Τα Ελληνόπουλα της τουρκοκρατίας σε άλλες δραστηριότητες
Εκράτησαν άσβεστη τη φλόγα και τη δίψα της παιδείας τα ελληνόπουλα στην τουρκοκρατία, είτε ως μαθητές του «κρυφού σχολειού» και του κληρικού – δασκάλου, είτε ως μαθητές των μικρών σχολείων αρχικά και των ονομαστών σχολών των δύο τελευταίων αιώνων της δουλείας. Στη σχολή των Κυδωνιών λ.χ. οι περιηγητές εντυπωσιάζονται. Από τους τριακόσιους (300) μαθητές δεν ακούγεται – όταν γίνονται μαθήματα – ούτε ο παραμικρός θόρυβος. Και κάτι το εντυπωσιακό: δίδονταν παραστάσεις αρχαίων Ελληνικών τραγωδιών, συγκεκριμένα της «Εκάβης» και του «Φιλοκτήτη» και επί πλέον έγινε μυστικά η απαγγελία των «Περσών» του Αισχύλου, για ν’ αποφευχθούν περιπτώσεις επιπλοκής με υπαινιγμούς για τους Τούρκους.
Δημιούργησαν την παράδοση των επιτυχημένων και διακρινόμενων σπουδαστών στις χώρες του εξωτερικού, σε πόλεις με Ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως Βενετία, Πάδουα, Παρίσιοι, Μασσαλία, Βιέννη, Τεργέστη, Λειψία, Λονδίνο κ.ά. «Εξεκίνησαν γυμνόποδες και άγλωσσοι, αντιμετώπισαν λαούς ξένους… προχώρησαν στο να ανοίξουν δρόμο δι’ εαυτούς και δια τους συμπατριώτες των… Συνήγειραν το γένος έδωσαν εαυτούς παράδειγμα εις τους Ευρωπαίους ότι η Ελλάς έζη… Εμελέτησαν… εσπούδασαν, διέγραψαν την ενότητα των Ελλήνων σε όλες τις χώρες» έγραψε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης. Έφευγαν παιδιά και επέστρεφαν άνδρες, αναδεικνυόμενοι κορυφαίοι παρά τις ποικίλες αντιξοότητες λ.χ. ο Ηλίας Μηνιάτης βρέθηκε 10χρονος στο Φλαγγιανό Φροντιστήριο της Βενετίας.
Η φιλομάθεια των παιδιών κατά τον τελευταίο αιώνα της δουλείας είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτική η περίπτωση του Αναστασίου Γκάζαλη, μετέπειτα αρχιμανδρίτου Ανθίμου Γαζή. Μέλος οικογένειας με οχτώ παιδιά και ορφανός από την ηλικία των τριών χρόνων. Διάβαζε και τις νύχτες καταναλώνοντας με το λυχνάρι το λάδι της οικογένειας και προκαλώντας τις δικαιολογημένες φωνές της μητέρας του. Ωστόσο εργαζόμενος βρήκε πόρο των αδυνάτων: έγινε ο επιστολογράφος των αγραμμάτων στο χωριό του, Μηλιές του Πηλίου και με το χαρτζηλίκι που τούδιναν, προμηθεύτηκε λάδι, έστριψε φυτίλι, έκανε ένα όστρακο λυχνάρι και ήρεμα συνέχιζε να μελετά και τις νύχτες.
Αλλά και όταν εργάζονταν τα Ελληνόπουλα, όντας αγράμματα ή ολιγογράμματα και πάλι πρόσφεραν αποδείξεις της ζωτικότητας της φυλής και του πατριωτισμού των. Το 1817, διηγήθηκε, ο περιηγητής Claude Fauriel με την ομάδα των συνταξιδιωτών του έφθασε σ’ ένα αρτοποιείο. Ο υπηρέτης του αρτοποιείου, ένας νεαρός τον ερώτησε αν ξέρει γράμματα. Όταν εκείνος απάντησε καταφατικά, τον οδήγησε πιο μέσα στον κήπο και του έδωσε ένα μικρό βιβλιάριο, που το είχε κρεμασμένο με σχοινί από το λαιμό του. Ήταν τα τραγούδια του Ρήγα Φεραίου. Όταν ο ξένος άρχισε να απαγγέλει έντονα, τότε ο νέος έγινε άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπό του έκαιε, τα χείλη του έτρεμαν, από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα και οι τρίχες της κεφαλής του ήταν όρθιες! Όταν τον ερώτησε αν άκουγε αυτά για πρώτη φορά, απάντησε ότι κάθε φορά που διερχόταν κάποιος επισκέπτης, τον παρακαλούσε να του το διαβάσει και πολλές φορές τα είχε ακούσει όλα.
Τα Ελληνόπουλα στην επικράτεια του Αλή πασά.
Στην επικράτεια του Αλή πασά, του κορυφαίου τυράννου των βαλκανίων τα Ελληνόπουλα διήλθαν από το απαισιότερο καμίνι απάνθρωπης δοκιμασίας και διαβολικής διαφθοράς. Οι ταξιδιώτες και οι περιηγητές της εποχής εκείνης είναι απίστευτα αποκαλυπτικοί. Ο Imdrahim Manzow έγραψε ότι ο Αλή πασάς διατηρούσε διπλό χαρέμι, ένα με γυναίκες και ένα με αγόρια αιχμάλωτων οικογενειών. Και όταν τα παιδιά τελείωναν την εφηβεία τους και έβγαιναν από το χαρέμι του Αλή πασά, σκορπίζονταν στην επικράτειά του διορισμένα σε διάφορες υπηρεσίες και μεταβάλλονταν σε τυραννίσκους για τους άλλους υποδούλους και σε σπιούνους του Αλή.
Ο περιηγητής Holland και ο Γάλλος πρόξενος Pouquenille έγραψαν ότι οι γυιοί του Αλή πασά, που ήταν άσωτοι και έκδοτοι στην ανηθικότητα, διτηρούσαν χαρέμια αγοριών. Η αγωνία των πατέρων και ο σπαραγμός των μητρικών καρδιών για τα μικρά καλλίμορφα παιδιά τους, όταν επισημαίνονταν από τους σπιούνους και κόλακες του Αλή πασά, είναι αδύνατο να περιγραφούν. Και τα δυστυχισμένα εκείνα Ελληνόπουλα διασκέδαζαν τον Αλή , «ντυμένα θηλυπρεπέστατα και φορώντας γυναικεία ενδύματα. Χόρευαν γύρω – γύρω σειώντας και λυγώντας τα έπλαστα μέλη τους και ταρακουνώντας κεφάλι και χέρια, λες και ήταν μαινάδες σε παραφορά, διπλώνοντας το κορμί προς τα πίσω, έτσι που να σέρνονται καταγής τα μακριά μαλλιά τους».
Τον Απρίλιο του 1819 με ειδική διαταγή του Αλή αρπάχτηκαν από τα σχολεία της Θεσσαλίας και της Ηπείρου τα πιο όμορφα παιδιά των καλύτερων οικογενειών για να ατιμασθούν. Ακόμα και οι τούρκοι μιλούσαν με φρίκη γι’ αυτά. Σχετικά με την τύχη των νεανίδων, αρκεί να σημειωθεί ότι οι δύστυχοι γονείς κοριτσιών είχαν καταπέσει από την απελπισία τους σε τέτοιο σημείο αθλιότητας, που «μεγαλορρημονούσαν και παινεύονταν γιατί άρπαξε για λίγο καιρό και την κόρη τους ο Αλή πασάς!».
Για τα ελληνόπουλα στην επικράτεια του Αλή δεν υπήρχε μέτρο συγκρίσεως στη δυστυχία. Ο – Pouque ville έγραψε και τα εξής, που του έλεγε ο Αλή πασάς τον Οκτώβριο του 1808.
-Βλέπεις αυτά τα παλληκάρια; Δεν υπάρχει κανένα ανάμεσά τους που να μην του έχω σκοτώσει τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδελφό, το θείο ή τέλος πάντων κάποιο συγγενή.
-Κι όλοι αυτοί, ρώτησε ο – Pouquenille, σε υπηρετούν και περνούν τις νύχτες πλάι στο κρεβάτι σου, χωρίς να σκεφτούν την εκδίκηση για το θάνατο των δικών τους;
-Εκδίκηση; Μα αυτοί δεν έχουν άλλον από μένα στον κόσμο! Είναι τυφλοί εκτελεστές των διαταγών μου. Όσο πιο πολύ εξαχρειώνονται οι άνθρωποι, τόσο πιο πολύ μου αφοσιώνονται.
Αναφέρεται και άλλη ματαιοδοξία του Αλή πασά. Ο αγράμματος εκείνος τύραννος ήθελε να μετατρέψει το χάλκωμα σε χρυσάφι και να παρασκευάσει το νερό της αθανασίας και καλούσε αλχημιστές να εργασθούν. Μεγάλος αριθμός παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, κλείσθηκε στα δώματα του Αλή πασά, τρεφόταν με ιδιαίτερη τροφή σε ορισμένες ώρες και καθορισμένες δόσεις και με φλεβοτομίες έδιναν την αναγκαία ύλη στα πειράματα των αλχημιστών.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί και τούτο: ένας νεαρός ξέφυγε από τα νύχια του Αλή πασά, με χίλιες δυο προσπάθειες, φυγαδεύτηκε στη Ρωσία, σπούδασε στο Παρίσι και αναδείχθηκε συνιδρυτής της φιλικής εταιρείας, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Αλλά και άλλος συνιδρυτής της φιλικής εταιρείας ο Νικόλαος Σκουφάς καταγόταν από την επικράτεια του Αλή πασά. Και από την επικράτεια του Αλή πασά βγήκαν οι πολεμικότεροι αγωνιστές του «21» ο Διάκος, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης και τα Σουλιώτικα τουφέκια. Δεν είναι τυχαίο το ότι εκεί που περίσσεψε η ωμή και αναίσχυντη βία, από εκεί υπερεπερίσσεψε ο πόθος και η προσπάθεια για τον ξεσηκωμό του «21».
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.