Διάλογοι με τον Αγιο Γέροντα Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη – Της Μαρκιανής Νοταρίας.

Σημειωματάριο από τις συναντήσεις μου
με τον Γέροντα Πορφύριο

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.

Όταν σε βρίζει ο εχθρός σου.
-Σ’ αγαπώ πολύ κόρη μου. Όταν σε βλέπω μπερδεμένη προσεύχομαι πολύ για σένα, μου είπε.
-Και είμαι συχνά μπερδεμένη, είπα.
-Όταν κάποιος εχθρός σου σε βρίζει, σε βλαστημάει, εσύ να βλέπεις την ψυχούλα του και να τη χαϊδεύεις με τη προσευχή και την αγάπη, είπε.
-Όταν η κόρη σου κάνει αταξίες μη την κοιτάζεις, κάνε πώς δεν δίνεις προσοχή και χάιδεψε την ψυχούλα της με αγάπη και προσευχή και να δεις πως θα ησυχάσει. Τα καλά σου αισθήματα επιδρούν στους άλλους καλά και τα κακά σου κακά, είπε.
-Το ξέρω, αντείπα. Βλέπω πως όταν δεν αισθάνομαι καλά για κάποιον είναι και αυτός κακός μαζί μου κι όταν αισθάνομαι όμορφα είναι μαζί μου καλός και αυτός.
-Αχ! τι να σας κάνω; Είπε. Σας πιάνει το πνεύμα και σας βασανίζει και σας μαυρίζει τη ζωή.
Κάνε υπακοή.
-Κάνε υπακοή κόρη μου, είπε.
-Δεν έκανα ποτέ μου, είπα.
-Δεν σου αρέσει; Με ρώτησε. Αχ! εγώ σε βλέπω, είσαι πολύ εγωίστρια. Και τώρα σε έπιασα πάνω στο πείσμα σου. Κάνε υπακοή. Το είπε και ο Παΐσιος.
-Τον ξέρω, είπα.
-Είναι αγωνιστής, ασκητής έχει διόραση, μου απάντησε.
-Όταν μου λένε εμένα πως είμαι σπουδαίος, γελάω, πρόσθεσε. «Ο μονόφθαλμος στους στραβούς βασιλεύει». Ο π. Παΐσιος το είπε, αλλά και εγώ έτσι αισθάνομαι.
-Αυτός (ανέφερε κάποιο πρόσωπο) είναι μπερδεμένος, μου είπε. Μου το είπε άνθρωπος που τον γνώρισε από κοντά, είναι ο Σ.
-Ω! Όχι, αντέδρασα, δεν έχω εμπιστοσύνη στην κρίσι του. Κρίνει με κριτήρια υποκειμενικά.
-Έχεις δίκιο, είπε (ίσως για να με ηρεμήσει).
-Εκτός αν το λέτε εσείς, του λέω, εσείς γνωρίζετε.
-Εγώ γνωρίζω, μου απάντησε. Εγώ το λέω.
-Πάει καλά, συμφώνησα.1
Για την ευχή.
Και τώρα, είπε, ώρα 10 με 10.15 να πεις την ευχή. Πρώτα, πριν τις 10, να προσευχηθείς για τα παιδάκια σου να πεις δι’ ευχών και ν’ αρχίσεις.
«Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» νοερά, κι αν έρθουν σκέψεις εσύ να εντείνεις την νοερή φωνή για να την ακούς καλύτερα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και να δεις θα φύγει ο εχθρός. Θα κάνεις όπως κάνει μια χορωδία, που όταν τραγουδά κι ακούγεται κάποιος θόρυβος εντείνει, δυναμώνει την φωνή και ακούγεται περισσότερο. Να μην σπρώχνεις τον εχθρό, μην τον απωθείς, αλλά να συγκεντρώνεις τον νου σου, και να δυναμώνεις την νοερή προσευχή σου κι αυτός θα φύγει μόνος του.2
Αχ! τι να σε κάνω, τι να σε κάνω σ’ αγαπώ πολύ.
Σε λύνω από την υπακοή (Απελευθέρωση).
Ήταν περίοδος εκλογών. Εγώ ήμουν επηρεασμένη από διάφορους εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς παράγοντες και σκεπτόμουν να ψηφίσω ένα τάδε κόμμα. Ήμουν φανατισμένη, το υποστήριζα παντού και κατηγορούσα το αντίπαλο κόμμα. Έδινα τρομερή σημασία στο γεγονός των εκλογών. Μπορώ να πω τώρα πως ένα μέρος της ψυχής μου είχε μπλοκαριστεί από μία τέτοια καθόλου πνευματική υπόθεση.
Ο Παππούλης με ρώτησε: Ε! τι θα ψηφίσεις Μ.;
-Μα φυσικά το τάδε κόμμα, είπα με έμφαση.
-Εγώ σου λέω να ψηφίσεις τα τάδε (δηλαδή το αντίπαλο).
-Όχι Παππούλη, όλα να τα κάνω αλλά όχι αυτό.
Ο Παππούλης δεν είπε τίποτε άλλο. Το βράδυ ήταν για μένα μαρτυρικό. Αγαπούσα αφάνταστα τον Γέροντα, όμως δεν μπορούσα να αρνηθώ και τον κοσμικό εαυτό μου. Μια χάρη μου ζήτησε, ξανασκεφτόμουν και να μην την κάνω; Τι αγάπη είναι αυτή; Κι έπειτα γιατί μου το ζητά ο Γέροντας. Μήπως για να με κάνει να υπερβώ μια ματαιότητα που δεν μ’ αφήνει να πετάξω πνευματικά; Γιατί τι όφελος έχει από τα κόμματα ο Γέροντας;
Πρωί –πρωί στο γραφείο μου χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Παππούλης.
-Χθες βράδυ σε ψύχρανα. Πιέστηκες πολύ και στενοχωρήθηκες. Σε λύνω από την υπακοή. Κάνε ό,τι θέλεις, ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Αγκάλιασε τα παιδάκια σου και προσευχήσου. Τι ωραίο πράγμα! «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Μην στενοχωριέσαι κάνε ό,τι θέλεις. Εσύ να κρατάς τα καλά απ’ όσα σου λέω και όχι όλα. Σου τα είπα, χθες όλα αυτά γιατί μου ήρθε φώτιση. Έτσι δεν το ήθελα, ξαφνικά μου ήρθε να σου τα πω. Το είπε ο π. Παΐσιος γιατί ξέρεις, αλλά κι εγώ το ίδιο αισθάνομαι. Σου το λέω αλήθεια, δεν με πιστεύεις, ρώτησε.
-Για όνομα του Θεού! Είπα. Σας πιστεύω και θα κάνω υπακοή και του διάβασα κάτι που έγραψα σχετικό με την υπόθεση που συζητούσαμε, το βράδυ που πάλευα με τις σκέψεις μου.
-Εγώ σου τα είπα γιατί σ’ αγαπώ είπε. Σ’ αγαπώ κόρη μου. Μην το κάνεις, κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ σε λύνω από την υπακοή. Η ευχή του Χριστού, είπε.
Ψήφισα τελικά με μεγάλη δυσκολία. Το θέλημά μου πάλευε με την υπακοή στον Γέροντά μου.
Την ώρα που το ψηφοδέλτιο του κόμματος που δεν ήθελα έπεφτε μέσα στην κάλπη ένα βάρος ασήκωτο έπεσε από πάνω μου. Ελευθερώθηκα. Έκτοτε δεν προσκολλήθηκα πια σε τίποτε πολιτικό. Το μάθημα του Παππούλη μου έδειξε τη σχετικότητα των γήινων αξιών.3
Θα σας ακούω.
Κάποια μέρα μας είπε:
-Όταν με θέλετε και δεν μπορείτε να με βρήτε, φωνάξτε με, πέστε μου τι θέλετε κι εγώ θα το ακούσω.
Άλλη φορά είπε:
Όταν φύγω από αυτή τη ζωή και με χρειάζεστε, φωνάξτε με και εγώ θα είμαι δίπλα σας, να! Επαδά (κι έδειξε με το χέρι τη διπλανή θέση μας).
Η θεία χάρις και η χαρά.
Ήταν Πεντηκοστή του 19…Όλοι οι δικοί μου έλειπαν εκτός Αθηνών. Ξύπνησα κατά τις 5 το πρωί και σκέφτηκα να μην ξανακοιμηθώ αλλά να πάω στα Καλλίσια μήπως μπορέσω να εξομολογηθώ στον Γέροντα.
Έφθασα κατά τις 6:30 το πρωί. Βρήκα τον παππούλη να βγαίνει στην βρύση με το προσόψι του. Όταν τελείωσε μου είπε:
-Έλα να εξομολογηθείς. (Εγώ ντράπηκα να του το πω, ή και απέφευγα). Πήγαμε στον βράχο. Κοίταξε γύρω –γύρω τα βουνά, πήρε βαθειά αναπνοή και με ρώτησε:
-Το αισθάνεσαι αυτό;
Δεν πρόλαβα να ρωτήσω ή μάλλον ήμουν στη μέση της ερωτήσεως.
-Ποιό, γέροντα;
Και μια ευωδία με τύλιξε. Μια ευωδία «ξένη», δυνατή, χωρίς να πνίγει, τέτοια που μόνο σε άγια Λείψανα αισθάνθηκα, όπως στον Άγιο Σέργιο του Ραντονέζ στο Ζαγκόρσκ.
-Ναι Παππούλη, ναι Παππούλη, μπόρεσα να πω από την χαρά που με γέμισε και την ευωδία που με πλημμύρισε.
-Είναι καλή ευωδία αυτή, είπε. Έρχεται από πέρα, μακριά.
Τι από πέρα, μακριά ερχόταν… Εγώ ήξερα πως ήταν η ευωδία του Αγίου Πνεύματος σήμερα Πεντηκοστή. Τα μάτια μου έγιναν βρύσες που έτρεχαν καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας αβίαστα. Η ψυχή μου γέμισε χαρά και αγάπη για όλους και το πρόσωπό μου ήταν πυρρό.4 Αυτό κατάλαβα από ερώτηση φίλου που είπε:
-Μα τι έχεις εσύ σήμερα, πώς είναι έτσι κόκκινο και φωτεινό το πρόσωπό σου;
Ήταν η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος δια του Γέροντος και η δωρεά του να αισθανθώ την Αγία Πεντηκοστή.
Ευλογητός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού.
Υπενθύμιση ξεχασμένου λογισμού.
Κάποτε μία πονηρή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου. Μερικές φορές κουβέντιασα μαζί της, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα πως ήταν φοβερή σκέψη και την πολέμησα, έφυγε και ξεχάστηκε. Δεν την εξομολογήθηκα στον Γέροντα. Κάθε φορά μετά την εξομολόγησή μου με ρωτούσε: -Τι άλλο θα μου πεις; Η απάντησή μου ήταν: Γέροντα δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο, εσύ Παππούλη βλέπεις κάτι που πρέπει να πώ; Πέρασε πολύς καιρός και μετά από παρόμοια απάντησή μου μου είπε:
-Ξέρεις καμμιά φορά μπορεί να συβμεί και αυτό (και μου περιέγραψε πλήρως τον λογισμό μου αδιάφορα κοιτώντας αλλού και μετά με ρώτησε) Εσύ τι λες; Και τα μάτια μου καρφώθηκαν στην ψυχή μου.
Διηγείται σε μας για να ακούσουν άλλοι.
Πολλοί πήγαιναν να τον ρωτήσουν σαν σε καφετζού, εκεί δεν απαντούσε.
Κάποτε έγινα μάρτυς του εξής περιστατικού:
Ήμασταν πολλοί άνθρωποι και τον περιμέναμε να έρθει από το δάσος. Ήρθε και μας είπε:
-Ελάτε να σας πω κάτι: Ήταν ένας τρελλός και είχε ένα κουβά νερό και μία βούρτσα και «έβαφε» έναν τοίχο. Πέρασαν δύο φίλοι και τον ρώτησαν τι κάνεις εσύ εκεί.
Εγώ; Βάφω τον τοίχο, απάντησε ο τρελλός. Μη με βλέπετε εμένα. Εγώ έχω κρύψει λίρες πολλές κάτω από κείνο το δέντρο. Και συνέχισε να «βάφει». Την άλλη μέρα το πρωί ο τρελλός «ξανάβαφε» τον ίδιο τοίχο. Ήρθαν οι δύο φίλοι και του είπαν: Είσαι τρελλός, καημένε. Εμείς όλη την νύχτα σκάψαμε κάτω από το δέντρο και δεν βρήκαμε λίρες.
-Α, απάντησε ο τρελλός, ώστε σκάψατε και δεν βρήκατε λίρες. Ελάτε τώρα να βάψετε εσείς τον τοίχο.
Εκείνη τη στιγμή ένας κύριος από μία παρέα τεσσάρων ανδρών άναψε τσιγάρο και απομακρύνθηκε κι ένας άλλος είπε στον Γέροντα:
-Για μένα το λες Γέροντα, έ;
Ήρθα να σε ρωτήσω που είναι θαμμένος ένας θησαυρός…5
Ο πνευματικός είναι γιατρός γεμάτος αγάπη.
Κάποια μέρα ήθελα να εξομολογηθώ και του τηλεφώνησα:
-Γέροντα θέλω να εξομολογηθώ.
-Ε, λέγε, μου απάντησε.
-Αμάρτημα πρώτον: Δεν θέλω να εξομολογηθώ σε σας, γιατί ντρέπομαι.
-Ε, πήγαινε σε κάποιον άλλον, αλλά να ξέρεις θα σε μπερδέψει. Γιατί ντρέπεσαι;
-Γιατί όλο τα ίδια και τα ίδια κάνω και δεν διορθώνομαι.
-Ε, καημένη, τι είναι ο πνευματικός; Ένας γιατρός είναι. Άμα σπάσεις το πόδι σου και πας στον ορθοπεδικό θα σου πει «βρε στραβάδι, που κοίταζες κι έσπασες το πόδι σου, έξω απ’ εδώ» ή θα πιάσει το σπασμένο πόδι με προσοχή κι αγάπη και σιγά – σιγά να μην πονέσεις πολύ, θα το βάλει στη θέση του, θα του βάλει γύψο, θα δώσει φάρμακα για τον πόνο; Έτσι κι ο πνευματικός είναι ένας γιατρός που με αγάπη σκύβει πάνω στην πονεμένη ψυχή για να την κάνει καλά.6
Να αγαπάμε μυστικά. Μη δείχνετε ανησυχία στα παιδιά.
Πολύ πριν ξεσπάσει η εχθρότητα ενός ζευγαριού εναντίον όλης της οικογενείας μας, ενώ εμείς αγαπούσαμε με απλότητα όλη την οικογένειά τους, μου είπε μια μέρα ξαφνικά, «Ξέρεις, πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να δεχτούν την αγάπη που τους δείχνουν οι άλλοι. Διερωτώνται γιατί τους αγαπούν, κουμπώνονται. Αισθάνονται πως η αγάπη που τους δείχνουν τους δεσμεύει και αντιδρούν πολύ άσχημα και μαζεύονται στον εαυτό τους και απομονώνονται. Αυτό πληγώνει αυτούς που αγαπούν. Γι’ αυτό να μη δείχνουμε την αγάπη μας. Ακόμα και οι γονείς, να μη δείχνετε πολύ την αγάπη στα παιδιά και κυρίως η μάνα, να μην δείχνει την ανησυχία της. Πριν από μέρες ήρθε μια μητέρα με το παιδί της. Μιλούσε εδώ περπατώντας, και το παιδί ανέβηκε, πάνω σ’ ένα σωρό μεγάλο από χώμα και φώναξε «μαμά» και πήγαινε στην άκρη –άκρη να πέσει. Η μάνα ανησύχησε, ήταν έτοιμη να τρέξει να το πιάσει. Της είπα κάνε πως δεν το βλέπεις, μην απαντάς, μην το κοιτάζεις, κάνε πως δεν ακούεις, πες μέσα σου την ευχή. Το παιδί φώναξε, ξαναφώναξε, και κατέβηκε ήσυχα – ήσυχα. Αν η μάνα του πήγαινε να το πιάσει ή εάν το παρακαλούσε να κατέβει θα έπεφτε το παιδί από αντίδραση στην αγάπη της μάνα του. Ν’ αγαπάτε με την καρδιά μυστικά. Να αγκαλιάζεις την ψυχή του άλλου και των παιδιών σου με την καρδιά σου και να προσεύχεσαι: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Θα έχει τα μάτια της ψυχής σου, προσηλωμένα εδώ στο στέρνο στην καρδιά του άλλου και θα λες την ευχή, όχι «ελέησον τον δούλον σου τάδε», αλλά «ελέησόν με» να μην αλλάζουμε την ευχή. Άλλωστε ο άλλος είμαστε εμείς.
-Ναι, ναι του είπα, η ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως.
Δεν πέρασε ένας μήνας και ξέσπασε η δοκιμασία της εχθρότητας εναντίον της οικογενείας μας από τους ανθρώπους που αγαπούσαμε απλά και ανυστερόβουλα. Ευτυχώς που ο Γέροντας με είχε ενημερώσει, με είχε προετοιμάσει και προ παντός μου είχε εξηγήσει τον λόγον, την αιτία της συμπεριφοράς τους.
Για τις ταυτότητες.
Ρώτησα κάποτε τον Γέροντα: -Θα πάρουμε, Γέροντα, τις ταυτότητες με το 666;
Ο Γέροντας με ρώτησε:
-Δεν μου λέγεις, όταν πας στον Άγιον Πέτρο, θα βγάλεις την ταυτότητά σου που γράφει Χριστιανός και Ορθόδοξος, θα του την δείξεις και θα σου πει «πέρασε στον παράδεισο»; Τι έχει σημασία, τι γράφει η ταυτότητά σου ή τι είσαι; Αν σε σφραγίσουν δια της βίας χωρίς εσύ να το θέλεις και η καρδιά σου είναι του Χριστού δεν έχει καμμία δύναμη το χάραγμα. Όσα Χριστιανός Ορθόδοξος κι αν γράφει η ταυτότητά σου, αν δεν είναι η καρδιά σου του Χριστού, δεν σε ωφελεί που γράφει η ταυτότητα Χ.Ο.
Να ευχόμεθα και για τους κακούς.
Σε κάποια εκκλησία μία Κυριακή προ του Καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων ήρθε κάποιος γνωστός και έφερε το νέο ότι πήγαν κάποιον πολιτικό στο νοσοκομείον ετοιμοθάνατο, και έκανε το σχόλιο: ψοφάει το παλιόσκυλο.
Κατά τον καθαγιασμό ο άνδρας μου παρακάλεσε με θέρμη: «Θεέ μου δώσε του τον χρόνο να μετανοήσει. Άνθρωπος είναι, εικόνα Σου είναι. Και το ερχόμενο Σάββατο, όταν πήγαμε στον Γέροντα είπε στον άνδρα μου, μόλις μπήκαμε στο κελλί του. «Ναι, ναι Γιωργάκη, να του δώσει ο Θεός του καημένου το χρόνο να μετανοιώσει γιατί έκανε πολύ κακό στην Ελλάδα».
Και στην Ομόνοια μπορείς να αγιάσεις.
Περπατούσα κάποια μέρα στην Ομόνοια και σκέφτηκα: «Εδώ στην Ομόνοια αγίασε ο Παππούλης». Ήρθα σε κατάνυξι, έσκυψα το κεφάλι και άρχισα να λέω την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Όταν πήγαμε το Σάββατο στον Γέροντα μου είπε μόλις με είδε:
-Ναι, είναι αλήθεια, και στην Ομόνοια μπορείς ν’ αγιάσεις και να προσευχηθείς.
Αισθανόμουν ότι παρακολουθεί όλες τις κινήσεις της ψυχής μου.
Χαρά μου να επισκέπτομαι το Γέροντα.
Όταν ξεκινούσαμε να πάμε στον Γέροντα γέμιζε η ψυχή μας χαρά και ευφορία. Του είπα κάποτε:
-Γέροντα, όταν ξεκινώ να έρθω εδώ αισθάνομαι άγια.
-Γέλασε δυνατά δίνοντάς μου τη σχετική μπατσούλα. Εγώ βέβαια εννοούσα το ότι «μετά του οσίου όσιος έση και μετά στρεβλού διαστρέψεις» πράγμα που είδε ο Παππούλης στην καρδιά μου.
Κάποτε είχα τη μεγάλη ευλογία να μου ζητήσει ο Γέροντας να τον πάω στην Αθήνα στο γιατρό. Πήγα στο μοναστήρι με πολύ μεγάλη χαρά ψάλλοντας καθ’ οδόν. Όταν πήγα στο κελλί ο Γέροντας άρχισε να μου ψάλλει ό,τι έψελνα στον δρόμο. Κατεβήκαμε στην Αθήνα, πήγαμε στον γιατρό και γυρίζοντας στο μοναστήρι κάποια στιγμή αναστενάζοντας είπε:
«Αχ, αχ. Κύριε σώσον τον βασιλέα».7
Φθάσαμε στο μοναστήρι αργά και εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από το κελλί. Τότε η Γερόντισσα Πορφυρία μου είπε: «Άστην γέροντα, να φύγει, είναι αργά και είναι μοναχή της».
Παρ’ ότι έχω ένα φόβο να οδηγώ την νύχτα και μάλιστα στην εθνική οδό είπα:
-Ο Γέροντας θα με ευλογήσει και εγώ θα πάω πολύ καλά πίσω στην Αθήνα. Και πράγματι από Μαλακάσα μέχρι την γέφυρα της Βαρυμπόμπης δεν συνάντησα ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε από Αθήνα προς Λαμία ούτε προς την Αθήνα και δεν ήταν δα και τόσο αργά. 9-9.30 το βράδυ ήταν.
Για το θάνατο.
Ήταν Παρασκευή προ της Τυρινής και ο Γέροντας θα πήγαινε στα Χανιά. Είχα την μεγάλη χαρά να τον πάω στο αεροδρόμιο. Στην οδό Β. Κωνσταντίνου, μετά το Χίλτον, ήμουν πίσω από ένα αυτοκίνητο που είχε μέσα δύο νέες κοπέλες. Μπροστά απ’ αυτές ήταν μία νεκροφόρα με τον νεκρό. Η νεαρή οδηγός προσπαθούσε επίμονα να αλλάξει λωρίδα για να μην είναι πίσω από την νεκροφόρα, αλλά εις μάτην γιατί είχε πολλή κίνηση. Γέλασα και είπα:
-Γέροντα, η κοπελλίτσα φοβάται και προσπαθεί ν’ αλλάξει λωρίδα.
-Το κατάλαβες, είπε ο Παππούλης. Κι όμως δεν υπάρχει θάνατος. Δεν είναι παρά η γέννησίς μας στην άλλη ζωή.
Τότε ήρθε στη μνήμη μου αυτό που ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει για το θάνατο «όπως το κυοφορούμενο για να ζήσει όταν θα γεννηθεί πρέπει να τελειοποιήσει μέσα στην μήτρα της μητέρας του όλα τα σωματικά όργανα, έτσι και ο άνθρωπος για να ζήσει στην άλλη ζωή όταν θα γεννηθεί σ’ αυτήν δια του θανάτου πρέπει να τελειοποιήσει όλα τα πνευματικά του όργανα. Αλλοιώς θα πεθάνει κι αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος».
Επικοινωνία μυστική.
Ο άνδρας μου ρώτησε τον Γέροντα:
-Γέροντα στην άλλη ζωή πώς θα επικοινωνούμε;
Με μυστικό τρόπο, απάντησε ο Γέροντας. Έτσι όπως το λέει το απολυτίκιον. «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει». Έτσι όπως ο Θεός μυστικά πρόσταξε τον Αρχάγγελο κι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κατάλαβε και ενήργησε ό,τι διετάχθη.
Η Παναγία Τριάς σε αγαπάει.
Είχα για καιρό μια ξεραΐλα στην καρδιά μου. Ήθελα να εξομολογηθώ και δεν είχα τι να πω. Αισθανόμουν μια πνευματική αδράνεια. Τότε ήταν που κάποια φίλη μου είχε ανάγκη και πήγαμε να δει τον Γέροντα. Μετά από εκείνη πήγα εγώ και του είπα την κατάστασί μου: Δεν έχω μετάνοια, δεν έχω επίγνωση των αμαρτιών μου, δεν καταλαβαίνω τίποτα…
-Σκύψε, μου είπε ο Γέροντας.
Έσκυψα, έβαλε το επιτραχήλι στο κεφάλι μου και μου είπε:
-Δεν ξέρω τι λες εσύ. Εγώ βλέπω πως η Αγία Τριάς σε αγαπάει πολύ.
Αν εκείνη τη στιγμή γινόταν σεισμός 7 βαθμών της κλίμακας ρίχτες δεν θα συγκλονιζόταν έτσι το σώμα μου, όπως συγκλονίστηκε η ψυχή μου μ’ αυτή την αποκάλυψι. Κι ο γέροντας συνέχισε:
-Έχεις καμμιά εικόνα της Αγίας Τριάδος; Κι αμέσως είπε: «Όχι, όχι δεν είναι εικόνα είναι το ότι έχεις σωστή αντίληψι του δόγματος της Αγίας Τριάδος».
Άναψε η καρδιά μου. Το πρόσωπό μου έγινε ροδόχρουν. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν αβίαστα. Δεν κατάλαβα πότε έφθασα από το Μήλεσι στην Αθήνα εντελώς αλλοιωμένη. «Αύτη έστιν η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Η αλλοίωση αυτή κράτησε πάνω από έξι μήνες. Και τώρα κάθε φορά που θυμάμαι αυτό το μήνυμα της Αγάπης του Τριαδικού Θεού συγκλονίζομαι.
Η ψυχή είναι ο τόπος του αγώνα του καλού και του κακού.
Κάποτε μας είπε ο Γέροντας διδάσκοντάς μας.
-Η ψυχή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Είναι ουδέτερη. Αν βάλεις την πρίζα απ’ αριστερά, στο κακό (εννοούσε την προαίρεση) τότε έρχονται μέσα στην ψυχή οι κακοί άγγελοι, οι άγγελοι του σκότους, την καταλαμβάνουν, η ψυχή γεμίζει σκοτάδι και τότε ο άνθρωπος κάνει το κακό. Εάν όμως βάλεις την πρίζα από τα δεξιά στο καλό, τότε υποχωρούν οι άγγελοι του σκότους, κρύβονται στις σπηλιές, έρχονται οι άγγελοι του Θεού, η ψυχή γεμίζει φως, έρχεται ο Χριστός και τότε ο Χριστός και οι άγγελοί Του, ενεργούν το καλό και είσαι ανίκανος να κάνεις το κακό. Μην με παρεξηγήσεις που θα το πω: Δεν είσαι ελεύθερος να κάνεις το κακό, γιατί ο Χριστός ενεργεί το καλό. Τώρα εάν η ψυγεί η αγάπη και υποχωρήσουν οι άγγελοι και ο Χριστός, καταλαμβάνει το μέρος πάλι το κακό. Η ψυχή είναι το θέατρο όπου γίνεται ο αγώνας του καλού και του κακού.
Θυμήθηκα τα λόγια του Αποστόλου Παύλου από την προς Ρωμαίους (Ζ’ 15 μέχρι 25). «Ο γαρ κατεργάζομαι ου γινώσκω, ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, άλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ. 16 ει δε ο ου θέλω τούτο ποιώ, σύμφημι τω νόμω ότι καλός 17 νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία. 18 οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τούτ’ εστίν εν τη σαρκί μου αγαθόν˙ το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω˙ 19 ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, άλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω. 20 ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, άλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία, 21 ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται 22 συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, 23 βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου. 24 Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; 25 Ευχαριστώ τω Θεώ δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών. Άρα ουν αυτός εγώ τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας».
Μετάφρασις.
«15 Έτσι, δεν ξέρω ουσιαστικά τι κάνω, δεν κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω αλλά, αντίθετα, ό,τι θα ήθελα να αποφύγω. 16 Κάνοντας όμως αυτό που κατά βάθος δε θέλω, αναγνωρίζω έμπρακτα πως οι εντολές του νόμου είναι σωστές.
17 Κι έτσι φτάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό αλλά η αμαρτία, που έχει εγκατασταθεί μέσα μου. 18 Και μαρτυρεί γι’ αυτό η ίδια η συνείδησή μου: δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στο είναι μου, το καλό. Απόδειξη, ότι θέλω να κάνω το καλό, δεν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη. 19 Κι έτσι, δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω. 20 Αν όμως κάνω αυτό που δεν θέλω, τότε την πράξη μου δεν την καθορίζω πια εγώ αλλά η αμαρτία, που έχει θρονιαστεί μέσα μου.
21 Συνεπώς, η πείρα δείχνει ότι, ενώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. 22 Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. 23 Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται στο νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. 24 Τι δυστυχισμένος, αληθινά, που είμαι!
Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή, που έχει υποταχθεί στο θάνατο; 25 Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Άρα, λοιπόν, εγώ ο ίδιος, ενώ συμφωνώ θεωρητικά με το νόμο του Θεού, στην πράξη είμαι υποταγμένος στο νόμο της αμαρτίας.
Υποσημειώσεις.
1. Το θέμα για το οποίο έγινε αυτή η συζήτηση δεν είναι ανακοινώσιμο.
2. Όπως θυμήθηκα τώρα, μας είπε: Να σας το περιγράψω αυτό με μιαν εικόνα: Είναι μία συντροφιά και συζητά πνευματικά πράγματα; Ο αντικείμενος ζηλεύει και θέλει να τους τραβήξει από τα πνευματικά. Γίνεται ένας «κροκόδειλος», να πούμε, και μπροστά σε καθένα τους ανοιγοκλείνει τα σαγόνια του (κι έκανε με τις παλάμες την αναπαράσταση των σαγονιών που ανοιγοκλείνουν). Αν δει ότι κανείς δεν τον προσέχει αλλά έχουν όλοι το νου τους στα πνευματικά, αποσύρεται σιγά ανοιγοκλείνοντας μάταια τα σαγόνια του.
3. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως. Το νόημα της στάσεως του Γέροντα ήτο: Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι «σωτηρία» (Ψαλμ. ΡΜΕ 145, 3). Μη στηρίζεσθε στα κόμματα. Ψηφίστε κατά συνείδησιν, αλλά χωρίς φανατισμό ή ελπίδες ότι το α ή το β κόμμα θα σας σώσουν.
4. Κοκκινωπό σαν τη φωτιά.
5. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως. Πιο λεπτομερής περιγραφή του περιστατικού βρίσκεται στο βιβλίο Κλ. Ιωαννίδη, ο Γέρων Πορφύριος, Μαρτυρίες και εμπειρίες, έκδ. 9η, σελ. 150-151.
6. Σημ. του επιμελητού της εκδόσεως. Από αυτά τα λόγια του Γέροντα φαίνεται πόσο εσφαλμένη είναι η άποψη μερικών ότι ο πνευματικός είναι δικαστής και ότι τα επιτίμια που συνιστά είναι ποινές. Δεν είναι ποινές, είναι φάρμακα.
7. Είναι φράσις από τον ψαλμό ΙΘ’ (19), που αναγινώσκεται στον Όρθρο.

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.