θεός λόγου χάριν έγινεν άνθρωπος, ότι έκαμε θαύματα, ότι εσταυρώθη, ετάφη, ανέστη, ανελήφθη, ότι πρόκειται να κρίνη, ότι έδωκε σωστικάς εντολάς, ότι δεν εισήγαγε νόμον αντίθετον προς την Παλαιάν Διαθήκην, ότι είναι Υιός, Μονογενής, γνήσιος, ότι είναι της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα και όσα όμοια. Εις αυτά θα εύρωμεν ότι συμφωνούν απολύτως. Ενώ ως προς τα θαύματα, αν δεν τα ανέφεραν όλοι όλα, αλλά ο ένας αυτά και ο άλλος εκείνα, τούτο ας μη σε ανησυχή. Αν τα ανέφερεν ένας όλα, οι άλλοι ήσαν περιττοί˙ αν πάλιν τα ανέφεραν όλοι διαφορετικά από τους άλλους και μόνον αυτοί, δεν θα υπήρχεν απόδειξις της συμφωνίας. Δια τούτον τον λόγον και από κοινού ωμίλησαν δια πολλά και καθένας από αυτούς επήρε και μας διηγείται κάτι το ιδιαίτερον. Έτσι ούτε περιττός θα φανή και ότι συμμετέχει εις την εξιστόρησιν χωρίς λόγον αλλά και κριτήριον ακριβές θα προσφέρη δια την αλήθειαν των λεγομένων. …
Πρωτότυπον κείμενον.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΟΜΙΛΙΑ Α’
Έδει μεν ημάς μηδέ δείσθαι της από των γραμμάτων βοηθείας, άλλ’ ούτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ως του Πνεύματος την χάριν αντί βιβλίων γίνεσθαι ταις ημετέραις ψυχαίς, και καθάπερ ταύτα δια μέλανος, ούτω τας καρδίας τας ημετέρας δια Πνεύματος εγγεγράφθαι. Επειδή δε ταύτην διεκρουσάμεθα την χάριν, φέρε καν τον δεύτερον ασπασώμεθα πλουν. Επεί ότι το πρότερον άμεινον ήν, και δι’ ων ειπέ, και δι’ ων εποίησεν, εδήλωσεν ο Θεός.
Και γαρ τω Νώε και τω Αβραάμ και τοις εγγόνοις τοις εκείνου, και τω Ιώβ και τω Μωϋσεί δε, ου δια γραμμάτων διελέγετο, άλλ’ αυτός δι’ εαυτού, καθαράν ευρίσκων αυτών την διάνοιαν. Επειδή δε εις αυτόν της κακίας ενέπεσε τον πυθμένα άπας των Εβραίων ο δήμος, τότε λοιπόν γράμματα και πλάκες και η δια τούτων υπόμνησις. Και τούτο ουκ επί των εν τη Παλαιά αγίων, αλλά και επί των εν τη Καινή συμβάν ίδοι τις αν. Ουδέ γαρ τοις αποστόλοις έδωκέ τι γραπτόν ο Θεός, άλλ’ αντί γραμμάτων την του Πνεύματος επηγγείλατο δώσειν χάριν. «Εκείνος γαρ υμάς αναμνήσει», φησί, «πάντα». Και ίνα μάθης ότι τούτο πολύ άμεινον ήν, άκουσον δια του προφήτου τι φησί. «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας γράψω αυτούς, και έσονται πάντες διδακτοί Θεού».
Και ο Παύλος δε ταύτην ενδεικνύμενος την υπεροχήν, έλεγεν ειληφέναι νόμον, «ουκ εν πλαξί λιθίναις, άλλ’ εν πλαξί καρδίας σαρκίναις». Επειδή δε του χρόνου προϊόντος εξώκειλαν, οι μεν δογμάτων ένεκεν, οι δε βίου και τρόπων, εδέησε πάλιν της από των γραμμάτων υπομνήσεως. Εννόησον ουν ηλίκον εστί κακόν, τους ούτως οφείλοντας ζην καθαρώς, ως μηδέ δείσθαι γραμμάτων, άλλ’ αντί βιβλίων παρέχειν τας καρδίας τω Πνεύματι, επειδή την τιμήν απωλέσαμεν εκείνην, και κατέστημεν εις την τούτων χρείαν, μηδέ τω δευτέρω πάλιν κεχρήσθαι φαρμάκω εις δέον. Ει γαρ έγκλημα το γραμμάτων δεηθήναι, και μη την του Πνεύματος επισπάσασθαι χάριν, σκόπησον ηλίκη κατηγορία, το μηδέ μετά την βοήθειαν ταύτην εθέλειν κερδαίνειν, άλλ’ ως εική και μάτην κείμενα τα γράμματα περιοράν, και μείζονα επισπάσθαι την κόλασιν. Όπερ ίνα μη γένηται, προσέχωμεν μετά ακριβείας τοις γεγραμμένοις και μάθωμεν πως μεν ο παλαιός εδόθη νόμος, πώς δε η Καινή Διαθήκη.
Πώς ουν ο νόμος εκείνος εδόθη τότε και πότε και πού; Μετά τον των Αιγυπτίων όλεθρον, επί της ερήμου, εν τω όρει Σινά, καπνού και πυρός ανιόντος από του όρους, σάλπιγγος ηχούσης, βροντών και αστραπών γινομένων, του Μωϋσέως εις αυτόν εισιόντος τον γνόφον. Εν τη Καινή δε ουχ ούτως˙ ούτε εν ερήμω ούτε εν όρει ούτε μετά καπνού και σκότους και γνόφου και θυέλλης˙ άλλ’ αρχομένης ημέρας, εν οικία πάντων συγκαθημένων, μετά πολλής της ημερότητος πάντα εγίνετο. Τοις μεν γαρ αλογωτέροις και δυσηνίοις σωματικής έσδει φαντασίας, οίον ερημίας, όρους, καπνού, σάλπιγγος ηχής και των άλλων των τοιούτων˙ τοις δε υψηλοτέροις και καταπειθέσι και την των σωμάτων έννοιαν υπεραναβεβηκόσιν ουδενός ήν τούτων χρεία. Ει δε και επ’ αυτών ήχος εγένετο, ού δια τους αποστόλους, αλλά δια τους παρόντας Ιουδαίους, δι’ ους και αι του πυρός ώφθησαν γλώσσαι. Ει γαρ και μετά τούτο έλεγον, ότι «Γλεύκους μεμεστωμένοι εισί», πολλώ μάλλον, ει μηδέν τούτων είδον, ταύτα αν είπον.
Και επί μεν της Παλαιάς, Μωυσέως αναβάντος, ούτως ο Θεός κατέβη˙ ενταύθα δε της φύσεως της ημετέρας εις τον ουρανόν, μάλλον δε εις τον θρόνον τον βασιλικόν ανανεχθείσης, ούτω το Πνεύμα κάτεισιν. Ει δε το Πνεύμα έλαττον, ουκ αν μείζονα ην τα γενόμενα και θαυμαστότερα. Και γαρ αι πλάκες αύται πολλώ βελτίους και τα κατορθώματα λαμπρότερα. Ου γαρ εξ όρους κατήεσαν στήλας φέροντες λιθίνας επί των χειρών οι απόστολοι, καθάπερ Μωϋσής˙ αλλά το Πνεύμα εν τη διανοία περιφέροντες, και θησαυρόν τινά και πηγήν δογμάτων και χαρισμάτων και πάντων των αγαθών αναβλύζοντες, ούτω πανταχού περιήεσαν, βιβλία και νόμοι γινόμενοι δια της χάριτος έμψυχοι. Ούτω τους τρισχιλίους, ούτω τους πεντακισχιλίους, ούτω τους της οικουμένης επεσπάσαντο δήμους, του Θεού δια της εκείνων γλώττης τοις προσιούσιν άπασι διαλεγομένου.
Αφ’ ου και ο Ματθαίος του Πνεύματος εμπλησθείς έγραψεν άπερ έγραψε˙ Ματθαίος ο τελώνης˙ ου γαρ αισχύνομαι καλών αυτόν από της τέχνης, ούτε τούτον, ούτε τους άλλους. Τούτο γαρ μάλιστα δείκνυσι και την του Πνεύματος χάριν και την εκείνων αρετήν.
Ευαγγέλιον δε αυτού την πραγματείαν εικότως εκάλεσε. Και γαρ κολάσεως αναίρεσιν και αμαρτημάτων λύσιν και δικαιοσύνην και αγιασμόν και απολύτρωσιν και υιοθεσίαν και κληρονομίαν των ουρανών και συγγένειαν προς τον Υιόν του Θεού πάσιν ήλθεν απαγγέλλων, τοις εχθροίς, τοις αγνώμοσι, τοις εν σκότω καθημένοις. Τί ποτ’ ουν των ευαγγελίων τούτων ίσον γένοιτ’ αν; Θεός επί γης, άνθρωπος εν ουρανώ˙ και πάντα αναμίξ εγένετο, άγγελοι συνεχόρευον ανθρώποις, άνθρωποι τοις αγγέλοις εκοινώνουν και ταις άλλαις ταις άνω δυνάμεσι˙ και ην ιδείν τον χρόνον λυθέντα πόλεμον και καταλλαγάς Θεού προς την ημετέραν γεγενημένας φύσιν, διάβολον αισχυνόμενον, δαίμονας δραπετεύοντας, θάνατοι λελυμένον, παράδεισον ανοιγόμενον, κατάραν ηφανισμένην, αμαρτίαν εκποδών γεγενημένην, πλάνην απεληλαμένην, αλήθειαν επανελθούσαν, της ευσεβείας τον λόγον πανταχού κατασπειρόμενον και κομώντα, την των άνω πολιτείαν επί της γης πεφυτευμένην, μετά αδείας τας δυνάμεις εκείνας ομιλούσας ημίν και τη γη συνεχώς αγγέλους επιχωριάζοντας και πολλήν υπέρ των
μελλόντων την ελπίδα ούσαν.
Δια τούτο Ευαγγέλιον την ιστορίαν εκάλεσεν, ως τα γε άλλα πάντα ρήματα μόνον εστί πραγμάτων έρημα, οίον χρημάτων περιουσία, δυναστείας μέγεθος, και αρχαί και δόξαι και τιμαί και τα άλλα, όσα παρά ανθρώποις αγαθά είναι νομίζεται. Τα δε παρά των αλιέων απαγγελθέντα γνησίως τε και κυρίως ευαγγέλια αν καλοίντο˙ ουκ επειδή βέβαια και ακίνητα μόνον εστίν αγαθά και υπέρ την αξίαν την ημετέραν, άλλ’ ότι και μετ’ ευκολίας απάσης ημίν εδόθη. Ουδέ γαρ πονήσαντες και ιδρώσαντες, ου καμόντες και ταλαιπωρηθέντες, άλλ’ αγαπηθέντες παρά του Θεού μόνον, ελάβομεν άπερ ελάβομεν.
Και τι δήποτε τοσούτων όντων των μαθητών, δύο γράφουσιν εκ των αποστόλων μόνοι και δύο εκ των τούτοις ακολούθων; Ο μεν γαρ Παύλου, ο δε Πέτρου μαθητής ων, μετά Ιωάννου και Ματθαίου τα Ευαγγέλια έγραψαν. Ότι ουδέν προς φιλοτιμίαν εποίουν, αλλά πάντα προς χρείαν.
Τί ουν; Ουκ ήρκει εις ευαγγελιστής πάντα ειπείν; Ήρκει μεν˙ αλλά καν τέσσαρες ώσιν οι γράφοντες, μήτε κατά τους αυτούς καιρούς μήτε εν τοις αυτοίς τόποις μήτε συνελθόντες και διαλεχθέντες αλλήλοις, είτα ώσπερ αφ’ ενός στόματος πάντα φθέγγωνται, μεγίστη της αληθείας απόδειξις τούτο γίνεται.
Και μην τουναντίον συινέβη, φησί˙ πολλαχού γαρ διαφωνούντες ελέγχονται.
Αυτό μεν ουν τούτο μέγιστον δείγμα της αληθείας εστίν. Ει γαρ πάντα συνεφώνησαν μετά ακριβείας, και μέχρι καιρού και μέχρι τόπου και μέχρι ρημάτων αυτών, ουδείς αν επίστευσε των εχθρών ότι μη συνελθόντες από συνθήκης τινός ανθρωπίνης έγραψαν άπερ έγραψαν˙ ου γαρ είναι της απλότητος την τοσαύτην συμφωνίαν. Νυνί δε και η δοκούσα εν μικροίς είναι διαφωνία πάσης απαλλάττει αυτούς υποψίας και λαμπρώς υπέρ του τρόπου των γραψάντων απολογείται. Ει δε τι περί καιρών ή τόπων διαφόρως απήγγειλαν, τούτο ουδέν βλάπτει των ειρημένων την αλήθειαν.
Και ταύτα δε, ως αν ο Θεός παρέχη, πειρασόμεθα προϊόντες αποδείξαι, εκείνο μετά των ειρημένων αξιούντες υμάς παρατηρείν, ότι εν τοις κεφαλαίοις και συνέχουσιν ημών την ζωήν και το κήρυγμα συγκροτούσιν ουδαμού τις αυτών ουδέ μικρόν διαφωνήσας ευρίσκεται. Τίνα δε ταύτά εστίν; Οίον, ότι ο Θεός άνθρωπος εγένετο, ότι θαύματα εποίησεν, ότι εσταυρώθη, ότι ετάφη, ότι ανέστη, ότι ανήλθεν, ότι μέλλει κρίνειν, ότι έδωκε σωτηριώδεις εντολάς, ότι ουν εναντίον της Παλαιά νόμον εισήνεγκεν, ότι Υιός, ότι Μονογενής, ότι γνήσιος, ότι της αυτής ουσίας τω Πατρί και όσα τοιαύτα˙ περί γαρ ταύτα πολλήν ευρήσομεν ούσαν αυτοίς συμφωνίαν.
Ει δε εν τοις θαύμασι μη πάντες πάντα είπον, άλλ’ ο μεν ταύτα, ο δε εκείνα, τούτό σε μη θορυβείτω˙ είτε γαρ εις πάντα είπε, περισσός ην των λοιπών αριθμός˙ είτε πάντα εξηλλαγμένα και καινά προς αλλήλους έγραψαν, ουκ αν εφάνη της συμφωνίας η απόδειξις. Δια τούτο και κοινή πολλά διελέχθησαν, και έκαστος αυτών ίδιον τι λαβών είπε, ίνα μήτε περισσός είναι δόξη και προσερρίφθαι απλώς, και της αληθείας των λεγομένων ακριβή παράσχηται την βάναυσον ημίν. …