Σύμφωνα με το φιλοσοφικό λεξικό των Μ. Ρόζενταλ και Π. Γιουντίν, φεουδαρχία είναι «οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός, η δεύτερη μορφή των ταξικών κοινωνικών σχηματισμών, που ακολούθησε την κατάργηση του δουλοκτητικού συστήματος και προηγήθηκε του καπιταλισμού… Οι φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις έχουν σαν βάση την ιδιοκτησία του φεουδάρχη – κυρίου πάνω στη γη» που αποτελούσε το κύριο μέσο της γεωργικής παραγωγής, ενώ οι εργαζόμενοι είναι απόκληροι… Αρχίζει να δημιουργείται η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου που εγκυμονεί την εμφάνιση της τάξης των καπιταλιστών και των μισθωτών εργατών. Αποτέλεσμα του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της φεουδαρχικής οικονομίας είναι ότι όλη η ζωή της φεουδαρχικής κοινωνίας διαταράσσεται από οξείς ταξικούς ανταγωνισμούς, από εξεγέρσεις των μαζών και από τις αιματηρές καταστολές τους… Το φεουδαρχικό κράτος σε γενικές γραμμές περνά από μια σειρά στάδια ανάπτυξης: από τον αρχικό πολιτικό κατακερματισμό σε τιμάρια (που ήταν μικρές επικράτειες, κρατίδια) περνά στην απόλυτη, τη δεσποτική μοναρχία» (σελ. 566-567).
Αλλά, τα ιστορικά δεδομένα στο βυζάντιο, δεν τα βλέπεις να συμφωνούν με τις παραπάνω προδιαγραφές και «οι πάπυροι μαρτυρούν περί αγροτών, οίτινες εγκαταλείπουν ελεύθερα τους αγρούς των και επιστρέφουν εις αυτούς ανενόχλητοι όποτε θέλουν» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Α’, σελ. 73 κ.ε.) και επομένως αυτοί οι αγρότες δεν ήταν απόκληροι, ούτε βρίσκονταν στη διάθεση κανενός φεουδάρχη – κυρίου. Εξάλλου οι βυζαντινοί συγγραφείς σου κάνουν λόγο για διάφορες τάξεις στον αγροτικό πληθυσμό, όπως τους ελεύθερους μικρογαιούχους, τους ελεύθερους εργάτες, τους δούλους, την εξαρτημένη εργατική δύναμη, τους κολωνούς και τους εναπογράφους. Γι’ αυτό οι Baynes – Moss αναγνωρίζουν πως «η κυβέρνηση (στο βυζάντιο) αισθανόταν ότι είχε καθήκον να προστατεύει τους αδύνατους και τους ταπεινούς. Το σύστημα της μέσης και της μικρής ιδιοκτησίας είχε επικρατήσει τον 8ον μ. Χ. αιώνα» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 109 κ.ε.). ακόμα και η εμφάνιση μεμονωμένων αρχοντικών οικογενειών στο βυζάντιο (γαιοκτημόνων) δεν αποτελεί απόδειξη φεουδαρχίας, καθόσον η κεντρική εξουσία είναι πάντοτε κυρίαρχη και ενώ φαίνεται ότι η κεντρική εξουσία υποχωρεί πάντοτε πρόθυμα στις απαιτήσεις των μεγαλογαιοκτημόνων αριστοκρατών, εν τούτοις υπάρχει ένα όριο, που σταματά η γενναιοδωρία της» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτους, τόμ. Β’, σελ. 216). Ακόμα και «η επικράτηση της μεγάλης ιδιοκτησίας δεν σημαίνει ότι η μικρή και η μεσαία ιδιοκτησία έχουν εξαφανιστεί. Εξακολουθούν να αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της καλλιεργημένης γης, χωρίς όμως να είναι δυνατός ο καθορισμός, ούτε κατά προσέγγιση της αναλογίας ανάμεσα στις δύο μορφές της εγγείου κτήσεως» (εκδ. Αθηνών, ιστορ. Του ελλην. Έθν. Τ. Ζ’, σελ. 298, άρθρο Ν. Σβορώνου).
Έπειτα έχεις να προσθέσεις ότι στη βυζαντινή αυτοκρατορία παρατηρείται η έλλειψη «ευγενείας αίματος» αφού «ουδέν ηθικόν εμπόδιον υψούτο μεταξύ της μιας και της άλλης τάξεως. Ποίος ηδύνατο να εξιχνιάση τα μυστήρια της θείας προνοίας και να αποκλείση ότι ο χθεσινός χωρικός θα ήτο ενδεχομένως ο αυτοκράτωρ της αύριον και η περιφρονουμένη σήμερον εταίρα η αυριανή δέσποινα και αυγούστα;». (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστ. Του βυζ. κράτους Α’, σελ. 75). Βέβαια δεν θα ισχυριζόσουν πως στο βυζάντιο κυριαρχούσε πνεύμα δημοκρατικής ισότητας, αφού υπήρχαν και διακρίσεις και παρατηρήθηκαν αδικίες, αλλά δίκαιον είναι να τονίσεις πως δεν υπήρχε φεουδαρχία και ότι παρά τις διάφορες ατέλειες – άλλωστε κάθε ανθρώπινη κοινωνία έχει ατέλειες – οι λίγες διακρίσεις που υπήρχαν, ήταν ήπια παραδεκτές και σεβαστές, ενώ το βυζαντινό κράτος έδινε καθημερινά αποδείξεις κοινωνικής δικαιοσύνης και καλωσύνης.
Ύστερα μην ξεχνάς ότι στο βυζάντιο υπήρχε αστική ζωή με αναμφισβήτητη πυκνότητα αστικών πληθυσμών και ανάπτυξη πολλών αστικών επαρχιακών κέντρων, ως λ.χ. Θεσσαλονίκης, Κορίνθου, Θήβας, Αθήνας, Εφέσου, Νίκαιας κ.α. Και η οργάνωση της ζωής σου αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε φεουδαρχία στο βυζάντιο και η κεντρική εξουσία περιέβαλε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθε στρώμα και κάθε τάξη του πληθυσμού. Λ. χ. στα 370 μ. Χ. ο Ουάλης «εισήγαγε τον θεσμόν του εκδίκου (=defensor plebis ή cinitatis) προς προστασίαν των κατωτέρων αστικών τάξεων από των αυθαιρεσιών των ισχυρών. Αποστολή του νέου αξιωματούχου ήτο η προστασία του λαού έναντι των υπερβασιών των υπαλλήλων, ιδία κατά τον καθορισμόν και την είσπραξιν των φόρων» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστ. Βυζ. κράτ. Τ. Α’, σελ. 178). Εκλεπτυσμένη και με πολλά ενδιαφέροντα η βυζαντινή κοινωνία σου παρουσιάζει και πάμπολλα αστικά και ειδικευμένου τεχνίτου επαγγέλματα, όπως τους εργαζομένους σε μεταλλεία και ορυχεία, στη μεταλλουργία, στη χαρακτική, στην κοσμηματοποιΐα, στην κεραμική, υαλουργία, ενδυματοποιΐα, ταπητουργία, ξυλουργική, βυρσοδεψία, αρωματοποιΐα, δηλαδή έχει όλα, όσα συναποτελούν μία αστική κοινωνία και μία αστική οικονομία. Και να υπογραμμίσεις και την ελευθερία εμπορίου στους βυζαντινούς εμπόρους, που ήταν «Πανταπώλαι». Μάλιστα για την ποιότητα ζωής να λάβεις υπόψη σου ότι στα 439 μ. Χ. ο Κύρος Πανοπολίτης εισήγαγε το νυκτερινό και εσπερινό φωτισμό της πόλης.
Μπορείς να προσθέσεις ακόμα πως το βυζαντινό κράτος εργάσθηκε εναντίον της δουλείας. Σώζονται διατάξεις που κάνουν λόγο για «απελευθέρωση δούλων εν Εκκλησία», απαγορεύουν τον χωρισμό μελών της οικογενείας δούλου, απαγορεύουν βασανισμόν δούλων και διατήρηση ιδιωτικών φυλακών και πολύ περισσότερο προστατεύουν τους ελεύθερους, όπως σου διευκρινίζει διάταξη της εποχής του αυτοκράτορος Αναστασίου: «ημίν εστίν ευχή τους εν ζυγώ δουλείας ελευθερούν˙ πώς ουν ανεξόμεθα τους εν ελευθερία όντας άγεσθαι εις δουλικήν τύχην;» (Ιωάν. Μαλάλα. 401, 9 κ.έ.).
Πάντως η Μαρξιστική ιστοριογραφία βλέπει οπωσδήποτε φεουδαρχία στο βυζάντιο, αλλά βλέπει πως υπάρχουν και επιφυλάξεις και τις αναγνωρίζει: «Άλλοι βυζαντινολόγοι παραδέχονται πως στο βυζάντιο το φεουδαλικό σύστημα δεν είχε γερές ρίζες κι ούτε ολοκληρώθηκε. Γι’ αυτό υποστηρίζουν πως η βυζαντινή οικονομία ήταν χρηματική – εμπορευματική και μάλιστα καπιταλιστική. Και η γνώμη αυτή δεν έχει ιστορικά στηρίγματα» (Lentchenko, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Σελ. 12). Ωστόσο ο Lentchenko μη βρίσκοντας πειστικότερες απόψεις για λογαριασμό της Μαρξιστικής ιστοριογραφίας, σου ομολογεί στη σελ. 16 ότι: «Η μελέτη της ιστορίας του βυζαντίου δεν ολοκληρώθηκε ακόμα από Μαρξιστική άποψη. Ολόκληρη σειρά από σοβαρά Μαρξιστικά προβλήματα περιμένει Μαρξιστές ερευνητές κι απ’ αυτή την άποψη δύσκολο και πολύ σπουδαίο πρόβλημα… να δώσουν την κοινωνικο- οικονομική ιστορία του βυζαντίου πάνω στη βάση της Μαρξιστικής – Λενινιστικής μεθοδολογίας». Και στη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (τόμ. 6ος. Σελ. 304 κ.ε.) σου γίνονται φανεροί οι δισταγμοί μαρξιστών ιστοριογράφων να θεωρήσουν απλά και ξεκάθαρα το βυζάντιο σαν Φεουδαρχία, όταν αναγνωρίζουν τα εξής: «Υπάρχουν πολλά πολυσύνθετα προβλήματα στην κοινωνικο – οικονομική ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και διαφορετικές γνώμες. Λ. χ. πρόβλημα για τον προσδιορισμό της μεταβατικής περιόδου της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τη δουλοκτητική κοινωνία στη Φεουδαρχική. Ο Σουτσίμοφ θεωρεί την περίοδο μεταξύ 4ου και 11ου αι. ως προφεουδαρχική». Δηλαδή και από κορυφαίους Μαρξιστές ιστοριογράφους δεν γίνεται παραδεκτό ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν φεουδαρχία στα επτά δέκατα της χρονικής διάρκειας του βίου της, και μόνο μετά τις Σταυροφορίες θεωρείται φεουδαρχική. Και η Σοβιετική εγκυκλοπαίδεια (τόμ. 6ος, σελ. 306) σου παρέχει και άλλη μία απόδειξη ότι δεν έχουμε φεουδαρχία στο βυζάντιο: «Η ύπαρξη μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας εξηγεί ως ένα βαθμό την έλλειψη στο βυζάντιο φεουδαρχικής ιεραρχικής δομής».
Αλλά και άλλες αποδείξεις – ενδείξεις προσφέρονται για να σου υπογραμμίσουν ότι δεν έχουμε φεουδαρχία στο βυζάντιο, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αλώσεώς του από τους Σταυροφόρους. Λ.χ. το σύστημα των συντεχνιών και των συνεταιρισμών καθώς και ο κρατικός έλεγχος και η κρατική παρέμβαση στην παραγωγή, στις τιμές εμπορευμάτων και αγαθών και σε «πολλούς τομείς της οικονομικής ζωής των πόλεων» (εκδ. Αθηνών, ιστ. Ελλην. Έθν. Τόμ. Η’, σελ. 208), που συνιστούν στην βυζαντινή αυτοκρατορία την «ύπαρξη πολιτικής κρατικοκατευθυνόμενης οικονομίας» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 140). Σχετικά με τις ταξικές συγκρούσεις, που θεωρούνται απαραίτητες σε μία φεουδαρχική κοινωνία, οι περισσότεροι ιστορικοί δεν διαβλέπουν σ’ αυτές πάλη των τάξεων. Λ.χ. «η σοβαρή ταξική» σύγκρουση του 10ου μ. Χ. αι. (Τσιμισκή – Βασιλείου Β’ και παρακοιμωμένου) δεν ήταν σύγκρουση πλούσιων και πτωχών, αλλά δύο αντίζηλων δυνάμεων, της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και της πλούσιας αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκ. Τόμ. Α’, σελ. 145). Αλλά και τα αιματηρά γεγονότα του 1346 μ. Χ. στη Θεσσαλονίκη, που από μερικούς σου παρουσιάζονται ως πάλη των τάξεων με κομμουνιστικούς στόχους «αποτελούν έν των οικτροτάτων επεισοδίων του δυναστικού πολέμου μεταξύ του Ιωάν. Καντακουζηνού και της φατρίας των Παλαιολόγων» (Κ. Krumbacher, ιστ. Της βυζ. λογοτ. Τόμ. Β’, σελ. 159).
Και για να τελειώνει η αναφορά στη φεουδαρχία – που δεν υπήρχε – στο βυζάντιο, πρόσεξε και τούτο: Όχι μόνον δεν υπήρξε φεουδαρχία, αλλά πολεμήθηκε στο βυζάντιο η φεουδαρχία, όταν «ο Ρωμανός Λεκαπηνός ανέκοψε την καταστροφική πορεία προς το φεουδαλισμό» – γνωρίζοντας ότι «η πολιτική σημασία του μικροϊδιοκτήτη είναι ανυπολόγιστη, γιατί η ύπαρξή του εγγυάται ότι οι κρατικοί φόροι θα εξακολουθήσουν να πληρώνονται, οι στρατιωτικές υποχρεώσεις να τηρούνται˙ η οικονομία και η άμυνα θα κατέρρεαν, αν ο αριθμός των μικροϊδιοκτητών θα ελαττωνόταν» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκ. Τ. Α’, σελ. 127). Πολεμήθηκε επίσης και το σύστημα των ιδιοεκκλησιών (=ιδιόκτητων εκκλησιών) που ήταν πολύ συνηθισμένο σε χώρες που επικρατούσε το φεουδαλικό σύστημα, λ.χ. τη Γαλλία.
Ούτε δεσποτισμό έχουμε στο βυζάντιο και «οι βυζαντινοί γνώριζαν πολύ καλά την αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στην αυθαιρεσία του Ασιατικού δεσποτισμού και στη νομιμότητα της Ρωμαϊκής απολυταρχίας… Η δύναμη της παράδοσης, του «άγραφου νόμου», περιόριζε ακόμα περισσότερο τις πράξεις του βυζαντινού μονάρχη» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Της βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 40 κ.ε.). Η απολυταρχία στο βυζάντιο ήταν ελληνικής προελεύσεως, ενώ το σύστημα των αυτόνομων πόλεων, όπου κυριαρχεί μια ελληνική ή εξελληνισμένη αστική τάξη περιόριζε τον δεσποτισμό. Η αυτοκρατορική εξουσία δεν παρουσιαζόταν ως στυγνή δικτατορία, όπως παρουσιάσθηκαν και παρουσιάζονται ακόμα στον 20ον μ. Χ. αιώνα, μα ήταν μία φιλάνθρωπη εξουσία και δεν πρέπει να συγχέεται με την τυραννίδα και την καταπίεση. Μπορείς να την ονομάσεις «απολυταρχία ελεγχόμενη από το νόμιμο δικαίωμα της επανάστασης» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Β’, σελ. 28).
Σπουδαία απόδειξη ότι δεν έχουμε δεσποτισμό στο βυζάντιο έχεις και το γεγονός, που μαρτυρείται απ’ όλες τις πηγές, ότι οι αλλοδαποί έπαιρναν εύκολα άδεια για προσωρινή ή και μονιμώτερη διαμονή στην Κων/πολη και συχνή ήταν ή οργάνωση παροικιών στην Κων/πολη και σε άλλες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το ελεύθερο και ανοικτό για τους ξένους κράτος σου ξαναθυμίζει την αρχαία Αθήνα, που οπωσδήποτε δεν είχε δεσποτισμό.
Ούτε μπορείς να παραδεχθείς πως ήταν άκαμπτη και ακίνητη η βυζαντινή κοινωνία. Αντίθετα την διέκρινε ζωηρή κινητικότητα που πραγματοποιούνταν με την άνοδο των μελών μιας κοινωνικής τάξεως στην επομένη, μέχρι της ανωτάτης. Ήταν λαϊκό κράτος το βυζάντιο με τη σημασία ότι η κεντρική εξουσία αγαπούσε τον λαόν και φρόντιζε –περισσότερο από κάθε άλλο κράτος της εποχής εκείνης – για τη βελτίωση και την άνοδο της ποιότητας της ζωής του λαού. Ήταν λαϊκό κράτος το βυζάντιο διότι «η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας δεν εξαφανίστηκε τελείως. Η σύγκλητος, ο οργανωμένος σε δήμους αστικός πληθυσμός και ο στρατός αποτέλεσαν πολιτικές δυνάμεις που ιδιαίτερα κατά την πρώτη βυζαντινή εποχή περιώριζαν αισθητά την αυτοκρατορική εξουσία» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τ. Α’, σελ. 88).
Εξάλλου, επειδή το βυζάντιο απήρτιζαν ποικιλία φυλών, ήταν «δυσχερές και ψυχολογικώς ακανθώδες το πρόβλημα της διοικήσεως διαφόρων ανομοιογενών εθνοτήτων» (Αλεξ. Διομήδη, βυζ. μελέται, τόμ. Α’, σελ. 309). Όμως δεν παραδέχεσαι και την επίκριση ότι οι αμοιβαίες συγκρούσεις δεν είχαν τέλος, που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Καθόσον οι βυζαντινοί αναγνώριζαν με το στόμα του Κων/νου του Πορφυρογέννητου ότι «έκαστον έθνος, διάφορα έχον έθη και διαλλάττοντας νόμους τε και θεσμούς, οφείλει τα οικεία κρατείν και από του αυτού έθνους τας προς ανάκρισιν βίου, κοινωνίας ποιείσθαι και ενεργείν». Δηλαδή αναγνώριζαν ότι κάθε φυλή πρέπει να διατηρεί τα ιδικά της έθιμα και να κυβερνάται με κανόνες που προσιδιάζουν στην ιδιοφυΐα της.
Στο βυζαντινό κράτος δεν έχεις αναρχία, ούτε θεοκρατία, ούτε ατέλειωτους πειραματισμούς, ούτε απολιθωμένη αυτοκρατορική εξουσία, αλλά: «Προοδευτικόν πνεύμα της πολιτικής εξουσίας. Νομοθεσία, διοίκησις, στρατιωτική οργάνωσις, προσαρμόζονται εις τας ανάγκας της συγχρόνου ζωής, της μεταβαλλομένης εκάστοτε συνθέσεως του λαού και της διεθνούς θέσεως του βυζαντίου… Εφήρμοζε μέθοδον εντελώς ελευθεριάζουσαν. Δεν ηκολούθει ούτε ενιαίον κανόνα, ούτε υπήρξεν αλύγιστον εις τας αρχάς του. Επειραματίζετο. Εδοκίμαζε και προσήρμοζε τας μεθόδους της εις τας εναλλασσομένας συνθήκας των περιστάσεων και τα ήθη των κατά τόπους υποτεταγμένων λαών» (Αλεξ. Διομήδη, βυζ. μελέται, τ. Α’, σελ. 308 – 309). Πραγματικά διέκρινε το βυζαντινό κράτος ελαστικότητα αρμονική και ισορροπία ανάμεσα σε μεταρρυθμίσεις και συντηρητική παράδοση: «Τίθεται ούτως αρχή ανοχής εκπληκτική, αποδεικνύουσα εξαιρετικήν λεπτότητα εις την διαχείρισιν της λαϊκής ψυχολογίας. Συνδυασμένη και ελαστική ενέργεια Ελληνισμού και εκκλησίας εδημιούργησαν ενότητα εις το βυζάντιον, απέβησαν δε οι μεταξύ των διαφόρων ετερογενών φύλων συνεκτικοί δεσμοί… Οι κυβερνώντες το βυζάντιον παραμένοντας συντηρητικοί κατ’ αρχήν, προέβαινον ουχ ήττον εις ανακάθαρσιν των νόμων, εις ανακαίνισιν της διοικήσεως και εις οργανικάς εν γένει μεταρρυθμίσεις, δηλ. εις συνεχές ξαναζωντάνεμα του πολιτειακού συγκροτήματος» (Αλεξ. Διομήδη, βυζ. μελέται, τόμ. Α’, σελ. 310 – 311).
Κοντολογής, θα είχες τα κυριώτερα γνωρίσματα του βυζαντινού κράτους, που σου αποδεικνύουν ότι δεν υπήρξε δεσποτικό κράτος, αλλά το περισσότερο φιλολαϊκό και προοδευτικό κράτος της εποχής του, από τα παρακάτω αποσπάσματα της ιστορίας του Ελληνικού έθνους (Εκδ. Αθηνών, τόμ. Ζ’, σελ. 257 κ.ε.). «Έλλειψη φανατισμού, μετριοπάθεια και η διάθεση συνεργασίας με τους εκπροσώπους της αντίπαλης θρησκείας… Ο αυτοκράτωρ αυτοπεριορίζεται από το φυσικό δίκαιο και την ηθική, από τη διδασκαλία της εκκλησίας και την παλαιά Ελληνική πνευματική παράδοση. Πνευματικοί και ηθικοί φραγμοί, που είχαν την αρχή τους στην ελληνική θεωρητική πολιτική παράδοση και στο γενικότερο φιλελεύθερο πνεύμα του ελληνικού πολιτικού βίου της αρχαιότητας, ενισχυμένοι από την υψηλή χριστιανική διδασκαλία, περιόριζαν την απολυταρχική άσκηση της εξουσίας… Πολιτικοί φραγμοί… η σύγκλητος και οι δήμοι… Βαθμιαία προβάλλει στο προσκήνιο και η Εκκλησία…».
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.